Καλημέρα, καλημέρα!
Έχω πολλά και διάφορα να σχολιάσω.
Ας ξεκινήσω από τα πιο μίζερα.
Κάβλα το αποτέλεσμα των εκλογών
στην Ελλάδα, μία κάβλα! Άρχισα να επανακτώ την πίστη μου στον ελληνικό λαό. Δεν
πρόκειται να ξεχάσω που στις 25 Ιανουαρίου 2015 βγήκε πρώτο κόμμα στην Ελλάδα ο
ΣΥΡΙΖΑ και μας έκαναν εκείνον τον αμόρφωτο ξευτύλα πρωθυπουργό. Πού το θυμάμαι;
Το θυμάμαι γιατί μία μέρα πριν από εκείνες τις εκλογές ήταν ο γάμος μου. Σύσσωμοι
οι καλεσμένοι εξ Ελλάδος αγχώνονταν να επιστρέψουν αμάν-αμάν στα σπίτια τους να
προλάβουν να ψηφίσουν, μην τυχόν και βγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν τα καταφέρανε δυστυχώς,
και για να πω την αμαρτία μου, είχα αρχίσει να θεωρώ την ημερομηνία του γάμου
μου γρουσούζικη. Να όμως που πήραν πούλο το ’19 και πήραν έναν ακόμα μεγαλύτερο
χθες βράδυ. Αμήν να δώσει ο Θεός να ζήσουμε να δούμε μία Ελλάδα χωρίς ΣΥΡΙΖΑ. Δεν
μου αρκεί το 17% που πήρανε τώρα. Θέλω να τους δω εξαφανισμένους από προσώπου
γης. Μεγαλύτερα παρτάλια δεν ξέβρασε ποτέ προηγουμένως η ανθρωπότητα. Τουρκόφιλοι
και ανθέλληνες μέχρι το μεδούλι. Τουλάχιστον όσοι γνώρισα εγώ. Επικίνδυνοι για
τη χώρα.
Και για να καταλάβετε το μέγεθος της
ψυχικής τους πενίας, σήμερα δεν βγήκανε να δουν τα χάλια τους και να
προχωρήσουν σε κάποια υποτυπώδη ενδοσκόπηση ώστε να βρουν τι έφταιξε. Σήμερα
ασχολούνται με το γιατί μπήκε το κόμμα των Σπαρτιατών στη Βουλή. Ό,τι έκαναν
και οι δικοί μας δηλαδή, που αντί να κάτσουν να σκεφτούν τι φταίει που μειώνονται
τα ποσοστά τους σε κάθε εκλογική διαδικασία, κάθονται και ασχολούνται με το
ΕΛΑΜ και τον Θεμιστοκλέους. Απορούν πώς γίνεται να αυξάνονται τα ποσοστά τους και
να μπαίνει αυτός ο τύπος στη Βουλή. Μπαίνει επειδή είστε άχρηστοι να τον αναχαιτίσετε.
Γι’ αυτό μπαίνει.
Δεν αναμένω ιδιαίτερες προκοπές από
τη ΝΔ, να σας πω την αλήθεια. Αλλά πλέον είναι τόσο χαμηλό το επίπεδο του
πολιτικού λόγου και σκέψης που ο κόσμος λέει, ας είναι και με τον Μητσοτάκη.
Εγώ θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός τον Μητσοτάκη τον κορόιδευε όλο μου το σόι.
Τον πατέρα Μητσοτάκη εννοώ. Πού να ήξερα ότι θα φτάναμε στο σημείο να λέμε στον
υιό Μητσοτάκη «σώσε μας»! Τόση απελπισία.
Είδα και τη Τσαπανίδου που θίχτηκε
με τη σάτιρα του Ζαχαράτου. Ως είθισται και όπως ήταν αναμενόμενο, μίλησε για
σεξιστικό λόγο επειδή ο Ζαχαράτος είπε «αφήστε με να ολοκληρώσω». Θεωρεί μειωτικό
για το φύλο της να ολοκληρώνει μία γυναίκα. Τόσα καταλαβαίνει κι αυτή η
κακομοίρα. Εγώ πλέον το έχω εμπεδώσει. Όλες οι ανίκανες και κενές γυναίκες
δηλώνουν φεμινίστριες και επικαλούνται με του ψύλλου του πήδημα «σεξιστικό λόγο».
Έμεινε κι αυτή, η Ποπάρα, εκτός Βουλής, άντε με το καλό να της δώσουν να λέει κανένα
Δελτίο Καιρού, σε δουλίτσα να βρίσκεται. Είδα το βίντεο του Ζαχαράτου, μια
σάχλα και μισή, τριάντα χρόνια τώρα τα ίδια ξεπερασμένα αστεία λέει, απορώ γιατί
ασχολήθηκε μαζί του. Αν το προσπερνούσε κανένας δεν θα το θυμόταν σήμερα.
Λοιπόν, σε άλλα θέματα, πιο
σπουδαία.
Εχθές το βράδυ πήγα στη συναυλία
που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο προς τιμήν της Λίνας Νικολακοπούλου. Θα
τραγουδούσε ο Βουτσικάκης με την Σοφία Παπάζογλου, με τις χορωδίες του ωδείου
Μουσικοί Ορίζοντες και τη συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Στροβόλου. Εγώ τη
Νικολακοπούλου τη συμπαθώ, αλλά δεν θα σηκωνόμουν από τον καναπέ μου να πάω ν’
ακούσω αφιέρωμα στο έργο της. Η Μπρέντα μου το πρότεινε, επειδή «παραπονιέσαι
ότι πλέον δεν βγαίνουμε αρκετά μονάχοι μας», οπότε είπα, ας είναι. Ας πάμε. Μα,
τι να σας πω.
Άνοιξε η καρδούλα μου φύλλα-φύλλα.
Από την ώρα που η παιδική χορωδία έβγαλε την πρώτη της αρμονία, και είπαν τα
παιδάκια το πρώτο «ωωω», τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και έτρεχαν αβίαστα καθόλη
τη διάρκεια της βραδιάς. Βασικά, τα μωρά ως όντα δεν υπάρχει περίπτωση να μην εμφανιστούν
επί σκηνής και να μην κλέψουν τη παράσταση. Να τραγουδούν τη Σωτηρία Της Ψυχής
και να χαίρεσαι ότι μπορείς να ελπίζεις για το αύριο. Ο Βουτσικάκης ήταν μία
αποκάλυψη. Η Παπάζογλου επίσης πολύ καλή. Η Νικολακοπούλου βγήκε στο τέλος να
πει δυο κουβέντες και μέσα στην απλότητά της ξεδίπλωσε ξανά όλο το μεγαλείο της
ψυχής της. Τι να πεις γι’ αυτή τη στιχουργό, τα λόγια περιττά.
Η βραδιά όμως ήταν για εμένα
συγκινητική γενικότερα. Το ωδείο των Μουσικών Οριζόντων το ίδρυσε η Ανθή
Παπαφιλίππου. Με την Ανθή ήμασταν συμμαθητές στο Δημοτικό, αλλά και αργότερα
στο λύκειο, σε διαφορετικά όμως τμήματα. Τη θυμάμαι τόση δα, να κάθεται στο
διπλανό θρανίο με την Ισαβέλλα και να τσακωνόμαστε για τα σβηστήρια και τις ξύστρες.
Χθες την είδα ολόκληρη κοπέλα να διευθύνει χορωδίες και να συντονίζει
συναυλίες. Ένα μεγάλο μέρος της συγκίνησής μου ήταν και για εκείνην. Για την
εξέλιξη της, την πρόοδο και την καταξίωση της. Στο κοινό υπήρχαν κι άλλοι
συμμαθητές μας οι οποίοι είχαν έρθει να καμαρώσουν τα παιδιά τους που ήταν στη
χορωδία. Αυτό από μόνο του συνέβαλλε στο πάρτι που λέγεται ζωή. Δεν μπορούσα να
τα παραβλέψω όλα αυτά και να μη συμβάλουν στην συναισθηματική μου φόρτιση. Ήταν
υπέροχη βραδιά. Μια γιορτή της ζωής. Πάντα τέτοια και εις ανώτερα.
Και μιας και είπαμε για γιορτή της ζωής, να σας
πω το καλύτερο νέο που μπορείτε να ακούσετε δευτεριάτικα. Η Βίσση και ο
Καρβέλας κυκλοφόρησαν το «Ξανά» (που πρωτοείπε ο Ρουβάς), σε ντουέτο. Στα πλαίσια των
εορτασμών των 50 χρόνων της καριέρας της, η Άννα Βίσση θα κυκλοφορήσει δίσκο με
τραγούδια του Καρβέλα τα οποία «πάντα ήθελε να πει», αλλά εντέλει ο Καρβέλας τα
έδωσε αλλού. Ήταν μια περίοδος που οι σχέσεις τους ήταν ασταθείς με αποτέλεσμα
πολλά μνημειώδη τραγούδια του συνθέτη να πάνε σε άλλους. Όπως π.χ. το «Εγώ δεν
είμαι εγώ», το «είναι αστείο», το «ωραιότερο πλάσμα του κόσμου», το «ξανά» και άλλα
πολλά. Ε, ορίστε που έφτασε ο καιρός να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τα πει αυτή
για την οποία γράφτηκαν, αυτή η οποία μπορεί να τα απογειώσει με την ερμηνεία της.
Το «Ξανά» ήταν ο λόγος που
συμπάθησα τον Ρουβά. Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν το σήμα κατατεθέν
του. Και λέω «ήταν» γιατί ελπίζω από δω και πέρα να το συνδέσουμε περισσότερο με
την Άννα παρά μαζί του. Ανέκαθεν με ξένιζε το ότι ήταν τόσο προφανές ότι το
τραγούδι γράφτηκε για την Άννα και τελικά το πήρε ο Σάκης, επειδή προφανώς
πλήρωσε αδρώς. Καλά το είπε κι αυτός, δεν λέω, αλλά ήρθε η ώρα αυτό το
αριστούργημα να το πει αυτή που πρέπει. Δεν χρειάζεται να σας πω πόσο με
παρηγορεί που αυτοί οι δύο έσμιξαν μετά από είκοσι χρόνια και είπαν ξανά ένα
ντουέτο και ειδικά το συγκεκριμένο τραγούδι. Έναν ύμνο πραγματικής αγάπης. Τους
άκουσα σήμερα το πρωί στο spotify και ένιωσα σαν μωρό που το
σκεπάζουν για να μην κρυώσει και να κοιμηθεί ήρεμο. Αυτό ένιωσα. Μια ασφάλεια,
μια δήλωση «είμαστε εδώ, μη φοβάσαι».
Σκεφτόμουν χθες βράδυ και επ’
ευκαιρία της συναυλίας της Νικολακοπούλου, πόσο ευτυχής δηλώνω που έζησα στα
80ς και στα 90ς. Το έχω πει εκατό χιλιάδες φορές. Η μουσική πέθανε το 2000. Δεν
είναι τυχαίο που όλα τα ωραία σημερινά τραγούδια είναι επανεκτελέσεις
παλιότερων επιτυχιών. Σήμερα δεν παράγεται τίποτε πρωτογενές άξιο λόγου.
Πέθαναν όλα.
Αυτά είχα να πω. Γεια σας.