Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 26, 2024

Τα Λόγια Είναι Περιττά

 Άκου τώρα τι συμβαίνει με τη Μαρινέλλα.

Έχει από χθες βράδυ που έγινε το συμβάν που κάθομαι και στεναχωριέμαι επειδή η Μαρινέλλα ήταν η αγαπημένη τραγουδίστρια του πατέρα μου (μαζί με τη Μοσχολιού), και το γεγονός ότι ήταν ακόμη εν ζωή και ενεργή αποτελούσε για μένα μία παρηγοριά. Από την ώρα που λιποθύμησε στη σκηνή του Ηρωδείου, παρακολουθώ ενδελεχώς τα ιατρικά ανακοινωθέντα και αγωνιώ για την υγεία της γιατί, «ήταν η αγαπημένη του πατέρα μου» και ενδόμυχα φοβάμαι μήπως στεναχωρηθεί κι αυτός όταν το μάθει. Σημειώστε, πάνε και 15 χρόνια που πέθανε ο πατέρας μου. Κι όμως, χωρίς να το θέλω, ανησυχώ για τη Μαρινέλλα για χάρη του!

Τι σου είναι ο νους! Τι σου είναι το πένθος! Να ανησυχείς για την αγαπημένη τραγουδίστρια αποθανόντα συγγενή σου. Έτσι γίνεται όμως. Και εμένα η μάνα μου, μου έχει πει πολλές φορές ότι αντιπαθούσε τη Βίσση πριν γίνει η αγαπημένη μου τραγουδίστρια, ενώ τώρα όποτε την πετύχει σε τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο κάθεται και την ακούει και μάλιστα την υπερασπίζεται όταν βρίσκεται σε κάποια παρέα και τη θάβουν.

Από τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου αγάπησα όλη τη μουσική που άκουγε, έχω και ειδικό playlist στο itunes μου που λέγεται «τα τραγούδια του παπά μου», τα οποία παίζω από καιρού εις καιρόν εν είδει μνημοσύνου. Δεν πάω ποτέ στο κοιμητήριο. Όποτε θέλω να επικοινωνήσω μαζί του, παίζω τα τραγούδια του. Όλους αυτούς τους «γέρους» που όταν ήμουν μικρός αναρωτιόμουν πότε θα αποσυρθούν να ησυχάσουμε τώρα πια όχι μόνο τους αγαπώ αλλά έχω μάθει τα τραγούδια τους  απ' έξω και εξερευνώ περαιτέρω τη μουσική πορεία τους. Τόλη Βοσκόπουλο, Μοσχολιού, Στράτο Διονυσίου, Πάριο, Μπιθικώτση. Είναι όλοι τους ένα βάλσαμο στην καρδούλα μου όποτε με πιάνει νοσταλγία.

Γι αυτό ανησυχώ για τη Μαρινέλλα. Δεν θέλω να πάθει τίποτα. Θέλω να υπάρχει για να νιώθω μία ψυχολογική ασφάλεια, ότι παραμένει από το τότε κάτι ζωντανό.

Στο διά ταύτα, να σας πω ότι δεν θύμωσα καθόλου με την αναπαραγωγή του βίντεο της πτώσης. Ζούμε στο 2024 και είμαστε άπαντες με ένα κινητό στο χέρι όλο το εικοσιτετράωρο καταγράφοντας ακόμη και τη συχνότητα των αναπνοών μας. Το συμβάν αυτό θα γλίτωνε τη διάδοση; Εδώ στο τουίτερ υπάρχει ολόκληρος λογαριασμός που ανεβάζει βιντεάκια από ανθρώπους που πέθαναν από ατυχήματα και βλέπεις φάτσα κάρτα διάφορους να τους πατά το τρένο, να παθαίνουν ηλεκτροπληξία, να πέφτουν από ταράτσες. Η Μαρινέλλα θα γλίτωνε; Δεν το βρίσκω κομψό, αλλά τι έμεινε κομψό στον κόσμο αυτό; Εννοείται θα το αναπαρήγαγαν όλα τα σάιτ και όλα τα κανάλια. Δεν με ενοχλεί τόσο αυτό.

Με ενοχλεί η κακία που γράφεται κάτω από τις αντίστοιχες ειδήσεις για την ηλικία της. «Είναι 86 ετών έπρεπε να ξέρει πότε να αποσυρθεί». Α, ρε κακομοίρες! Γεμίστε κι εσείς το Ηρώδειο μια φορά στη ζωή σας, ακούστε χιλιάδες κόσμου να σας αποθεώνει κι ελάτε πείτε μου αν μπορείτε ποτέ να χορτάσετε την αποθέωση. Εγώ εδώ που παίζω ένα θεατράκι με τους φίλους μου κάθε χρόνο και είναι τόση η χαρά που βιώνω σ' όλη αυτή τη διαδικασία και δεν θέλω να το αποχωριστώ. Και θα αποδεχτεί η Μαρινέλλα που γέμιζε στάδια, που πούλησε εκατομμύρια δίσκους, που τραγούδησε στους Ολυμπιακούς, στη Γιουροβίζιον, σε θέατρα σε όλο τον πλανήτη ότι έγινε 86 και πρέπει να σταματήσει; Σταματήστε εσείς. Δημόσιοι υπάλληλοι πίσω από ένα γραφείο μια ζωή βάζουν στάμπες και γεμίζουν φάιλς, και όταν έρθει το πάρτι αφυπηρέτησης δακρύζουν (ίσως από χαρά δεν παίρνω όρκο). Και απαιτείτε από τη Μαρινέλλα, τον Πάριο, τη Βίσση και όλες αυτές τις τιτάνιες μορφές του ελληνικού τραγουδιού να δεχτούν ότι «πάει, τέλειωσε», επειδή μεγάλωσαν;

«Η Αλεξίου γιατί ήξερε πότε να αποσυρθεί;» γράφει μια ηλίθια. Η Αλεξίου δεν αποσύρθηκε λόγω ηλικίας. Αποσύρθηκε γιατί δεν μπορούσε πια να ελέγξει τη φωνή της. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Η Μαρινέλλα, ακόμη και στο δευτερόλεπτο της πτώσης της, πατούσε πάνω στον τόνο του τραγουδιού.

Και στο κάτω κάτω, απ’ αυτό το επάγγελμα δεν αποσύρεσαι. Σε αποσύρουν! Αν η Μαρινέλλα είναι 86 και καταφέρνει να γεμίζει το Ηρώδειο και μάλιστα με το πιο φθηνό εισιτήριο στα €70(!) και το πιο ακριβό στα €300+, αντιλαμβάνεστε ότι δεν ήταν ακόμη η ώρα της απόσυρσης. Γεμίστε μία τάξη με 20 άτομα και προσπαθήστε να τους επιβληθείτε και να έχετε την προσοχή τους για τρεις ώρες, να δω κάτι. Αφού δεν μπορείτε, δεν δικαιούστε να έχετε άποψη για το πότε θα αποσυρθεί η κάθε Μαρινέλλα.

Αλλά κι άντε και αποσύρθηκε η Μαρινέλλα. Ποιος θα γεμίζει το Ηρώδειο βρε μπούφοι, η Μαρίνα Σάττι; Υπάρχει σήμερα Έλληνας καλλιτέχνης που να έχει καριέρα εφάμιλλη των προαναφερθέντων; Και μη μου πείτε τώρα για τον Κωνσταντίνο Αργυρό. Ναι, οκ, στους τυφλούς βασιλεύει ο Αργυρός. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση με τα ιερά τέρατα της δεκαετίας του ’60 και ’70!

Άσχετο, αλλά, θυμήθηκα τώρα και γελώ, που στα 90’ς κάποιοι μου έλεγαν «τι θέλει η Βίσση και συνεχίζει το τραγούδι στα 40 της;!» Ηλικιακός ρατσισμός άλλου επιπέδου!

Περαστικά στη Μαρινέλλα! 

Θα κλείσουμε με το «Τολμώ». Το αγαπημένο μου τραγούδι της.

Όλοι όρθιοι:

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2024

Επίπεδο Δελφινάριο

Με εντυπωσιάζει το πώς δίνεται τόση συνέχεια στο θέμα του Σεφερλή και στη σάτιρα που ασκεί στα, τάχα μου, «μη δυαδικά άτομα» μέσω της μεταμφίεσης του στον Νέμο, τον φετινό νικητή της Γιουροβίζιον. 

 

Με εντυπωσιάζει γιατί συνηθίσαμε αυτές οι τηλεοπτικές κόντρες να διαρκούν το πολύ μία βδομάδα και μετά να προχωράμε στην επόμενη. Η συγκεκριμένη κόντρα προφανώς καλά κρατεί, έχει ήδη κλείσει δεκαπενθήμερο και οδεύει ακάθεκτη προς το εικοσαήμερο! 

 

Σκέφτηκα και προηγουμένως να θίξω το ζήτημα, αλλά δίστασα. Δίστασα γιατί ουδεμία διάθεση έχω να κάθομαι να εξηγώ τα αυτονόητα, από την άλλη διαπιστώνω ότι ζω σε ένα κόσμο που τα αυτονόητα δεν είναι τόσο αυτονόητα, οπότε γιατί να μην πω κι εγώ τη γνώμη μου; Δημοκρατία έχουμε! Τουλάχιστον στα χαρτιά. 

 

Πριν πω τη γνώμη μου, όμως, θα σας πω μιάμιση ιστορία.

 

Η ιστορία αφορά στον δεύτερο μεγαλύτερο καβγά που είχα με τη Μπρέντα όταν τα πρωτοφτιάξαμε! Τον θυμάμαι έντονα αυτόν τον καβγά γιατί είχε διάρκεια πάνω από 45 και έλαβε χώρα μέσα στο πάρκινγκ του Friday’s απέναντι από το Θέατρο Διόνυσος στη Λευκωσία. Τω καιρώ εκείνω, το 2011 αν θυμάμαι καλά, παιζόταν εκεί η κωμωδία του Λώρη Λοϊζίδη, «Κοτζιακάρο-τέζα». Επρόκειτο για διασκευή της αθηναϊκής κωμωδίας «Σεσουάρ Για Δολοφόνους». Γνωρίζετε την αγάπη που τρέφω για τις διασκευές στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο έτυχε να βρεθώ κι εγώ σε εκείνη την παράσταση. Νομίζω είχα πάει με μία φίλη μου που ήθελε να με διασκεδάσει λίγο, γιατί μόλις είχε πεθάνει ο πατέρας μου και θέλησε να με βγάλει από το σπίτι. 

 

Εν πάση περιπτώσει. Θυμάμαι ότι είχα περάσει πάρα πολύ ωραία στην παράσταση, ότι γελούσα ασταμάτητα και ότι βγαίνοντας, παρότρυνα και τη Μπρέντα να πάει να το δει. Ήμασταν ακόμη στις αρχές της σχέσης, δεν είχε δέσει το γλυκό, και εξακολουθούσαμε να βγαίνουμε μόνοι μας, ξεχωριστά, και με άλλες παρέες. Εξ ου και όταν της πρότεινα να πάει να δει τη συγκεκριμένη παράσταση το έπραξε πηγαίνοντας με τη μητέρα της.

 

Εξερχόμενοι του θεάτρου η Μπρέντα πήρε τηλέφωνο να μου τα ψάλλει, και να μου πει ότι έχασε πάσα ιδέα για το ποιόν μου, και ότι δεν μπορούσε να χωνέψει ότι εγώ, ο άντρας με τον οποίο ξεκινούσε μία σχέση, πήγα και είδα το συγκεκριμένο έργο και ότι μάλιστα το βρήκα και ωραίο! Η κλήση είχε διάρκεια 45’ όπως σας είπα και πιο πάνω, και θα μπορούσε να αποτελεί μέρος συμποσίου περί χιούμορ και γούστου. 

 

Της είχα εξηγήσει, και θα το επαναλάβω και εδώ για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, ότι τα πάντα μπορώ να τα βρω αστεία αν βρίσκομαι στη σωστή διάθεση, στο κατάλληλο mood. Η Μπρέντα δεν μπορούσε να το δεχτεί. Προσέγγιζε το ζήτημα με τόση αυστηρότητα που αρνούνταν ότι υπάρχουν στιγμές που είναι δυνατόν να γελάσεις και με έναν παλιάτσο που κάνει μία τούμπα και πέφτει κάτω, με τον χοντρό και λιγνό, με τον Μπέννυ Χιλλ, με τον Λώρη Λοϊζίδη και εν τέλει με τον Σεφερλή. 

 

«Δεν είναι αυτό χιούμορ επιπέδου».

 

Και από πότε είμαστε αναγκασμένοι να γελάμε μόνο με χιούμορ επιπέδου; 

 

Όπως επιλέγουμε να ακούσουμε Τσαϊκόβσκι τη μια μέρα και την άλλη τη βρίσκουμε με Πάολα, όπως τη μια μέρα τρώμε σε ακριβό, γκουρμέ εστιατόριο και την άλλη θέλουμε ένα τοστ από μία καντίνα, έτσι και στο χιούμορ. Μπορεί τη μιά μέρα να γελάσουμε με Σεφερλή, και την άλλη με Ρίκι Τζερβές. Είναι δικαίωμά μας και είναι πολυτέλειά μας να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε σε όλα τα μήκη και πλάτη. Κατ’ ακρίβεια, πιστεύω ότι εκείνος που τρώει μόνο γκουρμέ ή μόνο junk food είναι εκείνος που έχει το πρόβλημα και όχι εκείνος που μπορεί να τα συνδυάζει ανάλογα το κέφι του. 

 

Τούτων λεχθέντων, δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Δεν θα επιλέξω να πάω στον Σεφερλή. Δεν θα πάω στην Αθήνα για να πάω στο Δελφινάριο (πήγαινα βέβαια όταν ήμουν μικρός και έβλεπα εκεί τον Σωτήρη Μουστάκα και τη Βάσια Τριφύλλη, αλλά ήμουν 14 ετών), αλλά μου έχει τύχει να πέσω πάνω σε παράστασή του Σεφερλή στο Youtube και να δω αποσπάσματα και να σκάσω στα γέλια. Μου έχει τύχει και το αντίθετο, να δω δηλαδή κάποιο απόσπασμα και να σκεφτώ «τι μαλακίες είναι αυτές», επίσης. Δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο σ’ αυτή τη ζωή. Είναι όλα θέμα σωστής στιγμής

 

Σε όλα αυτά, παρακαλώ, προσθέστε και τη ψυχολογία του πλήθους. Μία φίλη που απεχθάνεται τον Λούη Πατσαλίδη και τον βρίσκει φρικτό από τηλεοράσεως (και εγώ μαζί της), μου είπε ότι έτυχε να βρεθεί σε λάιβ του και επειδή ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα μέσα στο μπαρ, ήταν και το ακροατήριο στα πάνω του με τα ποτάκια του, ό, τι έλεγε ο Λούης το έβρισκαν αστείο και πέρασε καταπληκτικά. Παίζει τρομερό ρόλο το πώς και κυρίως το πού λέγεται το συγκεκριμένο αστείο.

 

Το να μου επιβάλλεις με τι θα γελάσω, το βρίσκω φασιστικό και ελιτίστικο. Η λέξη φασισμός είναι κάτι που σιχαίνομαι έτσι κι αλλιώς, αφού είναι μία λέξη που χρησιμοποιούν οι Αριστεροί κατά κόρον εκφυλίζοντας το νόημά της και έχει καταλήξει να μη σημαίνει τίποτε. Αλλά επί της ουσίας αυτό πιστεύω. Ότι είναι φασισμός να μου επιβάλλετε με τι θα γελάσω. Με ό,τι θέλω θα γελάσω και αν σας αρέσει έχει καλώς. 

 

Πέρσι είχα γνωρίσει κάποιον ο οποίος όταν άκουγε τα αστεία με τα οποία γελούσαμε σε μια παρέα και τα οποία έβρισκε ξεπερασμένα, μας διέκοπτε λέγοντας μας: «better jokes please». Στα αγγλικά κιόλας! Όχι χρυσέ μου. Με αυτά γελάμε και αν δεν σου αρέσει φεύγοντας κλείνεις και την πόρτα! (Αυτή ήταν η άλλη μισή ιστορία που σας έταξα στην αρχή του κειμένου).

 

Και περνάμε στο άλλο επιχείρημα τώρα, αυτό του Σεργουλόπουλου, ότι τάχα μου, μπορεί να το χιούμορ να έχει απήχηση αλλά «πληγώνει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες». Μεγαλύτερη μαλακία δεν έχω ξανακούσει στα 44 μου χρόνια. Από πότε οι κοινωνικές ομάδες μοιράζονται το ίδιο χιούμορ, τις ίδιες ευαισθησίες; Ποια μονάδα μέτρησης χρησιμοποιήθηκε για να καταλήξουμε ότι «οι κοινωνικές ομάδες πληγώνονται»; Από πότε υπάρχουν ομοιογενείς κοινωνικές ομάδες (διαφωνώ κάθετα και με τον όρο «κοινωνική ομάδα» έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας) οι οποίες θίγονται με τα ίδια πράγματα;

 

Ο Σεφερλής ανάρτησε ένα βίντεο στο οποίο ο Σεργουλόπουλος διακωμωδεί τους Κυπρίους. Με βάση τα όσα είπε ο Σεργουλόπουλος στο κωμικό σκετς, εγώ ώντας Κύπριος ανήκω στην κοινωνική ομάδα των Κυπρίων και πρέπει να θιχτώ από την στερεοτυπική μας απεικόνιση. Να θιχτώ επειδή διακωμώδησε την προφορά μας και ούτω καθεξής. Όχι μόνο δεν θίγομαι, αλλά προσωπικά δεν θεωρώ ότι ανήκω ιδιαίτερα σε οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα που να με τσουβαλιάζει, πολλώ δεν μάλλον με τους Κυπρίους. Στη θέση του, θα μας έκραζα κι άλλο κατ’ ακρίβειαν.

 

Ό,τι τι; Έχουμε όλοι οι Κύπριοι την ίδια ευαισθησία απέναντι στη σάτιρα; Θιχτήκαμε όλοι το ίδιο; Υπάρχει κάποια επιστημονική έρευνα που να συνδέει την αντίληψη και τον ερεθισμό με την καταγωγή; Υπάρχει οτιδήποτε που να συνδέει τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή, το χρώμα των μαλλιών με την αντίδραση στο χιούμορ; Δηλαδή παλιά όταν λέγαμε ανέκδοτα για τις ξανθές αυτές έχαναν τον ύπνον τους; Θεωρούνταν «κοινωνική ομάδα που στεναχωρέθηκε;» Αυτά είναι ΜΑ-ΛΑ-ΚΙ-ΕΣ. Κι αν υπάρχει κόσμος που θίγεται επειδή κάποιος έπιασε στο στόμα του κάποιο χαρακτηριστικό του, τότε το πρόβλημα το έχει ο ίδιος, όχι ο ομιλών. 

 

Θυμήθηκα τώρα μία ηλίθια, όταν ήμουν 25 χρονών, σε μία καφετέρια όπου καθόμουν με τους φίλους μου και ήταν κι αυτή μαζί μας, και μου είπε «σε παρακαλώ μην ξαναπεις τη λέξη «μαλάκας» γιατί δεν μπορώ να την ακούω».

 

Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της γελοιότητας. Ε, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα με την πολιτική ορθότητα και τις «κοινωνικές ομάδες». Κοινωνικές ομάδες, τάχα μου... μόνο τα ζώα ομαδοποιούνται σε κατηγορίες! 

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2024

Κορούνια

 Πέρασαν πολλές μέρες από το ταξίδι και στο μεταξύ βιώνω τα ανομολόγητα, αλλά σας έταξα ότι θα τελειώσω αυτή την ενότητα και θα το πράξω.

Λοιπόν,

Ο επόμενος σταθμός ήταν η Κορούνια.

Η Κορούνια ήταν ο πρώτος σταθμός που άρχισα να περνώ ωραία. Προσοχή! Και στους προηγούμενους σταθμούς είδα πράματα και θάματα αλλά στην Κορούνια περνούσα συνειδητοποιημένα ωραία. Και εν μέρει αυτό οφειλόταν στο ότι τα παιδιά ξύπνησαν καλά και δεν είχαν πυρετό. Φυσικά μέχρι να φύγουμε από ‘κει ξανανέβασαν και τα δύο. Αλλά πρόλαβα και απήλαυσα την πόλη.

Η Κορούνια ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη. Για το Μπιλμπάο ήξερα τι να περιμένω, το έχουν επισκεφθεί πολλοί και διάφοροι και σου μεταφέρουν ότι αξίζει να το δεις. Κόσμο που πήγε στην Κορούνια δεν γνώρισα. Οπότε δεν ήξερα τι να περιμένω. Ναι, είναι άλλη μία ισπανική πόλη, αλλά η μέση ισπανική πόλη είναι πολύ ομορφότερη από οτιδήποτε έχεις επισκεφθεί, οπότε η Κορούνια ήταν τρομερά ευχάριστη.

Ενόσω καθίσαμε εκεί, στις όχθες της Γκαλίθια επισκεφθήκαμε τον φάρο της πόλης, τον οποίο υποτίθεται ότι έκτισε ο δικός μας, Ηρακλής. Τι σχέση έχει ο μυθολογικός Ηρακλής με τη Γαλλικία ένας Θεός ξέρει, εγώ πάντως χαίρομαι να βλέπω ελληνικά στοιχεία όπου κι αν ταξιδεύω. Περάσαμε από τις παραλίες της πόλης, είχε όμως συννεφιά και έμοιαζαν γκρίζες, ενώ επίσης, περάσαμε και από το μεγάλο ψηφιδωτό χταπόδι, το οποίο αποτελεί πόλο έλξης φωτογραφιών για όλους τους τουρίστες. Το χταπόδι εντυπωσίασε τον γιο μου, ο οποίος δεν χόρταινε να φωτογραφίζεται μαζί του. Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Είναι απ’ αυτές τις χαζοχαρούμενες πινελιές που για κάποιο ανεξήγητο λόγο σε ενθουσιάζουν όταν ταξιδεύεις. Κάτι τέτοια λείπουν από την Κύπρο, αλλά όταν τα λέω εγώ εκνευρίζονται οι οικολόγοι.

Καθίσαμε στην κεντρική πλατεία μπροστά από το Δημαρχείο για φαγητό και μπύρες. Η κεντρική πλατεία ονομάζεται «Πλατεία Μαρίας Πίτα». Ξέρω, ακούγεται πολύ κυπριακό το όνομα. Όμως δεν πρόκειται περί αστείου. Η Μαρία Πίτα ήταν μία ηρωίδα του Μεσαίωνα η οποία έσφαξε πάρα πολλούς Άγγλους αποικιοκράτες και απελευθέρωσε την πόλη της. Το άγαλμά της δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας. Κάτι σαν τον Γουλιέλμο Τέλλο στο γυναικείο. Συμπαθεστάτη η κυρία, πολύ το χάρηκα που τη γνώρισα.  

Περπατήσαμε στο κέντρο της πόλης. Η Ισπανία μου ασκεί μία ανεξήγητα μεγάλη γοητεία και το επιβεβαιώνω κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί. Νιώθω ότι έζησα μια άλλη ζωή κάποτε εκεί, ότι θα μπορούσα να ζήσω εκεί για πάντα. Το κέντρο της πόλης είναι γεμάτο από pop culture αναφορές, βλέπεις διάφορους υπερήρωες να κρέμονται από διάφορα κτήρια της πόλης στα καλά καθούμενα και κάτι τέτοια μας ενθουσιάζουν οικογενειακώς.

Φωτογραφίες:



Το κάστρο της πόλης. Ένα δείγμα. Το είδαμε εκ του μακρόθεν. Δεν έχω ιδέα πότε και για ποιο σκοπό ακριβώς χτίστηκε. Μια φωτογραφία του και πολύ του πέφτει, έχουμε και στην Πάφο άσκοπα κάστρα. 


Ακολουθεί ιστορία που θα μπορούσε να ήταν ελληνική. Βλέπετε αυτό εδώ το "κτήριο;" Είναι ένα... μνημείο. Τι συμβολίζει; Το 1992 ένα πλοίο που κουβαλούσε τεράστια εμπορευματοκιβώτια τράκαρε στην προβλήτα του λιμανιού καταστρέφοντας μέρος αυτής και βυθίζοντας μερικά από τα containers που κουβαλούσε. Προκειμένου να θυμούνται αυτό το μεγάλο ατύχημα, οι Ισπανοί έχτισαν αυτό το πράγμα για να τους θυμίζει το συμβάν και να είναι πιο προσεχτικοί στο μέλλον. 


Αυτός, στο βάθος, είναι ο φάρος του Ηρακλή που σας έλεγα. Παραδόξως, ο κύριος που βλέπετε πιο μπροστά, αυτός με την ασπίδα, δεν είναι ο Ηρακλής. Είναι ο Μπρεογκάν, ένας άσχετος μυθολογικός ήρωας που ουδεμία σχέση έχει με τον Ηρακλή ή την ιστορία του. Κουφό; Ε, οκ, στην Ισπανία είμαστε, ό,τι θέλουν κάνουν. 


Εδώ είναι το κέντρο της πόλης. Όπως βλέπετε τα κτήρια κοσμούνται από τα γνωστά miradores που είναι ουσιαστικά τζαμαρίες που σου επιτρέπουν να απολαμβάνεις τη θάλασσα. Δεν αναδεικνύονται στη φωτογραφία, όπως βλέπετε ήταν χάλια ο καιρός. Το καλύτερο timing διαλέξαμε για καλοκαιρινές διακοπές... 




Επάνω: Ο Μπάτμαν στην ταράτσα μίας τράπεζας, και κάτω: ο Σπάιντερμαν κρέμεται από έναν οβελίσκο. Ό,τι να'ναι. Μια φορά ο γιόκας μου τα χάρηκε. 


Και κάπου εδώ τέλειωσε η Κορούνια. Ο επόμενος μας σταθμός ήταν στη Χάβρη της Γαλλίας. Φτάνοντας στη Χάβρη τα παιδιά ήταν πάρα πολύ άρρωστα. Τόσο πολύ που αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε τη βοήθεια του «γιατρού του πλοίου». Για όσους ταξιδεύσατε με Royal Caribbean θα ξέρετε τι πάει να πει αυτό. Γδάρσιμο! Για να δει την κορούλα μου η γιατρός του πλοίου και να της αφιερώσει ένα τέταρτο από τον χρόνο της, χρεωθήκαμε $240! Επί της ουσίας δεν μας έκανε καμία διάγνωση. Επιβεβαίωσε μόνο τα συμπτώματα που της περιγράψαμε ότι είχε και μας έδωσε λίγη αντιβίωση μέσα σε ένα διάφανο μπουκαλάκι το οποίο δεν ξέραμε καν αν περιείχε ό,τι μας είπε.

Το φυσάω και δεν κρυώνει αλλά δεν μπορούσαμε να το ρισκάρουμε άλλο. Είχε σχεδόν τελειώσει το ταξίδι και ειδικά η Μπουμπού ήταν η προσωποποίηση της ταλαιπωρίας. Με όλα αυτά δεν είχαμε κέφι να κατέβουμε στη Χάβρη. Είχαμε κλείσει εκδρομές να ταξιδέψουμε στη Ρουέν η οποία είναι μια υπέροχη γραφική πόλη μιάμιση ώρα απ’ τη Χάβρη αλλά ήμασταν τόσο ξενερωμένοι με το μάτι που έπεσε επάνω μας, που αποφασίσαμε να μην κατέβουμε. Μείναμε στο πλοίο και φχαριστηθήκαμε τις ανέσεις του τηρουμένων των αναλογιών. Ύπνος για τα μωρά και γυμναστήριο για μένα. Το πόσο φαγητό τρως στην κρουαζιέρα δεν περιγράφεται. Αν δεν κάψεις και τίποτα στην πορεία, επιστρέφεις Κύπρο δέκα κιλά βαρύτερος.

Σαν να μην έφτανε όλη αυτή η γκίνια, είχαμε κι άλλα. Μία εκδρομή που κλείσαμε να πάμε στο Ουΐνσδορ με την επιστροφή μας στην Αγγλία η οποία μάλιστα θα τελείωνε στο αεροδρόμιο του Χίθροου, ακυρώθηκε από την εταιρεία και έτσι δεν είχαμε τρόπο να πάμε στο αεοδρόμιο. Μας επέστρεψαν μεν τα χρήματά μας, αλλά έπρεπε τελευταία στιγμή να βρούμε τρόπο να πάμε από το Σαουθάμπτον στο αεροδρόμιο. Σημειώστε ότι η πτήση μας ήταν αργά το απόγευμα, στις 6:30, οπότε θα έπρεπε να περάσουμε όλη την Κυριακή στο αεροδρόμιο. Εκεί τα πήρα.

Δεν το σκέφτηκα δυο φορές. Με το που κατεβήκαμε στο Σαουθάμπτον πήραμε National Express για αεροδρόμιο. Φτάνοντας εκεί αφήσαμε τις βαλίτσες σε μία υπηρεσία και πήραμε το γρήγορο τρένο για Λονδίνο. Αυτό δεν ήταν στο πρόγραμμα, αλλά το χρειαζόμουν. Κατέβηκα Bond street, μπήκα με τον Αλεξάκο και τη Βαγγελιώ μέσα στο Disney Shop και το HMV, τους αγόρασα όλη τους την προίκα ως αποζημίωση και ψυχική οδύνη και επέστρεψα τρεις ώρες αργότερα στο αεροδρόμιο όπως τους Μπέκαμ! Φορτωμένος ψώνια και σακούλες. Πολύ χωριάτικο, το ξέρω. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τελειώνει αυτό το ταξίδι χωρίς να μου βγει ξινό. Έπρεπε να τελειώσει όπως ήθελα εγώ. Και αφού τίποτα δεν πήγε όπως έπρεπε θα τα ξόδευα όλα σε παιχνίδια και μπιχλιμπίδια, να φύγω με το χαμόγελο στα χείλη.

 Και αυτό έπραξα. 


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 10, 2024

Μπιλμπάο

 








Ο επόμενος σταθμός ήταν το Μπιλμπάο.

Δεν είχα ξαναπάει στο Μπιλμπάο, και το είχα καημό. Παρόλο που η Ισπανία είναι «μητέρα πατρίδα», δεν την έχω εξερευνήσει ακόμη, ούτε καν στη Μαδρίτη δεν έχω πάει. Δεν ξέρω γιατί το αναβάλλω. Ίσως γιατί έχω ένα ενδόμυχο φόβο πως αν την εξερευνήσω επαρκώς στο τέλος θα πάθω κατάθλιψη που δεν ζω εκεί, και έτσι όλο το αποφεύγω.

Η ιστορία του Μπιλμπάο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Σας παρακινώ να τη ψάξετε και να τη μάθετε. Να θαυμάσετε πώς η πόλη από ένα βιομηχανικό ντεκαντάνς που προσέλκυε μόνο φτωχούς εργάτες κατέληξε σήμερα να είναι μία πάμπλουτη πόλη η οποία καλοβλέπει και διεκδικεί την ανεξαρτησία της. Να θαυμάστε πώς το Μουσείο Γκουγκενχάιμ ήρθε από την Νέα Υόρκη ουρανοκατέβατο ανοίγοντας υποκατάστημα εκεί, δημιουργώντας πακτωλό χρημάτων για την τοπική οικονομία. Πώς οι Βάσκοι τόλμησαν και τα κατάφεραν. Να εμπνευστείτε μπας και δούμε και εμείς στην Κύπρο αντίστοιχη ανάπτυξη, κάποτε. Δηλαδή, ποτέ.

Μόνο και μόνο που το Δ/Σ του Δημαρχείου πίστεψε ότι μπορεί να φιλοξενήσει το Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο και το διεκδίκησε σθεναρά, και το έφερε σε μία πόλη που δεν βρισκόταν καλά-καλά στον χάρτη, δείχνει ότι όλα τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Εξαιτίας του Γκουγκενχάιμ η οικονομία θέριεψε και βοήθησε την πόλη να αποκτήσει στάδια, τραμ, ντιζαϊνάτες γέφυρες, τα πάντα! Ένα μουσείο αρκεί. Αρκεί να σας πω ότι το 1983 το Μπιλμπάο είχε πιάσει πάτο, είχε πλυμμηρίσει ο ποταμός και οι λάσπες έφτασαν μέχρι τον πρώτο όροφο κάθε πολυκατοικίας, αλλά κάθισαν κάτω, σκέφτηκαν ότι ο μόνος τρόπος να αναστυλώσουν την πόλη ήταν ο πολιτισμός και μέσα σε 15 χρόνια έφεραν το Μουσείο στην πόλη, να την επαναπροσδιορίσει ως ύπαρξη. Από το 1997 και μετά το Μπιλμπάο έγινε η ομορφιά που βλέπουμε σήμερα.

Είμαι συνεπαρμένος από το Μπιλμπάο, θα μπορούσα να σας μιλώ γι’ αυτό για ώρες.

Δεν έμεινε σημείο του που δεν το φωτογράφησα, δεν υπήρξε γειτονιά που δεν κοντοστάθηκα να την απολαύσω.

Δυστυχώς δεν είχαμε πολλές ώρες εκεί. Όσο μείναμε αρκεστήκαμε στο να επισκεφθούμε το μουσείο και να περπατήσουμε λίγο στην παλιά πόλη. Αλλά θα επιστρέψουμε σ’ αυτή την πόλη. Είμαι σίγουρος.

Να σας πω ότι με δύο αφηνιασμένα και άρρωστα μωρά η θέαση του Μουσείου κατέστη ολίγον τι ανορθόδοξη. Ο Αλέξης είχε αφηνιάσει και άγγιζε τα εκθέματα με αποτέλεσμα να δεχτούμε παρατηρήσεις. Η Ευαγγελία ανέβασε πυρετό και έκλαιγε. Κάποια στιγμή ήταν και εκείνη ένα έκθεμα από μόνη της, ξαπλωμένη στη μέση μίας αίθουσας με πίνακες να κλαίει και να ουρλιάζει επειδή δεν δεχόταν να καθίσει στο αμαξίδιο της. Βγήκαμε από το Μουσείο κακήν κακώς, αμήχανοι ως προς το πώς να τη διαχειριστούμε έχοντας τα μάτια όλων των θαμώνων στραμμένα επάνω μας. Αντιλαμβάνεστε, το θέαμα ήταν το κάτι άλλο. Κάτι ήξεραν οι γονείς μου που μου είχαν πει «αν δεν κλείσεις τα 12 δεν σε παίρνουμε μαζί μας σε ταξίδι!» Εγώ ταξίδεψα πρώτη μου φορά στα 13 μου, στην Αθήνα. Τα δικά μου παιδιά έχουν ήδη επισκεφτεί από 5 χώρες το καθένα, με το αζημίωτο ψυχολογικό κόστος για τους γονείς τους, φυσικά.

Φωτογραφίες: 




Αυτό πιο πάνω, θα μπορούσε να ήταν το γραφείο μου. Για όσους ξέρουν. 


Εδώ βλέπετε ένα καταπληκτικό έργο που αφορά στον Πινόκιο του Ντίσνεϊ, από τον καλλιτέχνη Μαουρίτζιο Κατελάν. Όπως βλέπετε, ο Πινόκιο έπεσε από τον τέταρτο όροφο και προσγειώθηκε μέσα σε μία λίμνη στο ισόγειο, μπρούμυτα. Πέθανε. Το έργο αφορά στα παραμελημένα παιδιά τα οποία διαφεύγουν της προσοχής των γονιών τους. Το βρήκα εξαιρετικό και ως ιδέα και ως εκτέλεση. 


Πιο κάτω βλέπετε αυτές τις μεταλλικές σερπαντίνες - λαβύρινθους. Πρέπει να μπείτε μέσα και να τις περπατήσετε για να καταλάβετε το είδος της ψευδαίσθησης που προκαλούν. Από τη φωτογραφία δεν μπορείτε να καταλάβετε πολλά. Μπαίνοντας μέσα ουσιαστικά αισθάνεστε παγιδευμένοι και η κλίση του περιτοιχίσματος προκαλεί στον διαβάτη την αίσθηση του ατέρμονου εγκλεισμού. Πολύ περίεργο συναίσθημα.


Πιο κάτω βλέπετε κάθετες ηλεκτρονικές οθόνες οι οποίες εμφανίζουν στίχους από ένα ποίημα. Είναι λίγο ζαλιστικό αν επιχειρήσετε να το διαβάσετε, παρόλα αυτά το βρήκα χαριωμένη ιδέα. 


Το Μουσείο απέξω. "Η χαρά του αρχιτέκτονα, ο εφιάλτης του πολιτικού μηχανικού" όπως σχολίασε η ξεναγός μας. 


Η οροφή του κτηρίου από μέσα.


Αυτό είναι το λεγόμενο "puppy", ένα σκυλάκι φτιαγμένο από πραγματικά λουλούδια το οποίο φτιάχθηκε για τα εγκαίνια του μουσείου το 1997. Δεν είχαν σκοπό να το κρατήσουν, αλλά αποδείχτηκε αρκετά δημοφιλές και τελικά το κράτησαν, έγινε και σήμα κατατεθέν της πόλης και πουλιέται σε όλα τα σουβενίρ shops ως μαγνητάκι αλλά και ως μίνι-ρέπλικα. 


Λίγο πριν το μουσείο βρίσκεται και αυτή η γέφυρα του Καλατράβα. Τον Καλατράβα τον θεωρούν persona non grata μας είπε η ξεναγός, επειδή τους έφτιαξε αυτή τη γέφυρα από γυαλί η οποία γλιστρά πολύ όταν βρέχει. Και στο Μπιλμπάο βρέχει πολύ. "Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, έφτιαξε και μια ίδια στη Βενετία από το ίδιο υλικό και υπήρχαν πολλοί τραυματισμοί από κόσμο που γλιστρούσε. Επομένως ήξερε ότι η γέφυρα ήταν ακατάλληλη και παρόλα αυτά μας έφτιαξε και εμάς μιαν ίδια, απαράλλαχτη! Ευτυχώς το Δημαρχείο τοποθέτησε πρόσφατα ένα ματ υλικό στο πάτωμα για να τη διασχίζουμε χωρίς να σπάζουμε τα πόδια μας" είπε η απολαυστική ξεναγός μας.


Και φυσικά η γνωστή και μη εξαιρετέα αράχνη έξω από το μουσείο. Τη λάτρεψα και εγώ και ο Αλεξάκος. Μπορείς να κάθεσαι να τη χαζεύεις για ώρες και εννοείται τη φωτογράφησα από κάθε πιθανή οπτική γωνία. Για κάποιο λόγο, μας είπαν ότι συμβολίζει τη μητρότητα. Ξέρω κι εγώ παιδάκι μου, εγώ είμαι από χωριό!


Αυτό ήταν εν ολίγοις το Μπιλμπάο. Το Γκουγκενχάιμ είναι εξαιρετικό μουσείο, πολύ πιο εύχρηστο από το αντίστοιχο στη Νέα Υόρκη και με πολύ λιγότερο κόσμο. Εννοείται να πάτε, και να το βάλετε στόχο το συντομότερο. Σύντομα θα σας γράψω για τον επόμενο μας σταθμό που ήταν η Κορούνια. 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 06, 2024

La Rochelle


Η εμπειρία του πλοίου ήταν γνώριμη.

Ομολογώ ότι βιαστήκαμε να ξαναπάμε κρουαζιέρα. Δυο κρουαζιέρες back to back, δυο χρόνια συνεχόμενα, κλέβουν λίγο από τη μαγεία του να βρίσκεσαι εν πλω. Φυσικά, το Anthem of the Seas είχε πολλές και ενδιαφέρουσες χάρες, όμως επιμένω, θα μπορούσε να περιμένει λίγο αυτή η κρουαζιέρα. Βέβαια, δεν λάκισα λεπτό. Αξιοποίησα τον χρόνο μου εποικοδομητικά έως τελευταίου κλάσματος του δευτερολέπτου. Μπήκα δυο φορές στα συγκρουόμενα που είχαν στηθεί στο εσωτερικό κατάστρωμα, μπήκα στον εξομοιωτή ελεύθερης πτώσης, είδα το We Will Rock You και άλλα δύο σόους στο Royal Theater, πήγα και σε ένα συμπαθητικό stand up comedy από έναν κυριούλη απ’ το Blackpool. Τα έβγαλα τα λεφτά μου. Ένιωσα όμως λίγο πολύ σαν το πανεπιστήμιο. Άλλος ο ενθουσιασμός του πρώτου έτους, άλλος ο ενθουσιασμός του τελειόφοιτου.

Παραθέτω φωτογραφίες. 


Το Anthem Of The Seas ευτυχώς έχει φουγάρα! 


Αυτό είναι το θέατρο. Γνωρίζετε πόσο ζηλεύω όταν βλέπω ωραία θέατρα πόσο μάλλον όταν αυτά είναι θέατρα κρουαζιέρας. Το μέσο κυπριακό θέατρο είναι κλάσεις υποδεέστερο αυτού. Η χλιδή, η πολυτέλεια και οι τεχνικές υποδομές των συγκεκριμένων θεάτρων με κάνουν να νιώθω κόμπλεξ όταν βλέπω παραστάσεις στην Κύπρο. 


Αυτός εδώ ο γερανός σε σηκώνει ψηλά και περιστρέφεται γύρω γύρω για να χαρείς τον ωκεανό σε όλη του τη μεγαλειότητα. Δεν το τιμήσαμε γιατί έπρεπε να το πληρώσουμε εξτρα και αρκετά ξεπαραδιαστήκαμε. 


Αυτό εδώ είναι το δεύτερο θέατρο του πλοίου. Όπως βλέπετε λειτουργεί με προβολές από προτζέκτορα ο οποίος δημιουργεί σκηνικό σε όλο το περίβλημα του θεάτρου, κατά 360 μοίρες. Σου δίνει δηλαδή την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον βυθό και αυτό συμβαίνει περιμετρικά σου, δημιουργώντας την κατάλληλη ψευδαίσθηση. Αυτή η σκηνούλα που βλέπετε μπροστά είναι υπερυψωμένη και αυξομοιώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του σόου. Τι να λέμε τώρα...


Αυτό εδώ το πράγμα που μοιάζει με τρομπόνι δεν γνωρίζω τι ακριβώς τι ρόλο βαράει. Είναι ένα διακοσμητικό στη μέση μίας καφετέριας... Βλέπετε, είναι όλα διακοσμημένα στην πένα. 


Τα συγκρουόμενα που σας έλεγα. Στον ίδιο χώρο έχει τρία τραπέζια πινγκ-πονγκ, ποδοσφαιράκι, χώρο με playstation, και arcade ηλεκτρονικών παιχνιδιών. 


Και αυτός εδώ είναι ένας πολυέλαιος που κρέμεται στο λόμπι. Αυτές οι λάμπες αναβοσβήνουν ρυθμικά και δημιουργούν ένα ωραίο εφέ στο οποίο στέκεις και χάσκεις ευχάριστα αν δεν έχεις τι άλλο να κάνεις. 

Να σας πω ότι για πρώτη φορά στα χρονικά αισθάνθηκα ναυτία. Με το που βγήκαμε από το English channel και μπήκαμε στον Βισκαϊκό κόλπο άρχισαν τα κουνήματα. Εννοείται ότι δεν σου προκαλείται φόβος, όμως όταν βρίσκεσαι 24 ώρες συνέχεια επάνω σ’ ένα πράγμα που κουνιέται, δεν αργεί να σου έρθει η ζαλάδα. Αναγκάστηκα και ξάπλωσα. Η Μπρέντα λέει ότι υπερβάλλω, όμως εκείνο το πρώτο βράδυ έπρεπε να κρατώ χερούλι για να κινούμαι στους διαδρόμους σε ευθεία πορεία.

Και φτάσαμε στον πρώτο μας σταθμό. Το γαλλικό θέρετρο La Rochelle. Συμπαθέστατο, κουκλίστικο και παλαιάς κοπής. Φέρνει λίγο από Μασσαλία στο λιγότερο μεσογειακό. Στο συγκεκριμένο θέρετρο δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να κάνεις. Υπάρχει ένα μεγάλο και χορταστικό ενυδρείο στο οποίο απασχολήσαμε τα παιδιά ένα δίωρο, υπάρχει και μία ρόδα λούνα παρκ η οποία δεσπόζει κατά μήκος του λιμανιού με τα καφεστιατόρια, κι αυτό είναι όλο. Φυσικά, ο αέρας του κόσμου εκεί σε συνεπαίρνει και αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεσαι όντως στη Γαλλία, αφού είδα μέχρι και ποδηλάτες ντυμένους με κοστούμια να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Παραδόξως οι εκεί εργαζόμενοι ομιλούν τα βασικά Αγγλικά και η συνεννόηση γίνεται εύκολα.







Δεν είναι Πρωταράς. Δεν είναι Αγία Νάπα. Τα νερά είναι αφιλόξενα βεβαίως, βεβαίως, αλλά δεν πας εκεί για τη θάλασσα. Ποιος τρελός θέλει να κολυμπήσει στον Ατλαντικό; Εκεί πας για τη βόλτα. Τρισχαριτωμένος προορισμός. Τον περπατήσαμε απ’ άκρη σ’ άκρη. Να πάτε. 



 


 

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 04, 2024

Σαουθάμπτον

Η κρουαζιέρα ξεκίνησε από το Σαουθάμπτον.

Έχετε πάει ποτέ στο Σαουθάμπτον;

Να μην πάτε.

Ενόσω σπούδαζα στην Αγγλία δεν έτυχε να πάω ποτέ. Ο Θεός με φώτισε.

Από τις πιο άσχημες αγγλικές πόλεις που έχω επισκεφτεί ποτέ! Ένα λιμάνι με την κακή σημασία της λέξης. Άπαξ και αρχίσει να βρέχει κιόλας δεν ξέρω πώς αντέχει ο ντόπιος πληθυσμός και δεν πέφτει στη θάλασσα να πνιγεί.

Υπήρξαμε άτυχοι. Τη μιάμιση μέρα που περάσαμε εκεί πριν ανέβουμε στο κρουαζιερόπλοιο έβρεχε και φυσομανούσε. Οπότε, το πρώτο απόγευμα το περάσαμε κλειδαμπαρωμένοι στο παραπλήσιο μωλ. Φύγαμε από τα μωλ της Κύπρου όπου καταφεύγουμε για να γλιτώσουμε απ’ τη ζέστη, και κλειδαμπαρωθήκαμε στο μωλ του Σαουθάμπτον για να γλιτώσουμε από τους κρύους ανέμους και τη βροχή. Σχιζοφρενικά πράγματα! Εν τω μεταξύ, πρόκειται για ένα μωλ που δεν λέει και τίποτα, περιέχει όλα τα γνωστά καταστήματα που βρίσκεις παντού. Δεν υπάρχει δηλαδή και τίποτα συναρπαστικό εκεί μέσα για να σε κρατήσει αρκετές ώρες σε εγρήγορση. Βαρεθήκαμε.

Τι να κάναμε όμως; Είχαμε και δύο παιδιά μαζί μας, κάπως έπρεπε να τα απασχολήσουμε και να τα βγάλουμε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ο Αλέξης άρχισε να ανεβάζει δέκατα στο Σαουθάμπτον οπότε εκεί είχαμε και τα πρώτα μαύρα μαντάτα για το τι μας περίμενε αργότερα. Κουτσά στραβά, πέρασε η πρώτη μέρα με ψώνια στο μωλ.

Τη δεύτερη μέρα εκεί πέρα ξυπνήσαμε με τον χαρακτηριστικό μουντό, βροχερό, αγγλικό καιρό. Να σας πω, παρεμπιπτόντως, ότι εγώ είχα ξεχάσει τι πάει να πει αγγλικός καιρός. Λόγω του ότι ήταν τέλη Αυγούστου σκέφτηκα ότι δεν ήταν ανάγκη να πάρω μαζί μου χειμωνιάτικα ρούχα οπότε επί της ουσίας είχα εγκλωβιστεί εκεί με τα κοντομάνικα και τα σορτσάκια και έπρεπε να πορευτώ μ’ αυτά. Τόσο μου κόβει! Ευτυχώς είχα ένα ελαφρύ μπουφάν και το φορούσα πάνω από τις κοντομάνικες φανέλες και έτσι γινόταν πιο υποφερτό το κρύο. Γενικά όμως, δεν ήμουν άνετος με τις θερμοκρασίες.

Ξυπνήσαμε με βροχή λοιπόν. Είχαμε μπροστά μας μία ολόκληρη μέρα στην οποία είχαμε προγραμματίσει από πριν να επισκεφτούμε το Paultons Park. Το συγκεκριμένο πάρκο είναι λούνα παρκ, σαν αυτό του Alton Towers, κατά τι μικρότερο, το οποίο έχει και μία ολόκληρη περιοχή αφιερωμένη στην Πέππα το γουρουνάκι. Την Πέππα την απεχθάνομαι, αλλά όπως συμβαίνει πάντα, όταν κάνεις παιδιά αρχίζεις και λούζεσαι ό,τι απεχθανόσουν. Και η Πέππα είναι και αυτή μέρος αυτού του ψυχρού ντουζ. Η Ευαγγελία τρελαίνεται για την Πέππα. Την έβλεπε και ο Αλέξης μικρότερος, οπότε όταν τους είπαμε ότι θα πάμε σε ένα θεματικό πάρκο αφιερωμένο σ’ αυτήν, μετρούσαν τις μέρες απ’ τη χαρά τους. Προαγοράσαμε και τα εισιτήρια για να μας βγουν πιο φθηνά. 80 στερλίνες το άτομο για να επισκεφτείς την πουτάνα την Πέππα. Σου έρχονται 50 ανά άτομο αν τα προ-αγοράσεις. Τι να πεις!

Τι να κάναμε που έβρεχε; Περιμέναμε μπας και ανοίξει ο καιρός, πήγε σχεδόν μεσημέρι αλλά δεν έλεγε να βγάλει ήλιο. Τα παιδιά άρχισαν τη γκρίνια, η εναλλακτική μας ήταν να κλειδαμπαρωθούμε και πάλι μέσα στο μωλ του Σαουθάμπτον, οπότε σκάσαμε, φορέσαμε αδιάβροχα, αγοράσαμε και ομπρέλες και πήγαμε να επισκεφτούμε το ροζ γουρούνι. Το πάρκο έκλεινε ούτως ή άλλως στις 5:00 το απόγευμα οπότε δεν είχαμε πολλή ώρα στη διάθεσή μας. Όποιος πρόλαβε την Πέππα οίδεν!

Πρόκειται για πολύ χαριτωμένο μέρος. Είναι όλα πολύ προσεγμένα και αρμονικά φτιαγμένα μεταξύ τους, και παρόλο που είναι όλα παιδικά σε όρια νηπίου, παρασύρεσαι και το απολαμβάνεις. Οι κήποι, τα σπιτάκια, τα τρενάκια, όλα στην πένα. Τα χρώματα έντονα και διαλεγμένα, θες δεν θες μπαίνεις στο πνεύμα. Μπορείς να μπεις στο σπίτι της Πέππα, στο σχολείο της, αλλά και σε διάφορα άλλα «γνώριμα» μέρη από την εν λόγω σειρά. Μπορείς να συναντήσεις και την ίδια και να βγάλεις φωτογραφία μαζί της, όπως στη Ντίσνεϊλαντ. Καθίσαμε σε όλα τα rides, τα οποία είναι εντελώς ακίνδυνα και ξενέρωτα, αλλά για κάποιο λόγο τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί τόσο που δεν μας ένοιαζε. Το ζούσαμε μαζί τους. Έβγαλε ήλιο σε κάποια φάση, αλλά νομίζω ήταν ήδη πολύ αργά. Φάγαμε τόση πολλή βροχή στο μεταξύ που δεν εκπλήσσομαι που μετά αρρωστήσαμε. 

Να σας πω, εδώ, ότι το συγκεκριμένο πάρκο έχει και άλλες ενότητες, όπως μία φάρμα, μία χώρα δεινοσαύρων και κάποια roller coasters για το ενήλικο κοινό. Πέραν της Πέππας όμως, δεν προλαβαίναμε να τα επισκεφτούμε. Πήγαμε στο σαφάρι δεινοσαύρων χάριν του Αλέξη με την ψυχή στο στόμα γιατί το πάρκο έκλεινε. Επρόκειτο για μεγάλη μαλακία. Οι δεινόσαυροί ήταν πολύ κακοφτιαγμένοι και καθόλου τρομαχτικοί. Σαν αυτούς που έρχονται πού και πού σε εκθέσεις στη Λεμεσό για αρπαχτή, αν έχετε υπόψιν σας. Όπως και να ‘χει, ο μικρός το φχαριστήθηκε. Η Ευαγγελία από την άλλη, δεν πήρε χαμπάρι, είχε ήδη αποκοιμηθεί και δεν κατάλαβε ότι πέρασε ολόκληρο σαφάρι δεινοσαύρων ερήμην της, στην αγκαλιά της μάνας της. 



Τα ελικοπτεράκια - όπως βλέπετε είναι όλοι καλυμμένοι με τα σελοφάν. Καλή πνευμονία θα άρπαξαν κι αυτοί!


Τα αερόστατα - χάου κιουτ! 


Παντού υπάρχουν αγαλματάκια - φιγούρες των χαρακτήρων στο πάρκο, ο γιος μου δεν άφησε ούτε ένα αφωτογράφητο! 


Να και η μακαρίτισσα παρέα με την Πέππα! Πρέπει να σκεφτούμε κι εμείς κάποιον χαρακτήρα και να δημιουργήσουμε αντίστοιχο πάρκο. Δεν είναι δυνατόν να θησαυρίζουν οι Εγγλεζοι με τέτοιες μαλακίες και εμεις να καθόμαστε να χάσκουμε! 


Αυτό είναι από τα πιο adult rides. Δεν ανεβήκαμε φυσικά, γεράσαμε για τέτοια. 


Πόση Πέππα αντέχεις; 


Εφιάλτης στον δρόμο με της Πέππες! 


Παντού Πέππες! Κάποιος να πατήσει το κουμπί!

Φύγαμε ξεπατικώνοντας το σουβενίρ σοπ στην έξοδο και κατευθυνθήκαμε κακήν κακώς προς το ξενοδοχείο με ταξί. Το πάρκο απέχει 20’ από το κέντρο του Σαουθάμπτον. Μέχρι να φτάσουμε στο δωμάτιο, τα παιδιά ήταν ήδη τέζα και άρρωστα. Φταίμε. Αλλά τι να κάναμε. Ελπίζαμε ότι θα το περάσουν ελαφρά.

Αρρώστησα κι εγώ εν τω μεταξύ, αλλά εμένα ποιος με χέζει, χαπακώθηκα τα cold and flu και σε 4 μέρες έγινα καλά.

Εν πάση περιπτώσει, αν τα ρωτήσεις τι τους άρεσε περισσότερο απ’ όλο το ταξίδι θα σου πουν και οι δύο ότι το πάρκο της Πέππας ήταν το καλύτερο.

Την επόμενη μέρα έφευγε το πλοίο μας. Μας όρισαν ως ώρα επιβίβασης τις 12 το μεσημέρι. Μέχρι να μεσημεριάσει έπρεπε κάπως να απασχοληθούμε. Οπότε είπαμε να επισκεφτούμε το μουσείο που άνοιξε πρόσφατα στην πόλη προς τιμήν του Τιτανικού. Ως γνωστόν, από το ίδιο λιμάνι είχε αποπλεύσει και ο Τιτανικός, έπρεπε να το είχαμε υποψιαστεί ότι θα ήταν γρουσουζιά να κάναμε τη βόλτα μας απ’ εκεί  πριν το δικό μας ταξίδι.

Μη φανταστείτε το μουσείο ως καμία εξτραβαγκάνζα που δεν πρέπει να χάσετε. Πρόκειται για μουσείο το οποίο τραβήξανε απ’ τα μαλλιά για να αποκτήσει ενδιαφέρον. Είναι διαδραστικό, είναι τεχνολογικά μοντέρνο, περιέχει και κάποιες σκηνικές κατασκευές που σου δείχνει πώς ήταν οι καμπίνες και το πηδάλιο του πλοίου, αλλά πέραν τούτων, δεν μπορώ να πω ότι πέταξα και τη σκούφια μου που το επισκέφτηκα. Το μόνο ενδιαφέρον κατ’ εμέ, ήταν κάποια πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής τα οποία διασώθηκαν και υπάρχουν εκεί καδρωμένα να τα διαβάσεις. Tabloid news πριν ανακαλυφθούν τα tabloids. Τόσο μπροστά.




Στο μουσείο πήγαμε με τα πόδια. Στην επιστροφή κουβαλούσα και την Ευαγγελία στον αυχένα μου γιατί αρνούνταν να καθίσει άλλο στο αμαξίδιο. Ξεθεώθηκα. Αλλά αυτό θα πει διακοπές με παιδιά!

Και μετά επιβιβαστήκαμε. Τα μωρά ήταν ήδη τέζα και κομμένα από τον πυρετό. Με το που μπήκαμε στο πλοίο αντί να κοιτάξουν τριγύρω και να μείνουν έκθαμβα από το εσωτερικό του, από τα εστιατόρια, τα καταστήματα, τα θέατρα, τα μπαρ και όλα τα συμπαρομαρτούντα, πήγαν και βρήκαν έναν καναπέ κοντά στη ρεσεψιόν, κουλουριάστηκαν και κοιμήθηκαν εκεί μέχρι να μας δώσουν το κλειδί του δωματίου μας μία ώρα αργότερα.

Τα λυπήθηκα. Και εκεί ξενέρωσα.