Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2023

Μεγαλώνοντας Στην Κύπρο

 

Ήμασταν τυχεροί και μεγαλώσαμε σε υπέροχες εποχές.

Θυμάμαι ότι τα σαββατοκύριακα οι γονείς απαλλάσσονταν από την παρουσία μας. Μας έπαιρναν στη γιαγιά μας όπου μέναμε εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και το βράδυ ομαδικώς στο θέατρο. Μία στις παραστάσεις της Κακουράτου, μία στις παραστάσεις του Παπαδημήτρη. Τα Σάββατα συναντούσαμε στη γιαγιά μου και τα ξαδέλφια μου, αλλά η γιαγιά μας δεν ήταν πάντα εκεί. Πάρα πολλές φορές μας έλεγε «εγώ πάω να παίξω χαρτιά» και έφευγε. Μας άφηνε τρεις -τέσσερεις ώρες στο σπίτι μόνους μας, τέσσερα ξαδέλφια που κάναμε το σπίτι λαμπόγυαλο και εκείνη αποχωρούσε αμέριμνη για το καρεδάκι της. Ούτε κινητά είχαμε να επικοινωνήσουμε σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ούτε τίποτε. Ξέραμε ένα σταθερό τηλέφωνο, ήταν γραμμένο σε μία ατζέντα, αλλά ουδέποτε χρειάστηκε να το καλέσουμε.

Ζούσαμε επικίνδυνα. Σκαρφαλώναμε στο γκαράζ το οποίο ήταν φτιαγμένο από τσίγκο και χτίζαμε επάνω στην οροφή σπίτια και κάστρα. Σήμερα απορώ πως δεν είχε καταρρεύσει εκείνη η πρόχειρη στέγη. Απορώ γενικά πώς δεν μας μάζεψε το Γραφείο Ευημερίας. Να υπήρχε άραγε Γραφείο Ευημερίας στα τέλη του ογδόντα με αρχές του ’90;

Πέραν τούτου, κάναμε και άλλα χειρότερα. Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν στο κέντρο της Μακαρίου στη Λευκωσία. Η Μακαρίου τότε, ήταν όπως είναι σήμερα. Άδεια και έρημη τα Σάββατα. Τότε ήταν έρημη επειδή οι Λευκωσιάτες πήγαιναν στα χωριά τους το σ/κ, σήμερα είναι έρημη επειδή υπάρχει έλλειψη αστικού πλάνου. Όπως και να ‘χει, το 1992 ήταν απολύτως φυσικό τέσσερα ανήλικα να περιφέρονται μόνα τους στη Μακαρίου. Κρατούσαμε και τη κάμερα του θείου μου η οποία ζύγιζε δέκα κιλά και γυρίζαμε ταινίες, βίντεο κλιπ, κάναμε γκάλοπ. Πηγαίναμε στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς και ρωτούσαμε τον κόσμο ποιες ταινίες βλέπει, και κάναμε εκπομπές. Δέκα χρονών παιδιά! Και η πόρτα του σπιτιού μονίμως ορθάνοιχτη, άντε να την κλείναμε λίγο μην μπει μέσα κανένα αδέσποτο. Πάντως δεν κλειδώναμε.

Ούτε περίεργοι μας πλησίαζαν ενόσω βρισκόμασταν έξω στους δρόμους, ούτε ξένοι, (βασικά ξένοι δεν υπήρχαν), ούτε τίποτα. Υπέροχα παιδικά χρόνια. Το μόνο που μου προκαλούσε ένα τρόμο ή αν θέλετε μία αμηχανία ήταν ο χότζας, ο οποίος αντηχούσε σε όλο το κέντρο τότε. Τόση ησυχία ήταν που τον ακούγαμε μες το σπίτι μας.   

Η γιαγιά μας επέστρεφε το βράδυ «κυρία» και ρωτούσε «ωραία περάσατε;» Ούτε της περνούσε από το μυαλό ότι θα μπορούσαν να μας κλέψουν, να μας αρπάξουν, να μας απαγάγουν, να μας πατήσουν τα αυτοκίνητα. Δεν υπήρχε καν αυτό το ενδεχόμενο για να της προκαλέσει την παραμικρή ανησυχία.  Έχω βίντεο από τη Μακαρίου στο οποίο περνά ένα αυτοκίνητο κάθε ένα 15λεπτο! Αυτό ήταν το νορμάλ.

Σήμερα αφήνουμε τα παιδιά μας με τη baby sitter η οποία κάθετα μαζί τους συνέχεια στο σαλόνι. Επειδή η κοπέλα δεν μιλά Ελληνικά τα παιδιά κρατούν από ένα τάμπλετ και το δαχτυλιάζουν για να απασχοληθούν. Και επειδή εμείς δεν έχουμε 100% εμπιστοσύνη ότι είναι έστω κι έτσι ασφαλή, βάζουμε κάμερες στο σαλόνι και ελέγχουμε μέσω app ότι όλα βαίνουν καλώς.

Λυπάμαι.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2023

His Secret Combination

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη εξέλιξη για τον αφανισμό της Αριστεράς στην Ελλάδα από την εκλογή του Κασσελάκη.

Τον Κασσελάκη δεν τον ήξερα. Κανένας μας δεν τον ήξερε. Τον μάθαμε όμως όλοι μέσα σε μια βδομάδα όπως αρμόζει να μάθεις τον σύγχρονο πολιτικό του 2023, καθώς ορίζει η κατάντια της ανθρωπότητας. Μάθαμε τι ώρα πήγε γυμναστήριο, αν διανυχτέρευσε σε ξενοδοχείο με τον σύντροφό του, αν στο σπίτι που μεγάλωσε γυρίστηκε το βίντεο κλιπ του λάιτ (ήμαρτον Παναγία μου), αν μία μακρινή συγγενής του φερόμενη ως γιαγιά του ψήφιζε ΝΔ και άλλα χρήσιμα. Επίσης μάθαμε ότι «πρώτα ο Θεός» θα διαχωρίσει το κράτος από την εκκλησία, μάθαμε ότι δεν έχει ιδέα για την Κύπρο και το Κυπριακό, αλλά αυτό προσωπικά του το συγχωρώ μιας και θεωρώ το Κυπριακό τελειωμένο κεφάλαιο ακόμη και για εμάς εδώ, οπότε το κατατάσσω στα πταίσματα. Δεν έχω ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους νεοέλληνες πολιτικούς.

Ο Κασσελάκης ήρθε «με φόρα» που έλεγε και η Τσαπανίδου, ατσαλάκωτος, φωτογενής, κοστουμαρισμένος, με δήθεν περγαμηνές σε αμερικάνικες εταιρείες (τις ακούσαμε, μα δεν τις είδαμε, όμως ούτε αυτό θεωρώ ότι έχει σημασία), και όλα αυτά σε perfect timing, όταν παγκοσμίως γίνεται ντόρος με δύο ταινίες φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, τη Μπάρμπι και τον Όπενχαϊμερ. Ο Κασσελάκης συνδυάζει και τα δύο. Είναι η Μπάρμπι ή καλύτερα, ο Κεν που ετοιμάζεται να ρίξει μπουρλότο. Να «ξεδοντιάσει τους Δικαστές και τους Δημοσιογράφους» (ακούγεται πολύ Αριστερό και κυρίως... Δημοκρατικό!), ασχέτως αν το όλο πακέτο του δεν παραπέμπει σε κάτι περισσότερο από πιλάτες και τέννις στο Πολιτεία Τέννις Κλαμπ.

Ο Κασσελάκης μπορεί να μην χειρίζεται άριστα την Ελληνική γλώσσα (μας είπε να κάνουμε υπομονή δύο μήνες για να τη μάθει), αλλά χειρίζεται άριστα τα σόσιαλ μίντια. Είναι μελετημένος. Κάθεται και διαβάζει τουίτς σε ζωντανή σύνδεση στο ίνσταγκραμ και απαντά στις επιθέσεις. Δεν λέει τίποτε ουσιαστικό, αλλά έτσι κι αλλιώς η Αριστέρα ουδέποτε έλεγε κάτι ουσιαστικό. Απλά γκάριζε. Είχε νεύρα, είχε απωθημένα και τα εκτόνωνε με μολότωφ στο Σύνταγμα. Τώρα θα τα εκτονώνει με dislikes στο ίνσταγκραμ. Είναι κι αυτή μία πρόοδος.

Ο Αριστερός το αγόρασε το πακέτο. Και το αγόρασε γιατί ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται. Αν αναλογιστούμε ότι τόσα χρόνια θεωρούσε ως Μεσσία τον Τσίπρα που ήταν ένας αμόρφωτος, μίζερος και κοινωνικά υπανάπτυχτος άνθρωπος, τώρα άλλαξε το τροπάρι 180 μοίρες. Βέβαια δεν πρόκειται για αμιγώς αριστερό τροπάρι, ο Κασσελάκης είναι πολύ vogue για να είναι Αριστερός. Μισεί επαρκώς τον Μητσοτάκη όμως κι αυτό αρκεί.

Να πω την αλήθεια, ο Κασσελάκης μου θυμίζει την Καλομοίρα. Όπως ήρθε η Καλομοίρα ουρανοκατέβατη στο Fame Story, ελληνίδα της Αμερικής που δεν μπορούσε να αρθρώσει καλά-καλά μία πρόταση στα Ελληνικά, η οποία είχε όνειρο ζωής να γίνει Britney Spears, και εμείς αναγνωρίζαμε ότι κατά βάθος ήταν άφωνη, ατάλαντη αλλά για κάποιο λόγο είχε γκελ, ειδικά όταν ξέραμε ότι η εναλλακτική ήταν η αντιαισθητική Ραλλία και ο μίζερος Θαλασσοχώρης, δεν καθίσαμε να το αναλύσουμε και πολύ. Καλομοίρα δαγκωτό. Τη ψηφίσαμε, την αγαπήσαμε. Έτσι και με τον Κασσελάκη.

Εξακολουθούμε να αγαπούμε την Καλομοίρα αν και η πορεία της ήταν άλλη τελικά. Μπορεί να έλαμψε στη Γιουροβίζιον και να έφερε τρίτη θέση και να τη θεωρούμε και μνημειώδη ως εμφάνιση, αλλά πέραν εκείνης της στιγμής δεν έμεινε στην ιστορία ως τραγουδίστρια. Έγινε παρουσιάστρια, έγινε ηθοποιός (έπαιξε μέχρι και στη Λάμψη την κόρη του Γιάγκου Δράκου - καταξίωσις), ενώ σήμερα προκαλεί το ενδιαφέρον κυρίως για τα άτσαλα πλην χαριτωμένα Ελληνικά της, για την προσωπική της ζωή με τα τρία παιδιά της, για το πώς ζει στην Αμερική και για όλα αυτά τα σοουμπίστικα.

Η αντιστοιχία με τον Κασσελάκη είναι αναπόφευκτη και κουμπώνει τέλεια. Ήρθε, τους άλλαξε τη μοίρα, πιστεύω θα έχει και 2-3 στιγμές αποθέωσης (δεν θα είναι και δύσκολο με τον Μητσοτάκη που χάσκει απέναντι), και μετά θα καταλήξει να κάνει giveaways στο ίνσταγκραμ, μην πω σε πάνελ κουτσομπολίστικης εκπομπής. Παίζει και η Γιουροβίζιον ως ενδεχόμενο.

Προτιμώ εκατό φορές τον Κασσελάκη, βέβαια, παρά τη μίζερη Αχτσιόγλου η οποία θεωρώ, με πρόσχημα το φύλο της, θα μας έκανε ΤΟΣΑ τα παπάρια σε περίπτωση που εκλεγόταν, αφού οποιαδήποτε αρνητική κριτική προς την πολιτική της δράση θα ερμηνεύονταν από την ίδια ως «σεξιστική επίθεση» όπως κάνει και η δική μας, η σιδηρά κυρία που ηγείται σήμερα του ΔΗΣΥ.

Θεωρώ πως η πολιτική κατρακύλα θα συνεχιστεί, η μίζερη Αριστερά θα διαχωρίσει τη θέση της και το κόμμα θα διασπαστεί, αλλά μια φορά η επικέντρωση των μίντια στην προσωπικότητα του Κασσελάκη θα εξάπτει το ενδιαφέρον έστω και υπό μορφή ζώουμπίζ. Και παρόλο που τα πολιτικά δεν μου περνούν ιδιαίτερα θα τολμήσω να κάνω μία πρόβλεψη. Όπως η Καλομοίρα μία μέρα τα βρόντηξε και γύρισε στην Αμερική, «έφυεν νύχτα» που λέμε στην Κύπρο, το ίδιο πιστεύω θα κάνει και ο Κασσελάκης.

Εδώ θα είμαστε. Θα τα πούμε.


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2023

Ένα Κείμενο Καταδικασμένο Να Γράφεται Κατ' Επανάληψη

Αυτό το κείμενο νομίζω έχει ξαναγραφτεί. Αλλά είναι η μοίρα του να ξαναγραφτεί και θα γράφεται στον αιώνα τον άπαντα. Γιατί; Γιατί είσαστε χώρκατοι. Χώρκατοι γεννηθήκατε, χώρκατοι θα πεθάνετε. Και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε για να σώσετε τη μικροαστική ψυχούλα σας γιατί το DNA δεν ξεγράφεται. Είστε καταδικασμένοι να υπάρχετε έτσι, ανύπαρκτοι, και είμαι καταδικασμένος να ζω ανάμεσά σας και να νευριάζω για το οξυγόνο που καταναλώνετε άδικα.

Πήγα να δω τη Μήδεια χθες βράδυ. Στη Σχολή Τυφλών σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη. Θα σας πω τα περί παράστασης αργότερα. Άλλο είναι το θέμα μου. Να πω ότι δεν έγινε ανακοίνωση να κλείσετε τα κινητά σας, να πω. Αλλά τόσα χρόνια μετά την ανακάλυψη των κινητών θα έπρεπε να είχε εμπεδωθεί στην κουλτούρα και το «είναι» σας ότι στα θεάματα, όπως και στο αεροπλάνο, το κινητό κλείνει από μιας αρχής. Δεν χρειάζεται να σας γίνει ειδική μνεία για να το πράξετε. Και αν αδυνατείτε να συμμορφωθείτε επειδή τα παιδιά σας είναι άρρωστα ή έχετε πατέρα ετοιμοθάνατο και πρέπει να βρίσκεστε υπ’ ατμόν, τουλάχιστον το θέτετε σε σίγαση. Πού ούτε αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει επειδή εγώ δεν μπορώ να διανοηθώ κάποιον να έχει παιδιά άρρωστα ή πατέρα ετοιμοθάνατο και αυτός να τρέχει αμέριμνος στα θέατρα.

Εν πάση περιπτώσει. Η ανακοίνωση έγινε και μάλιστα έλεγε ρητά «να τα κλείσετε» τα ρημάδια. Μεγάλες προσδοκίες. Ήρθε και θρονιάστηκε δυο σειρές μπροστά μου μια ξανθή χαζοβιόλα η οποία όχι μόνο δεν έκλεισε το κινητό αλλά ανά δύο λεπτά τσέκαρε την οθόνη της, απαντούσε σε μηνύματα σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, (από Facebook Messenger, μέχρι Instagram και Whatsapp), ενώ σε κάποια φάση απάντησε και το τηλέφωνο λέγοντας στον άλλον «είμαι θέατρο».

«Είσαι νούμερο» ήθελα να της απαντήσω. Δεν ήταν σε οποιοδήποτε θέατρο. Δεν ήταν σε μία κωμωδιούλα της σειράς για να δείξω κατανόηση στο επείγον του πράγματος, παρόλο που θεωρώ ότι και η κωμωδιούλα πρέπει να χαίρει αντάξιου σεβασμού και εκτίμησης. Ήσουν στη Μήδεια και επάνω στη σκηνή είχε μία Μαρία Κίτσου η οποία ξελαρυγγιαζόταν και έτρωγε τις σάρκες της για να αποδώσει την ερμηνεία της. Δεν δικαιούσαι ούτε την οθόνη του κινητού σου να δεις, ούτε να ξύσεις το υπογάστριο σου. Μου χαλάς τη μυσταγωγία εξαιτίας της φωτεινότητας της οθόνης. Με το ζόρι δέχομαι να αναπνέεις, κι εκείνο τόσο-όσο.

Όχι, η θεοπάλαβη, αμέριμνη κοίταζε την οθόνη κάθε δύο λεπτά (και το γνωρίζω γιατί η φωτεινότητα ήταν τόσο έντονη που μπορούσα να διακρίνω και την ώρα, όντας καθισμένος δυο σειρές πιο πίσω της). Σε κάποια φάση μας έκανε τη χάρη να αφήσει κατά μέρος το κινητό, άνοιξε ένα πακετάκι τσιπς και άρχισε να μασουλά, και να «κατσιαρίζει» με τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει ένα σακουλάκι που τσαλακώνεται. Μετά έβγαζε φωτογραφίες και βίντεο (κάτι που επίσης απαγορεύεται) και τα έστελνε μέσω μέσσεντζερ σε φίλους της. Όλα τα έκανε η μαλακισμένη. Μόνο την παράσταση δεν είδε. Είχε και μία φίλη της δίπλα της, εξίσου ξανθιά και αυτό που λέμε… «μπίμπο» η οποία έπραττε τα ίδια αλλά λιγότερο εξόφθαλμα και εκνευριστικά.

Κοίταζα αποβλακωμένος τους γύρω θεατές που όλοι δυσανασχετούσαν μαζί της. Όλοι γούρλωναν τα μάτια με το θράσος της, μα ούτε ένας δεν έσκυψε προς το μέρος της να της πει ευγενικά και διακριτικά «κυρία μου ενοχλείτε». Ήθελα να το κάνω εγώ. Εγώ όμως δεν φημίζομαι για τη ψυχραιμία μου σε τέτοιες περιπτώσεις. Εγώ είχα ένα μπουκαλάκι νερού και ήθελα να της το πετάξω πάνω στο κεφάλι και να της πω ένα τρανταχτό «φτάνει με το κινητό γαμώ τον σιήστο σου μαλακισμένη, η Μήδεια σε μάρανε, αγάμητο φκιόρο! τράβα έσσω σου να παίξεις candy crash» να βουήξει το θέατρο. Και θα έχανα το δίκιο μου και θα γινόμασταν θέαμα. Φυσικά, της την είχα στημένη και ήθελα να τη μουντάρω με το που θα τελείωνε η παράσταση ή στο διάλειμμα (δεν είχε ευτυχώς διάλειμμα).

Όμως, επειδή αυτό το είδος του παράσιτου πάντα καταφέρνει και επιβιώνει και σου ξεφεύγει στο ενενηκοστό λεπτό πριν τη λήξη του ματς, η μαντάμ έκανε μία κίνηση ματ. Μισή ώρα πριν το τέλος σηκώθηκε και έφυγε. Βεβαίως, ΚΥΡΙΑ! Τι να πω πια! Πραγματικά, αφού δεν ενδιαφέρεστε να χαθείτε στα άβατα της παράστασης γιατί έρχεστε; Για πλάκα; Είχατε δωρεάν εισιτήριο; Για να δείτε τον Μουρατίδη από κοντά; Τι θέλετε και υποβάλλετε τον εαυτόν σας σε τόσο δύσκολα νοήματα και κείμενα αφού δεν μπορείτε να εκτιμήσετε το μεγαλείο τους;

Πάντα έλεγα ότι το όνειρο μου είναι να ανοίξω ένα θέατρο. Να το σχεδιάσω, να το χτίσω, να το διαχειρίζομαι, και να παίζω εκεί με τις ομάδες μου. Πώς θα επιβιώσει ένα τέτοιο θέατρο μες τους Κυπρίους; Είναι τυχαίο που όλοι οι καλλιτέχνες μας αναζητούν αλλιώς να βιοποριστούν πλέον; Αφού σ’ αυτό τον τόπο δεν φυτρώνει και δεν ανθίζει τίποτε. Τώρα θα μου πεις, από 2.000 θεατές σε πείραξε μία ηλίθια και τους παίρνει όλους το ποτάμι; Ναι! Γιατί πάντα τυχαίνει αυτή η ηλίθια να κάθεται κοντά μου και με το που την εντοπίζει το ραντάρ μου, μου γυρίζει το μάτι. Αντί να συγκεντρωθώ στην παράσταση χάσκω επάνω της και σκέφτομαι «χαρά στο θράσος της!» Πραγματικά, εγώ ζηλεύω αυτόν τον «στ’αρχιδισμό!» Αυτό το θα κάνω ό, τι θέλω και να πα να γαμηθείτε, κατά βάθος το θαυμάζω.

Εν πάση περιπτώσει. Εξαιρετική η Μήδεια. Αν ξαναπαίξει να πάτε να τη δείτε. Μην τη φοβηθείτε. Είναι πολύ προσιτή η μετάφραση. Η Μαρία Κίτσου είναι όλο το έργο και μία αποκάλυψη, φέυγοντας δεν θυμάσαι κανέναν άλλον παρόλο που πλαισιώνεται από γνωστούς Έλληνες ηθοποιούς. Ο χορός είναι αξιοπρεπέστατος και με εξαιρετικές φωνές. Το έργο έχει ντυθεί με υπέροχη μουσική κατά τη γνώμη μου. Και γενικά η σφραγίδα της Λέας Μαλένη αποτελεί εγγύηση. Ξεκίνησα να βλέπω αρχαίο ελληνικό θέατρο εξαιτίας γιατί εμπιστεύομαι με τυφλά μάτια ό,τι ανεβάσει, ακόμη και έργα που δεν θα πήγαινα να δω υπό άλλες συνθήκες.

Το πρόβλημα σε κάθε δημόσια συνεύρεση και θέαμα είναι οι ντόπιοι ιθαγενείς. Έρχονται τα 50χρονα της Βίσση στη Λάρνακα και το πρόβλημα μου δεν είναι που θα στέκομαι όρθιος τέσσερις ώρες μες την πλατεία Ευρώπης. Το πρόβλημα μου είναι το τι πανηγύρι θα αντιμετωπίσω και αν η αγάπη μου στην Άννα θα εκτοπίσει τον ζόλο που θα αποπνέει η περιμάζωξη.

Μη σώσω και πάω θα μου πεις.

Ε, τα ίδια σκέφτομαι κι εγώ για εσάς.

Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε.  

  


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2023

Nothin' Wrong With British Weather

 Μου θέλουν και «κοσμική παιδεία» οι Κυπραίοι, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το «χαίρετε» από το «χαίρεται!»

ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ! Η «κοσμική παιδεία» τους εμάρανε.

«Μα πώς μπορεί να νιώθει το μουσουλμανούδι όταν πρέπει να φορά στο πέτο την Παναγία;» γράφουν παντού στα σόσιαλ μίντια.

Κατ’ αρχάς, ποιος σας όρισε εκπρόσωπους για το μουσουλμανούδι και ξέρετε πώς νιώθει και έρχεστε να το υποστηρίξετε. Μόνο για τον εαυτό σας μπορείτε να μιλάτε, δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη η τεχνολογία να γνωρίζετε πώς νιώθει ο άλλος. Και μη μου πείτε για ενσυναίσθηση τώρα, είπαμε έχει και η μαλακία όρια.

Κατά δεύτερον, το μουσουλμανούδι θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που το μαζέψαμε από τον σκυλοπνίχτη της μεσογείου και του παρέχουμε δωρεάν παιδεία. Αν δεν του αρέσει, δόξα τω Θεώ υπάρχουν πάμπολλες μουσουλμανικές χώρες στην Μεσόγειο, με 100 ευρώ πετάγονται σε όποια θέλουν και τσουπ, μπορούν να απαλλαγούν μια για πάντα από την Παναγίτσα στο πέτο.

Το θέμα δεν είναι πώς θα απαλλαγούμε από τους Μουσουλμάνους και τα καημένα τα «μουσουλμανούθκια». Το θέμα είναι πώς θα απαλλαγούμε από την ισλαμοαριστερά!

Θυμάμαι όταν πήγα να σπουδάσω στην Αγγλία και πήγαινα στο μάθημα με τα πόδια με μία φίλη μου Ρωσίδα σχολιάζοντας τα χάλια του αγγλικού καιρού. Μας προσπέρασε μία παρέα Άγγλων η οποία προφανώς κρυφάκουγε τη συζήτηση μας και μας είπαν όλοι μαζί, ένα σώμα μια φωνή: “theres nothing wrong with the british weather!” Εν ολίγοις, τον κακό σας τον καιρό κι αν σας αρέσει έχει καλώς.

Την ίδια απάντηση πήρα όταν ένα απόγευμα σχολίασα δυσμενώς ότι το δείπνο στην εστία σερβίρουνταν στις πέντε το απόγευμα. «Ποιος ανώμαλος τρώει δείπνο στις πέντε το απόγευμα» τους είπα, «αν σ’ αρέσει» μου απάντησαν, αλλιώς, «τα μπογαλάκια σου και έσσω σου!»

Τη χώρα που σε φιλοξενεί τη σέβεσαι και προσαρμόζεσαι σ’ αυτήν ακόμα και στα κουσούρια της. Αν δεν σ’ αρέσει η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα. Έτσι πάει.

Εγώ δεν βγήκα στο πανεπιστήμιο να πω ότι με ενοχλεί να βλέπω τη μούρη της Βασίλισσας αναρτημένη ακόμη και στο τελευταίο σώβρακο στα souvenir shops «επειδή κρέμασε τον Ευαγόρα και με προσβάλλει». Εγώ είπα «θα κάνω υπομονή, θα πάρω το πτυχίο και θα ξεκουμπιστώ».

Γιατί όλοι οι υπόλοιποι δεν μπορούν να σεβαστούν τις ιδιαιτερότητες του τόπου που τους περιμάζεψε και τους παρέχει δωρεάν τα βασικά, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω.

Τα κουμμούνια, επαναλαμβάνω, είναι που κάμνουν όλη τη ζημιά. 

Στην Αυλή Του Σχολείου

 

Έχουμε μία ταινία στο οικογενειακό μας αρχείο, από το 1986, από την τελική γιορτή του νηπιαγωγείου μου στην οποία η μάνα μου με βιντεογραφεί μέσα στην αυλή του νηπιαγωγείου λίγο πριν βγω στη σκηνή μαζί με άλλα παιδάκια για να πω το ποίημα μου. Φορούσα χακί, κοντό παντελονάκι και ιδίου χρώματος μπλούζα και παρίστανα το βατραχάκι. Τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί τα παρακολουθώ ακόμη από καιρού εις καιρόν. Από ένα σημείο κι έπειτα άρχισα να αποφεύγω τη κάμερα και να κρύβομαι πίσω από τους φίλους μου γιατί ένιωθα άβολα από τη μητρική σημασία ανάμεσα στα τόσα παιδιά. Δεν ήταν αρκετά κουλ! Από το 5ο λεπτό και μετά άρχισα να γκρινιάζω και να της φωνάζω «φύγε» χωρίς καμία ένδοια. Όσο, μάλιστα, εκείνη το καθυστερούσε, άρχισα να χτυπιέμαι πιο έντονα ώσπου τα κατάφερα. Θυμάμαι ότι είχε γίνει μεγάλος καβγάς αργότερα στο σπίτι, «δεν μας μιλάς καλά» και «πρόσεχε τη συμπεριφορά σου» και γενικά ο απόηχος της γιορτής μου βγήκε ολίγον τι ξινός.

Χθες, που ήταν η πρώτη μέρα του Δημοτικού του γιου μου, κατέβηκα στο προαύλιο με τη δική μου κάμερα. Ευτυχώς, δεν έγινα 100% η μάνα μου. Πήγα και κρύφτηκα πίσω από μία κολόνα και κινηματογραφούσα τον γιο μου εκ του μακρόθεν. Δόξα τω Θεώ στις μέρες μας το ζουμ είναι πιο αποδοτικό. Η χαρά μου που τον έβλεπα ανάμεσα στ’ άλλα παιδάκια ήταν απερίγραπτη, δεν θα διανοούμουν να μην την καταγράψω στην αιωνιότητα αυτή την πολύ σημαντική μέρα για τη ζωή του καθενός. Όταν μεγαλώσει θα με ευγνωμονεί που θα του παραδώσω τέτοιο σημαντικό βιντεογραφικό αρχείο. Κι όμως, όταν με πήρε χαμπάρι ξίνισε κι εκείνος. Γύρισε από την άλλη, δεν με κοιτούσε, δεν συνεργαζόταν, έκανε το παν για να μου χαλάσει το πλάνο.

Δεν του πήγα κόντρα, ούτε επέμεινα. Απομακρύνθηκα περισσότερο, να του δώσω χώρο και ιδιωτικότητα. Έβγαλα 2-3 γενικά πλάνα και σταμάτησα. Θυμήθηκα τα νεύρα που μου προκάλεσε η δική μου η μάνα τότε. Και δεν θα γίνω η μάνα μου. Τουλάχιστον ακόμα. Ο στόχος είναι να γίνω πολύ καλύτερος γονιός από τους γονείς μου και ο γιος μου πολύ καλύτερος γιος από μένα.

Έτσι πάει.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2023

Γυάλινος Κόσμος

 

Δεν έχω το ψυχικό σθένος να σχολιάσω την επικαιρότητα.

Δηλαδή, τις πλημμύρες, τον άδικο χαμό του 35χρονου Κρητικού στο λιμάνι του Πειραιά, τα γεγονότα στη Λεμεσό κατά της λαθρομετανάστευσης. Δεν έχω.

Ήταν συνειδητή η απόφαση να μην παρακολουθώ ειδήσεις από την τηλεόραση από τη μέρα που έγινα πατέρας. Δηλαδή τα τελευταία εφτά χρόνια. Συνειδητά έκανα και unfollow όλα τα δήθεν ειδησεογραφικά πρακτορεία της Κύπρου. Φυσικά, δεν γλιτώνω απόλυτα, λίγο πολύ τα μαθαίνω από το τουίτερ και το φέησμπουκ, αλλά όσο μπορώ να απέχω και να ζω στον μικρόκοσμό μου, τόσο το καλύτερο για τη ψυχική μου υγεία.

Όταν ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έχεις ευθύνη για το ευ ζην ενός ανθρώπου που έφερες στον κόσμο και είσαι υπεύθυνος να τον παραδώσεις σε αυτόν, στον οποίο κόσμο να μπορέσει να ζήσει και να προοδέψει, σε πιάνει ο πανικός όταν καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει σωτηρία.

Γι’ αυτό, μάτια μου, λατρεύω τα 80ς και τα 90ς. Τότε δεν παθαίναμε απανωτά πατατράκ. Δεν είχαμε κάθε μέρα και μια νέα τραγωδία. Λάθος. Είχαμε κάθε μέρα και μια νέα τραγωδία αλλά δεν τη μαθαίναμε. Κι αν τη μαθαίναμε, τη μαθαίναμε τόσ0-όσο. Για να φτάσουν στα αφτιά μας οι ειδήσεις έπρεπε να διαβάσουμε εφημερίδες ή περιοδικά. Στα έντυπα το δράμα απομονωνόταν. Σου έγραφαν την είδηση σε 150 λέξεις, άντε το πολύ κι ένα σχόλιο και αυτό ήταν. Δεν έβλεπες σε βίντεο τους υπεύθυνους του πλοίου να σπρώχνουν έναν άνθρωπο στη θάλασσα και να τον παρακολουθούν αμέριμνοι να πνίγεται. Διάβαζες απλά μία είδηση με τίτλο «πνίγηκε άνθρωπος κατά τη διάρκεια ατυχήματος» και αυτό ήταν. Τώρα το βλέπεις σε ζωντανή μετάδοση. Προφανώς τώρα η τεχνολογία υποβοηθά τη διαλεύκανση, προφανώς και είμαι υπέρ αφού δυσκολότερα θα κουκουλωθεί ένα τέτοιο ειδεχθές έγκλημα, αλλά δεν αντέχω άλλο τόση ωμότητα, τόση βαρβαρότητα, τόσον κυνισμό στην οθόνη μου. Δεν αντέχω να ακούω τον ρεπόρτερ να αναμεταδίδει από την Καρδίτσα και να λέει «υπάρχει το πτώμα μίας γιαγιάς εδώ δίπλα μας που επιπλέει, μάλλον δεν πρόλαβε να βγει από το σπίτι και πνίγηκε η καημένη». Δεν μπορώ.

Δεν αντέχω γιατί καταλήγω να μισώ τον κόσμο. Προσοχή. Μισώ τον κόσμο, όχι τον άνθρωπο. Υπάρχει διαφορά. Ναι, μισώ που μισώ ούτως ή άλλως τον κόσμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Άμα κατακλύζομαι και από τέτοια ωμότητα, τον μισώ ακόμα περισσότερο. Και δεν μπορώ να μισώ όταν έχω δυο παιδιά να μεγαλώσω. Θέλω να αισιοδοξώ, θέλω να αγαπώ. Και δεν μου επιτρέπεται. Οπότε, απέχω. Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας, εγώ θα υπάρχω μεταξύ γραφείου και σπιτιού για το υπόλοιπο της ζωής μου. Και όταν τα παιδιά μου μεγαλώσουν και θα ενηλικιωθούν, θα βάλω απλά τον σταυρό μου, θα τους πω «τώρα μονάχοι σας ό,τι καταφέρετε» και θα πάω να τεζάρω με την ησυχία μου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος επιβίωσης.

Ας αλλάξουμε θέμα.

Θέλω να σας πω ότι τα τελευταία χρόνια με έχει πιάσει μια μανία με την ανακύκλωση. Ανακυκλώνω συνέχεια, τα πάντα, από ένα μικρό χαρτάκι, μέχρι τόνους πλαστικού. Σήμερα έκανα ένα μεγάλο ξεσκαρτάρισμα σε παλιά παιδικά παιχνίδια του Αλέξη και ετοιμάστηκα να πάω να τα πετάξω στο πράσινο σημείο της περιοχή μας. Επρόκειτο για υπολείμματα παιχνιδιών ουσιαστικά, δηλαδή πλαστικά κομμάτια από σούπερ ήρωες, κομμένα χέρια, πόδια, άσχετα κομμάτια λέγκο και playmobil, πράγματα με τα οποία δεν μπορείς να παίξεις επί της ουσίας και απλώς έπιαναν τόπο. Απλά τα πατούσες στο σκοτάδι και έβριζες.

Γέμισα τρεις σακούλες πλαστικό! Φτάνοντας στο πράσινο σημείο με ρώτησε ο υπεύθυνος τι έχω να παραδώσω και του είπα «παιχνίδια». Πίσω μου ήταν ένας κύριος, συνομήλικος φαινόταν, ο οποίος περίμενε τη σειρά του. «Τα θέλω εγώ» μου λέει. Του εξήγησα ότι δεν επρόκειτο για παιχνίδια με τα οποία μπορούσες να παίξεις, «είναι κομμάτια από παιχνίδια, σκουπίδια επί της ουσίας, διάσπαρτα χέρια, πόδια, κεφάλια κομμένα, τίποτα που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί» του είπα. «Δεν πειράζει, τα χρειάζομαι, έχω μικρά παιδιά» μου είπε. Όπως ήταν οι σακούλες στο καπό τις έβγαλα και τους τις παρέδωσα. «Ελπίζω να μπορέστε να τα αξιοποιήσετε» του είπα και απομακρύνθηκα πριν αλλάξει γνώμη.

Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ο κύριος ήταν αρκετά καλοβαλμένος, είχε και καλό αυτοκίνητο και δεν έδειχνε φτωχός ή κακομοίρης, δηλαδή ακόμη και από τα ρούχα του δεν έδειχνε ότι αδυνατεί να παρέχει στα παιδιά του κάποια βασικά παιχνίδια. Όταν είδε τις σακούλες μου είπε «Θεέ μου, πόσα παιχνίδια έχετε!» Η αλήθεια έχουμε πάρα πολλά και αυτά που πέταξα ήταν μόνο ένα μικρό ποσοστό. Φυσικά, δυνατόν ο κύριος να μην τα ήθελε λόγω οικονομικής στενότητας. Μπορεί να ήταν κάποιος εκκεντρικός ρακοσυλλέκτης που μαζεύει ό,τι βρει από τους σκουπιδότοπους. Αλλά μου έκανε εντύπωση γιατί τα διεκδίκησε σθεναρά και παθιασμένα. Και αυτό το «έχω μικρά παιδιά» περιείχε ένα τόνο απόγνωσης ο οποίος ακόμα αντηχεί στ’ αφτιά μου. Να σου πω την αλήθεια στεναχωρήθηκα λίγο. Μπορεί και άνευ λόγου. Τι να πω.

Συμβαίνουν κι αυτά στην Κύπρο μας…

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2023

Tooth-Fairy

 

Την εποχή μου δεν είχαμε «tooth-fairy».

Εγώ θυμάμαι ότι περί την Τρίτη Δημοτικού, το 1988 δηλαδή, που έχασα το πρώτο μου δόντι, μου είχαν πει να το βάλω κάτω από το μαξιλάρι και ότι θα ερχόταν «ένας ποντικός!» να φέρει δώρο. «Ποντικός!» Πραγματικά τα ‘80ς ήταν σπούκι και αδυσώπητα. Το θυμάμαι πεντακάθαρα να πέφτω να κοιμηθώ και να αμφισβητώ την ύπαρξη του ποντικού, όμως δεν με έπαιρνε να επιχειρηματολογήσω εναντίον της ύπαρξής του. Άλλωστε το πεντόλιρο που θα έφερνε ως δώρο θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτο. Θυμάμαι ότι είχα πει στον εαυτό μου «δεν θα κοιμηθείς ώσπου να δεις τον ποντικό να καταφθάνει με το πεντόλιρο». Επίσης θυμάμαι να ερωτώ «πώς είναι δυνατόν να τρυπώσει κοτζάμ ποντίκι κάτω από το μαξιλάρι μου και να μην ξυπνήσω;» και να λαμβάνω την απάντηση «μην ανησυχείς ξέρει αυτός!» Είναι υπέροχο το παιδικό μυαλό. Ό, τι σου πουν το πιστεύεις.

Όντως ήρθε ο ποντικός, και μάλιστα θυμάμαι ότι ξύπνησα το επόμενο πρωί και είπα «μάσσιαλλα του ποντικού, ήρθε και έφερε πέντε λίρες και εγώ δεν τον πήρα χαμπάρι!»

Χθες ο γιος μου έχασε το δεύτερο του δόντι. Μου είπε ότι θα ερχόταν η tooth-fairy (ανάθεμά τον που επινόησε τον χαρακτήρα που όποτε την ακούσω θυμάμαι υγρό πιάτων και ξαφνικά ο ποντικός μου ακούγεται πολύ πιο υγιής επιλογή), αλλά ουδεμία καούρα είχε να τη δει, ή να εισπράξει από μέρους της. Τα παιδιά στις μέρες μας τα έχουν όλα. Τι να τους κλάσει η νεράιδα που θα φέρει ένα δίευρω; Είναι τόσο πολύς ο κορεσμός που δεν τους ενθουσιάζει τίποτε. Για να καταλάβετε τι εννοώ, απ’ όλο το ταξίδι μας φέτος ο Αλέξης έπαθε σοκ όταν είδε από κοντά ένα άλογο με άμαξα. Του φάνηκε τεράστιο από κοντά. Νομίζω είχε ξαναδεί άλογο όταν ήταν τριών ετών, αλλά αυτό τον έκανε να βγάλει κραυγή ενθουσιασμού. Ούτε το υπερμέγεθες κρουαζιερόπλοιο, ούτε οι προορισμοί, ούτε τα εντυπωσιακά κτήρια. Τον εντυπωσίασε το άλογο. Εγώ στην ηλικία του, θα έκανα το αντίθετο.

Όπως και να ‘χει, έτρεχα μες τη νύχτα να βρω ψιλά να του βάλω κάτω από το μαξιλάρι. Ευτυχώς δεν με πήρε χαμπάρι. Όχι όμως ότι θα ενθουσιαστεί ιδιαιτέρως. Την προηγούμενη φορά που βρήκε το κέρμα κάτω από το μαξιλάρι του, είπε ένα «α!» και αυτό ήταν. Ούτε ξανάσχολήθηκε. Άσε που μου είπε σε ανύποπτο χρόνο «ξέρω ότι δεν υπάρχει Άι Βασίλης και Tooth-fairy. Μου το είπε ο τάδε στο σχολείο». Με χίλια ζόρια τον έπεισα ότι μαλακίες του είπε ο τάδε. Δεν ξέρω αν τον έπεισα. Αλλά εδώ είμαστε.

Ο γιος μου είναι ένα υπέροχο μωρό.

Τον κατάλαβα από την πρώτη μέρα. Θυμάμαι όταν ήρθαμε σπίτι από το μαιευτήριο και τον βάλαμε να κοιμηθεί στο κρεβάτι μας. Ξάπλωσα δίπλα του και τότε το βρέφος έκλινες προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του και με αγκάλιασε. Νόμισα ότι ήταν ενστικτώδης κίνηση και ότι δεν ήταν δυνατόν ένα βρέφος να ξέρει τι πα να πει αγκαλιά. «Τέντωσε απλά το χεράκι του προς το μέρος μου» είπα. Τον αγκάλιασα κι εγώ και κοιμηθήκαμε έτσι. Κι όμως, έκτοτε και μέχρι σήμερα, όποτε είναι η σειρά μου να κοιμηθώ μαζί του στο κρεβάτι του, μου κάνει το ίδιο πράμα. Απλώνει με τον ίδιο τρόπο το χέρι του και με αγκαλιάζει για να κοιμηθεί. Δεν έχω ξαναδεί πιο τρυφερό πλάσμα στον κόσμο.

Την κόρη μου από την άλλη, τη φιλάς και νευριάζει. Πας να την αγκαλιάσεις και μάχεται να δραπετεύσει λες και θα πνιγεί από τη θηλιά των χεριών σου. Και έτσι ήταν κι αυτή από την πρώτη μέρα της ζωής της. Τη φίλησα με το που γεννήθηκε και εκείνη ξίνισε. Ακόμα ξινίζει.