Το πόσο βαριέμαι σήμερα θα το διαπιστώσεις όταν θα σου
έχω εξιστορήσει την πιο κάτω ιστορία.
Όταν ήμουν Γυμνάσιο, οι συμμαθητές μου άρχισαν να
επισκέπτονται τα μπουρδέλα φανατικά προκειμένου να γίνουν άντρες και επίσημα.
Εγώ, που αυτά τα πράγματα τα σιχαινόμουν όσο τίποτα τω καιρώ εκείνο, απείχα σθεναρά
και αναρωτιόμουν αν ήταν φυσιολογικό που οι συμμαθητές μου ήθελαν να πηδήξουν
μια σεσημασμένη γριά που την έχει πάρει όλη η χώρα, απλά και μόνο για να καμωθούν
μετά ότι ανδρώθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Οι συμμαθηταί μου, επισκέπτονταν συχνά τη
γνωστή και μη εξαιρετέα Δημητρούλα, που είχε το «μαγαζί» της στην παλιά πόλη.
Έμπαιναν μέσα οι παρέες, και αυτή εξυπηρετούσε τον καθένα ξεχωριστά, τηρώντας
αυστηρή σειρά προτεραιότητας. Δεν ξέρω αν είχε και χαρτάκι με αριθμό στην
είσοδο σαν τις δημόσιες υπηρεσίες, θα σε γελάσω. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι οι
φίλτατοι δεκαπεντάχρονοι συμμαθητές μου, μπορεί να πλήρωναν κανονικά τον οβολό τους
για να ξεδώσουν, μα σιχαίνονταν εξίσου να εισβάλουν στον πόλεμο του κόλπου.
Οι περισσότεροι εξ αυτών έκαναν μια συμφωνία με τη
Δημητρούλα, (η οποία ήταν εκτός των άλλων και επιχειρηματικό μυαλό), που επέτρεπε
στους έφηβους να ανεβαίνουν στο κρεβάτι της (χωρίς παπούτσια όμως, εννοείται,
μην λερώσουνε και τα σεντόνια) και να χοροπηδάνε, ώσπου τα τριξίματα των
ελατηρίων να πείσουν τους ακροατές απ’ έξω ότι της γαμήσαν τα πάτερα. Μετά από
κάνα τέταρτο, κατέβαιναν από το κρεβάτι, μετρούσαν μέχρι το 10 και έβγαιναν από
το δωμάτιο δήθεν εξουθενωμένοι από το πολύ το σεξ, όπου συναντούσαν τους υπόλοιπους.
Ήταν τα μάλα διασκεδαστικό το πήδημα πάνω στο κρεβάτι, αν και τα πολλά τα
άλματα σε συνδυασμό με την έλλειψη συστήματος απορρόφησης κραδασμών,
επέφεραν το μοιραίο: Το έσπασαν.
Η Δημητρούλα, που δεν ήταν διατεθειμένη να καταστρέφει ένα
κρεβάτι κάθε Σάββατο που έβγαιναν τσάρκα τα Γυμνάσια, έσπευσε να συζητήσει
περαιτέρω το θέμα με τη Διεύθυνση και να βρουν μια λύση. Ως εκ τούτου,
αποφάσισαν όπως απαγορεύσουν τα άσκοπα πηδηματάκια στο κρεβάτι άνευ συνουσίας
προκειμένου να αποφεύγονται ζημιές στο στρώμα και τον σιδερένιο σκελετό του
κρεβατιού. Όμως, επειδή οι έφηβοι ήταν ένας τζίρος διόλου ευκαταφρόνητος, η
Δημητρούλα και η καλή της η τσατσά αποφάσισαν να βρουν μια μέση λύση ώστε να
είναι όλες οι πλευρές ευχαριστημένες.
Με την πρώτη ευκαιρία, η Δημητρούλα προμηθεύτηκε ένα
τραμπολίνο. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, ήτοι ολυμπιακών διαστάσεων, αλλά ούτε και πολύ
μικρό. Ήταν ένα ωραιότατο τραμπολίνο, με μπλε, πλαστική επένδυση περιμετρικά
του, του οποίου τα σιδερένια πόδια ήτο πτυσσόμενα και έτσι μπορούσε να κρυφτεί
κάτω από το κρεβάτι. Έτσι, όταν πλάκωναν τα 15χρονα, η Δημητρούλα έβγαζε το
τραμπολίνο κάτω από το κρεβάτι, το ξεδίπλωνε στο δωμάτιο, άρχιζαν τους πήδους
και τα προσποιητά βογγητά και οι έξω καμάρωναν τον παλικαρά.
Το τραμπολίνο εξελίχθηκε σε κωδικό. Μπορεί να ήταν κοινό
μυστικό ότι κανείς δεν συνουσιαζόταν και ότι όλοι έσπευδαν να (χορο)πηδήξουν
κυριολεκτικά, αλλά ουδείς τολμούσε να το παραδεχτεί. Οι παρέες της Λευκωσίας
κάθε Σάββατο πήγαιναν «για τραμπολίνο στης Δημητρούλας», έσκαγαν το δεκάλιρο, και
όλοι ήσαν ευχαριστημένοι: τόσο η Δημητρούλα που επιβεβαίωσε ότι είχε μεγάλο
ταλέντο στα startups, όσο και οι έφηβοι που συνέχισαν να διαδίδουν μύθους γύρω από τις
σεξουαλικές επιδόσεις τους.
Το τραμπολίνο αποδείχτηκε όντως μεγάλη πατέντα. Έβγαλε τα
λεφτά του μέσα σε ένα μήνα και κέρδος τρελό. Μέχρι που το δοκίμασε ο Γρηγόρης.
Ο Γρηγόρης ήταν ένας που καθόταν τρία θρανία πιο πίσω μου και ήταν μεγάλος
χάχας, και ο οποίος ήθελε να κάνει τραμπολίνο γυμνός. Του άρεσε η αίσθηση να
χοροπηδά και να αισθάνεται το πουλί του να πάλλεται πέρα δώθε στον αέρα καθ’ όλη
τη διάρκεια του άλματος. Εκεί που χοροπηδούσε πάνω-κάτω ένα Σάββατο αντίκρυ στη
Δημητρούλα, του ήρθε στύση εκεί που δεν το περίμενε, ξαφνιάστηκε, δεν ήξερε πώς
να τη διαχειριστεί, τα ‘χασε και προσγειώθηκε φαρδύς πλατύς πάνω στη στύση του.
ΜΠΑΜ! Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε, αλλά έσπασε το πέος του. Γίνεται κι αυτό, το
έχω ξανακούσει, αλλά μην με ρωτάς λεπτομέρειες, γιατρός δεν είμαι.
Τέσσερεις τον έβγαλαν τον Γρηγόρη από το μπουρδέλο και
τον πήγανε στο γενικό νοσοκομείο της Λευκωσίας – το παλιό. Τηλεφώνησαν και στη
μάνα του να έρθει επειγόντως να του φέρει τα πράγματά του.
Η Δημητρούλα απέσυρε έκτοτε το τραμπολίνο, το πέταξε σε
ένα άδειο οικόπεδο πίσω από το μπουρδέλο, κοντά στη Νεκρή Ζώνη, και από τότε
ξεκαθάριζε σε όλους τους πελάτες της που προέρχονταν από τα τριγύρω σχολεία,
ότι αν ήθελαν να πηδήξουν θα έπρεπε να το κάνουν με τον παραδοσιακό τρόπο κι ας
τη σιχαίνονταν- ολίγον τη ενδιέφερε. «Καλύτερα να κολλήσετε γονόρροια παρά να
σπάσετε το καμάρι σας, τουλάχιστον για την πρώτη υπάρχουν κρέμες, να τις προμηθευτείτε
από το φαρμακείο στη γωνία που συνεργαζόμαστε» τους έλεγε πριν ξεντυθούν. Και
ήταν κάθετη.
Όσο για τον Γρηγόρη, δεν ξέρω τι απέγινε, γιατί τον
έκαναν βούκινο και αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο με τη νέα χρονιά.