Είχα ένα σαββατοκύριακο τίγκα στις θεατρικές παραστάσεις.
Πήγα και το Σάββατο βράδυ στο θέατρο, πήγα και την
Κυριακή στους «Τέλειους Ξένους» που ήρθε από την Ελλάδα. Εξαιρετική παράσταση
και έργο, αλλά νομίζω αυτό είναι γνωστό, δεν χρειάζεστε εμένα να σας το
επιβεβαιώσει.
Όταν έρχονται τέτοιες παραστάσεις από την Ελλάδα, δηλαδή
όταν έρχονται καλές παραστάσεις (γιατί αν δεν είναι καλές, δεν μπαίνουν στον
κόπο να τις φέρουν), είναι λίγο δώρο άδωρον για μένα. Οι παραστάσεις που
έρχονται από την Ελλάδα ανεβαίνουν πάντα σε μεγάλα θέατρα και είναι πάντοτε sold out. Αυτό είναι καλό για τους επιχειρηματίες και τους ηθοποιούς,
είναι όμως κακό για εμάς που αγαπούμε το θέατρο. Είναι κακό γιατί πρέπει να
μοιραστούμε την αίθουσα και την εμπειρία με άλλους ανθρώπους οι οποίοι δεν
έρχονται επειδή αγαπούν το θέατρο αυτό καθαυτό, αλλά γιατί θέλουν να δουν από
κοντά τους διάσημους ηθοποιούς από την Ελλάδα, αυτούς που θαυμάζουν στις τηλεοπτικές
σειρές και ως εκ τούτου δεν βγάζουν σκασμό κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Χθες βράδυ τα είδα όλα. Θα μου πεις, «κάθε φορά τα βλέπεις
όλα». Ε, όχι, προφανώς γηράσκω αεί διδασκόμενος. Με το που μπήκα στο κατάμεστο
θέατρο Λατσιών, τη μυρίστηκα τη δουλειά. Ειδικά όταν είδα ότι το 99% των θεατών
ήταν γυναίκες και ήρθαν να δουν τον Λαγούτη. «Δεν θα μας αφήσουν να δούμε
παράσταση» σκέφτηκα. Και επιβεβαιώθηκα. Το τι κους-κους έπεφτε κατά τη διάρκεια
της παράστασης για την προσωπική ζωή του ηθοποιού από τις γύρω κυράτσες, δεν
περιγράφεται. «Με ποια ήταν παντρεμένος, αν ήταν εθισμένος, αν έχει τώρα
γκόμενα, πού παίζει, πόσων ετών είναι;» Έριχνα άγριες ματιές και έκανα εμφανή
τη δυσφορία μου, μα ποια με υπολογίζει; Σκασμό δεν έβγαλαν ένα δίωρο, αλλά να
πω την αμαρτία μου, γέλασα όταν άκουσα μία να λέει στη διπλανή της, να της εξηγήσει
την υπόθεση. «Αν βγάζατε τον σκασμό μπορεί και να συγκεντρωνόσαστε στην υπόθεση»
ήθελα να της πω. Το αποκορύφωμα ήταν όταν στο τέλος της παράστασης, μετά την
υπόκλιση, κατά την έξοδο, την άκουσα να λέει «ήταν υπέροχη παράσταση!» Πότε την
είδες; Αφού δεν την κατάλαβες. Αφού δεν έσκασες!
Χώρια η φωτεινότητα από τα κινητά. Κάθε πέντε λεπτά
τσέκαραν όλες να δουν αν έλαβαν μήνυμα. Δεν έγινε ανακοίνωση στην αρχή για
απενεργοποίηση των συσκευών; Έγινε. Ποιος το λαμβάνει υπόψιν; Δώστου μηνύματα
οι κυράτσες μέσα στην αίθουσα. Μία ηλίθια που καθόταν μπροστά μου είχε και τεράστια
fonts ένεκα τύφλας και μπορούσα να διαβάζω και
τη συζήτηση: «Είμαι θέατρο! Δεν μπορώ να το απαντήσω! Έφαγες;!» Γλυκό το
ενδιαφέρον εκ μέρους της, αλλά στο τσακ ήμουν να της πετάξω το πρόγραμμα στο
κεφάλι.
Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση μια άλλη κυρία έτρωγε
σοκολάτα μέσα στο θέατρο και της έγινε παρατήρηση από την ταξιθέτρια. «Δεν
επιτρέπεται η κατανάλωση φαγητού εντός της αίθουσας», «το ξέρω» απάντησε εκείνη
και δάγκωσε μια μπουκιά. Όταν η ταξιθέτρια αποχώρησε απηυδισμένη η κυρία είπε
στη διπλανή της «ε, τι, να την αφήσω στη μέση επειδή έτσι μου είπε;» Ποιος σε
αρωτά, φάε τζαι ούσσου!
Άσχετο-σχετικό. Κάποτε, φιλοξενήσαμε μια ομάδα εργασίας
από διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λευκωσία. Καθώς συντρώγαμε σε ένα
δείπνο εργασίας με ρώτησαν γιατί στην Κύπρο δεν εφαρμόζεται μία συγκεκριμένη
νομοθεσία και απάντησα εύθυμα «επειδή ζούμε στη χώρα στην οποία οι νόμοι
εφαρμόζονται κατά το δοκούν, και βάσει διάθεσης της κυρίας Νίτσας». Κατάλαβα
ότι αυτή η απάντηση προκάλεσε αμηχανία στους Ευρωπαίους, και δυσφορία στους δικούς
μας που θεώρησαν ότι εκθέτω το συνάφι μας αχρείαστα.
Όχι, θα το εκθέτω το συνάφι μας όσο αυτό στέκεται εμπόδιο
στις δικές μου απολαύσεις. Είναι απίστευτη η απειθαρχία και η αίσθηση
δικαιωματισμού που επικρατεί σε αυτή τη χώρα. Είπε, κυρά μου, να σβήσετε τα κινητά
επειδή η φωτεινότητα ενοχλεί; Δεν υπάρχει μα και μου. Υπακούμε. Δεν σ’ αρέσει;
Ουστ! Στο Λονδίνο, τις προάλλες που είχαμε πάει να δούμε το Plaza Suite, όταν μία κυρία αποπειράθηκε να φωτογραφίσει τους χολλιγουντιανούς
πρωταγωνιστές μπούκαραν αβλεπί στην αίθουσα δυο φουσκωτοί και ανάγκασαν πρώτον
την κυρία να διαγράψει τις φωτογραφίες ενώπιόν τους, και δεύτερον να αποχωρήσει
από τον εξώστη και να πάει στον αγύριστο. Στην Κύπρο γιατί τα θεωρούμε ακραία
όλα αυτά, δεν μπορώ να καταλάβω.
Εντάξει, είναι χωριάτες, είναι απαίδευτοι, είναι για τον
πούτσο, τα λέμε τόσα χρόνια, μα νισάφι. Έπρεπε στα 30 χρόνια που κάθομαι και τα
γράφω να υπάρξει μια άλφα πρόοδος. Τίποτα! Απελπισία. Και είναι επιπλέον
απελπιστικό το ότι γεμίζει η αίθουσα. Διότι αυτή η απαρτία δηλώνει και το
μέγεθος του προβλήματος. Αν έπαιζε μία εγχώρια παραγωγή ζήτημα να είχε την
Κυριακή το βράδυ τριάντα άτομα στην πλατεία. Ήρθαν όμως οι αθηναϊκές φίρμες; Θα
το γεμίσουμε για να τους κουτσομπολέψουμε. Εντάξει, είναι και το κουτσομπολιό
μέρος του παιχνιδιού, αλλά έχει την ώρα του, και τη δόση του. Δεν γίνεται να
γεμίζει η αίθουσα μόνο και μόνο για να δούμε τον Λαγούτη και την Αλικάκη.
Τι να πω, όποτε βρεθώ σε μέρος με πάνω από 10 άτομα βγάζω
εξανθήματα πλέον και διερωτώμαι που κινούνται όλοι αυτοί τις καθημερινές και
δεν τους πιάνει το ραντάρ μου. Τέλος πάντων, για να μην χάνουμε το δάσος για το
δέντρο, να επαναλάβω ότι πλην των θεατών οι οποίοι ήταν και το μοναδικό
κουσούρι της όλης εμπειρίας, όλα τα υπόλοιπα ήταν μία απόλαυση. Ατάκες,
ερμηνείες, αισθητική. Όλα όπως έπρεπε να είναι.
Πέρασα ωραία ασχέτως αν ήρθα σήμερα και έγραψα αυτό το
κείμενο.