Τετάρτη, Απριλίου 25, 2012

5 Ειλικρινείς Σκέψεις για το Μουτσατσοβίντεο




1.    Η Μουτσάτσου με νευριάζει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με νευριάζει. Είναι ωραία κοπέλα, έχει ωραία μάτια, αλλά με νευριάζει. Α, ναι, τώρα θυμήθηκα. Με νευριάζει γιατί κάποτε προωθούσε την ελληνοτουρκική φιλία και έκανε το παν να μας πείσει ότι οι δύο λαοί πρέπει να έρθουν πιο κοντά, την ίδια στιγμή που η Κύπρος τελεί υπό κατοχή και το Αιγαίο παραβιάζεται μέρα, νύχτα. Δηλαδή, έλεος! Τέτοιες μαλακισμένες Ελληνίδες χρειαζόμαστε, να μας υπενθυμίζουν ότι “we are not Greeks, but Hellens”. Άσε μας κουκλίτσα μου.


2.    Το βίντεο πάντως, είναι συγκινητικό. Μπορεί να είναι αντιγραμμένο, αχρείαστο και άσκοπο, αλλά εγώ συγκινήθηκα όταν το είδα. Σκηνοθετικά δηλαδή, είναι μελετημένο. Έχει αρχή, μέση, τέλος και κορύφωση. Κρίνοντάς το με αυστηρά κινηματογραφικά κριτήρια, θεωρώ ότι πέτυχε τον στόχο του –προσωπική γνώμη πάντα.


3.    Τώρα θα μου πεις, εσύ συγκινείσαι με ο,τιδήποτε ελληνικό. Ισχύει. Έκλαψα για πρώτη φορά όταν πήρε η Πατουλίδου το χρυσό, συνέχισα με Πύρρο Δήμα και λοιπές αθλητικές διακρίσεις, ενώ όταν μπήκαμε στην ΕΕ και είδα τη Βίσση να τραγουδά το «χρυσοπράσινο φύλλο» ντυμένη σαν την Καρυάτιδα, ήρθα κι έδεσα. Ακόμα και στις ελληνικές συμμετοχές της Γιουροβίζιον σφίγγομαι να κρύψω τη συγκίνησή μου όταν ακούω αυτό το «καλή επιτυχία Ελλάδα» που με κάνει να νιώθω ότι πάμε σε πόλεμο. Άμα δω ελληνική σημαία να κυματίζει και ακούω τον εθνικό ύμνο, κάνω το πιο λυτρωτικό κλάμα του κόσμου.


4.    Τώρα εξήγησέ μου όμως, τι κατάλαβε η Μουτσάτσου που βροντοφώναξε στο παγκόσμιο ότι είναι περήφανη Ελληνίδα; Θα αλλάξει η στάση της υδρόγειου απέναντί μας επειδή το απαίτησε η Μουτσάτσα; Αν αύριο δηλαδή κυκλοφορήσει αντίστοιχο βίντεο με την Βικτώρια Μπέκαμ να φωνάζει «Μην μας βλέπετε έτσι ξινισμένους κι απόκοσμους, κατά βάθος είμαστε έξω καρδιά και γλεντζέδες!» εσύ θα άλλαζες γνώμη για τους Άγγλους; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, μαντάμ. Άμα θέλεις να ανατρέψεις τα στερεότυπα για σένα και το σπίτι σου, φροντίζεις πρώτα να αλλάξεις η ίδια το σπίτι σου. Αλλιώς, ούτε τα χίλια viral του κόσμου δεν σε σώζουν.


5.    Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που χρειάζεται να βροντοφωνάξει τα επιτεύγματα της, ούτε καν να τα υπενθυμίζει, γιατί αυτά είναι πασίγνωστα, μιλάνε από μόνα τους. Όπως έλεγε και η Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη εξηγώντας τη στρατηγική που ακολούθησε για να κερδίσει η Αθήνα την ολυμπιάδα: «Δεν χρειάζεται να δείξουμε ότι έχουμε Παρθενώνα, αυτοί τον είδαν από κοντά πιο πολλές φορές από μας. Το θέμα είναι να δείξουμε ότι είμαστε μοντέρνα χώρα και έχουμε τις κατάλληλες εγκαταστάσεις». Έτσι και τώρα. Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, απλώς οφείλουν να σοβαρευτούν. Να «φέρουν τον νου τους» που λέμε στα κυπριακά. Κι όταν τον φέρουν, θα ξαναλάμψουν. Απλώς, στο μεταξύ, απαιτείται μια τεράστια ελληνική επανάσταση που αυτή τη στιγμή, κατά πως το κόβω, βαριόμαστε να κάνουμε και γι αυτό είμαστε και άξιοι της μοίρας μας. Μέχρι να αηδιάσουμε τους εαυτούς μας και να αναγκαστούμε να τους αλλάξουμε, δυστυχώς θα τρώμε στη μάπα τη Μουτσάτσου και την κάθε Μουτσάτσου να μας πουλάνε πνεύμα.  

+ Η Μουτσάτσου δεν ήταν αυτή που τραγουδούσε κάποτε με τον Κοργιαλά το «Μια φοράαα, να σ’ έβλεπα για λίγο, μόνο μια φοράααα κι ας πέθαινα μετάααα…

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2012

Μπέλλα Βενέτζια

Χάθηκα λίγο τις τελευταίες μέρες, γιατί ήμασταν στη Βενετία, διακοπές.

Δεν ξέρεις τι χάνεις αν δεν έχεις πάει στη Βενετία. Έχω πάει τον γύρο της Ιταλίας δύο φορές μέχρι σήμερα, αλλά ποτέ δεν πέρασα από εκεί. Τώρα που έχω έτερο ήμισυ και δικαιολογείται η εκεί παρουσία μου, του έδωσα και κατάλαβε.

Μα, ό, τι και να σου πω είναι λίγο. Έχω πάει σε όλες τις must-see ευρωπαϊκές πόλεις αλλά η Βενετία κερδίζει εύκολα. Κερδίζει ακόμα και τη Βαρκελώνη, η οποία όμως παίζει σε άλλη κατηγορία καθότι πιο μοντέρνα και πιο lifestyle. Ενώ, η Βενετία είναι ένα παραμύθι από την αρχή μέχρι το τέλος.

Δεν ξέρω τι να σου πρώτο-περιγράψω. Τη Βενετία δεν την περιγράφεις, μόνο την αισθάνεσαι, έτσι θα αρκεστώ στα πιο φλέγοντα:



Το πρώτο βράδυ έβρεξε αρκετά με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η πλατεία του Αγ. Μάρκου. Μέχρι τον αστράγαλο έφτανε το νερό, δεν πίστευα στα μάτια μου. Όλο το αθλητικό παπούτσι μέσα στο νερό, μούσκεμα το παντελόνι, οι κάλτσες… Πού να στα λέω, κακήν κακώς γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Οι ντόπιοι, συνηθισμένοι σε κάτι τέτοια, φορούσαν γαλότσες και περπατούσαν απτόητοι. Για εμάς, ήταν εμπειρία. Είναι όλοι προετοιμασμένοι για κάτι τέτοια, για να καταλάβεις, τα μαγαζιά έχουν ειδικά, μεταλλικά παραπετάσματα με τα οποία κλείνουν τις πόρτες τους για να μην πλημμυρίσουν, ενώ ο Δήμος στήνει ειδικά τραπέζια κολλημένα μεταξύ τους για να λειτουργήσουν ως αποβάθρες σε περίπτωση που η περιδιάβαση καθίσταται ανάγκη.



 Ευτυχώς, το επόμενο πρωί μας έκανε τέλειο καιρό. Με το που είδαμε ήλιο νοικιάσαμε μια γόνδολα και πήγαμε βαρκάδα. Εκατό ευρώ σκάσαμε του Φάμπιο του γονδολιέρη, παρακαλώ. Εκατό ευρώπουλα, κολλαριστά, κολλαριστά! Με δέκα κούρσες την ημέρα, την προίκα του θα φτιάξει! Αλλά, κι εμείς όμως… το κατά-ευχαριστηθήκαμε: Ρίξαμε κάτι καντάδες μέσα στη γόνδολα, όλη η πόλη μας άκουσε! Δολοφονήσαμε όλα τα ιταλικά τραγούδια που ξέρουμε από καταβολής Γιουροβίζιον, μέχρι Αλ Μπάνο και Ρομίνα Πάουερ, ενώ ρίξαμε και μια Θεοδωρίδου έτσι να μας βρίσκεται, εφόσον ήταν και επίκαιρη (ναι, στο «αν υπάρχει παράδεισος» αναφέρομαι, ξέρεις εσύ). Ο γονδολιέρης μας είπε: “you are a very funny couple”, ενώ συμπλήρωσε: “So, what were you guys drinking?”




Ανοίξαμε ψιλή κουβέντα με τον γονδολιέρη, αυτόν που βλέπεις πιο πάνω, ο οποίος μεταξύ άλλων μας δήλωσε ότι μια φορά έπεσε μέσα στο κανάλι καθώς προσπαθούσε να οδηγήσει τη γόνδολα, ενώ οι τουρίστες που χάνουν πιο συχνά την ισορροπία τους και πέφτουν στα βρόμικα νερά είναι, φυσικά, οι Κινέζοι. “Unfortunately, they exist!” μας είπε. Πλάκα, πλάκα, το 90% των γόνδολων, Κινέζους είχε μέσα. 



Ένα βράδυ πήγαμε στην όπερα. Ναι, είχαμε και στο χωριό μας. Είδαμε και ακούσαμε τον «Κουρέα της Σεβίλλης» σε ένα παλάτζο (μην ψήνεσαι, όλα τα αρχοντικά για παλάτια στα πλασάρουν οι Ιταλιάνοι), καταχωνιασμένο σε κάτι στενοσόκακα. Η κάθε πράξη του έργου διαδραματιζόταν σε διαφορετικό σαλόνι και το κοινό μετακινούνταν από σάλα σε σάλα με το κρασάκι ανά χείρας, απολαμβάνοντας τις άριες. Να σου πω την αλήθεια, λίγο βαρύς μου έκατσε ο Φίγκαρο. Ήταν στα ιταλικά το έργο, Ιταλικά δεν ομιλώ, κατάλαβες. Είχε στιγμές που η φλέβα με εκλιπαρούσε να την κόψω. Εντούτοις και παρόλα τα «αν θες να φύγουμε, θα φύγουμε» της Μπρέντας, άντεξα μέχρι τέλους! Οι ηθοποιοί ήταν κανονικά ντυμένοι με αναγεννησιακές περούκες, μεσάτα φουστάνια, βαθιά ντεκολτέ, καταλαβαίνεις, μόνο εικονογραφημένο που δεν στο δείχνω. Η δε ορχήστρα, ωραιότατη, ένα πιάνο, δυο βιολιά, μια κιθάρα και ένα βιολοντσέλο, ό, τι καλύτερο. Όπως και να ‘χει, όπερα ξανά μόνο στους ‘Δαίμονες’ της Βίσση μου, γιατί έχει και η δηθενιά τα όριά της.



 Με μεγάλη μας έκπληξη παρατηρήσαμε ότι οι καφετέριες στην πλατεία του Αγ. Μάρκου διαθέτουν μίνι κλασικές ορχήστρες οι οποίες παίζουν θέματα από διάφορα μιούζικαλ καθώς εσύ απολαμβάνεις τον καφέ σου. Έναν καφέ που τον χρυσοπληρώνεις, καθότι στην τιμή συμπεριλαμβάνεται ένα 10ευρω ως αντίτιμο για τις μελωδίες που παιανίζει η ορχήστρα, αλλά για μια φορά στη ζωή, αξίζει να το χαρείς. Στη δική μας περίπτωση ακούσαμε ένα ποτπουρί από τραγούδια του “the sound of music”. Ήρθαμε στο τσακίρ κέφι, μόνο καρσιλαμά που δεν χορέψαμε.

Κατά τα άλλα, πήγαμε και στο παλάτι των Δόγηδων, και στο μουσείο της μουσικής, και στην πινακοθήκη academia αλλά και στο θέατρο της Βενετίας για να το δούμε παρασκηνιακά. Το τελευταίο, απερίγραπτο! Ντρέπεσαι να μπεις μέσα. Είναι αλήθεια, μια μελαγχολία την νιώσαμε όταν συγκρίναμε τα πάντα εκεί με το πού ζούμε εδώ, αλλά δεν θα μπω ξανά σ’ αυτό το μεντάλιτι. Το πήρα απόφαση, είμαστε ζόπποι! Με τόση παιδεία που είδα στη Βενετία δεν είναι ν’ απορείς γιατί οι Ιταλοί είναι τόσο όμορφος λαός. Όμορφος με την ουσιαστική έννοια του όρου, βεβαίως, βεβαίως.

Για μήνα Απρίλη είχε αρκετό κρύο και ευτυχώς γιατί έτσι δεν μύριζαν τα νερά στα κανάλια. Επίσης, δεν είχε κουνούπια, τα οποία τους καλοκαιρινούς μήνες μάθαμε ότι κάνουν θραύση. Παρόλα αυτά, είχε πάρα πολλούς τουρίστες. Ουρές οι Γιαπωνέζοι για να μπουν στον καθεδρικό! Απορώ τι γίνεται το καλοκαίρι που η Βενετία σφύζει από ζωή.

Μεταξύ άλλων σημείωσε ότι:

Είδα τα ωραιότερα μαγαζιά ρούχων. Πολλή χλιδή. Τις τιμές απέφευγα να τις δω για ευνόητους λόγους.

Πουλιέται πολλή μάσκα στα souvenir shops. Κάποιες στιγμές μπαίνεις στη διαδικασία να αγοράσεις μία, άμα σκεφτείς όμως, ότι μόνο στο καρναβάλι της Λεμεσού θα την φορέσεις, την επανατοποθετείς στο ράφι της.



Παρόλο που οι Ιταλοί δεν ξέρουν γρι αγγλικά, στη Βενετία τα μιλούσαν άπαντες φαρσί, από τον πρώτο περαστικό που ρωτήσαμε οδηγίες κατεύθυνσης, μέχρι τον τελευταίο σερβιτόρο ο οποίος μάλιστα όταν άκουγε ότι μιλάμε ελληνικά έκανε ο ίδιος φιλότιμες προσπάθειες να μας επιδείξει όσα ξέρει κι εκείνος. Όχι σαν τους γύφτους που σπιτώσαμε εμείς εδώ μέσα, που τους μιλάς ελληνικά και σε κοιτάνε σαν εξωγήινοι: «English please!» - σκατά να φάτε.




Ταξιδέψαμε με Ryanair και δεν στο συνιστώ. Κατ’ αρχάς, το ότι παρέχει φτηνά εισιτήρια είναι μύθος. Έκανα 4 ταξίδια πρόσφατα με άλλες αερογραμμές, κι όμως αυτό ήταν μακράν το πιο ακριβό με όλους τους φόρους που κλήθηκα να πληρώσω. Επίσης, δεν θέλεις να ξέρεις τι γίνεται όταν ανοίγουν οι πόρτες του αεροπλάνου και τρέχουν οι Κυπραίοι σαν αλαλάζον κοπάδι να προλάβουν να κάτσουν στη θέση της αρεσκείας τους. Σηκώνει ανάρτηση από μόνο του το τι έζησα πάνω στο αεροπλάνο.

Shedemon, σου έφερα μαγνήτες.



Έχω άπειρα αστεία βιντεάκια να σου δείξω, από κοντά όμως γιατί η Μπρέντα δεν γουστάρει. Δηλώνω με άπλετο σοκ και δέος ότι αυτό το ταξίδι πήρε τη σχέση μας δυο σκαλοπάτια πιο ψηλά και είναι ευχάριστα παράξενο το όλο συναίσθημα.

Πέρασα εξαιρετικά και ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος. 



Κυριακή, Απριλίου 15, 2012

Στο Νησί Του Πάσχα


Τα νέα του πάσκατος:

Δεν έκανα τίποτε απολύτως. Ήμουν κλειδωμένος μέσα στο σπίτι και διάβαζα περιοδικά και βιβλία. Σέρφαρα στο ίντερνετ, κοιμόμουν 13 ώρες κάθε μέρα, άντε στο τσακίρ κέφι να πήγα για κανέναν καφέ, για να μην αραχνιάσω δηλαδή, όχι για τίποτε άλλο.

Για εκκλησιασμό δεν το συζητώ, ούτε καν στο Μ. Σάββατο δεν πήγα. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν στο Δημοτικό με έπαιρνε η μάνα μου με το ζόρι στην εκκλησία γιατί «έπρεπε». Φοβόμουν ότι θα με εκδικηθεί ο Θεός αν δεν πάω και έτσι πήγαινα, ειδικά την Μ. Βδομάδα, χτυπούσα κάρτα. Μπορεί να μην καταλάβαινα τίποτε, όπως άλλωστε το 90% των πιστών, αλλά πήγαινα. Ο πατέρας μου ουδέποτε ακολουθούσε την υπόλοιπη οικογένεια, καθότι πάντα υποστήριζε «μακριά από τις εκκλησίες και τους πούστηδες»! Έμενε πάντα σπίτι και έβλεπε βίντεο.

Μια φορά τον αγριοκοίταξε η μάνα μου (βασικά του έπρηξε τα παπάρια «τι παραδείγματα δίνεις στα παιδιά» κτλ, κτλ), και ήρθε με το ζόρι στην Ανάσταση, όπου φρόντισε να σχολιάζει και να ειρωνεύεται τα πάντα. Να φανταστείς μας είπε ότι το Άγιο Φως το ανάβει ο παπάς με αναπτήρα και το εννοούσε. Ακόμη κι εγώ του θύμωσα, διατάζοντάς τον να επιδείξει σεβασμό στα θεία. Ναι, μόνο εξαπτέρυγο που δεν κρατούσα τότε.

Σήμερα που μεγάλωσα, πήρα τη θέση του. Μην σου πω κάνω και πολύ χειρότερα. Κάθομαι και λιώνω στα ίντερνετς και τα περιοδικά, ποστάρω αστεία με τον Ιησού στο Facebook και με αγριοκοιτάζει η Μπρέντα η οποία δεν μπορεί να χωνέψει ότι βρήκε γκόμενο άθρησκο, ή που τέλος πάντων έχει τη Βίσση πιο πάνω από τον οποιονδήποτε Άγιο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται βλέπεις, τρομάζω κι ο ίδιος καμιά φορά πώς η σχέση μου με τη Μπρέντα μου θυμίζει ώρες, ώρες αυτή των γονιών μου.

Η Κυριακή του Πάσχα στο σπίτι μου: Τρελά γλέντια! Ήρθε η γιαγιά μου και η αδελφή μου και φάγαμε. Αυτό. Ούτε σούβλες, ούτε τίποτε. Το ξέρεις ότι ουδέποτε στο σόι μου δεν κάναμε σούβλα την Κυριακή του Πάσχα; Κατ’ αρχάς κανείς μας δεν τρώει σούβλα, εγώ μάλιστα το κρέας το απεχθάνομαι. Ο μοναδικός λόγος που βρισκόμαστε και τρώμε όλοι μαζί είναι για να μην ξεφτιλίσουμε εντελώς το έθιμο. Μην σου πω ότι τσαντίστηκα που έπρεπε να ζήσουμε μια πιο ξεχωριστή Κυριακή και έπρεπε να ξυπνήσω πριν τη μία το μεσημέρι για να τσουγκρίσω το αβγό μου. Αφού λοιπόν τηρήσαμε τα ήθη και έθιμα της πατρίδος ξαναγύρισε ο καθένας στη ζωούλα του.

Έτσι που λες, στα τσακίδια και το καταθλιπτικό Πάσχα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν είχε μισό πρόγραμμα της προκοπής να δούμε στην τηλεόραση –με ενέσεις την έβγαλα. Χάρηκα πολύ που τέλειωσε και τώρα μπαίνουμε σε καλοκαιρινό mood και ειδικότερα γιατί αρχίζει μια περίοδος στην οποία πρωταγωνιστούν πολλά ταξίδια αλλά και διάφορα άλλα happenings που προγραμματίζω.

Το έχω παρατηρήσει, οι πρώτοι μήνες κάθε έτους είναι μουντοί. Από το Πάσχα και μετά όλα αλλάζουν. Και ο κάθε χρόνος είναι καλύτερος από τον άλλον. Με έχει κυριέψει μια δροσερή αισιοδοξία ξαφνικά, τόσο πολύ που λέω να πάω βόλτα στη γειτονιά με το ipod (από το 2007 που σπούδαζα έχω να το κάνω αυτό!) και να απολαύσω τις μυρωδιές της άνοιξης.

Είμαι πολύ χαρούμενος ξαφνικά.

Τρίτη, Απριλίου 10, 2012

Εδώ Πέρα, Ζουν Για Να Παντρεύονται...


Το κακό με την Κύπρο είναι ότι όσο τη ζεις, τόσο τη συνηθίζεις και φτάνει μια μέρα που κανένα χωρκατιλίκι δεν σου κάνει εντύπωση. Γίνεσαι ένα με το χωρκαθκιό και τα πάντα φαίνονται φυσιολογικά, τα πάντα βγάζουν νόημα.

Αυτή την εβδομάδα άκουσα για δύο ζευγάρια συγγενών μας, εκ των οποίων το μεν πρώτο συγκατοίκησε μετά από δύο μήνες γνωριμίας (προξενιό κανονικό), το δε δεύτερο παντρεύεται μετά από ένα χρόνο γνωριμίας και αφού αρραβωνιάστηκε στους έξι μήνες.

Εντάξει, ο καθένας λειτουργεί όπως γουστάρει και έχει το ελεύθερο να εξελίξει τη σχέση του όπως επιθυμεί. Αλλά, σοβαρά τώρα, γάμος μέσα σε ένα χρόνο γνωριμίας; Και ειδικά όταν δεν επίκειται άμεσος τοκετός; Πόσο πρήξιμο σας κάνουν τα σόγια ήθελα να ‘ξερα; Γιατί, επιστήμονες άνθρωποι, να πήρατε από μόνοι σας την πρωτοβουλία να παντρευτείτε σε μία εποχή που σε 3 γάμους αντιστοιχεί ένα διαζύγιο, δεν το νομίζω.

Δεν μπορώ να μπω στο μυαλό αυτού που παντρεύεται τόσο γρήγορα. Να μου πεις ότι είσαι με τον άλλον 4, 5, 6 χρόνια, έζησες τα πάντα και χόρτασες να πω εντάξει, παντρέψου να μπεις σε μια ρουτίνα. Αλλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τι πρόλαβες να ζήσεις για να μου θες και βέρες;

Εμένα η σχέση μου μετρά ένα χρόνο και τέσσερις μήνες και θεωρώ ότι βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Με ρωτάνε καμιά φορά φίλοι και γνωστοί «πού πάει αυτή η σχέση» και μένω και χάσκω αποσβολωμένος όταν συνειδητοποιώ ότι μου ρίχνουν υπονοούμενα για παντρειά. Ακόμα και όταν καμιά φορά με πιάνουν κρίσεις και θέλω παιδί εδώ και τώρα (γιο θέλω για να είμαι ειλικρινής, τις κόρες δεν ξέρω πώς τις παλεύετε ακόμα), πάω και ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και επανέρχομαι στα συγκαλά μου.

Μα, φαντάζεσαι να είχα τώρα ένα γιο να μεγαλώσω; Πώς θα ανέβαζα τα θέατρά μου; Πώς θα απολάμβανα τον ύπνο μου; Πώς θα πήγαινα ταξίδια με τη γυναίκα μου, μ’ ένα βρέφος μες τα πόδια μας; «Θα το παίρνετε μαζί σας!» Ναι, καλά! Τι είναι το παιδί για να το πάρεις μαζί σου διακοπές; Μπαγκάζι ή τσαντάκι στη μέση για τα ψιλά σου; Φέτος προγραμματίσαμε να επισκεφτούμε ήδη πάρα πολλές χώρες, θα οργώσουμε την Ευρώπη, όπως και πέρσι. Πώς θα το επιτυγχάναμε αυτό με ένα παιδί; Θα ήταν αδύνατον. Θα ήταν αδύνατο τόσο από οικονομικής άποψης, όσο και από θέμα ελεύθερου χρόνου.

Είμαστε τόσο νέοι. Εγώ στα 30, η Μπρέντα στα 28! Δεν μας αξίζει ένα τόσο γρήγορο τέλος.

Θέλω να παντρευτώ, εννοείται, και το σκηνοθετώ συχνά στο μυαλό μου. Ξέρω με τι τραγούδι θα πάω στην εκκλησία, ξέρω από τώρα ποιοι θα είναι οι καλεσμένοι, ποιο θα είναι το concept του γάμου, τα πάντα σχεδιασμένα τα έχω. Όχι όμως γιατί πιστεύω ότι με τον γάμο θα ολοκληρωθεί η σχέση. Ούτε επειδή θεωρώ τον γάμο επιστέγασμα της αγάπης.

Τα έχω σκεφτεί όλα απλά και μόνο επειδή μ’ αρέσει να στήνω τεράστια πάρτι, όπως την τελετή λήξης της ολυμπιάδας, σαν φινάλε ρομαντικής κομεντί, τους «δύο ξένους» ας πούμε, όπου όλοι οι γκεστ σταρ παρελαύνουν λίγο πριν τους τίτλους τέλους και καίνε το πελεκούδι σε ξέφρενους ρυθμούς.

Με ενδιαφέρει να στήσω ένα τρελό πάρτι όπου όλα θα τα ξεφτιλίσουμε και τίποτε άλλο. Κι ο γάμος αποτελεί το τέλειο άλλοθι για να δικαιολογηθούν οποιεσδήποτε ακρότητες, υπερβολές και καραγκιοζιλίκια που έχω απωθημένα. Γιατί, αν νομίζεις ότι θεωρώ τον γάμο μυστήριο, είσαι γελασμένος. Στο 2012 ζούμε, μάνα μου!

Συγκατοίκηση μέσα σε δύο μήνες σχέσης και γάμος μέσα σε ένα χρόνο! Παναγία μου και Χριστέ μου! Τι σας ρίχνουν μέσα στο φαΐ; Τι σας ψεκάζουν και δεν το πήρατε είδηση;

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012

Ένα Κείμενο Για Τις Αυτοκτονίες


Τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκαν κατά πολύ οι αυτοκτονίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Με αφορμή τα χθεσινά, αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σου διάφορες σκέψεις μου σχετικά με την αυτοκτονία και την ηθική αξία της. Επειδή είναι λεπτό το ζήτημα, υπόσχομαι να μην το διακωμωδήσω, παρόλα αυτά, θα είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ.

Όταν ήμουν στο 2ο έτος του πανεπιστημίου, διέμενα σε μια εστία μαζί με άλλους 1000 φοιτητές. Μια μέρα βρήκαμε όλοι μας συγκλονισμένοι μια ανακοίνωση που έλεγε ότι ένα κοριτσάκι από το Block A, αυτοκτόνησε. Έκανε το σεντόνι της μια θηλιά και κρεμάστηκε από το χερούλι της πόρτας του δωματίου της (απορίας άξιο πως τα κατάφερε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας). Η αιτία ήταν μια ερωτική απογοήτευση. Άφησε και γράμμα που εξηγούσε πόσο στεναχωρημένη ήταν που την χώρισε ο γκόμενος. Οι Εγγλέζοι άναψαν κεράκια έξω από το Block A, ένας Πρύτανης ήρθε και άφησε λουλούδια λέγοντας “rest in peace” κι εγώ σκέφτηκα «πόσο ηλίθια πρέπει να είναι κάποια, να αυτοκτονήσει για έναν γκόμενο».

Θεωρώ τη ζωή ως το υπέρτατο αγαθό. Και ως υπέρτατο αγαθό, οφείλεις να το σέβεσαι και να το αξιοποιείς σωστά για το καλό του συνόλου. Αποδέχομαι το νομικό δικαίωμα του καθενός μας να διαχειριστεί όπως θέλει τη ζωή του ακόμα και να την παύσει, αλλά από ηθικής πλευράς πιστεύω ότι ουδείς νομιμοποιείται να πράξει κάτι τέτοιο. Η αυτοκτονία είναι κατά τη γνώμη μου το ίδιο σοβαρή με τον φόνο. Το ότι σκοτώνεις τον εαυτό σου δεν σε διαφοροποιεί από το να σκοτώσεις κάποιον άλλον. Απλώς στην περίπτωση της αυτοκτονίας δεν πληρώνεις τις συνέπειες της πράξης σου στην κοινωνία των ζωντανών.

Οι άνθρωποι δεν είμαστε ζώα, ούτε πράγματα. Είμαστε έλλογα όντα και έχουμε απόλυτη αξία και όχι σχετική όπως τα άψυχα αντικείμενα. Έχουμε καθήκον να διαφυλάττουμε και να εξελίσσουμε την αξία μας στο όνομα της προόδου, της εξέλιξης του είδους, των τεχνών και των επιστημών. Η προσφορά μας πρέπει να επιμηκύνεται όσο γίνεται, κι όχι να τερματίζεται διά τον οποιονδήποτε λόγο. Δες τον τρόπο που οι ασθενείς αντιμετωπίζουν τις ανίατες ασθένειές τους. Ουδείς άρρωστος σταματά να παίρνει τα φάρμακά του. Γιατί; Για να μην πεθάνει και να συνεχίσει να προσφέρει στο σύνολο. Ακόμα και όταν κάποιος είναι στα τελευταία του, το παλεύει. Δεν ξέρω κανέναν που σταματά να ελπίζει και λέει στον γιατρό «σταμάτα την αγωγή, φώναξέ μου έναν παπά να τελειώνουμε»…

Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες αντοχές και ότι ο καθείς έχει δικαίωμα να επιλέξει πότε θα τελειώσει το μαρτύριό του. Αλλά υπάρχουν διαβαθμίσεις. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι είναι το ίδιο μαρτύριο να είσαι φυτό στο κρεβάτι, με το «μαρτύριο» να σε παρατήσει ο γκόμενος. Όπως ούτε μπορώ να δεχτώ ότι αποτελεί «μαρτύριο» το να έχεις χρέη.

Ειδικά το τελευταίο, με εξοργίζει. Το να αυτοκτονείς επειδή έχεις χρέη, είναι η απόλυτη παραίτηση. Χώρια που το βρίσκω και εγωιστικό. Διότι με το να αυτοκτονείς λόγω χρεών, δεν απαλλάσσεσαι αυτών, απλώς τα φορτώνεις στα παιδιά σου που τα κληρονομούν. Είναι σαν να τους λες «τέκνα μου, εγώ κουράστηκα να χάνω τον ύπνο μου εξ αιτίας των δόσεων που δεν μπορώ να ξεπληρώσω, άντε γεια, βρείτε τρόπο να τα μπαλώσετε εσείς!» Κατ’ εμέ, είναι το χειρότερο παράδειγμα προς μίμηση που μπορείς να δώσεις στα παιδιά σου.

Τώρα θα μου πεις, όποιος είναι έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λέει, και ότι αν ζούσα κι εγώ στην Ελλάδα που ο κόσμος έχει έρθει πάνω κάτω ή αλλού, μπορεί να μην τα έγραφα όλα αυτά εκ του ασφαλούς. Ίσως. Αλλά όπως και να ‘χει, εξακολουθώ να θεωρώ την αυτοκτονία μη λύση. Η λύση είναι να παλεύεις να αλλάξεις τη μοίρα σου. Όχι να την αποδέχεσαι. Και αν ο Έλληνας θέλει να αλλάξει, ας το αποδείξει στις επερχόμενες εκλογές, ή τέλος πάντων ας επαναστατήσει με όλα τα δυνατά μέσα. Ακόμα και με τη βία. Βιάστε τους πολιτικούς. Όχι τους εαυτούς σας. Χθες, ο κύριος που αυτοκτόνησε στο Σύνταγμα καταχειροκροτήθηκε. Με το μπαρδόν, αλλά όσο συγκλονιστικός, λυπηρός και συγκινητικός κι αν ήταν ο θάνατός του (κι εγώ βούρκωσα όταν διάβασα το μήνυμα που άφησε πίσω του), η πράξη του δεν ήταν για χειροκρότημα.

Ίσως τον χειροκρότησαν για τη σκηνοθεσία της πράξης του, που είχε πολιτική προέκταση. Αλλά γιατί κανείς δεν χειροκρότησε και τον Κύπριο που αυτοκτόνησε χθες μέσα στο αυτοκίνητό του, στα μουλωχτά για τους ίδιους λόγους; Επειδή δεν ήταν θεαματική η αποχώρησή του; Επειδή δεν άφησε γράμμα με συγκινητικό περιεχόμενο; Επειδή ήταν μπανάλ ο τόπος που επέλεξε να αυτοκτονήσει (όσο να ‘ναι άλλη αίγλη έχει το Σύνταγμα κι άλλη το σαραβαλάκι που πληρώνεις με leasing).

Η αυτοκτονία δεν πρέπει να επιβραβεύεται. Κατ’ εμέ, δεν θα έπρεπε καν να προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για να μην ηρωοποιείται ως πράξη και να μην βρίσκει μιμητές. Μόνο όσοι πέφτουν μάχιμοι για το κοινό καλό αξίζουν μνείας και ηρωοποίησης. Όχι όσοι παραδίνονται.

Τρίτη, Απριλίου 03, 2012

On Air



Την περασμένη Τρίτη, ήταν η παγκόσμια μέρα θεάτρου και το ραδιόφωνο του ΡΙΚ1 προσκάλεσε τη θεατρική ομάδα Δικηγόρων στην οποία ανήκω, να μιλήσει σε μια εκπομπή για την όλη εμπειρία.

Σήμερα πέρασα τις φωτογραφίες στον υπολογιστή και θυμήθηκα πόσο ωραία πέρασα. Βασικά, την περισσότερη ώρα προσπαθούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου χωρίς να ακουστώ στο μικρόφωνο, αφού το να μιλάς σε σοβαρό τόνο στο παγκύπριο, ενώ παράλληλα περιβάλλεσαι από φίλους σου που έχεις συνηθίσει να ζεις σε πολύ πιο καθημερινές στιγμές χαβαλέ, δεν είναι και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.

Σε κάποια φάση δεν άντεξα και άρχισα να γελώ νευρικά στον αέρα, αλλά σκέφτηκα ότι κανένας γνωστός μου δεν ακούει το ΡΙΚ, πόσο μάλλον την περασμένη Τρίτη που έπαιζε και το ΑΠΟΕΛ με τη Ρεάλ – είχαν όλοι αλλού στραμμένο το ενδιαφέρον τους, και έτσι δεν έχασα και τον ύπνο μου για το ρεζίλεμα.

Την επόμενη μέρα πάντως, έμαθα ότι ο γενικός εισαγγελέας μας άκουσε και μας παράκουσε. Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα. Το πολύ, πολύ να μην μας ξανακαλέσουν!

Να είστε υπ’ ατμόν, σε κανένα μήνα θα σας δώσω πληροφορίες για τη νέα μας θεατρική απόπειρα. Όσοι πιστοί προσέλθετε και όποιον πάρει ο Χάρος… 

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2012

Πως Είναι Να Φοράς Σιδεράκια Στα 31 Σου...


Είναι μεγάλη ταλαιπωρία.

Είχα βάλει σιδεράκια και στο Γυμνάσιο. Αλλά τότε δεν είχα δεχτεί να εξάγω δόντια για να τελειοποιηθεί η θεραπεία και ως εκ τούτου φτάσαμε στα 30 μας χρόνια να την επαναλαμβάνουμε για να μαζέψουμε τα ασυμάζευτα.

Πρώτα απ’ όλα, τρως και γίνεσαι κώλος. Εγκλωβίζονται τα φαγητά ανάμεσα στα σίδερα και τα πλαστικά και χρειάζεσαι τουλάχιστον ένα τέταρτο μπροστά στον καθρέφτη με μίνι βουρτσάκι να τα καθαρίζεις ένα, ένα, να φύγουν τα αποφάγια.

Καμιά φορά σου ξεφεύγουν μερικά κομμάτια και είναι δυνατόν να εντοπίσεις στα ούλη σου τροφές που έφαγες προ διημέρου. Τις προάλλες έβγαλα με την οδοντογλυφίδα μία ολόκληρη μπουκιά κοτόπουλο που είχα φάει δυο μέρες πριν! Μια μέρα, να μου το θυμηθείς, εκεί που θα κάνω την ανασκαφή, θα βρω και αρχαία!

Το μόνο θετικό της υπόθεσης, είναι ότι έπαψα να τρώω μαλακίες. Εκεί δηλαδή που θα τσάκιζα μια τυρόπιτα στην καθισιά μου, τώρα την απορρίπτω γιατί βαριέμαι να καθαρίζω τα σιδεράκια μετά, έτσι γλιτώνω τα ενδιάμεσα σνακ και τρέφομαι μόνο όταν είναι απόλυτη ανάγκη. Βέβαια, έχω πλαντάξει στα ζελέ και τις κρέμες καραμελέ, αλλά τουλάχιστον τα πρώτα δεν έχουν τόσες πολλές θερμίδες.

Υπάρχει πρόβλημα στο φιλί. Δεν μπορώ να φιλώ παθιάρικα όπως παλιά, γιατί δεν ξέρεις για πότε το στόμα της αλληνής θα βρεθεί να κρέμεται από τα σιδεράκια σου. Λυπάμαι τη Μπρέντα αλλά ταυτόχρονα τη θαυμάζω για το θάρρος της. Η ίδια δεν έχει εκφράσει κάποιο παράπονο μέχρι στιγμής, καθότι τσέτλεμαν και πολύ προσεχτικός, αλλά ώρες, ώρες νιώθω ότι η γλώσσα μας παλεύει με συρματοπλέγματα. Δεν φιλιέται με όποιον κι όποιον, με τον Κουταλιανό φιλιέται!

Κάθε πρωί ξυπνώ με ελαφρές πληγές στα ούλη. Κάθε βράδυ εκεί που στριφογυρίζω στον ύπνο μου και πιέζω το κρανίο μου στα μαξιλάρια, μάλλον προξενώ πληγές στον εαυτό μου χωρίς να το καταλαβαίνω. Πιθανόν να τρίβονται τα σιδεράκια πάνω στα ούλη και να δημιουργούνται μικρές αιμορραγίες οι οποίες πήζουν μέχρι το πρωί. Ο κόμης δράκουλας!

Ελπίζω μόνο να αξίζει η ταλαιπωρία, γιατί αν δεν κάνω χαμόγελο εφάμιλλο της Colgate, θα ζητήσω τα λεφτά μου πίσω, μην σου πω θα απαιτήσω να μου ξανακολλήσουν τους προγόμφιους που μου έβγαλαν για να γίνει η δουλειά.

Προς το παρόν και για τα επόμενα δύο χρόνια, θα κλαίμε τις φωτογραφίες που βγάζουμε και μοιάζουμε σαν σχολιαρόπαιδο σε πενταήμερη.