Κυριακή, Ιουνίου 28, 2020

Eurovision Movie: The Fire Saga

Εγώ κακή κουβέντα για ταινία που με συγκινεί στο τέλος δεν μπορώ να γράψω. Και η νέα ταινία του Νέτφλιξ για τη Γιουροβίζιον μπορεί να είναι αντικειμενικά κακή και να πάσχει σε χίλια δυο σημεία, αλλά στο τέλος δάκρυσα και αυτό έχει σημασία. Δεν μπορώ να κρίνω μία ταινία με τρόπο αμιγώς αποστειρωτικό αν αυτή σε κερδίζει με το συναίσθημα.

Ναι, η ταινία έχει λάθη, σε πολλά σημεία βαριέσαι και αρπάζεις το κινητό να δεις τα notifications σου, το σενάριο έχει ένα εκατομμύριο κλισέ, κι όμως! Σε κάθε πτυχή του ονείρου του πρωταγωνιστή έβλεπα τον εαυτό μου, σε κάθε μορφασμό αγωνίας των Ισλανδών τηλεθεατών έβλεπα εμένα, στη σχέση πατέρα-γιου έβλεπα ξανά εμένα, στη σχέση του ζεύγους έβλεπα εμένα και τη γυναίκα μου όταν τη σκηνοθετώ στα ταξίδια μας, στο δε βρέφος που είχε κρεμασμένο επάνω του στο τέλος, ξανά εμένα και τον γιο μου.

Πιο δική μου ταινία δεν μπορούσε να ήταν.

Τα δε μουσικά νούμερα τα βρήκα φανταστικά, τόσο το πρώτο με τους παλιούς νικητές που εμφανίζονται ως γκεστς, όσο και την «επική μπαλάντα» (Θέ μου, τι σιχαμένος όρος!), που μας οδηγεί στο φινάλε.

Εξαιρετικό mashup. Αν έλειπε και το Waterloo που το απεχθάνομαι κι ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί θεωρείται το καλύτερο γιουροβίζιον τραγούδι έβερ, θα ήταν ακόμα καλύτερα. 

Αν δεν παρακολουθείς Γιουροβίζιον δεν πρέπει να τη δεις αυτή την ταινία, κι αν είσαι αυστηρός με τον τηλεοπτικό σου χρόνο, επίσης να μην τη δεις. Αν είσαι σαν εμένα, να τη δεις.

Η ταινία γυρίστηκε για να εισάγει κυρίως το αμερικανικό κοινό στο κόνσεπτ της Γιουροβίζιον. Οι Σουηδοί παραγωγοί έχουν ήδη πιάσει δουλειά στην Αμερική και ο πρώτος Διαγωνισμός Eurovision America βρίσκεται προ των πυλών, καλώς εχόντων των πραγμάτων μέσα στο 2021. Τι πιο ευφάνταστος τρόπος να μυήσεις τους Αμερικάνους στο κόλπο; Το Νετφλιξ έχει επίσης εξασφαλίσει όλα τα δικαιώματα μετάδοσης των τελευταίων δέκα διαγωνισμών και νομίζω παρέχονται ήδη στην πλατφόρμα μόνο για τους Αμερικάνους συνδρομητές. Εμείς εδώ δεν μπορούμε να τις δούμε.

Νόμιζα ότι είχα ξεπεράσει τη Γιουροβίζιον φέτος, μετά κι από τις άθλιες συμμετοχές όλων των χωρών πλην της Ιταλίας και Ισλανδίας, αλλά απόψε συνειδητοποίησα πόσο πολύ πεθύμησα το αγαπημένο μου σόου. Μπορεί να φταίει βέβαια και το γεγονός ότι κρατούσα μικρό καλάθι μιας και είχα προετοιμαστεί για τα χειρότερα από όσα διάβαζα από χθες διαδικτυακώς.


Το Αίμα Νερό Δεν Γίνεται

Πριν τρεις μέρες χτύπησε το τηλέφωνο και από την άλλη άκρη της γραμμής μία γυναικεία φωνή μου συστήθηκε ως «μία θεία από το σόι του πατέρα σου, που δεν γνώρισες ποτέ σου, και θα ήθελα να συναντηθούμε και να γνωριστούμε».

Επειδή για το σόι του πατέρα μου ελάχιστα γνωρίζω, και επειδή από τη μέρα που πέθανε άρχισα να αισθάνομαι ότι θέλω να αποκτήσω μία επαφή με τις ρίζες μου απ΄τη μεριά του, δεν δίστασα να πάω στην επίσκεψη που ορίσαμε.

Ήταν πολύ χρήσιμη εμπειρία γιατί έμαθα πολύτιμες πληροφορίες για τον προπάππο μου, για τον οποίο δεν γνώριζα τίποτα. Ο προπάππος μου ήταν διάσημος γλύπτης στη Λευκωσία, συγκεκριμένα στο Καϊμακλί, και λάξευε τις διακοσμήσεις σε διάφορες εκκλησίες. Έφτιαχνε άμβωνες, σκάλιζε τα ιερά, αλλά και τα εξωτερικά μέρη του ναού, κάτι κίονες και κάτι διακοσμητικά που στόλιζαν διάφορα σημεία της εκκλησίας. Εντυπωσιάστηκα γιατί επρόκειτο για πραγματικά πολύ σημαντικά έργα (είδα φωτογραφίες), αλλά και επειδή κανένας στο σόι μας δεν κληρονόμησε αυτό το ταλέντο του. Γενικώς δεν μας λες και άτομα που πιάνουν τα χέρια τους, πόσω μάλλον για άτομα που πιάνουν τη πέτρα και τη στύβουν.


Αυτός ήταν ο προπάππος μου, ο μουστακαλλής. Το μωρό που κρατά στα χέρια της η σύζυγός του, είναι ο παππούς μου. Δίπλα η αδελφή του και ύστερα από λίγα χρόνια γεννήθηκε άλλη μία κόρη που εδώ δεν φαίνεται προφανώς, και η οποία πέθανε πριν δύο χρόνια σε ηλικία 102 ετών! Εγώ χαμπάρι δεν είχα ότι είχα αιωνόβια συγγενή. Εδώ, πρώτη φορά άκουγα ότι ο παππούς μου είχε αδελφές. Αυτήν που κατάφερε να τα εκατοστήσει κάπου την είχε πάρει το αφτί μου γιατί είχε χαρακτηριστικό όνομα, αλλά και πάλι, ουδέποτε με πήρε ο πόνος να μάθω ποια ήταν.

Η συνάντηση ήταν χρήσιμη, γιατί εκτός από τα ενδιαφέροντα για τον προπάππο μου, σημείωσα και όλο μας το γενεαλογικό δέντρο. Έμαθα ότι έχω πολλά δεύτερα ξαδέλφια (δεν γνώρισα ποτέ κανένα, νομίζω μια φορά λίγο πριν καταταγώ στον στρατό είχα τηλεφωνηθεί με έναν που είχε υπηρετήσει στο ίδιο Σώμα με μένα για να μου δώσει τιπς για τα τεθωρακισμένα), και ότι με ένα εξ αυτών έχω την ίδια ημερομηνία γέννησης, ενώ επίσης φοιτήσαμε και οι δύο στο ίδιο πανεπιστήμιο στην Αγγλία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους! Τρελή σύμπτωση!

«Τον πατέρα σου τον αγαπούσαμε» μου είπε η θεία. «Αλλά όταν άνοιγε το στόμα του και αμολούσε τη γλωσσούλα του, μας έκανε μαλλιά κουβάρια!»

«Α, αυτό το έχω κι εγώ!» της είπα. Έμπλεξα άπειρες φορές στη ζωή μου επειδή δεν μπόρεσα να σιωπήσω, αλλά ειλικρινά θεωρώ πιο έντιμον έναν άνθρωπο που μιλά, παρά κάποιον που σιωπά. Τρέμω τους ανθρώπους που σιωπούν και δεν ξέρω τι σκέφτονται. Εγώ τα λέω όλα. Κι ας πληρώνω το όποιο τίμημα. Συνήθισα. Αν σ’ αρέσει έχει καλώς.

«Και ο παππούς σου... ήταν χρυσός άνθρωπος! Τον λατρεύαμε, μας λάτρευε… ε, ύστερα παντρεύτηκε!» Το «παντρεύτηκε» συνοδεύτηκε από αναστεναγμό. Ζήτησα διευκρίνιση. «Ε, η γιαγιά σου τον έκανε ό, τι ήθελε». Αυτή δεν είναι η δουλειά των γυναικών; Τη ρώτησα. «Να μας κάνουν ό, τι θέλουν;»

«Ναι, αλλά αυτή ήθελε πολυτέλειες και λούσα!» συμπλήρωσε ειρωνικά.

Αντιλαμβάνεστε, είχαμε φτάσει στο σημείο που το κουτσομπολιό είχε ξεπεράσει την ενημέρωση. Ήρθα σε αμηχανία γιατί ειπώθηκαν κι άλλα που δεν θα παραθέσω για ευνόητους λόγους. Δεν ξέρω πόσο σωστό ήταν να πρέπει να ακούω κακιούλες για ανθρώπους που πέθαναν πριν πολλά χρόνια, ιδιαίτερα όταν η μεταξύ μας σχέση, εμού και της θείας δηλαδή, δεν σήκωνε τέτοιες αναφορές. Σήμερα γνωριστήκαμε, πότε πρόλαβες να βρεις το θάρρος; Δεν θα σταθώ εκεί όμως, γιατί μια θεία είναι πάντοτε μία «θεία» και συνήθως έχει το ακαταλόγιστο.

Όπως και να ‘χει, είναι πάντοτε ωραίο να μαθαίνεις για τους συγγενείς σου. Έβλεπα κατά καιρούς οικογένειες να συναντιόνται πρώτη φορά στο «Πάμε Πακέτο» και διερωτώμουν πώς είναι δυνατόν να αισθάνονται εγκαρδιότητα άτομα τα οποία δεν έχουν συναντηθεί ποτέ τους μία ζωή. Προφανώς και ισχύει ότι το αίμα νερό δεν γίνεται, και αν δεν το ζήσεις δεν μπορείς να το καταλάβεις. 

Αν διερωτάστε γιατί έγινα 40 χρονών για να γνωρίσω κόσμο από το σόι του πατέρα μου σε μία τόσο μικρή πόλη όπως τη Λευκωσία, θα σας πω: Βαριόταν! Τους έβλεπε πού και πού, αλλά γενικά, βαριόταν! Και κάπως έτσι, πέθανε και δεν πρόλαβε να μας συστήσει κανέναν!


Τετάρτη, Ιουνίου 17, 2020

Στο Κουρείο Με Το Τρίχρονο

Σήμερα είναι μία σκατό-μερα από την οποία θα μπορούσα να παράγω δέκα διαφορετικές αναρτήσεις, όμως όχι, δεν πρόκειται να της κάνω τη χάρη. Τελευταίως άρχισα να διαβάζω βιβλία φιλοσοφίας και ψυχολογίας πιο επίμονα και άρχισα να εφαρμόζω ευλαβικά τις συμβουλές τους. Δεν θα μου χαλάσετε εσείς τον δρόμο προς τη νιρβάνα. Στην άκρη, λοιπόν, η τοξικότητα, θα σας γράψω για τον υπέροχο γιο μου τον οποίο χθες πήγα πρώτη φορά για κούρεμα.

Λάθος! Δεν ήταν η πρώτη φορά. Έτυχε να τον ξαναπάμε μικρότερο να κουρευτεί, αλλά ήταν τραυματικές εμπειρίες για όλους μας. Τις απωθήσαμε στο υποσυνείδητο. Υπήρξε ακόμα και κουρέας που αρνήθηκε να τον αναλάβει για να αποφύγει τα χειρότερα. Με τούτα ως δεδομένα, το εγχείρημα «κούρεμα» μετατράπηκε σε μόνιμο άγχος στο σπίτι μας. Καταντήσαμε να τον κουρεύουμε δυο φορές τον χρόνο με όσο ζόρι μπορεί αυτό να ενέχει. Όλους τους υπόλοιπους μήνες το χωνέψαμε ότι θα κυκλοφορεί σε κάτι ανάμεσα στον Μόγλη από το Τζανγκλ Μπουκ και στον Ταμτάκο με το Ντάτσουν.

Χθες λοιπόν μετά από δεκάδες τεμενάδες και τάξιμο παγωτού, αποδέχτηκε να πάμε να κουρευτεί. Μπαίνοντας μέσα, το τρίχρονο, έσπευσε να κάνει παρατήρηση στον κουρέα ότι «το πάτωμα έχει τρίχες» και ότι «εγώ δεν κάθομαι σε καρέκλα με τρίχες». Ο κουρέας αμήχανος έσπευσε να σκουπίσει. Αφού τον έπεισα να καθίσει στην καρέκλα και βρήκε συναρπαστικό το γεγονός ότι του έβαλαν περιλαίμιο και προστατευτικό κάλυμμα για τις τρίχες, αρχίνησε ένας ορυμαγδός από ατάκες που δεν προλάβαινα να καταγράφω. Θα μοιραστώ μερικές εδώ:

Σκηνή 1η:

Ο κουρέας παίρνει το σπρεϊ με νερό και αρχίζει να χτενίζει τα μαλλιά του.

«Τι μου βάζεις πάνω στα μαλλιά μου;»

«Νερό είναι, μην φοβάσαι».

«Το νερό απαγορεύεται!»

(γιατί απαγορεύεται δεν διευκρίνισε).

Σκηνή 2η:

Ο κουρέας για να τον καλοπιάσει άρχισε να του λέει ότι μέσα στην καραντίνα υιοθέτησε μία σκυλίτσα.

«Γιατί έχεις σκυλίτσα; Δεν το ξέρεις ότι είσαι αγόρι;* Τα αγόρια έχουν σκυλάκια, και τα κοριτσάκια έχουν σκυλίτσες!»

«Ε, τι να κάνω; Σκυλίτσα μου χάρισε η κοπέλα μου» απολογήθηκε ο άνθρωπος.

Σκηνή 3η:

Ο κουρέας συγκεντρώθηκε στο κούρεμα, και ο μικρός κοιτάζοντας επίμονα τον εαυτό του στον καθρέφτη αναφώνησε: «πώς είμαι έτσι;!»

Αμήχανη σιωπή.

«Δεν τελειώσαμε ακόμα, θα στα φτιάξω!» του είπε.

Σκηνή 4η:

Στα καλά καθούμενα κατόπιν παρατεταμένης σιωπής:

«Εγώ εδώ, δεν ήρθα για πολύ. Λίγο θα κάτσω και θα πάω σπίτι μου!»

(Έκρινε ότι έπρεπε να ξεκαθαρίσει τη θέση του).

«Κι εγώ θέλω να τελειώνω να σχολάσω» αποκρίθηκε ο κουρέας.

Σκηνή 4η:

Ο γιος μου αποφάσισε να εξηγήσει στον κουρέα πού βρίσκονταν:

«Ξέρεις τι είναι το κουρείο; Είναι ένα μέρος που πάμε και κόβουμε τα μαλλιά μας ΑΠΑΛΑ, για να μην μπαίνουν στα μάτια μας»

(Έδωσε έμφαση στο απαλά, επειδή ο κουρέας έκανε κάποια απότομη κίνηση η οποία τον πόνεσε).

Σκηνή 5η:

Ξαφνικά και ενώ φάνηκε να βρίσκουμε μία ηρεμία, ο μικρός μου άρπαξε το περιλαίμιο, το έβγαλε με δύναμη και φώναξε: «Εγώ θέλω να φύγω!»

Πω! Συναγερμός στο κουρείο, είδαμε και πάθαμε να τον πείσουμε να κάτσει «ακόμα πέντε λεπτά» γιατί ο κουρέας δεν πρόλαβε να τελειώσει το κούρεμα. «Ακόμα δυο ψαλιδιές και τέλος!» μας είπε αυστηρά. «Εντάξει, εντάξει», απαντήσαμε εμείς. Σούζα μας έχει… Σούζα!

Σκηνή 6η:

Βγήκα έξω γιατί έπρεπε να μιλήσω στο κινητό για μισό λεπτό. Επιστρέφοντας άκουσα τον γιο μου να λέει «είπα τέλος!» Ο κουρέας σε απολογητικό τόνο εκλιπαρούσε για να καθαρίσει λίγο παραπάνω το σβέρκο. Του άρχισε την πάρλα για να του αποσπάσει την προσοχή:

«Μη φοβάσαι Αλέξη μου, έχω κουρέψει πολλά και φρόνιμα παιδάκια εγώ»

«Τα φρόνιμα παιδάκια να τα κουρεύεις… όποια είναι άταχτα να τους κόβεις τα αφτιά με το ψαλίδι!»

Φινάλε:

Όταν ο κουρέας τελείωσε, ο γιος μου είπε «τι ωραία!» και τον ευχαρίστησε για το κούρεμα. Εγώ του έδωσα ένα γερό φιλοδώρημα για την υπομονή που υπέδειξε. Πραγματικά εγώ δεν ξέρω αν θα τον άντεχα αν δεν ήταν γιος μου. Απεναντίας, όλα τα πιο πάνω τα έβρισκα τρομερά χαριτωμένα. Έτσι είναι, η κουκουβάγια με το κουκουβαγιαδάκι.

ΥΓ.:

*Δεν ξέρεις ότι είσαι αγόρι;

Ο γιος μας έχει τρομερό θέμα με το τι είναι αγορίστικο και τι είναι κοριτσίστικο. Παρόλο που είμαστε οικογένεια που δεν δίνει έμφαση στα στερεότυπα και παρόλο που εγώ οδηγώ αυτοκίνητο κόκκινου χρώματος και κάθε βράδυ διαβάζουμε ιστορίες της Ντίσνεϊ που είναι τίγκα στην πριγκίπισσα και τον ρομαντισμό, εντούτοις τον πιάνει μεγάλο πάθος σχετικά με το τι κάνει το κάθε φύλο. Θεωρώ ότι είναι κάτι που το έμαθε από άλλα παιδιά του νηπιαγωγείου και ότι είναι εν τέλει αναπόφευκτο και τζάμπα σκάμε στο σπίτι να καταργήσουμε τους ρόλους. Παίζουμε με τους πυτζαμοήρωες, για παράδειγμα, και μου λέει «εγώ θα κρατώ τον Catboy επειδή είμαι αγοράκι, κι εσύ θα κρατάς την Owlette». Εγώ δεν είμαι αγοράκι; τον ερωτώ. «Ωραία, τότε πάρε και τον Γκέκο» μου λέει. «Την Ολέτ γιατί να την κρατώ;» «Ε, δεν ξέρω, εγώ πάντως είμαι αγοράκι και την Ολέτ δεν την κρατώ». Τα ίδια μου κάνει και όταν παίζουμε με τα στρουμφάκια. Αρνείται να αγγίξει τη Στρουμφίτα κάτι που θεωρώ υπερβολικό.

Παρόλο που κατά βάθος χαίρομαι που έχει βρει το φύλο του και το διαχωρίζει και το υπερασπίζεται, ειδικά σε μία εποχή που το unisex έχει καταργηθεί και περάσαμε στη δικτατορία των φεμιναζί, εντούτοις απορώ πώς ανάπτυξε μία τόσο έντονη άποψη για το τι είναι αντρικό και τι όχι. Σκέφτομαι ότι ίσως τα παιδιά να είναι πιο νορμάλ και ισορροπημένα από εμάς που πλέον πασχίζουμε να τα ξευτυλίσουμε όλα χάριν κατάργησης στερεοτύπων και πολιτικής ορθότητας.


Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2020

Η Συμπεθέρα

Η γυναίκα που προσέχει τη γιαγιά μου (αυτή με τις κασέτες) έρχεται πού και πού και μας καθαρίζει. Όταν αυτό συμβαίνει, έρχεται και η γιαγιά μου μαζί της και κάθεται φρόνιμα σε μια γωνιά αφού πλέον μετά βίας επικοινωνεί από το πολύ το αλτσχάιμερ. Το θετικό είναι ότι ακόμα μας αναγνωρίζει, αλλά ξέρετε, δεν έχει ιδέα τι μέρα είναι, τι ώρα είναι και ποια χρονιά.

Παρόλο που την αγαπώ και τη λατρεύω, αναγνωρίζω το κουραστικόν του πράγματος, αφού ενδέχεται μέσα σε ένα λεπτό να σε ρωτήσει πάνω από δέκα φορές «τι μέρα είναι σήμερα» και πολλές φορές δεν πείθεται κιόλας. Επειδή όμως σπανίως τη βλέπω και επειδή κάθε φορά που την αποχαιρετώ σφίγγεται λίγο η καρδούλα μου μήπως είναι η τελευταία, φροντίζω όταν είναι εδώ να της κάνω παρέα και να μην δυσανασχετώ με τις επαναληπτικές της ερωτήσεις. Πολλές φορές απαντώ άλλα ντ’ άλλων να τελειώνουμε, αφού είτε της πω ότι είναι Τετάρτη, είτε τη πως ότι είναι Κυριακή, σε ένα λεπτό θα με ξαναρωτήσει με την ίδια περιέργεια.

Προχθές που ήρθε όμως, έτυχε να έχω ψηφιοποιήσει τη κασέτα από τους γάμους των γονιών μου. Και προκειμένου να περάσει η ώρα μαζί της σκέφτηκα ότι θα ήταν ένα καλό τεστ αν της έδειχνα εκείνη την ταινία από το μακρινό 1975 για να δω αν θα θυμηθεί πρόσωπα και καταστάσεις, αφού λένε ότι πολλοί παθόντες θυμούνται τα παλιότερα γεγονότα και ξεχνούν τα πιο πρόσφατα.

Πλήρης απογοήτευση. Όχι μόνο δεν αναγνώριζε το ζεύγος, την κόρη της δηλαδή, αλλά δεν αναγνώριζε ούτε τον εαυτό της. Λίγο μετά κάτι πήγε να γίνει αφού αναγνώρισε ονομαστικά τον πατέρα μου, αλλά αμέσως μετά με ρώτησε αν έχει πεθάνει και όταν της απάντησα «πριν δέκα χρόνια» δεν το πίστευε.

Δεν αναγνώριζε κανέναν απολύτως εκτός και αν της τον υποδείκνυα. Τότε έλεγε ένα «α, ναι, βεβαίως» αλλά δεν ήξερα αν το έλεγε επειδή κουραζόταν με την άγνοιά της ή επειδή όντως αναγνώριζε τα πρόσωπα. Για τον παππού μου, τον σύζυγό της, ούτε λόγος αφού όταν ρώτησε ποιος ήταν ο κύριος που στεκόταν δίπλα της και της είπα «ο άντρας σου» εκείνη έκπληκτη είπε «ο Ανδρέας;» ενώ ως γνωστόν τον παππού μου τον λέγανε Νίκο. Ανδρέα λέγανε ένα έρωτα που δεν ευοδώθηκε.

Καθώς όμως η κάμερα περιφερόταν ανάμεσα στους καλεσμένους της δεξίωσης και κατέγραφε χαρούμενα πρόσωπα και καταστάσεις, η γιαγιά μου αναπήδησε και αναφώνησε: «Η συμπεθέρα!»

Έμεινα άναυδος. «Ναι, η (άλλη μου) γιαγιά!» της είπα. Λες να της ήρθε έκλαμψη; Μπα, δυο λεπτά αργότερα με ρώτησε ξανά μανά ποιανού ήταν ο γάμος. Της ξαναείπα. Και αμέσως μετά, άλλο ένα πλάνο στη γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου! «Κοίτα τη συμπεθέρα!» μου ξαναείπε με ύφος πανελίστριας.

Απίστευτο; Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, τον άντρα της, την κόρη της ως νύφη, για τους γονείς της οι οποίοι τότε βρίσκονταν εν ζωή ούτε λόγος κι όμως! Αναγνώρισε τη «συμπεθέρα!»

Είτε παίχτηκαν τρελά σκηνικά που δεν γνωρίζουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ, είτε το μυαλό μας είναι όντως μία άβυσσος!

«Η συμπεθερά! Μα κοίτα την!»


Τρίτη, Ιουνίου 02, 2020

Δεν Έχω Ιδέα Τι Κάνω Στο 2020

Είναι δύο το πρωί και κάθομαι και ψηφιοποιώ κασέτες και εκστασιάζομαι, θέλω να ξυπνήσω τον κόσμο όλο και να του δείξω τα ευρήματα από τα αρχεία της γιαγιάς μου, εκ του σωτήριου έτους 1981, αλλά ξέρω ότι αυτά δεν αφορούν κανέναν, μόνο εμένα και ακόμα δυο-τρία ρομαντικά πλάσματα απομείναμε στον κόσμο αυτό να ερεθιζόμαστε με το τι έδειχνε η τηλεόραση πριν σαράντα χρόνια. Αφού, λοιπόν, δεν μπορώ να μοιραστώ τη χαρά μου με το ευρύ κοινό, τα γράφω εδώ στον εαυτό μου, μην πάει χαμένη τόση ενέργεια.

Δες τα πιο κάτω βίντεο.

Στο πρώτο, η Φρύνη Παπαδοπούλου, για όσους δεν τη γνωρίζετε διετέλεσε θρυλική παρουσιάστρια ειδήσεων στο ΡΙΚ τη δεκαετία του ’70 και ’80, και την οποία πέτυχα πέρσι σε μια θεατρική παράσταση και μια χαρά στέκεται για την ηλικία της, προλογίζει σε μία εκπομπή που φτιάχτηκε ειδικά για να μεταδοθεί στη μητέρα Ελλάδα, το βίντεο κλιπ της πρώτης μας συμμετοχής στη Γιουροβίζιον. Το εν λόγω βίντεο κλιπ δεν είναι κάτι το πρωτότυπο, μπορείτε να το βρείτε εύκολα στο Youtube, εδώ και χρόνια. Το τι λέει στον πρόλογο είναι ο θησαυρός.

«Oι σκηνές που συντροφεύουν το τραγούδι είναι γυρισμένες στις ελεύθερες περιοχές του νησιού μας. Και ευχόμαστε, η επόμενη συμμετοχή μας στο πρόγραμμά σας να πλουτισθεί με σκηνές από όλη την Κύπρο». Πλέον, στο 2020 και πολύ προηγουμένως, κανένας δεν μιλά για «ελεύθερες περιοχές». Μόνο κάτι «φασίστες» σαν εμένα. Τις προάλλες ένας Αριστερός στο τουίτερ συνομιλούσε με Τουρκοκύπριους και τους ρωτούσε για πότε θα πιουν μαζί καφέ στον «νότο!» Γίναμε ο νότος πια. Που αντί να αναρωτιέται, σαν τη Φρύνη καλή ώρα, πότε θα ξαναγυρίσουμε βίντεο κλιπ στην ελεύθερη πια Κύπρο, αναρωτιέται πότε θα ανοίξουν τα οδοφράγματα, τα οποία έκλεισαν λόγω κορωνοϊού, ώστε να πιουν το καφεδάκι τους οι Εφιάλτες ανενόχλητοι. Μία μέρα να με κάνατε πρόεδρο της Δημοκρατίας θα λύνονταν όλα μας τα προβλήματα! Αλλά να σας πάει!

Εγώ αυτές τις εποχές θέλω. Δεν έχω ιδέα τι κάνω στο 2020.

Δεύτερο βίντεάκι:

Σόου με τον Γιώργο Μαρίνο, τη Λίτσα Διαμάντη, τον Πάριο και την Ελπίδα. Αυτά ήταν σόου! Μπορεί να ήταν πιο λιτά από όσο αντέχουμε, αλλά κοίτα ήθος. Ούτε ξέκωλα, ούτε πορνίδια. Τραγούδια με μελωδία, με ωραίες φωνές που επικεντρώνονται στο είναι και όχι στο φαίνεσθαι. Τόσο πολύ ήταν το μουσικό περιεχόμενο που καμία παράταιρη φανφάρα δεν χρειαζόταν για να συμπληρώσει το κενό. Σήμερα μπορούσε να σταθεί και στηθεί κάτι αντίστοιχο; Και ποιος να τραγουδούσε; Ο Αργυρός; Καλός είναι, δεν λέω. Αλλά ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι δεν φτάνει τον Πάριο. Μπορούσε να στηθεί σήμερα σόου με τέσσερα μεγάλα ονόματα πλάι, πλάι να τραγουδούν με αυτή τη συγκινητική συστολή; Θα μου πεις, οι εκπομπές «σπίτι με την Άννα», «σπίτι με τον Νταλάρα», «σπίτι με τη Νατάσα» και ούτω καθεξής ήταν ακτίδες φωτός μέσα στον ευρύτερο σκοταδισμό της τηλεόρασης φέτος. Θα συμφωνήσω. Μα, και πάλι, έπρεπε να έρθει ο κορωνοϊός για να αναγκαστούν τα μεγάλα ονόματα να τολμήσουν να βγουν μπροστά. Έπρεπε να μας βρουν σε καραντίνα μια φορά στα χίλια χρόνια για να δεχτούν να μας τραγουδήσουν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα σόου που μας «συντροφεύουν» είναι αυτά του σιχαμερού Κοκλώνη (μη θυμηθώ και τον Φουρθιώτη τώρα), με τον Τρύφωνα Σαμαρά, τη Βανδή, και το κακό συναπάντημα ως τους πρωταγωνιστές. Μην μιλήσω για τα σόου στα οποία φιγουράρει ο Τανιμανίδης.

Άσε μας χρυσέ μου. Δεν έχω ιδέα τι κάνω εγώ στο 2020!


Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2020

Εσύ Πού Ζεις Ρε Βλάκα;

Κοίτα τώρα αυτό, για να καταλάβεις γιατί η Αριστερά ή καλύτερα, οι Αριστεροί, είναι ό, τι χειρότερο ξέβρασε ποτέ αυτή η κοινωνία.

Σήμερα έγινε μία διαδήλωση, τάχα μου υπέρ των μεταναστών. Όταν διαδηλώνεις υπέρ των μεταναστών, ή οποιουδήποτε άλλου, κρατάς πανό υπέρ των μεταναστών και των δικαιωμάτων τους. Δεν κρατάς πανό εναντίον όσων δεν τους θέλουν. Ούτε τους εξυβρίζεις επειδή τυγχάνει να διαφωνούν με τη γνώμη σου. Ούτε εγώ θέλω μετανάστες στη χώρα μου. Θεωρώ ότι δεν τους ενδιαφέρει να ενταχθούν σ’ αυτήν, να ζήσουν σ' αυτήν, να ριζώσουν και να αναπτυχθούν σ' αυτήν (άλλωστε οι ίδιοι δηλώνουν ότι δεν τους ενδιέφερε να «ναυαγήσουν» στην Κύπρο έτσι κι αλλιώς και πως η ηπειρωτική Ευρώπη ήταν ο προορισμός τους). Θεωρώ ότι το μόνο που προσφέρουν είναι μιζέρια στην ήδη καταθλιπτική και άσχημη πόλη.



Θα μου πεις, εδώ ο κόσμος χάνεται και εσένα σε πείραξε η μιζέρια; Ναι, κύριε μου. Με πείραξε η μιζέρια τους. Δικαιούμαι να ζω στην κοσμάρα μου; Δικαιούμαι να θέλω να φτιάξω μία υποφερτή κανονικότητα για τα υπόλοιπα 10-20 ποιοτικά χρόνια που μου απομένουν και να κυκλοφορώ βλέποντας μόνο χαρούμενα πρόσωπα στη γειτονιά μου; Δεν θέλω να βλέπω μίζερους πρόσφυγες στους δρόμους, ούτε μίζερες γυναίκες με μαντίλες, ούτε γενικότερη φτώχεια. Ειδικά όταν αυτοί οι πρόσφυγες δεν έγιναν πρόσφυγες εξ υπαιτιότητας της χώρας μου για να τους χρωστώ το παραμικρό. Ουδεμία ευθύνη έχουμε ως Κύπρος για το κακό που τους βρήκε. Δεν λέω να τους πετάξουμε στη θάλασσα, βεβαίως. Είμαστε υποχρεωμένοι νομικά να τους υποδεχτούμε, να τους περιποιηθούμε και να τους περιθάλψουμε. Δεν θα έπρεπε όμως να είμαστε υποχρεωμένοι να τους φορτωθούμε εφ’ όρου ζωής.

Με τούτα ως δεδομένα, για τα οποία την παραμικρή τύψη δεν έχω, δεν καταλαβαίνω γιατί οι Αριστεροί αντί να διαδηλώνουν υπέρ των μεταναστών, ή να δρουν θετικά γι’ αυτούς, δημιουργώντας, ας πούμε, ένα ταμείο στο οποίο οι ίδιοι θα καταβάλλουν μέρος του μισθού τους για να ζήσουν οι μετανάστες σε πιο ανθρώπινες συνθήκες, μαγειρεύοντας τους κάθε σαββατοκύριακο ή και συχνότερα για να θρέφονται θρεπτικότερα, αναλαμβάνοντας, όσοι μπορούν, τη δωρεάν μόρφωσή τους, ή την κοινωνική τους ένταξη «παίρνοντάς τους σπίτι τους», το πρόβλημά τους είμαστε εμείς που απλώς διαφωνούμε.

Και μας αποκαλούν και βλάκες. Αντιλαμβάνεστε, αυτή δεν ήταν μία πορεία ειρήνης υπέρ των μεταναστών. Ήταν μία εχθρική πορεία ενάντια σε όσους διαφωνούν μαζί τους. Δηλαδή, μια αντιδημοκρατική πορεία. Να τολμήσω να την αποκαλέσω «φασιστική;» Θεωρώ πως η λέξη φασισμός εν έτει 2020 είναι κενή περιεχομένου. Χρησιμοποιείται πιο συχνά και από τη λέξη cool στις αμερικάνικες σειρές. Έχει ευτελιστεί τόσο πολύ που κανείς δεν ξέρει πλέον τη σημασία της. Σίγουρα όσοι βίωσαν πραγματικό φασισμό σε άλλα καθεστώτα γελάνε, αλλά τη σήμερον οι Αριστεροί αρέσκονται να αποκαλούν έτσι οποιονδήποτε εκφέρει διαφορετική γνώμη. Είναι σαν το "ρε μαλάκα". Δεν σημαίνει τίποτε, μπορεί να σημαίνει και τα πάντα. Ας μην πέσουμε στο ίδιο επίπεδο διαστρέβλωσης εννοιών και λέξεων, όμως. Ας πούμε, πως επρόκειτο τελικά για μία χαμηλού επιπέδου διαδήλωση. 

Οι Αριστεροί κάποτε πρέπει να καταλάβουν ότι δεν κρατούν το μέτρο της ηθικής, και ότι το πονόψυχο προσωπείο τους, που είναι κατά τη γνώμη μου φτιαχτό, υποκριτικό και ψεύτικο, δεν φτουρά πλέον. Και δεν φτουρά γιατί την τελευταία δεκαετία που εγώ τους παρακολουθώ στενότερα, και στη διάρκεια της οποίας μας έχουν κάνει τα αρχίδια-καρπούζια σχετικά με την φιλευσπλαχνία τους, δεν έπραξαν το παραμικρό για να δώσουν πρώτοι το καλό παράδειγμα. Ελάχιστες εξαιρέσεις συμπεριφέρθηκαν πραγματικά "προοδευτικά". Το πρόβλημά όλων των υπολοίπων, ήταν πάντα η ανάλγητη Δεξιά. Δεν ήταν ποτέ η ουσία του πράγματος. Εξ ου και σήμερα, δεν έστησαν ένα παζαράκι να πουλήσουν μπισκότα ή χειροτεχνίες με τα έσοδα να διατίθενται για ένα καλύτερο αύριο των μεταναστών σ’ αυτή την αφιλόξενη χώρα κάτι το οποίο θα ήταν και θεάρεστο και αποστομωτικό. Το πρόβλημά τους ήταν οι «βλάκες» που δεν συμφωνούσαν μαζί τους.

Πόσο χαριτωμένα γελοίοι!