Δευτέρα, Νοεμβρίου 28, 2022

1984

Χθες βράδυ πήγα και είδα μία υπέροχη παράσταση, πήγα και είδα το 1984 στον ΘΟΚ.

Δεν νομίζω να περιμένατε εμένα να σας την αποθεώσω, οι περισσότεροι μάλλον θα την έχετε δει καθώς η παράσταση οδεύει στην τελευταία εβδομάδα της, οπότε όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε. Δεν μπορούσα, δυστυχώς, να την απολαύσω νωρίτερα, αφού ήταν συνεχώς sold out. Εκτός αυτού, είχα και εγώ τις δικές μου παραστάσεις και τις καθημερινές πρόβες και ήταν αδύνατον να κανονιστεί το πρόγραμμα.

Λοιπόν, τι να πω για το 1984. Είναι καταπληκτική παράσταση. Σκοτεινή και κλειστοφοβική όπως τη χαρακτήρισε μία φίλη, και έπεσε μέσα, διάνα. Δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω άλλα επίθετα για να την περιγράψω. Οι ηθοποιοί είναι όλοι ένας κι ένας, ακόμη κι αυτοί που έπαιζαν μικρούς ρόλους. Το σκηνικό προσεγμένο, ατμοσφαιρικό, και δεν απέπνεε φτήνια. Τα οπτικά εφέ, μοντέρνα, λειτουργικά, μια χαρά. Διαρκεί δύο ώρες, δεν κάνει διάλειμμα, αλλά ευτυχώς αυτές οι δύο ώρες δεν σου κακοφαίνονται. Δεν θα πω ότι δεν υπάρχουν και σκηνές που δεν βαραίνουν τα βλέφαρα. Αλλά στην ολότητά του, είναι ένα τόσο σημαντικό έργο, τόσο καλοστημένο και επίκαιρο, τόσο σημερινό, που δεν μπορείς να το ψέξεις ως επιλογή. Μόνο και μόνο που μπήκαν στη διαδικασία να το διασκευάσουν για το θέατρο, και να ξεστραβωθείτε, αξίζει χειροκρότημα.

Είχα αγοράσει το 1984 όταν ήμουν φοιτητής και αποπειράθηκα να το διαβάσω. Το παράτησα εύκολα. Δεν ήμουν σε θέση, ούτε σε γόνιμη ηλικία για να το κατανοήσω. Θεωρώ ότι το 1984 πρέπει να το βιώσεις για να το καταλάβεις. Στην ηλικία που ήμουν τότε δεν είχα τις βάσεις, ούτε τις εμπειρίες ώστε να συλλάβω το μεγαλείο του. Πλέον, όμως, έτσι όπως έχει γίνει ο κόσμος, όλοι μας μπορούμε να το αντιληφθούμε και να το εκτιμήσουμε. Το 1984 είναι όλα αυτά που σιχαίνομαι σε ένα δεματάκι καλοτυλιγμένα. Χθες βράδυ δεν προλάβαινα να ακούω ατάκες και να κουνώ συγκαταβατικά το κεφάλι: «Πέστα!» «Πέστα!»

Ειδικά εκείνο το «δύο και δύο ίσον τέσσερα», πόσες φορές την ημέρα το επικαλούμαι; Ούτε καν γνώριζα ότι πρόκειται για ατάκα από το συγκεκριμένο έργο. Σε ένα κόσμο που όλοι μάχονται να σε πείσουν ότι «δύο και δύο ίσον πέντε!» και σου θέτουν φραγή με ένα «ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε» τι γυρεύω εγώ, μάνα μου. Οι πιο πάνω είναι η πάστα ανθρώπων που θα κρεμαστεί πρώτη, σε κοινή θέα, όταν  επιτέλους θα κυβερνήσω. Ειδικά οι τελευταίοι, που απλώς θέλουν να αποφύγουν τη συζήτηση προκλητικά, υπονοώντας πως όσα επιχειρήματα και να τους παραθέσεις δεν πρόκειται να αλλάξουν γνώμη. Όχι μαντάμ, δεν θα συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε. Θα συμφωνήσουμε ότι είσαι ένα ξεροκέφαλο ον, ότι είσαι ένα ηλίθιο σάντουιτς και τίποτε περισσότερο. Δύο και δύο ίσον τέσσερα, τέλος! Δεν θα συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε! Ζώον! Βλήμα!

Μη σχολιάσω την έννοια της «αστυνομίας της σκέψης». Αν θέλεις να κατανοήσεις το κόνσεπτ και να το συλλάβεις σε όλο του το μεγαλείο, πέρνα μια βόλτα από το τουίτερ. Ο κάθε διαταραγμένος σπεύδει να σε βάλει στη θέση σου επειδή εκφράζεις άποψη με την οποία διαφωνεί. Και σε θεωρεί και υπόλογο για το ότι τόλμησες να την εκφράσεις. Δεν έχουν μάθει ακόμα τα τσόκαρα ότι οι σκέψεις δεν διώκονται, αλλά μόνο οι πράξεις. Και όσοι το έμαθαν, και είδαν ότι δεν τους βολεύει, επινόησαν τη ρητορική μίσους για να σε φιμώσουν. Ό,τι πεις, αν δεν συμβαδίζει με το αφήγημα τους όπως θέλουν να στο πουλήσουν, το ανάγουν σε «ρητορική μίσους». «Μισώ τη Δέσποινα Βανδή» να τολμήσεις να πεις, θα σε καταγγείλουν ότι προάγεις το μίσος και ότι παρακινείς σε βία εναντίον της. "Μισώ τον τραχανά" να πεις, το ίδιο. Επίπεδο κριτικής σκέψης, μηδέν!

Τέλος πάντων, το 1984 είναι συγκλονιστικό έργο γενικότερα, και όσοι αναγκάζεστε να έρχεστε σε επαφή με «κόμματα» και όχι κατ’ ανάγκη πολιτικά, το νιώθετε στο πετσί σας.

Η ψεσινή παράσταση ήταν επεισοδιακή. Πέντε λεπτά πριν το φινάλε μία κυρία από τους θεατές λιποθύμησε και η παράσταση διακόπηκε. Δεν συνήλθε αμέσως, έπρεπε να την κουβαλήσουν έξω τέσσερα άτομα και προσωπικά όπως την είδα έτσι αναίσθηση να κρέμεται από τα χέρια των ανδρών, φοβήθηκα για τα χειρότερα. Επικράτησε μεγάλη αναστάτωση και σε συνδυασμό με τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα επί σκηνής λίγα λεπτά πριν, ζήσαμε και την επιτομή του σουρεαλισμού. Ευτυχώς η κυρία συνήλθε, την είδαμε μετά στο φουαγιέ όρθια και να χαίρει άκρας υγείας. Το πώς κατάφεραν οι ηθοποιοί και επανήλθαν στους ρόλους τους και μας έδωσαν το φινάλε όπως έπρεπε, ήταν αξιοθαύμαστος άθλος.

Αυτά τα ωραία. Το 1984 θα παίζεται για ακόμα μια βδομάδα νομίζω, οπότε όσοι δεν το είδατε, σπεύσατε. Αλλά να πάτε διαβασμένοι και πληροφορημένοι και να κάνετε την έρευνα σας πριν το επιχειρήσετε. Κάτι που πρέπει να γίνεται ούτως ή άλλως πριν από κάθε έργο.

Και επειδή για μένα η κάθε χρονιά είναι συνδεδεμένη με την αντίστοιχη Γιουροβίζιον της, ας κλείσουμε το ποστ αυτό, με ένα έπος από το 1984 της καρδιάς μας. I treni di Tozeur, άλλο ένα ιταλικό αριστούργημα που χαντακώθηκε ξεπίτηδες, χάριν μίας σουηδικής μαλακιούλας. 


Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2022

Δεν Υπάρχει Άγιος Βασίλης

 Το δράμα μου το κοινοποίησα χθες βράδυ στο Facebook.

Ένα ηλίθιο από το σχολείο του γιου μου, πήγε και του είπε την ωμή αλήθεια. Ότι δεν υπάρχει Άη Βασίλης και ότι εμείς βάζουμε τα δώρα κάτω από το δέντρο.

Είδα κι έπαθα να τα μπαλώσω. Και δεν ξέρω κατά πόσον με πίστεψε, αλλά έκανα ό, τι μπορούσα. Κάθε χρόνο επιστρατεύω διάφορες τεχνικές για να κρατήσουμε τον μύθο ζωντανό. Σκηνοθεσίες ολόκληρες. Και το ποτήρι με το γάλα βάζουμε δίπλα από το τζάκι για να το πιει ο κουρασμένος Άγιος, και τα μπισκότα δαγκωμένα για να χορτάσει ο Ρούντολφ, μέχρι που βρήκα κι ένα application στο οποίο γράφεις στο άβαταρ του Άη Βασίλη τι θέλεις να πει, και στέλνει του παιδιού σου ηχογραφημένο βίντεο με συμβουλές και νουθεσίες! Μόνο ένα ελάφι έμεινε να σφάξω στην είσοδο του σπιτιού μας, να του πω «Ορίστε Αλέξη μου, κατά την άφιξη του στο σπίτι μας, του ψόφησε κι ένα ελάφι που έσερνε το έλκυθρο. Φόρτωστο να το πάμε μέσα να το φάμε».

Δεν αναμένω ότι τα παιδιά μου θα πιστεύουν στον Άγιο για πολλά χρόνια ακόμα. Άλλωστε ζούμε στην εποχή του google. Τα παιδιά δεν είναι χαζά όπως ήμασταν εμείς στην εποχή μας που τρώγαμε αμάσητο ό, τι μας σέρβιραν. Τα παιδιά τη σήμερον ημέρα είναι καχύποπτα, υποψιασμένα, έχουν άπειρα ερεθίσματα από παντού και όλα τα θέτουν υπό αμφισβήτηση σαν ατίθασα νιάτα. Δεν τρέφω αυταπάτες. Αλλά τι μίζερο πράγμα να τους χαλάς ένα τόσο τρυφερό και γλυκό αφήγημα όπως αυτό του Αγίου Βασίλη! Εγώ εδώ που είμαι 42 και θέλω να πιστέψω ότι έρχεται και μας τα ρίχνει από την καμινάδα!

Μην ακούσω μαλακίες ότι τα παιδιά διψούν για την αλήθεια και ότι πρέπει να τους τη χαρίζουμε απλόχερα. Τα παιδιά, αλλά και ο καθένας μας, ζητούν όσοι αλήθεια μπορούν να αντέξουν. Κανένας δεν εμβαθύνει αν δεν τον συμφέρει. Εγώ, π.χ. όταν ήμουν μικρός είχα ερωτηματικά ως προς την ύπαρξη του Αγίου Βασίλη. Δεν με συνέφερε όμως να τον αμφισβητήσω γιατί μια χαρά με εξυπηρετούσε. Μια χαρά μου έφερνε κάθε χρόνο σχεδόν ό, τι ζητούσα. Γιατί να κάνω απορίες; Για να πληγωθώ; Δεν ρωτάς ποτέ πράγματα σ’ αυτή τη ζωή αν υποψιάζεσαι ότι η απάντηση θα σε πληγώσει. Έτσι και στα παιδιά. Κάθε πράγμα στον καιρό του!

Αλλά και αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Άγιος πρέπει να καταργηθεί, τι μίζεροι άνθρωποι! Καλά ρε, δεν λυπάστε λίγο το παιδί σας που θα μεγαλώσει μέσα στην ωμότητα και τον κυνισμό; Είναι σαν να το πάτε στη Ντίσνεϊλαντ και λίγο πριν βγάλει φωτογραφία με τον Μίκυ να του πείτε «ξέρεις, αγόρι μου, αυτός δεν είναι ο Μίκυ. Είναι ένας μεροκαματιάρης που πληρώνεται τρεις κι εξήντα για να φωτογραφίζεται με παιδιά και μάλλον δεν του βάζουν καν ένσημα συνταξιοδότησης!» Λες να μην το ξέρει το παιδί ότι δεν είναι ο Μίκυ; Γουστάρει και το πιστεύει! Ή όταν ρωτάνε πώς γεννήθηκαν και πάτε και του λέτε «δεν ήσουν καρπός του έρωτα, παιδί μου, έναν πήδο πήγαμε να ρίξουμε και μας προέκυψες εσύ!» 

Δεν είναι πράγματα αυτά. Η ζωή θέλει φαντασία και σκηνοθεσία που έλεγε και η Μαριάντα Πιερίδη. Αλλιώς δεν υποφέρεται.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2022

Στα Γενέθλια

Μία μητέρα από το νηπιαγωγείο του γιου μας, είπε τις προάλλες στη Μπρέντα: «ο άντρας σου, γελά σου. Δεν έρχεται ποτέ σε παιδικά γενέθλια. Όλο εσύ έρχεσαι με τον γιο σου!»

 

Η Μπρέντα μου το σχολίασε το βράδυ, ευτυχώς όχι υπό τύπον παραπόνου. «Οι υπόλοιποι πάνε στα γενέθλια οικογενειακώς», μου είπε. 

 

«Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου!»

 

Πιστεύω ότι μας έχει απομείνει εξαιρετικά λίγος χρόνος στον πλανήτη Γη για να τον τρώμε καλεσμένοι σε παιδικά γενέθλια, ειδικά αγνώστων, απλά και μόνο επειδή έτυχε να πηγαίνουν στο ίδιο νηπιαγωγείο με τον γιο μας. Ο ελεύθερος μου χρόνος είναι εξαιρετικά λίγος, αν υπολογίσεις τις καθημερινές ευθύνες με το μεγάλωμα των παιδιών. Δεν μπορώ να αναλώνω και τα σαββατοκύριακά μου καλεσμένος σε πάρτι γενεθλίων. Το παιδί εννοείται θα πάει να κοινωνικοποιηθεί. Και εφόσον τη Μπρέντα δεν την πειράζει να πάει μόνη της, αφού βρίσκει και τα λέει με άλλες μαμάδες, εγώ γιατί να ταλαιπωρηθώ άδικα;

 

Αν πρόκειται για παιδί δικών μας φίλων, ευχαρίστως να πάω, θα έχω και ένα μάτσο γνωστούς εκεί να πω τα νέα μου και να συζητήσω. Αλλά με γονείς που δεν γνωριζόμαστε, τί να πούμε; Κατ’ αρχάς βαριέμαι φρικτά να λέω τα τετριμένα, ήτοι τι αρρώστιες πέρασε ο γιος μου, αν πάσχει από ελλειματική προσοχή, κι αν πάει σε 150 ιδιαίτερα. Προτιμώ να πεθάνω παρά να ανοίξω τέτοια συζήτηση. Ούτε με ενδιαφέρει να συζητώ αν είναι καλή η δασκάλα που του κάνει μάθημα, κι αν θα τον αλλάξουν τάξη του χρόνου, κι αν θα του κακοφανεί. 

 

Εκτός αυτού, είναι και το άλλο. Οι μπαμπάδες συζητούν κυρίως για αθλητικά για τα οποία δεν έχω καμία άποψη, γνώμη ή ενδιαφέρον, και αν πω να μιλήσω με καμία μαμά που τυχόν να είναι μόνη της, με κοιτούν όλοι περίεργα, για ευνόητους λόγους. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να διανοηθώ να ανοίγω συζήτηση και να κάνω το λεγόμενο small talk με άγνωστο κόσμο χωρίς να παρουσιάσω τάσεις αυτοκτονίας. 

 

Το περασμένο Σάββατο έπρεπε να πάω εγώ με τον Αλέξη σε πάρτι γενεθλίων. Εννοείται πως θα πάω αν προκύψει κάποιο απρόοπτο, όπως τότε που έπρεπε να πάει τη Μπουμπού εκτάκτως στον γιατρό γιατί είχε βρογχικά, και έπρεπε να πάει κάποιος άλλος με τον Αλέξη στα γενέθλια. Κουβάλησα μαζί μου κι ένα βιβλίο για να περάσω την ώρα μου. Η Μπρέντα μου είπε ότι είναι αγένεια να εμφανιστώ με το βιβλίο υπό μάλης. «Είναι σαν να τους σνομπάρεις». 

 

Γιατί να τους σνομπάρω; Αν θέλουν να συζητήσουμε κάτι ενδιαφέρον, να κοπιάσουν στο τραπέζι μου! Από εκεί και πέρα δεν με ενδιαφέρει ούτε να μάθω πού πήγανε και φάγανε, ούτε πού κάνει το πιο ωραίο στέηκ! 

 

Με το βιβλίο μου δεν ενοχλώ κανέναν. Σε μια γωνιά σκόπευα να κάτσω, πίσω από έναν τοίχο που να μην με βλέπει κανένας και να διαβάσω με την ησυχία μου για κάνα δίωρο. Είμαι σίγουρος πως αν έκανα το ίδιο με το κινητό μου και έπαιζα με αυτό, ουδείς θα θιγόταν ή θα το εκλάμβανε ως σνομπισμό. Όταν κρατάς βιβλίο όμως όλοι θεωρούν ότι πουλάς πνεύμα. Καμία σχέση. Κατ’ ακρίβεια εγώ ήθελα να πάω με το λάπτοπ και να συνεχίσω να γράφω το μυθιστόρημα μου, το οποίο έχω παραμελήσει. Αλλά εκεί θα φαινόταν ότι πασχίζω να δουλέψω σαββατιάτικα και θα έδινα ακόμα πιο άσχημη εντύπωση. 

 

Εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα δεν είναι τι κάνω εγώ όταν συνοδεύω τον γιο μου σε γενέθλια. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι γίνονται γενέθλια και μας προσκαλούν αβέρτα. Εγώ θυμάμαι ότι η πρώτη φορά που πήγα σε γενέθλια συμμαθητή μου ήταν στο Δημοτικό και μάλιστα σε προχωρημένη τάξη. Τη σήμερον τα παιδάκια κάνουν γενέθλια υπερπαραγωγές και προσκαλούν όλη την τάξη από τριών ετών! Αν είναι δυνατόν! Και αυτό συνεπάγεται και την παρουσία του γονέα. 

 

Αχ, και να ζούσαμε στη δεκαετία του ’80 όπου παρατούσες το παιδί σου όπου έβρισκες και ούτε γινόσουν στόχος κακεντρεχών σχολίων από άλλους γονείς, ούτε το παιδί κινδύνευε από κάτι. 

 

Στη δεκαετία του ’80 συνέβαιναν αδιανόητα πράγματα. Σήμερα θα θεωρούνταν εγκλήματα. Απλά να σας πω ότι κάθε Σάββατο εγώ και τα ξαδέλφια μου μαζεύομασταν στο σπίτι της γιαγιάς μου γιατί οι γονείς μου ήθελαν την ησυχία τους. Η γιαγιά μου το απόγευμα έφευγε να πάει να παίξει χαρτιά και παρατούσε 4 εγγόνια μόνα τους σε ένα μεγάλο σπίτι στο κέντρο της πόλης να παίζουν, χωρίς να έχουμε ιδέα σε ποιο σπίτι πήγαινε η γιαγιά να παίξει το κουμκάν της. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι πήγαινε "στην κυρία Μαρούλα". Ως εκεί. Ανοίγαμε τις πόρτες και ξεχυνόμασταν στη λεωφόρο Μακαρίου (η αλήθεια τότε ήταν άδεια από αυτοκίνητα, όπως ακριβώς είναι σήμερα δηλαδή, ερηπωμένη και σχεδόν στοιχειωμένη), παίζοντας καταμεσής της στράτας ό, τι φανταστείτε. Το καλύτερο όμως ήταν ότι η γιαγιά μου είχε κι ένα τσίγκινο γκαράζ στην αυλή της, στη στέγη του οποίου σκαρφαλώναμε και στήναμε έπιπλα φτιάχνοντας, κάστρα, καταφύγια, σπιτάκια, αδιαφορώντας αν ήταν ζήτημα χρόνου η τσίγκινη στέγη να υποχωρήσει και να πέσουμε και οι τέσσερεις από τρία μέτρα ύψος. Περνούσε κόσμος πεζός, μας έβλεπε εκεί πάνω σκαρφαλωμένους, ούτε ένας δεν έδινε σημασία. Αυτά ήταν χρόνια!

 

Μη θυμηθώ το άλλο, που έγραψα και τις προάλλες στο τουίτερ. Όταν ήμουν στην Τρίτη Δημοτικού πήγα επίσκεψη σε σπίτι συμμαθητή μόνος μου, ενόσω έλειπαν οι γονείς του (και αυτό ήταν οκ, δεν υπήρχε κάτι το μεμπτό να σε καλέσει στο σπίτι του φίλος σου εν έτει 1988 και να λείπουν οι γονείς του). Tο μεμπτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο πύθωνας που είχανε ως κατοικίδιο ήταν εκτός της γυάλας του, κάτω από τον καναπέ του σαλονιού, και χώνευε ένα κουνέλι που μόλις τον είχαν ταΐσει. Κι αυτό όλο το σκηνικό ήταν οκ. Φυσικά, εγώ χέστηκα πάνω μου όταν έμαθα ότι ο πύθωνας αλώνιζε μέσα στο σπίτι, αλλά ο φίλος μου με διαβεβαίωσε ότι το ερπετό είχε βαρυστομαχιάσει και ότι θα παρέμενε μαστουρωμένο κάτω από τον καναπέ ώσπου να χωνέψει, οπότε δεν είχα λόγο να αγχώνομαι. «Εξάλλου δεν είναι δηλητηριώδες, ούτε σκοτίζεται από επισκέπτες!» Παρόλα αυτά, εγώ πήρα από το σταθερό τηλέφωνο τη μάνα μου και ήρθε να με μαζέψει, γιατί έπαθα σοκ από το ότι βρισκόμουν μόνος σε ένα σπίτι με έναν πύθωνα ελεύθερο. Όχι, πείτε μου τη σήμερον ημέρα αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο, σε πόσα σάιτ θα ήμουν πρωτοσέλιδο!

 

Τέλος πάντων, το θέμα μας είναι τα παιδικά γενέθλια και όχι τα υπέροχα ‘80ς. Ναι! Αν ζούσαμε σε καιρούς πιο ανθρώπινους δεν θα υπήρχε πρόβλημα να αφήσω τον γιο μου στα γενέθλια και να φύγω. Αλλά εν έτει 2022 πρέπει να είμαι συνέχεια εκεί, να τον ελέγχω, ασχέτως αν στους πλείστους παιδότοπους υπάρχουν υπεύθυνοι υπάλληλοι που μαντρώνουν τα παιδιά και δεν τα αφήνουν να ξεμυτίσουν, συν το ότι τα παρακολουθούμε κι από οθόνες που είναι συνδεδεμένες με κάμερες και μεταδίδουν ανά πάσα στιγμή το τι συμβαίνει σε όλο τον πιαδότοπο. Παρόλα αυτά, και πάλι, είμαστε με τη ψυχή στο στόμα μην τυχόν και πάθουν κάτι. 

 

Ε, δεν είναι κόσμος αυτός!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 18, 2022

Τηλεγραφώ

Γεια σας και χαρά σας.

Πολλά και διάφορα συνέβησαν όλο αυτό το διάστημα που έχουμε να τα πούμε.

Κατ’ αρχάς έγιναν οι παραστάσεις μας. Με αναβολή μιας βδομάδας γιατί ο μισός θίασος κόλλησε κορωνοϊό και έπρεπε να περιοριστούμε μια βδομάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσουμε την προθεσμία για τη συμμετοχή μας στο διαγωνιστικό κομμάτι του φεστιβάλ του ΘΟΚ και ως εκ τούτου να μην μπορούμε να διεκδικήσουμε βραβείο. Για τα βραβεία παίζετε, θα με ρωτήσετε. Όχι βέβαια. Παίζουμε για τη ψυχούλα μας και για τα ψυχολογικά μας. Ήταν φυσικά πολύ ωφέλιμη βδομάδα. Με την έννοια ότι το περάσαμε κι αυτό ομαδικά, και μας έδεσε έτι περισσότερον. Κάναμε πρόβες μέσω ζουμ. Περνούσαμε τα λόγια, οργανώσαμε τις θέσεις των θεατών, καταφέραμε και τσακωθήκαμε κιόλας, όλα τα κάναμε οι ευλογημένοι, όλα! Έτσι είναι οι οικογένειες.

Ωραία πέρασα και φέτος στις παραστάσεις αν και ομολογώ πως όσο μεγαλώνω μεγαλώνουν μαζί και οι ιδιοτροπίες μου, οι οποίες συχνά αναχαιτίζουν την απόλαυση. Τουλάχιστον την απόλαυση που με χαρακτήριζε ως πρωτάρη στο ερασιτεχνικό θέατρο το πάλαι ποτέ 2008. Πλέον έχω άποψη για τα πάντα, από τη διανομή μέχρι τον φωτισμό. Όταν αυτά και άλλα πολλά δεν συμβαδίζουν με τη δική μου οπτική και αισθητική, χαλιέμαι. Σκηνοθέτης δεν είμαι βέβαια, και ούτε σκοπεύω να γίνω. Το διακύβευμα όμως είναι πλέον μεγάλο. Αν αφήνω σπίτι μία σύζυγο με δύο παιδιά μόνη για να πάω να παίξω θέατρο πρέπει και να το φχαριστιέμαι. Αν η ζυγαριά δεν κλίνει προς τη σωστή μεριά δεν αξίζει και τον κόπο. Το θέατρο πρέπει να είναι οργασμός. Δεν πρέπει να είναι κάτεργο.

Ήταν η πρώτη φορά που κόλλησα κορωνοϊό. Τουλάχιστον επίσημα. Είχα περάσει το ίδιο βαρύ κρυολόγημα και τον Φεβρουάριο του 2020 αλλά τότε δεν είχε ακόμα διαγνωστεί και ανιχνευτεί επίσημα ο κορωνοϊός στην Κύπρο, οπότε δεν μπορώ να γνωρίζω αν δεν ήμουν ο patient zero. Με χτύπησε πολύ βαριά, δυστυχώς. Είχα όλα τα συμπτώματα στο ζενίθ, πόνο στα κόκαλα, πυρετό, βήχα, μύξες. Ένα δράμα ήμουν. Απομονώθηκα στη σοφίτα κι όταν άρχισα να βελτιώνομαι και να φτιάχνει η διάθεσή μου χάρηκα ότι θα γλιτώσω από τα οικογενειακά καθήκοντα για μια-δυο μέρες, αλλά πού; Την Τρίτη μέρα της νόσησης βγήκαν θετικοί κι όλοι οι υπόλοιποι. Μπρέντα, Αλεξάκος και Μπουμπού! Οπότε η απομόνωση καταργήθηκε. Όχι μόνο ήμουν θετικότατος, αλλά έπρεπε να συμβάλω και στην ίαση των υπολοίπων, πράγμα που με αποτελείωσε σωματικά.

Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα συνέβησαν κι άλλα. Είχαμε και τα γενέθλια των μωρών. Ο γιόκας μου έγινε έξι χρονών και η Μπουμπού ενός. Να ‘χει καλά ο Θεός τα μωράκια μου. Όλα γύρω τους γυρίζουν. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία πια.

Εν τω μεταξύ διαβάζω διάφορα και θέλω να σχολιάσω τα άπειρα. Ο κόσμος αποτρελάθηκε εντελώς. Δεν είναι όπως ήταν πριν 10 χρόνια. Πλέον είναι όλοι για τον ζουρλομανδύα. Το τι ακούω μέσα σε εκείνο το τουίτερ και δεν πέφτω από τον τρίτο, δεν περιγράφεται. Φυσικά, μεγαλώνοντας βαριέσαι και να ασχοληθείς. Συνειδητοποιείς ότι είσαι περαστικός απ’ τη ζωή και σκέφτεσαι «ας κουρεύονται!» Δεν θα σας σώσω εγώ. Και ούτε και σας αξίζει.

Θα επανέλθω.