Άσε μάνα μου, δεν έμεινε τίποτε όρθιο.
Με πήρανε και οι γείτονες χαμπάρι και μου στέλνουν
φωτογραφίες στο ίνμποξ από τις αναμμένες κολοκύθες τους, στημένες στην εξώπορτα
του σπιτιού τους, για να με πειράξουν. Επειδή είναι πλέον ευρέως γνωστό πόσο βδελύσσομαι
το χάλοουιν και κάθε τι ξενόφερτο.
Τι με πείραξε το χάλοουιν, θα μου πεις. Δεν με πείραξε,
μάνα μου. Εγώ είμαι ούτως ή άλλος μακάβριος και μαυρισμένος ψυχικά. Πρώτος και
καλύτερος έπρεπε να το γιορτάζω. Και το γιόρταζα, πολύ πριν γίνει της μόδας.
Στο Δημοτικό δεν θυμάστε που είχα κάνει πάρτι, στην ΣΤ’ Δημοτικού, με θέμα «στοιχειωμένο
σπίτι» και είχα κρεμάσει παντού σκελετούς, τρομαχτικές μάσκες και αναμμένα
κεριά; Θραύση είχα κάνει τότε! Όλοι
οι συμμαθητές μου το θεώρησαν πολύ κουλ, μάλιστα είχα ακούσει κάποιον να με συστήνει
στη μητέρα του ως «εκείνον που έκανε εκείνο το τέλειο πάρτι» και είχα ψηλώσει άλλους
δυο πόντους.
Αλλά ήταν δική μου ιδέα! Γέννημα θρέμμα της φαντασίας μου.
Δεν είχαμε ιδέα τι εστί Χάλοουιν εν έτει 1992. Έβλεπα πολλά θρίλερ τότε και από
κάπου το ξεσήκωσα και το εξέλιξα. Δεν το υιοθέτησα μαζικά σαν το πρόβατο όπως γίνεται
σήμερα. Δεν ήρθε το αμερικάνικο φιρμάνι να με βρει. Αυτό είναι που μου τη
σπάει. Η μαζικότητα, η αγέλη. Δεν ήρθε ένας άνθρωπος με μεράκι και φαντασία να μας
πει «ξέρετε, σκέφτομαι να κάνω ένα πάρτι έξω από τα τετριμμένα, ελάτε να βάλουμε
κάτω την ιδέα και να το δουλέψουμε», να πορωθώ. Κι ας ήταν ό, τι εποχή θέλει.
Ήρθαν και μας είπαν «μπήκε ο Οκτώβριος, κατεβάστε τις κολοκύθες σας! Γιατί,
έτσι!»
[ Γιατί σώνει και καλά να πρέπει να γίνεται κάθε Οκτώβρη;
Άμα θέλετε αιμοδιψές πάρτι, οργανώστε το και το Πάσχα και καταμεσής των
Χριστουγέννων. Τι σημασία έχει;]
Άντε τώρα να κρατήσεις το παιδί σου μακριά απ’ όλα αυτά.
Δεν μπορείς. Δεν μπορείς να του απαγορεύσεις να ζει την εποχή του. Αν όλοι οι
συμμαθητές του συζητούν για το που θα κάνουν «χάλοουιν», κατά το «πού θα κάνετε
πρωτοχρονιά;» πώς να του πεις ότι εσύ θα εξαιρεθείς γιατί δεν είσαι πρόβατο;
Τον λυπάσαι. Ολόχρονα σου μιλά ενθουσιασμένος για βρικόλακες, μούμιες, ζόμπι
και φαντάσματα. Θα του το χαλάσεις για ιδεολογικούς λόγους; Όχι. Αλλά μπορείς
να απέχεις. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω φερ’ ειπείν, είμαι στη σοφίτα
απομονωμένος και κάτω στο σαλόνι γίνεται της κολοκύθας το ανάγνωσμα. Περνά
τέλεια εξ όσων ακούω από τις κραυγές ευτυχίας που βγάζει, αλλά δεν συμμετέχω. Ας
αναρωτηθεί κάποτε γιατί. Θα του εξηγήσω.
Ήταν η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πριν δυο
μέρες. Σκεφτόμουν να βγάλω έξω τη σημαία. Δεν το έκανα γιατί, ειλικρινά, την
Ελλάδα την έχω στο πετσί μου, δεν χρειάζεται να την τρίψω στη μούρη του
οποιουδήποτε. Αλλά σύμφωνα με τα νέα πολιτικά ήθη, η σημαία είναι και σύμβολο
εθνικισμού (άσχετα αν η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται τον όρο λανθασμένα. Με βλάκες
έχουμε να κάνουμε, με τα νερά τους θα πάμε). Έχεις τώρα κέφια να κρεμάσεις τα
λάβαρα και τις σημαίες, να ντύνεις το παιδί σου τσολιαδάκι και να τρέχεις στις παρελάσεις;
Όχι. Δεν έχεις. Γιατί πέραν του ότι δεν έχεις να αποδείξεις την εθνικοφροσύνη
και τη φιλοπατρία σου σε κανέναν, ζούμε και σε καιρούς κουρασμένους.
Κι όμως, εντυπωσιάζομαι. Εντυπωσιάζομαι που το έπος του ’40
περνά σχετικά στο ντούκου, αλλά να λαξεύσουμε την κολοκύθα μας δεν διστάσαμε
ουδόλως. Και χρόνο γι’ αυτήν βρήκαμε, και στο ψυγείο τρεις μέρες τη φυλάγαμε μην
σαπίσει, και πάρτι με σκελετούς οργανώσαμε, και φωτογραφίες θα ανεβάσουμε στο
ίνσταγκραμ. Ευτυχώς!
Τουλάχιστον δεν θα μας πουν φασίστες!
Καλό Θενξγκίβινγκ να φτάσουμε!