Έχω πολλά να σου πω.
Ήμουν στις Βρυξέλλες για ένα συνέδριο και πέρασα
φανταστικά. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδεψα μετά τη γέννηση του μικρού και
πέρασα από διάφορες ψυχολογικές φάσεις. Από το «εγκαταλείπω τέκνο και σύζυγο, ο
άθλιος πατέρας» και «χωρίς το μωρό μου δεν πάω πουθενά», μέχρι «θα τον πάρω μαζί μου
στη Κομισιόν να πει κι αυτός τη γνώμη του». Εν τέλει οι τύψεις κράτησαν μέχρι το αεροδρόμιο. Ύστερα ο νους
μου καθάρισε από τη ρουτίνα που βιώνω τους τελευταίους 14 μήνες και πέρασα σε άλλο επίπεδο.
Σε κάποια φάση αναρωτιόμουν τι μέρα είναι, τι ώρα είναι, και ποια χρονιά. Στο
αεροπλάνο επάνω, όταν ψιλό-ζαλίστηκα πριν πάρω ένα υπνάκο, νόμισα προς στιγμή ότι
είμαι φοιτητής και πάω στο Ρέντινγκ να ολοκληρώσω σπουδές.
Χρειαζόταν το διάλειμμα, φίλος. Και επειδή οφείλεις στον εαυτό
σου να ζεις σαν φυσιολογικός άνθρωπος κάποιες μέρες, αλλά και επειδή οφείλεις να
αισθάνεσαι χρήσιμος που και που στη δουλειά σου. Στο συνέδριο πέρασα υπέροχα.
Εκτός του ότι με αφορούσε το θέμα και είχε κεντρίσει την προσοχή μου, έκανα
εξαιρετικές διασυνδέσεις με τους «Ευρωπαίους εταίρους μας» και αισθάνθηκα σαν
φοιτητής την πρώτη μέρα του Εράσμους. Γάλλοι, Ιταλοί, Ούγγροι, Μαλτέζοι, Έλληνες, Σλοβένοι. Όλοι μια χαρά συνεργάτες. Από τις σπάνιες περιπτώσεις που πήρα
ευχαρίστηση από τη δουλειά μου.
Οι Βρυξέλλες ήταν βροχερές και μουντές. Ένα χάλι, μία
συμφορά. Όταν με πιάνει το αλίμονο και θέλω να φύγω από την μπουρδελο-Κύπρο θα
θυμάμαι ότι υπάρχει κόσμος που ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες και θα νιώθω
καλύτερα. Παρόλα αυτά, εκμεταλλεύτηκα στο έπακρον τον χρόνο μου εκεί,
επισκέφτηκα φίλους που είναι μόνιμοι κάτοικοι και κάναμε catch up, δεν έχω παράπονο, να' ταν κι άλλες.
Επέστρεψα μέσω Αθηνών. Ευκαιρίας δοθείσης τσίμπησα κι
εκεί μια έκτακτη διανυχτέρευση. Δεν έχει σαν την Αθήνα, μάνα μου. Κάθε φορά που την
επισκέπτομαι τη βρίσκω ακόμα πιο απεριποίητη, αλλά σαν το vibe της, πουθενά! Ομοίως, πρόλαβα και είδα αγαπημένους φίλους
που είχα να δω τρία χρόνια (!), ενώ πέρασα και μια βόλτα από τη θεία Βίσση όπου
υπέβαλα, γι’ άλλη μια φορά, τα σέβη μου. Η Άννα ήταν σε εξαιρετική φόρμα τόσο
φωνητικά όσο και ενεργειακά και παρόλο που το πρόγραμμα το είχα ξαναδεί δεν
βαρέθηκα λεπτό. Όμως, παραδέχομαι ότι μεγάλωσα για να τρέχω μόνος μου στα
μπουζούκια. Στεκόμουν πέντε ώρες όρθιος στο πατάρι πλαισιωμένος από Κυπρίους
φοιτητές (συμπαθέστατα παιδάκια ομολογουμένως) μέσου όρου ηλικίας τα 25 έτη! Ο
κυριούλης ετών 37 τι γύρευε μεταξύ τους; Ήταν όντως άβολο. Αλλά σιώπησα, σκέφτηκα ότι
μια ψυχή που ήταν να βγει, ας έβγαινε, πωρώθηκα, χτυπήθηκα, βράχνιασα από το
πολύ τραγούδι και στις τέσσερις το πρωί αποχώρησα αποδεχόμενος ήττα. Δεν άντεξα
να κλείσω το μαγαζί όπως στις ένδοξες εποχές όπου αν δεν έβγαινε ο ήλιος εγώ δεν το κουνούσα ρούπι. Προχτές δεν πρόλαβα να ακούσω καν το ‘δώδεκα’.
Ούτε την ‘αγάπη υπερβολική’. Εντάξει.
Την Κυριακή στο κέντρο της Αθήνας έλαβε χώρα το
συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Δεν προλάβαινα να πάω, έπρεπε να προλάβω την
πτήση για Κύπρο. Έμενα στο κέντρο και οι γύρω σταθμοί του μετρό είχαν κλείσει
για λόγους ασφαλείας, ενώ δεν έβρισκες ταξί ούτε για δείγμα. Φορτώθηκα υπό
μάλης τα μπαγκάζια μου και περπάτησα μέχρι τον σταθμό του μετρό της Ακρόπολης, διασχίζοντας όλη την Πλάκα και μετά τον πλακόστρωτο δρόμο του Αεροπαγίτου. Οι
πλανόδιοι πουλούσαν ελληνικές σημαίες και εκατοντάδες οικογένειες με τα
παιδάκια τους τις ανέμιζαν ενόσω κατευθύνονταν στην πλατεία Συντάγματος. Είχα
να δω τέτοια εθνική σύμπνοια από το Γιούρο του 2004.
Περπατούσα, τους κοίταζα όλους να συστρατεύονται για το
μακεδονικό και μόλις μπήκα στο μετρό και απόθεσα έμπηξα κάτι κλάματα του άλλου
κόσμου. Αυτό είναι η Ελλάδα. Ο οικογενειάρχης με τα παιδάκια του, που κρατούν
ελληνικές σημαίες και πάνε στο Σύνταγμα να διαδηλώσουν για κάτι τελειωμένο. Για
άλλη μια απάτη. Για άλλη μια εθνική αποτυχία. Η συναισθηματική μου φόρτιση συνδυασμένη με
το αγαπημένο αθηναϊκό τοπίο και ένα τσιγγάνικο ακορντεόν που έπαιζε στο μετρό με τερμάτισαν.
Θυμήθηκα τον πατέρα μου που δεν έχανε κάτι τέτοια. Που μου έλεγε ότι «εγώ
μεγάλωσα με την ελληνική σημαία, εσύ με την κυπριακή και ο Θεός να μην το
δείξει να μεγαλώσει το παιδί σου με κάποια άλλη». Επιβεβαιώνονται όλα.
Ακούω κάτι πανηλίθια επιχειρήματα από μερικούς σχετικά με
το Μακεδονικό και κάμνω εμετό. Πώς να πείσεις ανθρώπους που μεγάλωσαν με την
ιδέα ότι είναι απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου, πως ξαφνικά δεν είναι; λένε προς υποστήριξη
των σκοπιανών θέσεων. Αυτά τα λένε οι ίδιοι που όταν τους πεις ότι
αισθάνεσαι Έλληνας προσπαθούν να σε πείσουν ότι καλό είναι να το αφήσεις να
ξεθωριάσει χάριν καλλιέργειας κυπριακής συνείδησης, χάριν δημιουργίας καλού
κλίματος συνύπαρξης με τους Τούρκους της Κύπρου. Κλασικά, δυο μέτρα και δυο σταθμά. Ψόφο!
Και μιας που άρχισα τους ψόφους! Με το που προσγειώθηκα
ενημερώθηκα ότι ο Αναστασιάδης θα είναι ο νταβατζής μας και για την επόμενη
πενταετία. ΟΚ. Οι εκλογές αυτές ήταν χρήσιμες. Με έκαναν να αναθεωρήσω κάποια
πράγματα περί βλακείας. Εξηγούμαι: Όταν κυβερνούσε ο Χριστόφιας θα θυμάστε ότι έβριζα από
το πρωί μέχρι το βράδυ τυρβάζοντας πως δεν είναι δυνατόν να αποδεχόμαστε να μας
κυβερνά ένας αμόρφωτος άνθρωπος, ένας άξεστος χωριάτης και να μην αξιοποιούνται
στην πολιτική ζωή τόσοι λαμπροί επιστήμονες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Η
υποψηφιότητα του Σταύρου Μαλά για δεύτερη συνεχή εκλογική διαδικασία μου
απέδειξε ότι η μόρφωση δεν συνεπάγεται έλλειψην ηλιθιότητας. Μπορείς κάλλιστα να
είσαι άψογος επιστήμονας στο αντικείμενό σου και να είσαι ένας χρήσιμος ηλίθιος
που εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα.
Λυπάμαι που φτάνω σε τέτοια συμπεράσματα που ευνοούν, και
εν μέρει δικαιολογούν, την εκλογή του Χριστόφια στο ύπατο αξίωμα της χώρας το
2008, αλλά ισχύει. Να είσαι κοτζάμ γενετιστής, να αναπαράγεις μικρό-οργανισμούς,
να εργάζεσαι για να ανακαλύψεις εμβόλια και άλλα τόσα χρήσιμα πράγματα αλλά να
δέχεσαι για δεύτερη φορά (και όλοι ξέρουμε ποιανού είναι το δις εξαμαρτείν…) να
θυσιαστείς για το κόμμα. Αν αυτό δεν είναι έλλειψη σοφίας και αξιοπρέπειας, τι μπορεί να είναι;
Και όχι μόνο να αποδέχεσαι να ξεπλύνεις το κόμμα, αλλά να το αποδέχεσαι αφότου
προηγήθηκαν συνεδρίες επί συνεδριάσεων όπου συζητήθηκαν άλλα ονόματα τα οποία
δεν ευοδώθηκαν. Πλήρης εξευτελισμός. Πραγματικά, τον Μαλά λυπάσαι και να τον
ειρωνευτείς. Είτε είναι αφελής σε όρια επικινδυνότητας, είτε κάποια συναλλαγή
παίζει που δεν μπορούμε και να την στοιχειοθετήσουμε, παρά μόνο να την
εικάσουμε. Πάντως, να σε θεωρούν τον τελευταίο τροχό της αμάξης κι εσύ να
θυσιάζεις την οικογενειακή σου γαλήνη για ένα εξάμηνο προκειμένου να πείσεις
ότι σε κόφτει να κυβερνήσεις, ενώ ήσουν και πέντε χρόνια ανύπαρκτος, μόνο
καχυποψία εγείρει. Δόξα τω Θεό έχασε, και ας ελπίσουμε ότι σε πέντε χρόνια θα
έχει άλλες έγνοιες.
Καθόμαστε και συζητάμε για τον Μαλά όμως, ενώ θα
μπορούσαμε να αναλύουμε πιο σοβαρά θέματα, όπως την εκπροσώπηση της Κύπρου στη
Γιουροβίζιον από την Ελένη Φουρέιρα. Επιφυλάσσομαι.
Γύρισα σπίτι στις 9:30. Το γιούδι μου ήταν αποκαμωμένο,
αποκοιμισμένο στο κρεβατάκι του. Είναι κρυωμένος και έχει βήχα. Τον φέραμε
στο κρεβάτι μας η ώρα τρεις το πρωί. Σήμερα που με αντίκρυσε μετά από τέσσερις
μέρες απουσίας, μου έσκασε ένα χαμόγελο που δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο ή αν σήμαινε «σε
πεθύμησα». Ό,τι κι αν σημαίνει, τον έπνιξα στα φιλιά. Παναγία μου, θέλω να τον
κάνω μια χαψιά. Στις βρυξέλλες πήγα στο Smurf Shop και του αγόρασα
στρουμφάκια για να παίζουμε. Πόσο αγωνιώ να στήσουμε μια μέρα το στρουμφοχωριό μας
στο σαλόνι και να παίζουμε ιστορίες.