Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014

Τα Δόντια Που Ίσιωσαν


Το 2011 πήγα στο Βερολίνο με τη Μπρέντα (το πρώτο μας ταξίδι μαζί) και έβγαλα αυτή την ηλίθια φωτογραφία έξω από το Κοινοβούλιο την οποία όταν είδα αργότερα έφριξα, καθότι η οδοντοστοιχία μου θύμιζε κυπριακό πεζοδρόμιο, με τα πλακάκια του ατάκτως ερριμένα. Ήρθαμε πίσω, πήγα στην ορθοδοντικό και της είπα "κάνε ένα έλεος με αυτό το χαμόγελο - προσβολή δημοσίας αιδούς" και αυτή μου απάντησε "θα βγάλεις δυο δόντια να δημιουργηθεί χώρος και να μου ξανάρθεις".



Το 2012 στη Βενετία πήγα με δύο δόντια μείον και καμιά εικοσαριά σίδερα στα δόντια, τύφλα να 'χει ο Κουταλιανός. Με είδε η Βενετία στα όρια του φαφούτη και έφριξε, φούσκωσε τα κανάλια της και βούλιαξε άλλο μισό μέτρο κάτω από τη θάλασσα. Το κενό που βλέπεις στη φώτο άρχισε να κλείνει αφού το πίσω δόντι ξεκίνησε μία πορεία προς τα εμπρός, να κρύψει το αίσχος. 


Το 2013 στην Κροατία τα δόντια μετακινήθηκαν, έφτασαν στον προορισμό τους πιο γρήγορα και από τη βαλίτσα της Μπρέντας που χάθηκε στο αεροδρόμιο της Βιέννης. Δεν ντρεπόμουν τόσο να φωτογραφηθώ προφίλ πια, αν και υπήρχαν ακόμα κενά και απλήρωτοι λογαριασμοί να κλείσουν. 



Σήμερα, 2014, μέρα γιορτής, μέρα χαράς, μέρα χαρμόσυνη, τα έβγαλα και ησύχασα! Τσακ, τσακ με την τανάλια τα στείλαμε στο πυρ το εξώτερον! Όχι άλλα συρματομπλέγματα στην πατρίδα μας, όχι άλλα σύρματα στα δόντια μας! Μπρέντα μου, αγάπη μου, τέρμα τα μεταλλικά φιλιά, τέρμα η δυσφορία και το ατέλειωτο καθάρισμα με το βουρτσάκι μετά από κάθε γεύμα. Και προ πάντων, άπειρα ταξίδια που έπονται με περήφανα χαμόγελα!

Είμαι τόσο χαρούμενος! Και χαίρομαι απίστευτα που έχω δίπλα μου μία κοπέλα-κίνητρο και έμπνευση, η οποία με εξωθεί να διορθώνω πράγματα πάνω μου για χάρη της, από τα δόντια και τα νύχια μέχρι τις πιο αβυσσαλαίες πτυχές του χαρακτήρα μου. 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2014

Ανεκπλήρωτος Γεροντοέρωτας

Η αγαπημένη μου γιαγιά ήρθε να μας επισκεφτεί με τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Μετά βίας περπατούσε σε ευθεία, παραπατούσε, ενώ έχανε και τα λόγια της. Δεν της είχε έρθει κόλπος, αν και θα μπορούσε. Κρατούσε στα χέρια της ένα ξεφτισμένο κιτρινωπό χαρτί. Το προσκλητήριο του γάμου της. "Το βρήκα καθώς έκανα γενική εκκαθάριση στο πατάρι" μας είπε μες τη σύγχυση. "Και δεν θα το πιστέψετε, εδώ λέει ότι παντρεύτηκα καλοκαίρι!" 

Η γιαγιά μου, χρόνια τώρα, ήταν πεπεισμένη ότι ο γάμος της τελέστηκε χειμώνα, γιατί "θυμάμαι ότι φορούσα παλτό πάνω από το νυφικό, και οι καλεσμένες όλες γουναρικά! Πώς είναι δυνατόν να παντρεύτηκα καλοκαίρι;" Ε, για να λέει έτσι το προσκλητήριο, έτσι έγινε γιαγιά μου, της είπαμε. Έκατσε στον καναπέ, κοίταζε το προσκλητήριο έκθαμβη και επί μία ώρα παραμιλούσε, συζητούσε τις πιθανότητες και τα ενδεχόμενα να υπάρχει κάποιο λάθος σ' όλο αυτό. Το ότι πάτησε αισίως τα 80 και το μυαλό της δεν συγκρατεί καμία πληροφορία, ήταν ένα σενάριο που αποφύγαμε επιμελώς να εξετάσουμε. 

Όταν εν τέλει συμφιλιώθηκε με την ιδέα τέλεσης του γάμου της εκείνο το καλοκαίρι, άρχισε να μας αφηγείται πράγματα που εγώ πρώτη φορά μάθαινα. Ότι δηλαδή η γιαγιά μου δεν ήταν ερωτευμένη με τον παππού μου, αλλά τον παντρεύτηκε γιατί είχε καλή δουλειά, αλλά και επειδή έτσι είχαν αποφασίσει οι γονείς της. Βέβαια, παραδέχτηκε ότι με τα χρόνια τον αγάπησε και ότι πέρασε "ζωή χαρισάμενη μαζί του", πως δεν στερήθηκε δίπλα του τίποτα, και ότι επ ουδενί μετανιώνει για τα όσα βίωσε μαζί του. Αλλά, όχι, σοκ και δέος, δεν ήταν ο έρωτας της ζωής της. 

Ο έρωτας της ζωής της ήταν ένας άλλος κύριος, που δούλευε κλητήρας στο Δημαρχείο της Λευκωσίας. Τρέ μπανάλ για τα δεδομένα της εποχής. Ενώ, ο παππούς μου ήταν αρχιτέκτων! Άλλη η χάρη του, όσο να πεις. Ο κλητήρας την κορτάριζε συχνά κάνοντας βόλτες με το ποδήλατό του όταν η γιαγιά μου βόλταρε στο πάρκο, μα ουδέποτε τόλμησε να της τα ρίξει. Μόνο όταν έμαθε ότι ετοιμάζεται να πετάξει το πουλάκι συγκινήθηκε και τόλμησε να αγοράσει μια ανθοδέσμη να πάει να τη διεκδικήσει ζητώντας την από τους γονείς της. Τότε η προγιαγιά μου που ήταν Σμυρνιά και δεν σήκωνε ανακατωσούρες, ούτε ίντριγκες και πάθη στη Σάντα Μπάρμπαρα, κλείδωσε τη γιαγιά μου στο δωμάτιό της σαν την Ελένη απ' το Κωσταλέξι και δέχτηκε τον κλητήρα στα σαλόνια της διά ολιγόλεπτη ακρόαση. Αυτός ξεδίπλωσε τις καλές προθέσεις του και αυτή του απάντησε ότι θα σκεφτόταν σοβαρά την πρότασή του. Βλακείες, γραμμένο τον είχε εξ αρχής τον πτωχό υπαλληλάκο του Δημαρχείου. Η θέση ήταν ήδη δοσμένη αλλού. 

Με το που αποχώρησε ο υποψήφιος μνηστήρας, η προγιαγιά μου ξεκλείδωσε τη γιαγιά μου, που σημειώστε, τότε ήταν δεν ήταν 18 χρονών, και απέφυγε τεχνηέντως να της πει τον λόγο για τον οποίο της είχε στερήσει την ελευθερία της, έστω και για ολίγα λεπτά. 

Ο γάμος της με τον παππού μου ακολούθησε εντός μερικών μηνών, και ο κλητήρας ουδέποτε έλαβε απάντηση στην πρότασή του. Όταν έμαθε από τις στήλες των κοινωνικών τα νέα, έκατσε και της έγραψε ένα γράμμα εξηγώντας της ότι ήρθε και τη ζήτησε από τη μάνα της προ ημερών, αλλά εκείνη ούτε να τον φτύσει. Το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, γιατί η προγιαγιά μου το έλαβε πρώτη, το διάβασε, και έκρινε ότι δεν έπρεπε να φτάσει ποτέ στην πραγματική παραλήπτρια. Το καταχώνιασε σε ένα συρτάρι για να ξεθαφτεί κατά λάθος μία δεκαετία αργότερα από τη γιαγιά μου, που έμελλε να μάθει τόσο άγαρμπα τη πουτάνα την αλήθεια. Ήταν βέβαια πολύ αργά, η γιαγιά μου είχε ήδη κάνει δυο παιδιά και ο γάμος της είχε "δέσει". Θύμωσε όμως, και όταν ζήτησε τα ρέστα από τη μάνα της, αυτή αρνήθηκε ότι έκρυψε το γράμμα, είπε μόνο ότι μάλλον θα της διέφυγε να την ενημερώσει για την αλληλογραφία της. Σμυρνιές! 

Και έληξε έτσι άδοξα το ειδύλλιο; Ναι. Έτη αργότερα η γιαγιά μου πέτυχε τον συγκεκριμένο κύριο να βολτάρει στην Κρατική Έκθεση Κύπρου αλλά υποκρίθηκε ότι δεν τον αναγνώρισε, παρόλο που διασταυρώθηκαν οι ματιές τους. "Ήμουν παντρεμένη, τι να έκανα, να λένε ότι ξενοκοιτάζω από 'δω και από 'κει;" μου είπε απολογητικά. Μπορεί λοιπόν να μην δόθηκε συνέχεια στο ρομάντζο, παρόλα αυτά η γιαγιά μου γνώριζε πολύ καλά πως ο συγκεκριμένος κύριος δεν παντρέυτηκε ποτέ του και πως μια καλήν ημέρα ξενιτεύτηκε στη Νότιο Αφρική. Έκτοτε κενό. Θυμάται όμως ακόμα το όνομά του. 

"Θέλεις να ψάξω να τον βρω στο Facebook?" τη ρώτησα αστειεύομενος.

"Όχι!" είπε απότομα ξεκόβοντάς μου το ορθά κοφτά! "Μην διανοηθείτε να κάνετε καμιά βλακεία εσύ και η μάνα σου", συνέχισε. "Ο άνθρωπος έφυγε πριν χρόνια, δεν θέλω να τον βρούμε, ούτε να ξέρω τι κάνει!" είπε θυμωμένη και σηκώθηκε να πάει σπίτι της εμφανώς αναστατωμένη. Το προσκλητήριο που κρατούσε το ξέχασε πίσω της. 

Το ότι σήμερα το πιο πιθανόν είναι ο συγκεκριμένος κύριος να μην ζει, ή αν ζει να είναι κοντά στα 100, και αποκλείεται να διαθέτει προφίλ στο Facebook, ήταν επιχειρήματα που δεν πρόλαβα να παραθέσω. 

Η γιαγιά μου, η αγαπημένη μου συγγενής! 
Αναμφίβολα ό,τι καλύτερο διαθέτει το σόι μου. 

  

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2014

Στη Ντίσνεϊλαντ της Κύπρου

Η είδηση της ημέρας, όπως τουλάχιστον φιγούραρε στην πλειονότητα των κυπριακών εφημερίδων, ήταν πως δόθηκε το πράσινο φως για να χτιστεί στη χώρα μας μία νέα Ντίσνεϊλαντ. Διά του λόγου το αληθές, κλικ εδώ.

Ευτυχώς να λέμε που η Ντίσνεϊ είναι σοβαρή εταιρεία και αποκλείεται να παρακολουθεί τι γράφεται στις κυπριακές εφημερίδες, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι το να χρησιμοποιείς τον όρο ‘Ντίσνεϊλαντ’ για να περιγράψεις ένα άσχετο θεματικό πάρκο, μπορεί άνετα να εκληφθεί και ως δυσφήμιση. Στις σοβαρές χώρες όμως! Στην Από-τον-Θεό-κλασμένη-Κύπρο, ας γράφουν ό, τι θέλουν, ένα και το αυτό.

Έτσι που λες, άστραψε και βρόντηξε το τουίτερ σήμερα με διάφορα πνευματώδη επί του θέματος. Άστραψαν και βρόντηξαν επίσης, μα κυρίως έτριξαν, και τα κόκαλα του Ουόλτ!

Προσωπικά δεν έχω έντονη άποψη, καλές και πάντα ευπρόσδεκτες οι επενδύσεις, κι ας ξέρω από τώρα τι θα γίνει, ένα κιτσάτο λούνα παρκ θα προκύψει στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο οποίο θα πάμε μια φορά, θα ντραπούμε για την αισθητική του, και δεν θα ξαναπατήσουμε.


Έστω όμως ότι όντως χτίζεται ένα κυπριακό παράρτημα της Ντίσνεϊλαντ στη χώρα μας… Πώς θα συγκεραστεί αυτή η περήφανη κουλτούρα με τις αμερικανιές του Ντίσνεϊ; Ιδού κάποιες φαεινές ιδέες: 


Main Street USA: Μπορεί να μην διαθέτουμε Πύργο της Κοιμωμένης Καλλονής, αλλά διαθέτουμε Πύργο του Σιακόλα. Με την Οικονομία να κοιμάται ύπνον βαθύ στο ρετιρέ, που όσο κι αν την φιλήσεις δεν νεκρανασταίνεται, δημιουργήσαμε μία must-see ατραξιόν για το τράτζικ κίνγκντομ μας.


Fantasyland: Καρουζέλ με το εθνικό μας ζώο, το αγρινό. Για φίσιες αποτείνεστε στην κυρία Σούλλα που φτιάχνει τα τοστ στην καντίνα. 


Φωτογραφήστε τα παιδιά σας με all time classic χαρακτήρες του Ντίσνεϊ και στοιχειώστε τα όνειρά τους για πάντα. Εδώ, η Χιονάτη και οι εφτά αυνάνοι.


Ο 'Ντάμπο το ιπτάμενο ελεφαντάκι', μετονομάζεται σε 'Πάμπο το ιπτάμενο ελεφαντάκι', και η μετάβαση στην κυπριακή πραγματικότητα γίνεται στο πι και φι. 


Τρενάκι Ρόλλερ Κόστερ εμπνευσμένο από τα "Πέντε Χρόνια Διακυβέρνησης Χριστόφια". Δεν συνίσταται στους καρδιοπαθείς. Βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που έκατσες πάνω. Κατεβαίνεις, κι αν έχεις επιζήσει κάνεις εμετό. 


Το 'Στοιχειωμένο Σπίτι' μετονομάζεται σε "Σπίτι (που είχες) στην Κερύνεια". Και που δεν θα το ξαναδείς. Ο Νίκος Αναστασιάδης σε ρόλο νεκροθάφτη σε υποδέχεται στην είσοδο και βγάζει αναμνηστική φωτογραφία μαζί σου.  

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014

Ένας Χέστης

Σε πιάνουν και σένα κρίσεις πανικού ότι δεν θα προλάβεις να πραγματοποιήσεις τίποτε από εκείνα που κάποτε ονειρεύτηκες; Εμένα με πιάνουν. Από τότε που έκλεισα τα 30 και μετά την εγχείρηση είμαι συνέχεια με ένα "πότε;" Και όπως τα κόβω τα πράγματα η απάντηση είναι μάλλον "ποτέ". 

Κάποτε η ζωή μου ήταν πολύ σίγουρη και αισθανόμουν μιαν ασφάλεια. Ήξερα ότι μετά το Δημοτικό θα πάω Γυμνάσιο, ήξερα ότι μετά θα πάω Λύκειο και στρατό, ήξερα ότι ακόμη κι αν δεν περάσω σε ελλαδικό πανεπιστήμιο θα πήγαινα κάπου στην Αγγλία, είχα πάντα ένα δίκτυ κάτω από τα πόδια μου. Δεν έχανα τον ύπνο μου. Τώρα όχι μόνο τον χάνω, αλλά υπάρχουν νύχτες που ούτε η Νικολούλη δεν είναι άξια να μου τον βρει. 

Είμαι πλέον στην ηλικία του "δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει". Μπορεί άλλοι να μπαίνουν πιο νωρίς σ' αυτό το στάδιο, το αναγνωρίζω, όμως εγώ τώρα καλούμαι να αντεπεξέλθω, καλώς ή κακώς, και δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Νιώθω ότι έχω ένα ωκεανό μπροστά μου, πρέπει οπωσδήποτε να κολυμπήσω απέναντι και κανένας δεν μου εγγυάται αν θα φτάσω ποτέ στη στεριά. Καλωσήλθες στη ζωή, θα μου πεις. ΟΚ, το αντιλαμβάνομαι, αυτό είναι το συναρπαστικό του να ζεις, εδώ έγκειται η πρόκληση, εδώ απαιτούνται κότσια. Ε, δεν ξέρω αν τα έχω. 

Τι να λέμε τώρα μαλακίες... Δεν τα έχω. Αν τα είχα, εδώ θα ζούσα; 

Όποιος φοβάται πέφτει και κοιμάται, έγραψε κάποτε ένας στο στάτους του στο φέησμπουκ. 
Σκεπάστηκα ήδη, μέχρι το κεφάλι. Έγινα ένα κουβάρι, ένα κουρέλι και έσβησα και το φως. 

Τα ξαναλέμε μια καλύτερη μέρα. 


Πέμπτη, Φεβρουαρίου 13, 2014

Γιατί Θέλεις να Λυθεί το Κυπριακό;

Εσύ γιατί θέλεις να λυθεί το κυπριακό;

Όταν ήμουν στρατό είχα γνωρίσει έναν Παφίτη, από ένα χωριό χωμένο στα όρη και τα παραρά που ανάθεμα κι αν το είχα ακουστά, ο οποίος μου είχε δηλώσει ανερυθρίαστα πως δεν επιθυμεί λύση του κυπριακού, γιατί μετά θα μετατοπιστεί ο τουρισμός στον βορρά και θα πάει άπατη η ταβέρνα του πατέρα του στην πλατεία του χωριού. Μάλιστα ήταν τόσο θρασύς, που επέμενε ότι η τουρκική κατοχή ήταν ό, τι καλύτερο μπορούσε να τους συμβεί, αφού εξ αιτίας της ουσιαστικά τοποθετήθηκε το χωριό τους στον χάρτη και έγιναν πιο πλούσιοι. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου με τα επιχειρήματα του, αν και με τα χρόνια ανακάλυψα ότι έχει κι άλλους που σκέφτονται έτσι.

Σε μια άλλη περίπτωση είχα συζήτηση με οικογενειακό φίλο, ο οποίος ήθελε διακαώς να λυθεί το κυπριακό, γιατί ισχυριζόταν ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις αμέτρητες σκάλες καλλιεργήσιμης γης που διέθετε στην Καρπασία. «Αν μου επιστραφούν ποτέ τα χωράφια μου, θα γίνω εκατομμυριούχος, δεν θα χρειαστεί να ξανά δουλέψω» κόμπαζε. Ανέκαθεν υπήρξε υπέρμαχος της οποιαδήποτε λύσης ο κύριος, ανεξάρτητα από το πόσο δουλοπρεπής ή και εξευτελιστική μπορεί να ήταν αυτή.

Παρατηρώντας γύρω σου θα δεις ότι τελικά, οι συμπολίτες μας χωρίζονται σε αυτές τις δυο κατηγορίες στην πλειοψηφία τους. Σε αυτούς που δεν θέλουν λύση για οικονομικούς λόγους και σε αυτούς που θέλουν λύση για οικονομικούς λόγους.

Δεν ξέρω ποιους από τους δύο απεχθάνομαι περισσότερο.

Με απογοητεύει που ζω σε μια κοινωνία η οποία πραγματεύεται το μέλλον της με βάση τη τσέπη της και δεν ντρέπεται να το δηλώνει. Τώρα θα μου πεις, σε όλη την παγκόσμια ιστορία, όλοι οι πόλεμοι γίνονταν για τη τσέπη. Ναι, και ο Τρωικός πόλεμος δεν έγινε για την Ωραία Ελένη, για τον έλεγχο του εμπορίου έγινε. Αλλά τουλάχιστον υπήρχε ένα παραμύθι να συγκαλύπτει την αιτία και δεν έφτανες στο σημείο να αηδιάσεις την ανθρώπινη φύση. Υπήρχε ένα γοητευτικό παραμύθι να στρογγυλεύει τα αίσχη. Εμείς σήμερα δεν διαθέτουμε τίποτε που να απενεχοποιεί έστω και στο ελάχιστο τη φιλαργυρία μας. Δηλώνουμε απροκάλυπτα ότι θέλουμε λύση ή δεν θέλουμε λύση, για να διασφαλίσουμε την όποια ευημερία μας.

Και στεναχωριέμαι, γιατί ένας ψωριάρης να βρεθεί να μιλήσει για δίκαιη λύση, για αξιοπρέπεια, για αξίες, ιδανικά και δικαιοσύνη, τον κοιτάζουμε με το μισό μας. Ειδικά σήμερα, που η τσέπη είναι πιο άδεια από ποτέ, και πρέπει να γεμίσει με οποιονδήποτε τρόπο, το να μιλάς για εθνική αξιοπρέπεια είναι ταμπού. Ναι, δεν τρώγεται η αξιοπρέπεια, και εμείς πρέπει επειγόντως να φάμε. Αλλά βρες μου μια γαμημένη Ελένη, ρε φίλε, να μου την παρουσιάσεις ως άλλοθι, να μην αισθάνομαι ότι περιβάλλομαι από ζώα. Βρες μου μια Ελένη να δικαιολογεί τη στάση σου. Μην είσαι έτοιμος να διαγράψεις εγκλήματα απλά και μόνο για να επιβιώσει η ταβέρνα του πατέρα σου, ή για να «γίνεις εκατομμυριούχος». Πόση ωμή διαφθορά να φάω στο πιάτο; Βάλε μου τουλάχιστον λίγο σως από πάνω, να την καταπιώ πιο εύκολα.


Θεέ μου, τι λαός. Τι λάθος! 

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2014

Τσίνκουε Εούρος

Ήμασταν παιδιά, σαν μια συντροφιά τόοοοτε, το μακρινό πια έτος 2003, όταν πήγαμε εκείνο το ρημαδιασμένο ταξίδι με τους φίλους μου στην Ιταλία. Φοιτητές ακόμα, στο δεύτερο με τρίτο έτος οι περισσότεροι, χωρίς γκόμενα οι περισσότεροι, χωρίς ουσιαστικά προβλήματα οι περισσότεροι. Σε μια ηλικία που το να πίνεις και να γίνεσαι ρεντίκολο ήταν ακόμη κουλ και λοτς οφ φαν, ετοιμαζόμασταν να ζήσουμε μία αιωνιότητα στην αιώνια πόλη, σχεδόν στην κυριολεξία, μα διάβασε πιο κάτω για να καταλάβεις τι εννοώ.

Επειδή το μπάτζετ μας ήταν περιορισμένο, νοικιάσαμε ένα δωμάτιο για πέντε άτομα στο σπίτι μιας γριάς. Η σενιόρα Άννα, ή καλύτερα η γέρο-Άννα όπως την αποκαλούσαμε μιας και είχε πατημένα τα 75, ήταν μία διασταύρωση της Μπέτυς Βαλάσση στη Λωξάντρα και της Ελένης Καστάνη στο ρόλο της γεροντοκόρης στη ‘Νήσο’. Κοντή, χοντρή με γκρίζες πλεξούδες, και ένα πρόσωπο γεμάτο μπιμπίκια, μια σκατόγρια με τα όλα της δηλαδή, καθόταν συνέχεια στο χωλ του σπιτιού μπροστά στην τηλεόραση, αλλά με το ένα μάτι να παρατηρεί εμάς, μην τυχόν και διαπράξουμε οτιδήποτε που να έχρηζε παρατήρησης.



Εν τω μεταξύ, να μην ξέρει γρι εγγλέζικα. Όποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να μας ξεκαθαρίσει κάτι μας μιλούσε στα ιταλικά, αδιαφορώντας που εμείς απ’ το ιδίωμα μόνο το ciao antenna κατείχαμε. Παρόλα αυτά, μιλούσε αργά διακεκομμένα και σε αυστηρό τόνο γιατί έτσι πίστευε πως θα συνεννοούμασταν. Της απαντούσαμε κι εμείς αργά και διακεκομμένα εις άπταιστα ελληνικά, μα ουδεμία επιτυχία δεν είδαμε, εν τέλει έπρεπε να επιστρατεύσουμε την παντομίμα για να επικοινωνήσουμε.

Έτσι κι έγινε. Όταν πήγαμε να ξεραθούμε το πρώτο βράδυ στο δωμάτιο συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι από τη ζέστη. Χρειαζόμασταν επειγόντως μία λύση έτσι ξυπνήσαμε τη γέρο Άννα και με διάφορα ακροβατικά καταφέραμε να της εξηγήσουμε ότι χρειαζόμασταν τον ανεμιστήρα που είχε στο σαλόνι γιατί αλλιώς θα σκάγαμε. Η γέρο Άννα συμφώνησε να πάρουμε τον ανεμιστήρα, (ο οποίος, εδώ που τα λέμε, σιγά τη δουλειά που θα ‘κανε… Ήμασταν πέντε μαντράχαλοι, αποκλείεται να μας κάλυπτε όλους), μα ζήτησε να πληρωθεί «τσίνκουε εούρος» (€5) έξτρα για κάθε βράδυ που θα τον χρησιμοποιούσαμε. Αν και με το ένα πόδι στον τάφο, το μυαλό της ήταν ακόμη σε θέση να κλείνει deals. Ήμασταν πολύ κουρασμένοι για να το διαπραγματευτούμε και έτσι συμφωνήσαμε.



Το επόμενο πρωί, κατά τις 8:00, και ενόσω εμείς ακόμη κοιμόμασταν, η γέρο Άννα άνοιξε την πόρτα του δωματίου μας χωρίς να χτυπήσει καν, και μας έκλεισε τον ανεμιστήρα γιατί βάσει της λογικής της «τα τσίνκουε εούρος τα πληρώσατε για να τον χρησιμοποιήσετε το βράδυ. Το βράδυ πέρασε, χέστηκα αν εσείς ακόμα κοιμάστε, δεν δικαιούστε πλέον να μου τρώτε ρεύμα. Άμα θέλετε κι άλλο, κατεβάστε άλλα «τσίνκουε εούρος».

Έτσι ξηγιόταν η λα νόννα, και εμείς επειδή ξέραμε ότι δεν θα βγάζαμε άκρη αν ανοίγαμε συζήτηση, της τα σκάγαμε με συνοπτικές να πάει στο διάολο, να πάει.

Περιττό να σου πω ότι τα «τσίνκουε εούρος» κατέληξαν να γίνουν τσινκουετσέντο εούρος (€500), αφού η ανάγκη για ανεμιστήρα ήταν αδήριτη και ξέρεις τώρα πώς είναι η Ευρώπη μες τον καύσωνα. Χειρότερη κι από τη Λευκωσία. Καλόμαθε και η γέρο Άννα μαζί μας που την πληρώναμε, δεν έκανε άλλη δουλειά όλη μέρα, καθόταν και μετρούσε πόσες ώρες είχαμε τον ανεμιστήρα ανοιχτό. Μόλις κλείναμε το 8ωρο ερχόταν σαν μωρό που θέλει δεκάρικο για να παίξει μηχανάκι, με την παλάμη ανοιχτή, λέγοντας βραχνά και ξηγημένα: «τσίνκουε εούρος περ φαβόρε».

Το «τσίνκουε εούρος» έγινε το σλόγκαν του ταξιδιού, καταλήξαμε να κάνουμε μεταξύ μας διάφορες πλάκες με το θέμα, ότι δήθεν θα μας ζητά τσίνκουε εούρος ακόμα και για το καζανάκι. Πέραν της πλάκας, η στάση της κατάντησε εκνευριστικότατη, ειδικά όταν έγινε θεσμός να μπαίνει κάθε πρωί στο δωμάτιό μας και να μας κλείνει τον ανεμιστήρα απότομα, σχεδόν τιμωρητικά, και να αρνείται να τον ανοίξει αν δεν πληρωνόταν εκ νέου. Ούτε ένα πρωί από τα τέσσερα που μείναμε στο σπίτι της δεν μας έκανε τη χάρη να μην μας διακόψει τον ύπνο και να πληρωθεί αργότερα, η σκρόφα.

Μας έσκασε η κλώσσα, μα καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.

Το τελευταίο βράδυ της εκεί παραμονής μας, είχαμε πιει πολύ. Ήπιαμε γιατί ήταν πολλά τα γκομενάκια στις πλατείες της Ρώμης και ήταν, δυστυχώς, όλα με άλλους. Και έτσι τελειωμό δεν είχαν τα σφηνάκια να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Γυρίσαμε τύφλα στο σπίτι της γέρο Άννας, τραγουδώντας και σφυρίζοντας, αναστατώνοντας σχεδόν όλη τη γειτονιά. Αδίκως αν με ρωτάς, γιατί όταν μπήκαμε στο σπίτι αντιληφθήκαμε πως οι ένοικοι πολλαπλασιαστήκαμε και μάλιστα με πολύ ενδιαφέροντες παράγοντες. Δύο Αμερικάνες, σουρλουλούδες με τα όλα τους, είχαν αφιχθεί όσο εμείς λείπαμε και νοίκιασαν το δεύτερο δωμάτιο που διέθετε η γέρο Άννα. Η Ρόξι και η Μάξι (ναι, δεν επρόκειτο για σκυλίτσες, κανονικές γκόμενες ήταν, ανάθεμα τα ονόματα που τους δίνουν στις ΗΠΑ) θα ήταν οι νέες γειτόνισσές μας.

Γιουφόρια στην ατμόσφαιρα, χαρές και πανηγύρια, δεν μας πήρε πάνω από δέκα λεπτά για να τις φέρουμε στο δωμάτιό μας για να παίξουμε μπουκάλα, ή truth or dare όπως το λέμε εμείς οι αστοί. Χαμογέλασε το χειλάκι μας, μιας και όπως έδειχναν τα πράγματα η Ρόξι και η Μάξι ήταν τα μάλα συνεργάσιμες και όλα έδειχναν πως το ταξίδι θα είχε υπέροχο φινάλε με αναπάντεχες σεξουαλικές προεκτάσεις. Μα, έλα που  απ’ τον πολύ ενθουσιασμό και το πολύ μεθύσι, ξύπνησε η σαπόγρια απ’ τον ύπνο τον αξύπνητο, και ήρθε να επιβάλει την τάξη. Πάνω που κατεβάζαμε σφηνάκια και οι Αμερικάνες τα βρακάκια τους, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα η Μπερλουσκόνενα και αρχίζει ένα εξαγριωμένο κατεβατό στα ιταλικά μες τα μαύρα μεσάνυχτα. Δεν καταλάβαμε απολύτως τίποτα εκτός, φυσικά, από τις τελευταίες δύο λέξεις: «Τσίνκουε Εούρος».

Τσίνκουε εούρος είπε και ελάλησε, που τσίνκουε να ‘ταν οι ώρες της! Και έκλεισε με μένος τον ανεμιστήρα. Ναι, οι Αμερικάνες οι ξεβράκωτες δεν την πείραξαν, ο ανεμιστήρας που έκαιγε ήταν το θέμα της.

Οι κοπέλες ντράπηκαν, και τράπηκαν εις άτακτον φυγήν, σαν να ήταν σε κάποιο οικοτροφείο θηλέων όπου σκάρωναν κάποιο σκασιαρχείο. Μείναμε οι πέντε μας αποσβολωμένοι, να κοιτάμε χάσκοντας, χωρίς να προλαβαίνουμε να αντιδράσουμε σε οτιδήποτε. Και αφού κανείς δεν μίλησε, μίλησε το αλκοόλ.

Περικυκλώσαμε τη γέρο Άννα σαν ύαινες που ετοιμάζονται να επιτεθούν στην ανυποψίαστη αντιλόπη και αρχίσαμε να επαναλαμβάνουμε δυνατά «τσίνκουε εούρο». Σε κάθε τσίνκουε εούρο που ξεστομίζαμε, η γέρο Άννα έτρωγε και μια σκουντιά στην πλάτη. Την κάναμε πάσα μεταξύ μας σαν μπαλάκι του τέννις. Τσίνκουε ο ένας, τσίνκουε ο άλλος, τσιγκολολέτα η γέρο Άννα στη μέση. Ζοχαδιάστηκε η γριά, άρχισε να τα χάνει. Κι εκεί ήρθε το τέλος της.

Ανοίξαμε ξανά τον ανεμιστήρα στην πιο δυνατή ένταση και αφαιρέσαμε από μπροστά το προστατευτικό σίδερο. Αρπάξαμε τη γέρο Άννα από τα μπράτσα και την ακινητοποιήσαμε. Ψιθυρίζαμε στα αφτιά της με αργό και βασανιστικό ρυθμό ‘τσίνκουε εούρο’ καθώς ο έλικας του ανεμιστήρα κατευθυνόταν απειλητικά και σταθερά προς το πρόσωπό της. Πριν προλάβει καν να πει «αϊούτο», η γέρο Άννα αισθάνθηκε μια υπέροχη δροσιά να διαπερνά το κρανίο της. Με παραμορφωμένο όλο της το πρόσωπο, μάτια, μύτη, δόντια, μαλλιά όλα αλεσμένα σε ένα μίγμα σάρκας και αίματος, η γέρο Άννα έπεσε στο πάτωμα νεκρή, με ένα σχηματισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό της, α λα Ελένα Τσαουσέσκου.

Αδυνατώντας να συλλάβουμε το μέγεθος της πράξης μας, και παραμένοντας για ένα λεπτό σιωπηλοί κοιτάξαμε δειλά ο ένας τον άλλον, περιμένοντας να δούμε ποιος θα μιλήσει πρώτος. Οι Αμερικάνες, σε κατάσταση σοκ από το θέαμα, στέκονταν κολλημένες στον τοίχο, στις μύτες των ποδιών τους, κάθιδρες, και έτρεμαν. Ξάφνου, η μία εξ αυτών, να ήταν η Ρόξι, να ήταν η Μάξι, θα σε γελάσω, με δυσκολία τις ξεχώριζα, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από το βρακί της. Πλησίασε το πτώμα και με δέος το έχωσε στο ανοιχτό στόμα του κρανίου.

«Τσίνκουε εούρος», είπε.


Και με μια απαλή κίνηση της έκλεισε το στόμα. 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 02, 2014

Ο Ηρακλής

«Πώς θα σου φαινότανε αν ονομάζαμε τον γιο μας ‘Ηρακλή’;» με ρώτησε η Μπρέντα καθώς μπαίναμε στην αίθουσα κινηματογράφου για να παρακολουθήσουμε την ομώνυμη ταινία. Δεν είναι έγκυος, μην χαίρεσαι, υποθετικό ήταν το ερώτημα.

«Πώς να μου φαινότανε; Αίσχος θα μου φαινότανε».

Παρόλο που αγαπώ τα αρχαιοελληνικά ονόματα και απ’ αυτά θα εμπνευστώ για να βαφτίσω το παιδί μου αν και όταν αποκτήσω, εντούτοις το Ηρακλής είναι εκτός συζήτησης. Και γιατί αποκλείεται το όνομα ενός ήρωα με τόσους άθλους στο ενεργητικό του, ενώ προκρίνονται ονόματα άλλων με πολύ λιγότερα μετάλλια και κύπελλα στο παλμαρέ τους όπως, φερ’ ειπείν, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Ιάσονας;

Μα, αγαπητέ μου, στο άκουσμα του ονόματος Ηρακλής, δυο πράγματα μου έρχονται εμένα στον νου: Το παγωτατζίδικο στη Λήδρας και ο Ηράκλης Γιωργαλλής (σωστά πρόσεξες, ο τόνος στο ρα και όχι στο ήττα για κάποιον ανεξήγητο λόγο…), ο ηθοποιός που διέπρεψε στην κυπριακή επιθεώρηση με τη Δώρα Κακουράτου. Και πιστέψτε με, πρόκειται για δυο ‘προϊόντα’ που έχουν στιγματίσει τόσο πολύ την πραγματικότητά μας, που ούτε το σκότωμα της Λερναίας Ύδρας δεν μπορεί να τα υπερκαλύψει. Με λίγα λόγια, προτιμώ εκατό φορές να βαφτίσω τον γιο μου Ριτζ Φόρεστερ ή Γιάγκο Δράκο, παρά Ηρακλή.

Πώς καταφέρνουμε σ’ αυτό τον τόπο και αποδομούμε τα ονόματα μέσα σε δευτερόλεπτα, είναι απίστευτο. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο κυπριακό, ο ήρωας Ηράκλης και ουχί Ηρακλής, αντί για ρόπαλο κρατά ένα τεράστιο παγωτό, προσφορά του καταστήματος, και σκοτώνει τέρατα. Ένα ρόπαλο στο οποίο, τύφλα να ‘χουν τα πολυβόλα και λοιπά αντιαρματικά, δύναται να προστίθενται επιπλέον μπάλες, αναλόγως της δύναμης του εχθρού, και να τον εξοντώνουν μια ώρα αρχύτερα.



Είναι μαγικό. Ο Ηράκλης σηκώνει το παγωτό του, εκτοξεύει μια μπάλα προς το εκάστοτε τέρας και αυτό παγώνει. Αν είναι τυχερό, προτού τινάξει τα πέταλα, το τέρας γεύεται και λίγο από τη γεύση του παγωτού και, αν μη τι άλλο, πάει χορτάτο. Διαθέτουμε ποικιλία ευφάνταστων γεύσεων: από σοκολάτα, βανίλια, φράουλα και λεμόνι, μέχρι και τα δικής μας εμπνεύσεως: πουτσόσυκο, μουνόμηλο, λαχανόπορτο, μασχαλόσυκο, αυνανά, όλα σχεδιασμένα από μυρωδιές της φύσης και του ανθρώπινου σώματος.  

Ο Ηράκλης της Κύπρου, δεν είναι μόνος. Ως γνωστόν, διαθέτει κι έναν αφρικανικό, πλην μαδημένο παπαγάλο στην αυλή του. Τον ‘Κόκο’. Ο Κόκος, δίχως άλλο, θα μπορούσε να ήταν η μασκότ του ήρωά μας. Όπως ο Σίμπα είχε τον Ζάζου, όπως ο Αλαντίν είχε τον Αμπού και η Ποκαχόντας τον Μίκο, έτσι και ο Ηράκλης θα έχει τον Κόκο. Μάλιστα, προς αποφυγήν σύγχυσης με τον Ταρζάν, ο δικός μας Ηράκλης θα χρησιμοποιήσει τον παπαγάλο του διαφορετικά. Θα του κόψει το σώμα και θα φορέσει την κεφαλή του στο πέος του, ως περικεφαλαία. Γιατί ως γνωστόν, ο καλύτερος φίλος και σύμμαχος κάθε άντρα, από την ώρα που γεννιέται ως την ώρα που πεθαίνει, είναι το πέος του. Ήρωας με παραδείσιο πουλί, λοιπόν, όχι ψέματα.



Ο Ηρακλής ξεμπέρδεψε με 12 άθλους, ο δικός μας Ηράκλης θα πάει ένα βήμα παραπέρα και θα επιτελέσει τους 12 Άθλιους. Θα επανέλθω σε μεταγενέστερη ανάρτηση παραθέτοντας αναλυτικά το τουρ που θα ακολουθήσει, μα ακροθιγώς αναφέρω μερικά από τα τέρατα που έχει βάλει στο μάτι:

Το Τέρας του Δικώμου: Ένα υδροκέφαλο τέρας που σκοτώνει κόσμο. Δεν έχει χέρια, του κόπηκαν όταν ήταν μικρό, από την πολλή τη μαλακία. Αντί αυτών, του έκαναν προσθετική σαν τον Κάπτεν Χουκ ένα σφυρί και ένα δρεπάνι αντίστοιχα. Με αυτά σκοτώνει. Γεννήθηκε στο Δίκωμο, περιοδεύει στο Κελλάκι, στον διάβα του ισοπεδώνονται από περιοχές, μέχρι ολάκερες οικονομίες.

Τα Άγρια Αμπελοπούλια: Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα Αμπελοπούλια, και ο Ηράκλης σώζει απ’ τις δαγκάνες τους τη Ζέτα Μακρυπούλια.

Οι Ειρηνοχαραλαμπίδες Όρνιθες: Αθώες κοτούλες που αν πουν και ανοίξουν το στόμα τους και αρχίσουν να κακαρίζουν, είναι άξιες να σε δαγκώσουν και να σου κόψουν ολόκληρα κομμάτια σάρκας σαν τα πιράνχας! Ο Ηράκλης τις απομονώνει, τις δένει όλες μαζί με το σύρμα της κλήρωσης του Ευχάριστου Σαββατόβραδου και τις εξαναγκάζει σε ένα μαρτύριο άνευ προηγουμένου: Τις συνδέει με ηλεκτρόδια και τους μοιράζει λαχεία. Πατά το κουμπί και όποιας κληρώνεται το νούμερό της, ανατινάζεται επί τόπου από ηλεκτρική εκκένωση. Με τα πούπουλα που περισσεύουν φτιάχνει μαξιλάρια.

Η Ζώνη της Απόλυτης: Σε μία συναυλία της Άννας Βίσση ο Ηράκλης της κλέβει τη ζώνη που φοράει καθώς τραγουδάει, και μ’ αυτήν πάει και μαστιγώνει το κύμα. Από τις πολλές βιτσιές, η ζώνη της Βίσση σκίζει τη θάλασσα και από μέσα αναδύεται πετρέλαιο, φυσικό αέριο, φωταέριο και ο Μαζωνάκης.

Το Αγρινό των Κυπριακών Αερογραμμών: Ένα αγρινό γίγας με ατσαλένια φτερά αετού, που ίπταται πάνω από το νησί και μεταφέρει ως επί το πλείστον κόσμο στην Αθήνα και φοιτητές στο Λονδίνο, έχασε τις δυνάμεις του, άρχισε να χάνει ύψος και να απειλεί τη νήσο Κύπρο. Ο Ηράκλης το άρπαξε από τα κέρατα εν πτήσει και το προσγείωσε ανώδυνα στο έδαφος, σώζοντας χιλιάδες νοικοκυριά από πιθανή συντριβή του.



Αυτά για την ώρα. Δεν μου έρχονται άλλα. Μια φορά, το όνομα Ηρακλής έχει μπει στη μαύρη λίστα, νύχτα έρχεται και φεύγει νύχτα. Παρεμπιπτόντως, χάλια η ταινία, μεγαλύτερη μαλακία δεν έχω δει εδώ και χρόνια!