Όταν ήμουν μικρός οι γονείς μου
πάσχιζαν να με πείσουν να ασχοληθώ με τα αθλήματα γιατί έβλεπαν ότι το
αγαπημένο μου χόμπι ήταν να παρακολουθώ τηλεόραση οκτώ ώρες την ημέρα και αυτό τους
ανησυχούσε. Με το ζόρι με έγραψαν σε ένα κάρο αθλήματα μεταξύ των οποίων
μπάσκετ και τέννις, στα οποία ήμουν η δυστυχία προσωποποιημένη. Με είχαν γράψει
και κολύμβηση και εκεί ήμουν καλύτερος, αλλά ήρθε λίγο αργότερα στη ζωή μου με
αποτέλεσμα να έρχεται σε κόντρα με το πρόγραμμα του διαβάσματος και την άφησα
κι εκείνη.
Μόνο σε ένα είδος άθλησης έδειξα
πραγματική αφοσίωση και αγάπη κι αυτή ήταν η Ολυμπιακή Γυμναστική. Και αυτό όχι
γιατί ήμουν κανένα ξεχωριστό ταλέντο, αλλά επειδή πήγαινα με μία ομάδα φίλων
μου και το αντιμετώπιζα περισσότερο σαν παιχνίδι παρά σαν άθλημα. Ήταν ατομικό
άθλημα, οπότε έφερα εγώ την ευθύνη των επιδόσεών μου και παράλληλα, έκανα πλάκα
με τους φίλους μου. Πρέπει να σας πω ότι παρόλο που λατρεύω να παίζω θέατρο
(που είναι το πιο ομαδικό σπορ που υπάρχει), εντούτοις δεν αντέχω να ανήκω σε
ομάδες για πάρα πολλούς λόγους. Πρώτον, λόγω έλλειψης αυτοπεποίθησης και άγχους
ότι μπορεί να πάει κάτι στραβά και να πάρω όλη την ομάδα στο λαιμό μου, αλλά
και επειδή σπάνια μπορώ να συνεργαστώ με κόσμο χωρίς να σκοτωθούμε στην πορεία.
Δεν είμαι για πολλά-πολλά. Εξ ου και η Ολυμπιακή Γυμναστική μου έκατσε γάντι.
Βλέπω τον Πετρούνια πώς μεσουρανεί
τώρα στην Ολυμπιάδα και σκέφτομαι εκείνα τα ωραία χρόνια που κρεμόμουνα κι εγώ
απ’ τους κρίκους και έκανα τις στροφές μου και τα άλματα μου ως παιδάκι. Τι
καλά που ήταν. Το αντιμετώπιζα εντελώς σαν παιχνίδι, γι’ αυτό μάλλον και τα
πήγαινα καλά.
Μια φορά διοργανώθηκαν αγώνες. Και
λάβαμε μέρος όλα τα αγόρια της τάξης μου. Μας βαθμολογούσε ο καθηγητής μας και
μάλιστα είχαν προσκληθεί και οι γονείς μας να μας παρακολουθήσουν. Ήμασταν
πέντε παιδάκια, και εγώ κατετάγην τρίτος. Πήρα και το αργυρό μετάλλιο. Όταν
τελείωσε η απονομή και μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ο πατέρας μου, αντί να μου πει «μπράβο,
συγχαρητήρια» ή ένα ξέπνοο «είμαι περήφανος για σένα» γύρισε και μου είπε «έπρεπε
να είχες έρθει πρώτος!» Το είπε τόσο επικριτικά και με εμφανή την αίσθηση της μη
ικανοποίησης για το αποτέλεσμα, που με πείραξε όσο δεν φαντάζεστε. Όταν μπήκαμε
σπίτι πέταξα το μετάλλιο, πήγα και κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι και έκλαιγα με
λυγμούς. Έκλαιγα τόση πολλή ώρα που μετά από κάποια φάση έκλαιγα απλά μηχανικά
και άνευ λόγου. Παρόλα αυτά, όλος αυτός ο χαμός δεν ήταν αρκετός για να
θορυβήσει κανέναν από τους δύο γονείς ώστε να έρθουν να μου πουν ένα «δεν
πειράζει». Θυμάμαι ότι έβλεπαν ειδήσεις, εγώ έκλαιγα μέχρι που εξαντλήθηκα και
κοιμήθηκα.
Ακούς εκεί «έπρεπε να είχες έρθει
πρώτος!» Εγώ κατ’ αρχάς είχα ανακουφιστεί που δεν είχα έρθει τελευταίος. Το ότι
είχα αφήσει πίσω μου άλλα δύο παιδάκια ουδείς το υπολόγιζε ή το εκτιμούσε. Την
επόμενη μέρα πάντως, πήγα στο σχολείο και έδειχνα σε όλους μου τους φίλους το
αργυρό μετάλλιο γεμάτος περηφάνεια.
Από ψυχολογία και ενθάρρυνση οι
γονείς μου, μηδέν στο πηλίκο.
Φυσικά εμείς με τον γιο μας φτάσαμε
στο άλλο άκρο. Και να κλάσει του δίνουμε συγχαρητήρια που μυρίζει ωραία. Και
μουντζούρες να μας φέρει στο σπίτι από τη ζωγραφική, τις καδρώνουμε και τις κρεμάζουμε
στους τοίχους. Δεν ξέρω αν κι αυτή η τακτική είναι καλύτερη. Μια φορά και ο
γιος μου ακολουθεί την ίδια πορεία. Οκτώ ώρες την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση.
«Παπά, το ξέρω ότι έχω πολλά παιχνίδια αλλά μετά από 1-2 μέρες τα βαριέμαι.
Μόνο την τηλεόραση δεν βαριέμαι!» μου είπε τις προάλλες. Τι να του πω κι εγώ.
Αφού είμαστε ίδιοι. Απαράλλαχτοι. Λυπάμαι που ούτε αυτός δεν προέκυψε αθλητικός
και το ενδεχόμενο ενός ολυμπιακού μεταλλίου φαντάζει απομακρυσμένο, μα πώς
μπορώ να έχω απαιτήσεις που ούτε εγώ δεν ήμουν σε θέση να ικανοποιήσω. Δεν
πειράζει γιε μου υπέροχε, του είπα, δες τηλεόραση και ό, τι σε κάνει χαρούμενο.
Θα κάτσω δίπλα σου να δούμε το
επόμενο επεισόδιο αγκαλιά.