Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που πέθανε ο πατέρας μου.
Ούτε που το κατάλαβα.
Για μένα όλα συνέβησαν, το πολύ, πέρσι.
Ομολογώ ότι άρχισα να τον πεθυμώ. Όχι επειδή τα πηγαίναμε
καλά και μου λείπει. Αλλά επειδή πλέον δεν έρχεται στον ύπνο μου. Έχω δει τον
πατέρα μου στον ύπνο μου τρεις φορές από τότε που έφυγε και ήταν και οι τρεις
πολύ καθησυχαστικές και βαθιές επαφές. Μπορεί να απείχαν χρονικά μεταξύ τους,
αλλά η παρουσία του και τις τρεις φορές ήταν πολύ έντονη και συνταραχτική, και
με «κρατούσε».
Την πρώτη φορά που τον είχα δει ήταν τότε που πάλευα με
τα μετά-τραυματικά προβλήματά μου και τις κρίσεις πανικού που με έπιαναν στα
καλά καθούμενα εξ αιτίας της εγχείρησης. Ένα βράδυ που δυσκολευόμουν να κοιμηθώ
άνοιξα τα μάτια μου και στεκόταν στην πόρτα του υπνοδωματίου μου (πάντα στην
πόρτα τον βλέπω να στέκεται), και κάθε φορά κάνουμε την ίδια συνομιλία: «εσύ
δεν πέθανες;» τον ρωτώ, και κάθε φορά μου απαντά κάτι άλλο. Την πρώτη φορά μου
είπε «μην αγχώνεσαι και μην χάνεις τον ύπνο σου, δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου». Και
έκτοτε ηρέμησα και το έδεσα ψιλό κόμπο ότι η υγεία μου πάει καλύτερα.
Τη δεύτερη φορά που τον είδα έκλαιγε και έβριζε. Και όταν
τον ρώτησε «τι έγινε» συνέχιζε να βρίζει και να κλαίει αγνοώντας με, μέχρι που
ξύπνησα. Την επόμενη μέρα έμαθα ότι μία πολύ στενή οικογενειακή μας φίλη είχε
καρκίνο και ότι ήταν στα τελευταία της. Θεωρώ ότι αυτό ήθελε να μου πει.
Την τρίτη φορά που τον είδα, ήμασταν τάχα μου στο εξοχικό
του Πρωταρά. Και πάλι του είπα «εσύ δεν πέθανες; Εδώ κρυβόσουν, στο εξοχικό;»
και μου απάντησε «πέθανα, αλλά ήρθα να δω το μωρό» και χαμογέλασε. Μια βδομάδα
μετά η Μπρέντα μου ανακοίνωσε ότι είχε καθυστέρηση και ότι εν τέλει ήταν
έγκυος. Εγώ ύστερα έκανα τη σύνδεση και κατάλαβα ότι εκείνος το ήξερε πριν από
όλους μας.
Όλα αυτά τα όνειρα τα οποία μπορεί να είναι και βλακείες
του νου μου, εμένα με ηρεμούσαν. Ένιωθα μία μεταφυσική επικοινωνία και
γαλήνευα. Ένιωθα ότι δεν τέλειωσαν όλα. Μία στο τόσο που ερχόταν μου έφερνε μαντάτα
σημαντικά και ένιωθα δέος απέναντι στο υπερφυσικό του πράγματος. Ένιωθα ότι
έχει τον έλεγχο, ξέρει τι γίνεται από εκεί πάνω και κατά κάποιο τρόπο μας προσέχει.
Το κακό είναι ότι έχω να τον δω στον ύπνο μου έκτοτε. Από
το 2016. Δεν ξαναήρθε. Ούτε μια φορά. Και από τότε που έπαψε να έρχεται δεν
γίνεται και τίποτε. Ούτε άλλο μωρό έρχεται, ούτε νιώθω αισιόδοξος για το
παραμικρό. Δεν νιώθω ασφάλεια. Και ενώ
παλιά δεν τον έψαχνα τώρα άρχισα να διερωτώμαι πού είναι! Πού πήγε. Θύμωσε με
κάτι; Βαρέθηκε; Ξέρει και δεν έχει μούτρα να μου πει; Δεν θέλει να μου πει; Τι
να πω.
Και κάπως έτσι συνειδητοποιώ ότι τα δέκα χρόνια, όχι, δεν
ήταν αρκετά. Ούτε πολλά. Δεν ήταν τίποτα.