Σάββατο, Ιουλίου 28, 2012

Το Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο Τα Είδε Όλα!


Όπως ξέρεις, σπούδασα στην Αγγλία για έξι χρόνια (ιδανικά ήθελα να σπουδάσω στην Ελλάδα, μα δεν πέρασα) και καλώς ή κακώς όλα αυτά που είδαμε χθες βράδυ στην τελετή έναρξης τα έχω αφομοιώσει και τα έχω συμπαθήσει. Δεν τους έχω δώσει περισσότερη αξία από όση έχουν, ούτε τα έχω υψηλά στην υπόληψή μου λες και πρόκειται για επιστημονικά συγγράμματα, αλλά όσο να ‘ναι, τόσο ο Μπέκαμ, όσο και ο Ντάνιελ Γκρεγκ μου ξυπνούν φοιτητικές αναμνήσεις που δεν μπορώ να μηδενίσω ή και να διαγράψω τόσο αψήφιστα.

Ομοίως, τις κλασσικές επιτυχίες της ποπ που παιάνισαν στο ολυμπιακό στάδιο χθες βράδυ από τους Bee Gees, Queen, Rolling Stones και Beatles τις θεωρώ αναπόσπαστα κομμάτια της μουσικής κληρονομίας του homo sapiens και σίγουρα χάρηκα που παρουσιάστηκαν χορογραφημένες σε ένα από τα διάφορα κεφάλαια της χθεσινής τελετής.

Παρόλα αυτά, αυτό που είδαμε χθες δεν ήταν έναρξη ολυμπιάδας. Μπορούσε να ήταν ένα άριστο interval act στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, θα μπορούσε να είναι ένα άρτιο αφιέρωμα στην αγγλική ποπ κουλτούρα στα Brit Awards, αλλά δεν θα μπορούσε να ήταν έναρξη ολυμπιάδας. Και ούτε θα έπρεπε να ήταν!

Η ολυμπιακή ιδέα αποτελείται από ένα μάτσο πανανθρώπινες αξίες και ιδεώδη τα οποία δεν μπορούν να συμπυκνωθούν ούτε στα παραμύθια της Μαίρης Πόππινς, ούτε στα ρεφρέν των Sugarbabes, αλλά ούτε βέβαια στο απόσπασμα του Σαίξπηρ που απαγγέλθηκε στην αρχή (ως στάχτη στα μάτια, τύπου: «δείτε, έχουμε και κουλτούρα»). Πού ήταν το μέτρο; Πού ήταν το ευ αγωνίζεσθαι; Πού ήταν η ποίηση, πού ήταν το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης; Πουθενά. Ήταν όλα στην τελετή έναρξης του Παπαϊωάννου.

Είδαμε το 2004 να ξετυλίγεται μπροστά μας ο έρωτας, να γεννιούνται και να εξελίσσονται οι επιστήμες, τα μαθηματικά, οι τέχνες και τα γράμματα. Ακούσαμε άριες της Μαρίας Κάλλας και ζωντανέψαμε δυόμιση χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Είδαμε το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Χθες τι είδαμε; Τον Mr Bean να παίζει το πουλί του και τη Βασίλισσα να πέφτει με αλεξίπτωτο; Ήταν ωραίο θέαμα δεν λέω (αν γκρεμοτσακιζότανε στ’ αλήθεια, θα ήταν ακόμα καλύτερο) αλλά το χθεσινό δεν θα μπορούσε να ήταν γιορτή της ανθρωπότητας. Ήταν οι Άγγλουρες που προσπαθούσαν να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι. Δείξανε και τον Χριστόφια και την Έλση στις κερκίδες όταν μπήκε η κυπριακή αποστολή στο στάδιο, χειρότερα δεν γινότανε!

Ακόμη και οι Κινέζοι το 2008, καλύτερα τα πήγαν. Ελάχιστα θυμάμαι από εκείνη την τελετή γιατί λόγω διαφοράς ώρας ήμουν στη δουλειά και δεν μπορούσα να τη δω ολόκληρη, αλλά εξ όσων θυμάμαι, είχαν πιάσει το νόημα. Και δεν το λέω αυτό από άποψη τεχνικής κατάρτισης. Θέλω να πω, οι Κινέζοι έδειξαν έναν Κομφούκιο, έδειξαν τις τέχνες του καράτε και τις αρετές της πειθαρχίας… Οι Εγγλέζοι χθες μας έδειξαν μια τύπισσα που έχασε το κινητό της και της το βρήκε ένας Άγγλουρας στο κλαμπ και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Η μόνη φάση που παραδέχομαι ότι μας ξεπέρασε, ήταν το άναμμα της φλόγας. Πολύ εντυπωσιακή η εστία όπως σχηματίστηκε. Και ομολογώ ότι και το κλείσιμο της τελετής με το “Hey Jude” ήταν συγκινητικό. Αλλά τίποτα παραπάνω. Με τη Μαρινέλλα και τις γύφτισσες με τα καρπούζα στην τελετή λήξης του 2004 πιο πολύ είχα βουρκώσει, που λέει ο λόγος... 

Με λίγα λόγια, η έναρξη ήταν κατώτερη των περιστάσεων της διοργάνωσης και μου φαίνεται ότι οι Άγγλοι είτε δεν κατάλαβαν πόσο σπουδαία αποστολή έχουν αναλάβει και δεν την αντιμετωπίζουν με το ανάλογο δέος, είτε δεν θέλουν να την αντιμετωπίσουν όπως της αξίζει (μόνο και μόνο που βρέθηκαν ζώα να χρησιμοποιήσουν τη φλόγα για ν’ ανάψουν τσιγάρο είναι ενδεικτικό του κόμπλεξ τους). Η αλήθεια είναι πάντα κάπου στη μέση.

Πάλι καλά να λέμε που δεν έδειξαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα και να τα παρουσιάσουν ως δικά τους και όλα τ’ άλλα είναι ψιλά γράμματα. Μια φορά, επιβεβαιώνεται πόσο μπροστά ήταν ο Παπαϊωάννου το 2004 ή μάλλον, πόσο μπροστά ήταν και θα είναι η Ελλάδα - ακόμη και ως πτωχοκομείο.

Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2012

Περασμένα, Ξεχασμένα!

Διανύω ίσως το πιο ήρεμο καλοκαίρι των τελευταίων τριών ετών.

Ξεκουράζομαι πολύ και κάνω μόνο ό, τι γουστάρω. Τα απογεύματα μετά τη δουλειά πέφτω και κοιμάμαι και δεν βάζω ξυπνητήρι. Και τρίωρο αν συμπληρώσω στον ύπνο δεν με νοιάζει αν αναποδογυριστεί το βιολογικό μου ρολόι. Βουτώ και κολυμπώ στην πισίνα κάθε μέρα βάσει προγράμματος. Δεν δροσίζομαι απλά, κάνω γυμναστική και είδα τρομερή βελτίωση στις αντοχές μου, έχασα και μερικά κιλάκια που είχαν στοιβαχτεί γύρω από την κοιλιά, χρόνια τώρα. Βλέπω το κορίτσι μου συχνότερα απ’ ό, τι τον χειμώνα και αγαλλιάζω. Δεν πολύ-βγαίνουμε έξω, αρκεί που ξαπλώνουμε στη ξαπλώστρα της βεράντας αγκαλιά και ρεμβάζουμε.

Πλησιάζουμε αισίως στο τέλος μιας θυελλώδους περιόδου που ξεκίνησε το 2009 με τη ρήξη ανευρύσματος που έπαθα, συνεχίστηκε με το πένθος της απώλειας του πατέρα μου και κορυφώθηκε με τα κουλουβάχατα στο σόι μου. Ήταν τρία χρόνια που συνδύαζαν ανάρρωση, πένθος και προσπάθεια προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Κόντεψα να τρελαθώ. Μπορεί να δραστηριοποιούμουν σε διάφορους τομείς για να «ξεφεύγω» από όλο αυτό και να μην το «ζω» (έπαιζα θέατρα το ένα πίσω τ’ άλλο, πήγαινα εκατό ταξίδια τον χρόνο και έλειπα από το σπίτι συνέχεια), αλλά στο τέλος της μέρας κορόιδευα τον εαυτό μου. Εξαντλήθηκα, κυρίως ψυχολογικά. Κουράστηκα, αναγκάστηκα να περάσω από δύο χρόνια ψυχοθεραπείας, αλλά νομίζω ότι τώρα όλα φτάνουν στο τέλος τους.

Το έχω ανακοινώσει ήδη στη ψυχολόγο μου. «Δεν σε χρειάζομαι άλλο, νιώθω καλά και δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε τις συνεδρίες». Συμφώνησε εν μέρει, μου είπε να βρεθούμε ακόμα 2-3 φορές ενδεικτικά για να σιγουρευτούμε ότι δεν λέω μεγάλα λόγια και της είπα ΟΚ.

Να σου πω την αλήθεια, δεν πίστευα ότι θα τελειώναμε ποτέ. Σε κάποια φάση είχα εθιστεί στη ψυχοθεραπεία, γοητεύτηκα κιόλας από το γεγονός ότι είχα απέναντί μου μια ωραία γυναίκα που με άκουγε με προσοχή χωρίς να με κατακρίνει και χωρίς να μου αντιμιλά (η απόλυτη αντρική φαντασίωση!), δεν έβλεπα την ώρα να τη συναντήσω! Έκλεινα το ένα θέμα και άνοιγα άλλο, ήθελα να συζητήσω μαζί της τα πάντα, από τα πιο άμεσα μέχρι τα βαθύτερα υπαρξιακά μου, αλλά νομίζω από το πολύ το μπίρι, μπίρι στο τέλος αυτοκτόνησε μέσα μου κι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. «Έφτασες στην πλήρη αποχαύνωση» θα μου πεις. Ε, μπορεί… Ούτως ή άλλως δεν πιστεύω ότι ο ψυχολόγος σου λύνει τα προβλήματα. Απλώς σε βοηθά να τα συνηθίσεις. Με λίγα λόγια… σε «αποβλακώνει». Είναι κι αυτή μια άποψη.

Οπότε, είναι που είναι 50 βαθμοί κελσίου έξω και δυσανασχετώ εύκολα, πρόσθεσε και το «βαρέθηκα να σε πληρώνω για να σου λέω τον πόνο μου», έφτασα αισίως στο σημείο να νιώθω ότι είμαι πλέον καλά. Υποτροπιάζω βέβαια μέσα, μέσα και βρίζω Θεούς και δαίμονες διά το βίο και τη πολιτεία που ζω, αλλά και ποιος δεν φτάνει στα όριά του στη σύγχρονη κοινωνία μας;

Το καλό είναι ότι νιώθω πως η καταιγίδα πέρασε και τώρα αισθάνομαι σαν να αγναντεύω το ουράνιο τόξο ξαπλωμένος σε μια αιώρα κάπου στην Ταϊλάνδη. Όλα καλά. Σάντους Ντόμινε! Ξορκισμένα στον απήγανο! Επίσης, οφείλω να σου εξομολογηθώ ότι στα δύο χρόνια ψυχοθεραπείας σιγουρεύτηκα και για κάτι άλλο: Οι υπόλοιποι έχουν περισσότερη ανάγκη τη ψυχοθεραπεία από μένα. Δεν τους το λέμε όμως για να μην τους πανικοβάλουμε.

Και τώρα, όλοι όρθιοι και πάμε:


[Γράψαμε αυτό το κείμενο, φτύσαμε στον κόρφο μας και χτυπήσαμε ξύλο τρεις φορές].

Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2012

Όταν Πέθανε η Βουγιουκλάκη

Σαν σήμερα, το 1996, πέθανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Διάβαζα προ ολίγου σε μια ιστοσελίδα ένα αφιέρωμα στην καριέρα της και έπεσα στην πιο κάτω φωτογραφία από το φέρετρο.


Θεωρήθηκε πολύ προχωρημένο τηλεοπτικό πλάνο για την εποχή. Τέλος πάντων, άλλο θέλω να σχολιάσω. Έχω μια υπέροχη γιαγιά που το 1996 θεώρησε ότι η κηδεία της Βουγιουκλάκη ήταν ένα must have αρχείο για τη βιντεοθήκη της και την έγραψε στο βίντεο. Την είδε πάνω από 150 φορές την συγκεκριμένη κασέτα. Πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι της και την βρίσκαμε στο σαλόνι να πλέκει και να παίζει την κηδεία σε επανάληψη. Ειδικά το σημείο που άνοιξαν το φέρετρο και φάνηκε το πρόσωπό της το έπαιρνε rewind και το ξανάπαιζε ενώ μετά πατούσε το pause για να δει «αν ήταν όμορφη!» Τόσο πολύ, που το εν λόγω στιγμιότυπο χάλασε και όταν βάλεις τώρα την κασέτα να την δεις, σ’ εκείνο το σημείο εμφανίζεται χιόνι στην οθόνη από το πολύ το παίξε, παίξε.

Τι κόλλημα τρώει ο κόσμος με το αν το πτώμα είναι όμορφο, δεν μπορώ να το καταλάβω. Θυμάμαι ότι και στην κηδεία του πατέρα μου, η μάνα μου πήγε να τσεκάρει το φέρετρο (εγώ δεν άντεξα), και βγήκε από το δωματιάκι ευχαριστημένη γιατί «φαινόταν περιποιημένος!»

Τι να πεις. Εν πάση περιπτώσει, όποτε δω αυτή τη φάση με τη Βουγιουκλάκη στο φέρετρο θυμάμαι τη γιαγιά μου και γελώ. Δεν κοροϊδεύω βέβαια, γιατί αν ω μη γένοιτο πάθει τίποτε η Βίσση δεν θέλω να ξέρω πού μπορεί να φτάσω. Ναι, είμαστε πολύ ενδιαφέρον / τραγικό σόι.

Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2012

United Colours of Γκόμενων

Οι επιστήμονες πήρανε το φως το αναλύσανε, το φιλτράρανε, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο το κάνανε, και καταλήξανε ότι ο ανθρώπινος οφθαλμός μπορεί να αναγνωρίσει ανάλογα τη πυκνότητα και τη συχνότητα του φωτός επτά διαφορετικά χρώματα στο σύνολό του. Τα λεγόμενα χρώματα της ίριδος, τα περιβόητα χρώματα του ουράνιου τόξου, ήτοι: το μπλε, το γαλάζιο, το μωβ, το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο και το πράσινο. Επτά χρωματάκια, τα μάθαμε από γεννησιμιού μας, απλά και όμορφα!

Κι ύστερα ήρθαν οι γκόμενες! Οι γκόμενες κατάφεραν να καταρρίψουν όλες τις επιστημονικές έρευνες και να αναθεωρήσουν τα χρώματα. Τα αυξήσανε από 7 σε 700! Ανακαλύψανε χρώματα που ούτε στην πιο ακραία φαντασίωση δεν μπορούσες να σκεφτείς ότι υπήρχαν. Είναι χρώματα που μόνο αυτές μπορούν να αναγνωρίσουν και που δυστυχώς το αντρικό μάτι αδυνατεί να αναλύσει!

Το Μπορντό! Αν πίστευες ότι Μπορντώ είναι μόνο η πόλη της Γαλλίας ή και το διάσημο ποδοσφαρικό κλαμπ, λανθάνεσαι. Μεγαλώνοντας μάθαμε ότι το μπορντό είναι ένα επιπλέον χρώμα τα οποίο κινείται ανάμεσα σε κόκκινο και καφέ, σαν κρασί ένα πράμα, σαν αίμα που έπηξε και σχημάτισε κακκάτι. Όπως και να έχει, αν τολμήσεις να πεις μιας γκόμενας ότι έκατσε και έβαψε τον τοίχο κόκκινο αντί μπορντό, θα έχεις ν’ ακούσεις τα εξ αμάξης!

Το Κοραλλί! Το κοραλλί είναι το προσωπικό αγαπημένο μου, το πιο αστείο απ’ όλα! Αν κρίνεις από το όνομα, το κοραλλί πρέπει να είναι ένα κακάσχημο χρώμα το οποίο προφανώς εμπνεύστηκαν οι γκόμενες από τα κοράλλια του βυθού. Ένα χρώμα δηλαδή, που μπορεί να συνδυάζει μαύρο, άσπρο, πράσινο της μάλλας, καφέ από φύκια και δεν ξέρω τι άλλα σκατά βρίσκει κανείς μπλεγμένα σε μια χούφτα από κοράλλια. Κι όμως! Το κοραλλί δεν είναι άλλο από μία απόχρωση του πορτοκαλιού! Μία φορά τόλμησα και είπα στη Μπρέντα «ωραίο το πορτοκαλί φουστάνι σου» και παραλίγο να με γδάρει ζωντανό: «Δεν είναι πορτοκαλί! Για όνομα του Θεού, είναι κοραλλί! Όπως το φόρεμα της Παπαρίζου στη Γιουροβίζιον του 2005!» ΟΚ, για μένα πορτοκαλί ήταν κι εκείνο…

Το κίτρινο της ώχρας! Άλλο ένα ξεκαρδιστικό όνομα! Πρόσεξε: Δεν είναι απλά ένα τυχαίο κίτρινο. Είναι το κίτρινο της ώχρας! Όπως έλεγε και η Ζουμπουλία: «Η Τούλα του Ζαβού», «η Μαρίκα του Μπακάλη», έτσι κι εδώ, έχουμε το κίτρινο της ώχρας! Τώρα ποια είναι αυτή η ώχρα, θα σε γελάσω. Αν σώνει και καλά έπρεπε το κίτρινο να ανήκει κάπου για να προσδιορίζεται, ας ανήκε στο καναρίνι (που είναι διάσημο και το γνωρίζουμε όλοι), ή στο ΑΠΟΕΛ, το κίτρινο του οποίου δεν αμφισβητείται. Τελικά, έμαθα ότι το κίτρινο της ώχρας είναι μια πιο ξεθωριασμένη απόχρωση, τώρα γιατί δεν λέγεται σκέτο «ξεθωριασμένο κίτρινο» και έπρεπε να λέγεται «κίτρινο της ώχρας» είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ.

Η γελοιότητα με τα χρώματα που εξυπηρετεί κυρίως τις κοπτοραπτούδες και τους γραφίστες συνεχίζεται. Τις προάλλες, όταν έπρεπε να βάψουμε τα σκηνικά μας για την παράσταση που ανεβάσαμε, η υπεύθυνη των σκηνικών μου είπε: «Να πάς στο Super Home Center και να αγοράσεις μια μπογιά σε χρώμα Russian Velvet!» Έμεινα κάγκελο. «Τι θα πει μάνα μου, Russian Velvet?» Πήγαινε και θα δεις. Φτάνοντας εκεί, τσέκαρα τον «περιοδικό πίνακα με τα χρώματα» και έκπληκτος αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για το μωβ. Η κοπέλα μπορούσε να μου πει ένα σκέτο «φέρε μια μπογιά σε απόχρωση μωβ» αντ’ αυτού έπρεπε να το πει russian velvet για να προσδώσει περαιτέρω κύρος στη δουλειά που κάνει. Ε, βέβαια! Θα έχουν οι χημικοί 100 στοιχεία στον περιοδικό πίνακα; Θα δημιουργήσουμε εμείς 200 χρώματα να τους μπούμε στο μάτι!

Ο κόσμος, δεν μπορεί να μιλήσει απλά να συνεννοούμαστε. Πρέπει πάντα να το περιπλέκει το πράμα. Θυμάμαι παλιότερα που ζούσε ο πατέρας μου που του τηλεφώνησε μια γριά και του είπε: «γιατρέ, δεν είμαι καλά!», τι έχεις, την ρώτησε κι αυτή του είπε: «τα κακά μου έχουν περίεργο χρώμα!» Τι χρώμα; «Έχουν το ίδιο χρώμα με το συκώτι του χοίρου!» (το βλαντζίν του σιοίρου, κατά την κυπριακήν), δηλαδή; Ρώτησε ο πατέρας μου. «Σου λέω, είναι σαν το συκώτι του χοίρου!» Της έμπηξε κάτι φωνές, ακόμα τις θυμάμαι: «Και που θες να ξέρω κυρά μου τι χρώμα έχει το συκώτι του χοίρου; Πες ένα χρώμα να συνεννοηθούμε!»

Προ ολίγου διάβαζα και κάτι άλλο διασκεδαστικό στο τουίτερ. Ένας αρχιτέκτονας έγραψε ότι μία πελάτισσά του, του ζήτησε να της βάψει το σαλόνι της σε χρώμα satin cristal clear! Δηλαδή άσπρο. Μα είναι να τρελαίνεσαι! Γιατί δεν λες άσπρο κυρά μου να καταλαβαινόμαστε; Τώρα θυμήθηκα όταν πήγα να αγοράσω την Giulietta και μου είπε μια ηλίθια: «Θα πάρεις κόκκινη τελικά; Γιατί πήρα κι εγώ μια Giulietta σε χρώμα milky White! (δηλαδή, άσπρη)» Milky White στον κώλο σου, σιχτίρι από δω χάμω!

Ξέρεις τι θα γίνει στο μέλλον… Το βλέπω να ‘ρχεται. Δεν θα υπάρχουν χρώματα. Θα υπάρχουν μόνο προσδιορισμοί. Δηλαδή θα λέμε: Το μπλε της θάλασσας του Κόννου, το κεραμιδί της στέγης του Λονδίνου, το πράσινο της μούχλας, το καρπουζί, το λεμονί, το αχλαδί, το πεπονί, το μουνί! Θέλω ένα πουκάμισο σε χρώμα γιαουρτί, εσώρουχα σε χρώμα μπισκοτί, ανταύγειες σε χρώμα πευκοβελονί… Άσε μας!

Κάποτε έβρισκα εξτρίμ το ότι κάποιοι αποκαλούσαν το γαλάζιο, τιρκουάζ! Πού να ΄ξερα ότι μια μέρα για να αναγνωρίζω τα χρώματα θα πρέπει πρώτα να πιω δέκα χάπια έκσταση!

Κυριακή, Ιουλίου 15, 2012

Το Τέλος Του Ζοο

Το Ζοο, το θρυλικό κλαμπ της πρωτεύουσας που ανέθρεψε γενεές και γενεές αππωμένων Κυπραίων, κατέβασε ρολά χθες βράδυ.

Αν σου πω ότι έβαλα τη γάτα μου να κλαίει που έκλεισε το Ζοο, θα είναι ψέματα. Για μένα το συγκεκριμένο κλαμπ έκλεισε προ επταετίας και τα τελευταία χρόνια ζήτημα αν το επισκέφτηκα μία με δύο φορές κατόπιν άσκησης ψυχολογικής πιέσεως ή και εκβιασμού.

Όπως και να ‘χει όμως, το Ζοο αποτέλεσε σημείο αναφοράς στη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας και οφείλω να παραδεχτώ ότι μου πρόσφερε αξέχαστες νύχτες και απίστευτα ξεφαντώματα όταν ήμουν στα νιάτα μου, δηλαδή κάπου ανάμεσα στα 19 και τα 25 μου χρόνια.

Δεν θα ξεχάσω εποχές, εκεί γύρω στο 1999 που βάζαμε μέσον για να γλιτώσουμε από την πόρτα του. Ήταν η εποχή που ο Κυπραίος ασπάστηκε το βλάχο-lifestyle και μετέτρεψε το εν λόγω κλαμπ σε Studio 54 wannabe – αυτή τη στιγμή καταπίνω τον εμετό μου. Θυμάμαι νύχτες που κάναμε απόπειρες να μπούμε στο Ζοο και προσεγγίζαμε την πόρτα με δέος λες και πηγαίναμε στην ιερά εξέταση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πορτιέρης επέλεγε μόνο τους «εκλεκτούς» από την κάθε παρέα για να εισέλθουν στο κλαμπ. «Εσείς μπαίνετε, εσείς όχι», τύπου στ’ αριστερά οι αμνοί, στα δεξιά τα ερίφια.

Η πόρτα του Ζοο είχε καταντήσει ψύχωση ανάμεσα στις λαϊκές καλλονές της πρωτεύουσας, μάλιστα δεν θα ξεχάσω τα λόγια μιας γνωστής μου που μου είχε πει: «Προτιμώ να πεθάνω παρά να φάω πόρτα στο Ζοο, γι αυτό ντύσου καλά!» Θυμάμαι μια άλλη φορά που καθώς περίμενα μέσα στο τσούρμο να έρθει η σειρά μου για να περάσουν τα ρούχα μου από την έγκριση του εκάστοτε επιστήμονα-πορτιέρη, έζησα ιδίοις όμμασι το εξής τραγελαφικό: Φτάνει κοντοπίθαρη γκόμενα, κουνιστή και λυγιστή, στο κεφαλόσκαλο του Ζοο:

-        Με συγχωρείται, δεν μπορείτε να περάσετε, είμαστε γεμάτοι.
-        Μα, έχω κράτηση.
-        Είμαστε γεμάτοι!
-        Συγγνώμη, αλλά η παρέα μου είναι ήδη μέσα και η κράτηση έγινε στο όνομά μου!
-        Λυπάμαι.
-        (Έτοιμη να κλάψει) Μα, έχω τα γενέθλιά μου… Ορίστε και η τούρτα (του τη δείχνει).
-        (Δυσανασχετεί) Καλά, περάστε!

Τέτοια μεγαλεία ζήσαμε ως κοινωνία τότε, αλλά καλά να πάθουμε γιατί τα ανεχτήκαμε μια χαρά και τα απολαμβάναμε όταν τύχαιναν σε άλλους.

Εν πάση περιπτώσει, καλώς ή κακώς, έχω πολλές στιγμές απείρου κάλλους να θυμάμαι από εκεί μέσα:

Κατ’ αρχάς, δεν ξεχνώ με τίποτα το καλοκαίρι του 2000 που απολυόμουν από τον στρατό και ήμουν εκεί μέσα τρεις φορές τη βδομάδα. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή χτυπούσαμε κάρτα. Ήταν και η μουσική υπέροχη τότε, είχε βγει η «αγάπη υπερβολική» και δεν είχα καλύτερο από το να κοιτάζω από τη σκάλα όλο το πλήθος να χτυπιέται και να φωνάζει «θα-πε-θα-νω» σαν να είμαστε σε ροκ συναυλία.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, που πήρα το χαρτί της απόλυσης ήμουν και πάλι εκεί, τύφλα στο μεθύσι. Χόρευα το «όλα τα λεφτά» πάνω σε σπασμένα ποτήρια στις 5:00 το πρωί και οι «σειράδες» μού βαρούσαν παλαμάκια. Γενικά, έφυγα από το Ζοο άπειρες φορές τύφλα στο μεθύσι, και όταν σκέφτομαι σήμερα ότι επέστρεφα σπίτι μου οδηγώντας χωρίς καλά, καλά να μπορώ να ελέγξω τις αισθήσεις μου απορώ πώς τη γλίτωσα.



Αυτή η φώτο είναι από τα γενέθλιά μου, το 2000, όπου είχε γίνει χαμός! Τα πρόσωπα τα κάλυψα επίτηδες, καθότι οι κύριοι και η κυρία σήμερα είναι διασημότητες. 

Στο Ζοο γιόρτασα τουλάχιστον τρεις φορές τα γενέθλιά μου, μία το 2000, μία το 2001 που είχα και το κολομβιανό αμόρε μαζί μου και παραλίγο να της βγάλω το μαλλί τρίχα, τρίχα (άσε, μεγάλη ιστορία), και μία το 2005 που όμως με το ζόρι τη θυμάμαι. Επίσης, στο ίδιο κλαμπ έζησα την καλύτερη παραμονή πρωτοχρονιάς της μέχρι τώρα ζωής μου, από 2000 προς 2001 όπου και πάλι έγινα τύφλα και σε συνδυασμό με τη Βίσση που έρρεε άφθονη (θυμάμαι έβαζε την «κραυγή» τρεις φορές μες το ίδιο βράδυ, το «δεν με αγαπάς» δις και την «αγάπη υπερβολική» αμέτρητες φορές!) παραλίγο να πέσω από τη γέφυρα του 2ου ορόφου από την πώρωση.


Με αυτή τη φώτο εδώ γελάω πολύ. Διότι αναγνωρίζω αυτό το βλέμμα που είναι στη βότκα βουτηγμένο και δεν μπορεί να εστιάσει στο φακό, κοιτάει το υπερπέραν. Ήμουν 20 χρονών εκεί, πάλι στο Ζοο, είχα και μαλλιά καθώς διακρίνω, το δε μούσι που παραπέμπει σε μέλος της Αλ Κάιντα που τελεί υπό δοκιμασία, απλά ασχολίαστο...

Μετά το 2005, το Ζοο έχασε κάθε αίγλη που πιθανόν να είχε, και δεν είχα καμία καούρα να βγω να διασκεδάσω εκεί. Μίκρυναν οι ηλικίες που σύχναζαν εκεί, ή μάλλον μεγάλωσα εγώ, η ατμόσφαιρα ήταν πάντα αποπνικτική, ήταν πατείς με πατώ σε, δεν χωρούσε ούτε να κλάσεις και δεν είχα τόσες αντοχές. Επιπλέον, όποτε κι αν τύχαινε να βρεθώ εκεί, μετά βίας έβρισκα κάποιον γνωστό μου να πω δυο κουβέντες και ήταν προφανές πως η γενιά μου είχε «μεταφερθεί» αλλού.

Ακόμα το ψάχνω αυτό το «αλλού», μα δεν έχει σημασία, γιατί πλέον σπάνια βγαίνω από το σπίτι τα βράδια. Ούτε που θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που πήγα κλαμπ με τους φίλους μου. Άσε, καταντήσαμε σαν τους γέρους…

Έτσι που λες, το θάψαμε και το Ζοο. Οικονομικοί οι λόγοι που οδήγησαν στο λουκέτο, λέει φίλος που ξέρει καλύτερα τα εκ των έσω. Λογικό. Εδώ ο κόσμος χάνεται, καίγεται το μπικίνι μας, το Ζοο θα γλίτωνε από τη λαίλαπα της πενταετίας του Χριστόφια; Eurocypria, Cyprus Airways, Μαρί, Ζοο! Ιδού τα επιτεύγματα του σκατοκούμμουνου!  

Κι έτσι, κυρίες και κύριοι, μετά την Amandas που μετατράπηκε σε εστιατόριο Goodys, άλλη μια γενιά αποχαιρετά το κλαμπ που τη χαρακτήρισε και το οποίο θα μετατραπεί σε γυμναστήριο. Κάποτε η γιαγιά μου μού έδειχνε το «Χαλέπι», το ζαχαροπλαστείο, και μου έλεγε «εδώ κάποτε ήταν το στέκι του παππού σου». Ε, τώρα θα δείχνω κι εγώ στα παιδιά μου ένα γυμναστήριο και θα τους λέω «κάποτε εδώ μέσα, έκανα τα καλύτερα πάρτι της ζωής μου!»


Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2012

Τόσο Σ6!

Σήμερα αυτό το υπέροχο και ανεπανάληπτο μπλογκ κλείνει 6 χρόνια ζωής.

Το τι πέρασα τα τελευταία έξι χρόνια το ξέρετε, το ζήσαμε μαζί από τις καλές μέχρι τις κακές αναρτήσεις, από τις αστείες μέχρι τις σαχλές και από τις αφελείς μέχρι τις πιο έξυπνες. Όλα είναι εδώ, μπροστά σου, ανατρέχεις σ’ αυτά όποτε γουστάρεις! Το αγάπησα όσο τίποτε αυτό το μπλογκ, αποτελεί αναμφίβολα σήμα κατατεθέν μου, αλλά…

...Αλλά υπάρχουν θέματα.

Όπως ίσως να παρατήρησες, τελευταίως γράφω αραιότερα και δεν έχω το ίδιο κέφι όπως παλιά. Δύο παράγοντες ευθύνονται:

Κατ’ αρχάς, η Μπρέντα. Η Μπρέντα με διαβάζει και εξ αιτίας της προσέχω διπλά και τριπλά τι γράφω γιατί καταλαβαίνεις, δεν θέλω ένα μπλογκ να επηρεάσει τη σχέση μου. Να γράψω κάτι και να αγχώνομαι μήπως παρερμηνευτεί, παρεξηγηθεί, και την εκνευρίσει (όπως βλέπεις βαράω προσοχή στο όνομά της, σούζα μ ‘έχει, σήκω κάτσε, κάτσε σήκω). Ακόμα κι αυτό που σου γράφω τώρα, πιθανόν να αποτελέσει casus belli και να αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού τύπου: «ποιος νομίζεις ότι είσαι γιε μου και ασχολούμαι με τις αηδίες που γράφεις και θα νομίζει ο κόσμος ότι είμαι κανένας Κέρβερος…».

Όπως και να ‘χει, από τη στιγμή που η ψυχή μου ανήκει στη Μπρέντα, αυτή δεν μπορεί να εκτίθεται ταυτόχρονα και στα μπλογκς, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που την εξέθετα προηγουμένως.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι παρόμοιος με τον πρώτο. Με διαβάζουν πλέον πολλοί. Εννοώ με διαβάζουν πολλοί γνωστοί και φίλοι (για τους άγνωστους και ανώνυμους ολίγον κόπτομαι). Από τη στιγμή που ξέρω πως ότι γράψω το διαβάζει όλο μου το σόι και όλο μου το επαγγελματικό περιβάλλον, αντιλαμβάνεσαι ότι τα καλύτερα δεν μπορώ να στα περιγράψω.

Μερικές φορές εύχομαι να μπορούσα να σου ξεράσω με τον πιο γλαφυρό τρόπο το σώσε που λαμβάνει χώρα μπροστά στους βολβούς των οφθαλμικών μου κόγχων, ή να σου πω για ιστορίες που άκουσα και για τις οποίες θα πουλούσα τη ψυχή μου στον διάβολο προκειμένου να δουν το φως της δημοσιότητας, αλλά καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να χάνω φίλους για να κερδίζω αναγνώστες. Ήδη σήμερα μου είπαν μια εξαιρετικά αστεία ιστορία την οποία όμως την μοιράστηκαν με επιφύλαξη γιατί αγχώθηκαν «μήπως και την γράψεις στο μπλογκ!»

Θίγονται οι πάντες πια. Εννοείται ότι δεν θα έγραφα ποτέ κάτι που να «φωτογραφίζει» πρόσωπα ή ονόματα αλλά και πάλι, ο κόσμος δεν θέλει να εκτίθεται. Μόνο όταν είναι να μας δείξει τον κώλο του με μαγιό στο Facebook όλα είναι κουλ. Κατά τα άλλα, τα μπλογκς θα φέρουν το τέλος του κόσμου.

Τι να κάνουμε αυτά έχει η υπέρμετρη δημοσιότητα και δυστυχώς ή ευτυχώς θα παίξουμε με τους όρους της. Ελπίζω μόνο στο μέλλον να μην σκάσει όλο αυτό και να αναγκαστώ να κλείσω το μαγαζί, γιατί αν μη τι άλλο αποτελεί τεράστιο μέσο εκτόνωσης για μένα και μου κάνει καλό να στα λέω από καιρού εις καιρόν.

Να μας ζήσει το μπλογκ εις τον αιώνα τον άπαντα, αμήν!
Κάνε κλικ εδώ για να διαβάσεις το πρώτο ποστ έβερ, τον Ιούλιο του 2006! 

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2012

Στο Προεδρικό Ένα Χρόνο Μετά...

Εχθές πήρα τη μπανανούλα μου παραμάσχαλα και ανηφόρησα για το προεδρικό.

Όπως είχα γράψει και πέρσι, δεν υπάρχει λόγος να το παίζουμε πια αγανακτισμένοι, μιας και οι πραγματικοί αγανακτισμένοι δεν βαράνε παλαμάκια και απαγγέλλουν ποιήματα, αλλά παίρνουν φόρα και τα κάνουν όλα λίμπα, γης μαδιάμ, αφού ως γνωστόν καμία αλλαγή στην παγκόσμια ιστορία δεν επιτεύχθηκε με ευχές και δεήσεις. Κανένα τέρας δεν νικήθηκε στη μυθολογία χωρίς μάχη. Και εμείς έχουμε απέναντί μας τέρατα. Δεν θα νικηθούν με συνθήματα και ομιλίες.

Μετά τη χθεσινή συγκέντρωση σιγουρεύτηκα ότι δεν πρόκειται κανένας να μας λάβει υπόψη, δεν πρόκειται να έρθει καμία αλλαγή σ’ αυτόν τον τόπο, μόνοι μας τα λέμε, μόνοι μας τα ακούμε, επί της ουσίας πετάμε αβγά στον τοίχο. Δεν έχει όμως σημασία. Εχθές συνειδητοποίησα ότι η αξία της συγκέντρωσης είναι άλλη: Μαζεύονται στον ίδιο χώρο άνθρωποι που νιώθουν ζωντανοί, ενσυνείδητοι, σε εγρήγορση και κάνουν ψυχοθεραπεία. Και χωρίς να το καταλάβουν ενδυναμώνουν τη δημοκρατία.

Προσωπικά, φεύγοντας από το προεδρικό και περπατώντας στην Πλατεία Ελευθερίας όπου είχα παρκάρει, διακατεχόμουν από μια σπάνια ψυχική ικανοποίηση. Αισθάνεσαι ότι είσαι πολίτης αυτής της χώρας, ότι ανήκεις κάπου, ότι προσφέρεις στην κοινωνία. Νιώθεις μια πληρότητα, μια γαλήνη, έναν μίνι οργασμό.

Αυτά στα λέω γιατί καθ’ οδόν προς το αυτοκίνητο είδα καφετέριες και εστιατόρια γεμάτα από κόσμο που διασκέδαζε σαν να μην συνέβη τίποτα, είδα αχάπαρους να πηγαίνουν περίπατο σαν να ήταν μια οποιαδήποτε ημέρα, είδα μισοπεθαμένες κυρίες να παίζουν χαρτιά σε αυλές και αμέσως ένωσα να ανήκω σε μια αριστοκρατία πολιτών, ένα αίσθημα που δεν μειώνεται, ακόμα και αν πρέπει να έχω τον γύφτο για πρόεδρο για τα επόμενα 25 χρόνια.

Δεν ζούμε σε σπηλιές. Ζούμε σε πόλεις. Και όποιος ζει σε πόλη, οφείλει να ενδιαφέρεται για το κοινό καλό, για την πρόοδο της πολιτείας και των θεσμών της.