Θα σου μιλήσω για λεπτομέρειες που με συγκινούν και δεν
με κόφτει αν το βρίσκεις κορεσμένο και χιλιοσυζητημένο το θέμα. Τα γράφω για να
τα χαίρομαι εγώ.
Προχτές παίζαμε ντόμινο με τον γιο μου. Άνοιξε τα μπαούλα
ο μικρός, μέσα στα οποία έχω φυλαγμένες τις βιντεοκασέτες, και τις έστηνε τη
μία πλάι στην άλλη σαν ντόμινο και έκανε χαρά όταν τις έριχνε κάτω. Ανάμεσα στις
κασέτες που ξετρύπωσε ήταν και αυτή της Γιουροβίζιον του 1982. Η πρώτη Γιουροβίζιον
που απόκτησα. Νόμιζα ότι είχα χάσει τη συγκεκριμένη κασέτα και χάρηκα αφάνταστα
που τη βρήκε ο μικρός. Πρόσεξα ότι ξέφτισε η ετικέτα και το «1982» δεν
διαβάζεται καθαρά. Γι’ αυτό δεν την έβρισκα τόσο καιρό!
Πριν προλάβει να πει «μανά», έστησα το βίντεο και ψηφιοποίησα
κάποια αποσπάσματα για να τα σχολιάσω.
Οι λεπτομέρειες που αγαπώ από το πιο πάνω βίντεο, καταγραμμένες
πιο κάτω:
Ο εθνικός μας ύμνος κατά τη διάρκεια της καρτ-ποστάλ! Ο
ελληνικός εθνικός ύμνος! Πόσο σημαντικό για εμάς, τους λίγους εναπομείναντες,
να ακούγεται πανευρωπαϊκώς και χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή διπλωματικό πόλεμο ο
ελληνικός εθνικός ύμνος ως «χαλί» στη σημαία μας. Πόσο σημαντικό πολιτικό επίτευγμα
στην καθισιά μας. Φυσικά, ουδείς άλλος αντιλήφθηκε εκείνο το βράδυ ότι η Κύπρος
υιοθέτησε τον ελληνικό εθνικό ύμνο, αφού η Ελλάδα δεν συμμετείχε εκείνη τη
χρονιά ώστε να γίνει η ταύτιση. Αλλά και να συμμετείχε η Ελλάς, ποιος θα
παρατηρούσε ότι επρόκειτο για τον ίδιο ύμνο; Επί της ουσίας κανένας. Το πόσα
σημαίνει για εμάς, ή τέλος πάντων για εμένα που προσδιορίζομαι ως Έλληνας της Κύπρου,
είναι απερίγραπτο.
Η Άννα Vishy. Πριν γίνει Βίσση,
και πριν γίνει Vissi, η Άννα ήταν Vishy. Στην κυπριακή διάλεκτο βίσσιει θα πει «βήχει». Οξύμωρον; Η Άννα που…
βήχει; Αν ο βήχας ήταν τόσο μελωδικός όσο η φωνή της, μακάρι να βήχαμε όλη
μέρα!
Αναφέρεται ότι το τραγούδι «Μόνο η Αγάπη» το έγραψε η
ίδια. Δεν το έγραψε η ίδια. Ο Καρβέλας το έγραψε. Αλλά τότε το ΡΙΚ απαγόρευε σε
ξένους να εκπροσωπούν την Κύπρο, έτσι οι περισσότεροι έγραφαν άλλα ντ’ άλλων
στα χαρτιά συμμετοχής. Το ίδιο έκανε και η Κωνσταντίνα το 1997, όταν
ισχυρίστηκε ότι έγραψε η ίδια το «Μάνα μου» ενώ όλοι ξέρουμε ότι το έγραψε ο
Παναγιώτης Μαθιέλης, πρώην σύζυγός της, ο οποίος υπέγραφε τα τότε τραγούδια της.
Πέμπτη θέση για τη Βίσση, πέμπτη θέση και για τα αδέλφια της Κωνσταντίνας.
Είδατε που γκρινιάζετε μερικοί; Τις ψηλότερες μας θέσεις στον διαγωνισμό τις λάβαμε
με έργα μη Κυπρίων συνθετών (1982, 1997, 2018, άντε να βάλω και το 2004 μέσα αν
θεωρήσουμε τον Μαϊκ Κονναρή Άγγλο μιας και έχει να μιλήσει Ελληνικά από τότε
που μετοίκησε στην Αγγλία).
Η Φρύνη Παπαδοπούλου στον σχολιασμό, μαζί με τον Τζον
Βίκερς. Πόσο κύρος προσέδιδαν στον διαγωνισμό! Δημοσιογράφοι παλιάς κοπής και
όχι σύγχρονα ραδιοφωνικά σούργελα. Κατ’ αρχάς, νοσταλγώ τους καιρούς κατά τους οποίους
το να μεταδίδεις λαϊβ έναν διαγωνισμό από μια μακρινή χώρα ήταν τεχνολογικό
επίτευγμα. Το ότι καθόταν η Φρύνη με τον Βίκερς στο Χάρρογκεϊτ και μας απευθύνονταν
στο σαλόνι μας στη Λευκωσία, ήταν το ίδιο συναρπαστικό με το να επικοινωνείς με
τους αστροναύτες στο φεγγάρι. Σήμερα κάνουμε skype call από
οπουδήποτε και αν καθυστερεί λίγο ο ήχος, γκρινιάζουμε κι από πάνω.
Ο Τζον Βίκερς ήταν Άγγλος που παντρεύτηκε Κύπρια και
μετακόμισε στην Κύπρο στη δεκαετία του ‘70. Η χαρακτηριστική του φωνή και
προφορά είναι αγαπητή σε όλους εμάς που μεγαλώσαμε με το ΡΙΚ στο ραδιόφωνο. Αγαπούσε
πάρα πολύ τη Γιουροβίζιον και κάθε χρόνο έκανε αφιερώματα σ’ αυτήν μέσα από τις
ραδιοφωνικές εκπομπές του. Προσπάθησε πολλές φορές να συμμετέχει και ο ίδιος στον
διαγωνισμό ως συνθέτης μέσα στη δεκαετία του ’80, και τα κατάφερε εντέλει το
1990 με το «Μιλάς Πολύ». Δεν χόρτασε όμως. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2010 αν
δεν απατώμαι, ξαναπροσπάθησε ανεπιτυχώς να στείλει τραγούδι.
Πόσο νοσταλγώ την επισημότητα του τότε διαγωνισμού. Αυτό
το «καλή επιτυχία Άννα» που λέει η Φρύνη και μπορείς να καταλάβεις την αγωνία
τόσο της εκφωνήτριας όσο και ολόκληρης της Κύπρου. Τότε νιώθαμε ότι ήταν η
στιγμή της Κύπρου εκείνο το τρίλεπτο. Το ότι ένα νησάκι είχε ίση ευκαιρία προβολής
με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και ίση βαρύτητα ψήφου. Νιώθαμε ότι αυτό που
συνέβαινε εκείνη τη στιγμή ήταν τρομερά σημαντικό. Τώρα το βλέπουμε σαν ένα
τηλεπαιχνίδι. Τότε το να ντυθείς σαν Καρυάτιδα με χλαμύδα και ένα κομμάτι μαύρο
ύφασμα ως δήλωση πένθους για την εισβολή της Τουρκίας στη χώρα σου, είχε μία σημειολογία.
Ήταν έμμεση διαμαρτυρία. Σήμερα δεν είναι τίποτα. Πλέον οι αποστάσεις μίκρυναν,
η τεχνολογία κάνει τα πάντα κοντινά μας, η μετάδοση του διαγωνισμού έχει ήχο
και ποιότητα σαν να γίνεται από το σαλόνι μας, η ορχήστρα καταργήθηκε, είτε
πρώτος έρθεις, είτε τελευταίος έρθεις σιγά το πράμα, οι πολιτικές εκφράσεις και
τα υπονοούμενα απαγορεύονται εκτός και αν είσαι χώρα που συμπαθούν και κάνουν
τα στραβά μάτια, ο κόσμος έχει αλλάξει στάση, «ποιος χέστηκε για το πανηγυράκι»,
αλλά κυρίως, ποιος χέστηκε για τον εθνικό ύμνο. Που τίθεται πλέον κι αυτός υπό
αμφισβήτηση σημαντικότητας. Που συγκινεί ελάχιστους, οι οποίοι αποκαλούνται
γραφικοί.
Έχουν καταργηθεί και ισοπεδωθεί τα πάντα.