Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2024

Εννέα Χρόνια Πόνου

 

Εννέα χρόνια γάμου, σήμερα.

Ο γάμος έχει πόνο.

Λέγοντας ‘πόνο’ εννοώ ότι θέλει προσπάθεια. Είναι σαν τη γυμναστική, είναι σαν τη δίαιτα. Πρέπει να πονέσεις για να πετύχεις κάποια πράγματα. Αυτό ακριβώς είναι ο γάμος. Δεν παντρεύεσαι και αρχίζουν όλα να ξετυλίγονται μπροστά σου έτοιμα και ρόδινα. Πρέπει να τα κάνεις ρόδινα. Και αυτό απαιτεί χρόνο, κόπο και πόνο. Και συχνά ούτε αυτά δεν αρκούν. Η ματαίωση τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι συχνή έκβαση της προσπάθειας. Μην το βάζεις, όμως, κάτω. Μόνο με την επιμονή πάει μπροστά το πλοίο.

Οι πλείστοι εξ ημών δεν νιώθουμε πως ήρθαμε στον κόσμο για να πονάμε, γι’ αυτό και στο τέλος την πατάμε.

Ζωή χωρίς πόνο δεν έχει κανένα νόημα έγραψε ο Μόργκαν Σκοτ Πεκ στον «Δρόμο τον Λιγότερο Ταξιδεμένο», ένα βιβλίο που μου σύστησε μία φίλη ψυχολόγος και το οποίο συστήνεται ανεπιφύλακτα. Πιθανόν τη συγκεκριμένη σοφία να την είπε και ο Ιησούς - δεν ξέρω ποιος διεκδικεί τα πνευματικά δικαιώματα της έκφρασης. Ο πόνος είναι αυτός που σε πάει μπροστά, ο πόνος είναι αυτός που σε προάγει σαν άνθρωπο. Διότι ο συνεχής πόνος σε εξαναγκάζει να μάθεις να τον διαχειρίζεσαι και αυτή είναι μία διεργασία που αναπόφευκτα σε αναπτύσσει πνευματικά.

Μην ακούτε μαλακίες. «Όλοι πονάμε, όλοι πονάμε!» Το είπε και η Βίσση στο [Χ]. Και η ζωή του εργένη έχει πόνο, και η ζωή του χωρισμένου έχει πόνο και η ζωή του βρέφους που τα έχει όλα στα πόδια του, έχει πόνο. Γενικά η ζωή είναι συνυφασμένη, μην πω συνώνυμη με τον πόνο. Και ο πόνος στην τελική πρέπει να είναι ο στόχος. Γιατί αν δεν πονάς, δεν ζεις.

Εννέα χρόνια συνεχούς πόνου λοιπόν. Δεν μπορώ να πω ότι μου «φάνηκαν» ή ότι τα ένιωσα στο πετσί μου. Ομολογώ, όμως, ότι τα τελευταία δύο χρόνια με το δεύτερο παιδί ήρθε και περισσότερος πόνος. Από την άλλη αν δεν ερχόταν το δεύτερο παιδί ο πόνος θα ήταν δυσβάσταχτος και πολλαπλάσιος. Οπότε κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε και τι θέλουμε.

Έκανα παιδιά γιατί στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, σε κάποιο ταξίδι με τη Μπρέντα, νομίζω ήμασταν στο Παρίσι, συνειδητοποίησα ότι πλέον δεν μου έλεγαν τίποτα τα ταξίδια αν δεν μπορούσα να τα μοιραστώ με καινούρια πλάσματα. Τις ομορφιές του κόσμου, ή τέλος πάντων του κόσμου που εμένα ενδιαφέρει, τις έχω δει δυο και τρεις φορές και έφτασα στο σημείο που ήθελα να τις δείξω και παρακάτω. Ο κόσμος είναι ανυπόφορος αν δεν το μοιράζεσαι και τα παιδιά μου ήρθαν για να τους δείξω όλα όσα εγώ θεωρώ «θαύματα» της φύσης. Τα ταξίδια με παιδιά έχουν πόνο, σαφώς, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο στις διακοπές. Αλλά το να ταξιδεύω άτεκνος θα ήταν ακόμη πιο επίπονο.

Παίζω θέατρο γιατί μου δίνει χαρά. Παρόλα αυτά, αυτή η χαρά πολλές φορές είναι πλασματική. Στις πρόβες συχνά με πιάνουν τα νεύρα, διαφωνώ πολύ συχνά με τη σκηνοθετική προσέγγιση, τη διανομή, τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η πρόβα και θέλω να εκφράσω τις διαφωνίες μου. Πολλές φορές ξέρω ότι δεν με παίρνει να εισβάλω στα χωράφια του σκηνοθέτη έτσι βγάζω τον σκασμό. Ο σκασμός μου προκαλεί πόνο, ως εκ τούτου κάθε φορά που πάω στην πρόβα καλούμαι να διαχειριστώ εποικοδομητικά τον πόνο που μου προκαλείται. Αν πονάς κάτσε σπίτι σου, θα μου πεις. Κι όμως, αν κάτσω σπίτι μου θα πονώ περισσότερο αφού δεν θα ξέρω πώς να γεμίσω δημιουργικά τον χρόνο μου. Επομένως, ναι, τα πάντα ενέχουν πόνο, τα πάντα θέλουν ορθολογιστική διαχείριση.

Μόνον οι πεθαμένοι δεν πονούν.

Να χαίρεστε αν στο γάμο σας, στη δουλειά σας, στο κοινωνικό σας περιβάλλον πονάτε. Σημαίνει ότι ακόμα ζείτε.  

Χρόνια πολλά αγάπη μου.

Εννέα χρόνια ήταν λίγα. Στα δέκα θα σε πάω ταξίδι. Και στα επόμενα εννιά πάλι εδώ θα είμαι να πονάω.

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2024

Σώσε Μας, Θεέ Μου, Από Τους Νταλάρες

 

Είτε καταπιαστούμε με τα πολιτικά, είτε καταπιαστούμε με τα καλλιτεχνικά, ο κοινός παρονομαστής είναι η φαιδρότητα. Παλιότερα σε θεωρούσαν σοβαρό αν σε ενδιέφεραν τα πολιτικά ζητήματα και πιο ελαφρύ αν σε απασχολούσαν τα καλλιτεχνικά. Χαίρομαι που τη σήμερον θεωρείσαι φαιδρός σε οτιδήποτε σε αφορά σχετικά με αυτή τη χώρα. Όπου χώρα, βλέπε τον ευρύτερο ελληνικό χώρο.

Το θέμα των ημερών είναι ο Γιώργος Νταλάρας.

Όταν ήμουν μικρός υπήρχε ένας σεβασμός γύρω από το πρόσωπό του, ο οποίος ουδέποτε κατάλαβα από πού πήγαζε. Ήταν κάπως σαν θρησκεία. Τον σεβόσουν τυφλά και αδιαπραγμάτευτα, ήταν «ο Νταλάρας» ασχέτως αν δεν ήξερες γιατί διαφέρει από τους υπόλοιπους. Εικάζω ότι για εμάς εδώ τους Κυπρίους ο σεβασμός ξεκινούσε κυρίως και πρωτίστως από μία σειρά συναυλιών που έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με σύνθημα «Τραγουδώ Για την Άμυνα – Τραγουδώ Για την Κύπρο».

Βρίσκαμε θεάρεστο ότι ήρθε ο Νταλάρας από την Αθήνα να τραγουδήσει ώστε να βρεθούν λεφτά να εξοπλίσουμε τον στρατό μας και να πολεμήσουμε τον Τούρκο. Θυμάμαι πάντα κάτι φίλες των γιαγιάδων μου να σχολιάζουν «η Βίσση τι έχει κάνει για την Κύπρο, γιατί δεν έρχεται κι αυτή να τραγουδήσει». Ο Νταλάρας τραγούδησε, λεφτά μαζεύτηκαν, στρατό όμως δεν είδαμε. Κι όσοι τον είδαμε, καλύτερα να μην τον βλέπαμε. Προφανώς για να μπορεί να ονομαστεί «στρατός» αυτό το απείθαρχο, αναποτελεσματικό Σώμα θα έπρεπε να τραγουδά κάθε μέρα ο Νταλάρας αλλά και πάλι δεν ξέρω πόσο ουσιαστικό θα ήταν, δεδομένου ότι ο ίδιος κύριος λίγα χρόνια μετά έκανε δηλώσεις κατά των εθνικών μας συμφερόντων, όπως για παράδειγμα,  «το Αιγαίο δεν ανήκει ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Τουρκία, το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια» (να βράσω τις σπουδές μου στο Διεθνές Δίκαιο), ενώ επίσης πριν λίγα χρόνια ανακάλυψα ότι ένα εκ των τελευταίων του άλμπουμ κυκλοφόρησε μέσω της Sony Τουρκίας κάτι που δείχνει και κατά που γέρνει η πλάστιγγα του οικονομικού του συμφέροντος (κλασικός αριστερός).

Έτσι έμαθα, που λέτε τον Νταλάρα και το ποιόν του.

Στη δεκαετία του ’90 είχε γίνει και ο γνωστός χαμός με τον Τζίμη Πανούση ο οποίος μηνύθηκε και καταδικάστηκε «να του τα σκάει» όποτε αναφέρεται στο όνομά του, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι για Δημοκράτης Αριστερός δεν τον λες και πολύ ανεχτικό στην ελευθερία της έκφρασης του άλλου, ακόμη κι όταν πρόκειται για σάτιρα από τον ομοϊδεάτη Πανούση, τον οποίο έχω σε αντίστοιχη υπόληψη. Έτσι είναι, όμως, όλοι οι Αριστεροί. Δημοκρατικοί με τα δικά τους αυθαίρετα μέτρα και σταθμά.

Μουσικά δεν έχω εξερευνήσει τον Νταλάρα. Έχω ένα άλμπουμ του, το Latin, που έσκιζε στα τέλη του ’80 (όλα διασκευές) και μου αρέσουν πολύ και «τα βεγγαλικά σου μάτια» από τον δίσκο της «Πόπης». Τον είδα και μια φορά λάιβ το 1998 στην Ιερά Οδό με τους Πύξ Λαξ και τη Τσαλιγοπούλου και νόμιζα ότι θα πέθαινα από βαρεμάρα. Ήθελα να φύγω στα πρώτα δέκα λεπτά του προγράμματος αλλά ήμουν εκεί με το σχολείο και δεν μου επιτρέπετο.

Πέραν τούτων, ουδεμία γνώση έχω. Αν πρέπει να τον συγκρίνω με Πάριο, Αλεξίου, Γαλάνη, Μαρινέλλα και αυτούς τους τιτάνες με τους οποίους ξεμύτησε στο πεντάγραμμο, τους θεωρώ όλους ανώτερούς του, τόσο φωνητικά, όσο και ρεπερτοριακά.

Οπότε, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί ο Νταλάρας χαίρει της εκτίμησης που χαίρει. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω. Κάποτε γνώρισα σε μία πτήση άτομο που μου είπε ότι η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της Ελλάδος είναι η Πάολα. Η Πάολα! Οπότε η συζήτηση περί γούστου τελειώνει εδώ.

Βγήκε τώρα ο Νταλάρας και αποκαθήλωσε τους ρεπόρτερ των πρωινάδικων. Δεν παρακολούθησα το θέμα, δεν άντεξα. Χονδρικά, κι από πάνω-από πάνω έμαθα ότι τους «ξευτύλισε» για το επίπεδο της δουλειάς τους. Να πω ότι διαφωνώ 100% θα ήταν ψέμα. Η τηλεόραση είναι πολύ χαμηλού επιπέδου μέσο από το 2000 και μετά. Πιο πριν κρατούσε και λίγο τα προσχήματα. Όμως, είναι τώρα ο Νταλάρας άτομο ακέραιο να μας κουνήσει το δάχτυλο; Δεν είναι.

Πολύ χάρηκα όμως για τον ντόρο που προκλήθηκε αφού για να ασχοληθούμε μαζί του έπρεπε να γίνει σκανδαλάκι τέτοιου επιπέδου. Αλλιώς, δεν θα είχαμε ιδέα αν ζει ή αν πέθανε.

Την καλύτερη κουβέντα για τον Νταλάρα την είπε η Βίσση και απ’ ό,τι φαίνεται είναι πια διαχρονική και κολλάει σε κάθε περίπτωση. Ουστ!

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2024

Το Ρέντινγκ Μου

Τις προάλλες μέσω δουλειάς έκανα μία γνωριμία με έναν άνθρωπο που μου είπε με καμάρι και ύφος ότι αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ στην Αγγλία. Ο τόνος του περιείχε μία δόση αμφιβολίας κατά πόσον ο συνομιλητής του θα μπορούσε να γνωρίζει το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Στην αρχή δεν του είπα τίποτα, τον άφησα να το χαρεί. Ύστερα του αποκάλυψα ότι «ήμουν κι εγώ στο Ρέντινγκ». Εγώ βέβαια αποφοίτησα το 2004, και όχι το 2014 όπως εκείνος. Όταν του το είπα σήκωσε τα φρύδια έκπληκτος, σαν να μην πίστευε ότι το πανεπιστήμιο υπήρχε και το 2004.

Από κάτι τέτοια συνειδητοποιώ τον χρόνο που φεύγει. Θα μου πεις, πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που πήρες πτυχίο. Αυτό το συμβάν περίμενες για να το συνειδητοποιήσεις; Κι όμως αγαπητέ αναγνώστη, εγώ νιώθω ότι πήγα χθες για πρώτη φορά στο πανεπιστήμιο. Και πέρασα τόσο υπέροχα, ειδικά την πρώτη χρονιά, που θεωρώ όλη την κομητεία, (όχι μόνο το Πανεπιστήμιο), δικά μου, περιουσία μου. Όταν ακούω ότι «εκεί φοίτησε κι ο τάδε» με πιάνει μία περιφρόνηση σαν να μην μπορεί άλλος να αντιληφθεί, ή να συλλάβει με το μυαλό του, τι συνέβη εκεί το θρυλικό έτος 2001.


Το καλό με την αγγλική επαρχία είναι ότι όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Κάθε χρόνο μεταβάλλεται το κέντρο της, κτήρια κατεδαφίζονται, άλλα χτίζονται, και κάθε δυο-τρία χρόνια το μέρος είναι αγνώριστο. Αυτό ισχύει και για το Ρέντινγκ, το οποίο από το 2004 δεν άλλαξε καθόλου, κι όμως όσες φορές έτυχε να το επισκεφτώ έκτοτε (δύο φορές, μία το 2005 και μία το 2007) βρήκα εκεί άλλη πόλη στημένη. Ήταν όπως τη θυμόμουν, αλλά δεν θύμιζε σε τίποτα την πόλη που «έχτισα» εγώ. Αυτό κατά κάποιο τρόπο με παρηγορεί. Έφυγα από ‘κει, αλλά το Ρέντινγκ το πήρα μαζί μου. Δεν σας το άφησα να το ρημάξετε. 


Ο φίλτατος φίλος Νισύριος επισκέφτηκε το Ρέντινγκ τις προάλλες και μου έστειλε φωτογραφίες. Δεν ήθελαν και πολύ να ζωντανέψουν τα φαντάσματα. 


Εδώ έμενα. Στο L court. Μου φαίνεται τόσο άσχημο σήμερα. Τότε δεν με πείραζε καθόλου. Οι άνθρωποι κάνουν τα κτήρια. Και μην ξεχνάτε ότι προήλθα από διετή θητεία στην Ε.Φ. όπου κοιμόμουν σε κάτι χαλαμάντουρα με στέγη από τσίγκο και αμίαντο. Αυτό θα με πείραζε; Παλάτι μου φαινότανε! Ήμουν τόσο επηρεασμένος από τον στρατό που για ένα μήνα, τουλάχιστον, όταν ξυπνούσα να πάω μάθημα έστρωνα και το κρεβάτι από συνήθειο. 

Το 2001: 


Πήγα στην Αγγλία με το στερεοφωνικό και τα cd μου παραμάσχαλα. Το φόρτωσα στο αεροπλάνο κανονικά, σαν χειραποσκευή. Δεν μπορούσαμε να έχουμε επαφή με το τι παίζουν τα κλαμπς στην Κύπρο. Παίζαμε τα cd που φέρναμε μαζί μας, ή αυτά που μας έφερναν καλοί Σαμαρείτες που πετάγονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα και Κύπρο. Θυμάμαι όταν βγήκε η “Κραυγή” και το “Everything I am” που είχα λάβει γνώση ότι αφίχθη πακετάκι από Κύπρο στο mailbox, και επειδή ήταν Παρασκευή και είχε κλείσει η ρεσεψιόν της εστίας, έπρεπε να περιμένω ως τη Δευτέρα για να τα παραλάβω. Νομίζω ήταν το πιο αργό σαββατοκύριακο που έζησα ποτέ. Τώρα αυτά ακούγονται αστεία. Αλλά τότε προσέδιδαν στη ζωή περισσότερη αξία. 


Το 2001 δεν είχαμε ίντερνετ στο δωμάτιο μας, ούτε φυσικά ούτε γουάι-φάι. Είχαμε υπολογιστές σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια και περιμέναμε γραμμή για να καθίσουμε σε ένα όπως στα ίντερνετ καφέ. Και εκεί, το σερφάρισμα δεν ήταν ελεύθερο, ήταν ελεγχόμενο, χωρίς σόσιαλ μίντια. Μόνο μεήλ είχαμε. Τότε γράφαμε μέηλ. Σαν κανονικά γράμματα και τα στέλναμε σε άλλους φίλους που σπούδαζαν Ελλάδα και Αμερική. Οι της ελλάδος έκαναν 5-6 μέρες να απαντήσουν. Οι της Αμερικής με τη διαφορά ώρες ήθελαν σίγουρα ένα 12ωρο. Δεν είχαμε smart phones να επικοινωνούμε με το παγκόσμιο ανά πάσα στιγμή. Νιώθαμε την απόσταση, νιώθαμε την «ξενιτιά».


Επίσης, δεν υπήρχαν ιδιαίτερες ιστοσελίδες για ενημέρωση. Υπήρχε το σάιτ της «Σημερινής» (σήμερα δεν υφίσταται καν η Σημερινή – κυκλοφορεί μόνο τα σαββατοκύριακα κι αυτό δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη), και αν ήθελες να μάθεις μουσικά νέα υπήρχε μόνο το σάιτ του Mad.gr το οποίο έκανε και πέντε λεπτά να ανοίξει, και δεν ήθελες να βλέπει ο από πίσω που περίμενε στην ουρά μια ώρα να πάρει υπολογιστή ότι εσύ χασομεράς μαθαίνοντας τα τελευταία νέα του Πλούταρχου (τότε ήταν πολύ της μόδας ο Πλούταρχος – Χριστέ μου!).


Το 2001 στην Αγγλία δεν είχα καν κινητό τηλέφωνο (είχα κυπριακό από τον στρατό, αλλά όταν απολύθηκα θεώρησα ότι έπαψε να υφίσταται η χρησιμότητα του – χα, χα, χα!). Πολλοί συμφοιτητές μου είχαν αγγλικό νούμερο, αλλά εγώ θεωρούσα ότι αφού εξυπηρετούμαι με το σταθερό στο δωμάτιο της εστίας, ποιος ο λόγος να πάρω και αγγλικό νούμερο; Την επόμενη χρονιά κατάλαβα ότι ήταν επιβεβλημένο να συνδεθώ και το έκανα με τη Vodafone. Θέλω να πω όμως, ότι μια χαρά ζούσες κι έτσι. Με τους γονείς στην Κύπρο μιλούσα κάθε 2-3 μέρες, μπορεί να τύχαινε να περάσει και βδομάδα χωρίς να έχω νέα τους και εδώ που τα λέμε ήταν πια σε μία ηλικία που δεν με ενδιέφερε να μάθω τα νέα τους. 


Στα είκοσι ένιωθα ότι κρατούσα όλο τον κόσμο στο χέρι μου και ότι ήμουν βασιλιάς. Εν μέρει ήμουν. Η ζωή στην εστία ήταν τόσο συναρπαστική. Μια φορά κάθισα και έγραψα κάτω όλα τα «σκανδαλάκια» που συνέβησαν αναμεταξύ μας στη διάρκεια ενός τριμήνου. Νομίζω γέμισα δυο σελίδες. Έρωτες, έρωτες, έρωτες, πάρτι, πάρτι, πάρτι, απογοητεύσεις, απογοητεύσεις, απογοητεύσεις! Ζούσα σε αμερικανικό σίτκομ και το απολάμβανα στο έπακρον. Όλα αυτά βέβαια έφθιναν όσο περνούσαν τα χρόνια. Όπως και να ‘χει, η πρώτη χρονιά ήταν το κάτι άλλο.


Σε αυτή τη φωτογραφία, που μου έστειλε και πάλι ο φίλος μου, βλέπετε το παράθυρο που με ξέκανε. Το μεσαίο στα αριστερά. Πόσα Σάββατα και Κυριακές έτριβα να φύγει ο λεκές από κάτω του, δεν περιγράφεται. Μου έμεινε τικ. Για πολλά χρόνια, ακόμη κι όταν εκείνη είχε φύγει και έμενε αλλού, εγώ περνούσα από κάτω και κοίταζα να δω αν είχε το φως της αναμμένο. Τόσο πολύ! Σήμερα με λυπάμαι. Αλλά χαίρομαι τόσο που το έζησα. 


Και στη πιο κάτω φωτογραφία βλέπετε ένα άλλο δωμάτιο φίλης μας, η οποία το έπαιζε σε πολλά ταμπλώ. Τα είχε με Κύπριο, ο οποίος σήμερα είναι πολιτικάντης, αλλά ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη το έδινε και σε έναν Τούρκο. Όταν ο δικός μας έφευγε για σαββατοκύριακο στην Κύπρο να δει τους γονείς του, η δεσποινίδα ξεσάλωνε με τον Τούρκο. Μια φορά ο πολιτικάντης επέστρεψε απρόοπτα και ο Τούρκος πήδησε από το παράθυρο που βλέπετε και κρύφτηκε μες τα μαύρα μεσάνυχτα με το σώβρακο πάνω σε αυτό το πεζούλι, σε κοινή θέα – όπως συμβαίνει και στα έργα. Φυσικά ήμασταν όλοι μάρτυρες, τον είδαμε από τα τζάμια της κουζίνας, και φυσικά κανένας δεν του είπε τίποτα. Ήταν τόσο γλοιώδης παπάρας που προτιμούσαμε να αφήνουμε να τον ξευτυλίζει ο Τούρκος. 




Το πανεπιστήμιο ήταν όπως το Δημοτικό. Στο Δημοτικό ήμουν ερωτευμένος κάθε βδομάδα και μ’ άλλην. Στο πανεπιστήμιο δεν ήταν ακριβώς έτσι, αλλά όπου γυρνούσες το κεφάλι σου έβλεπες τόσες πολλές διαφορετικές ομορφιές που δεν ήξερες πού να πρώτο-στοχεύσεις. Θυμάμαι ότι μια εποχή μου άρεσε μία Καναδή, μαύρη, και σε ένα πάρτυ χορεύαμε τόσο έξαλλα που θεώρησα ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί κάτι. Ύστερα έμαθα ότι ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερη μου (έπαθα σοκ!) και ένιωσα ότι δεν είναι του βεληνεκούς μου, οπότε συγκεντρώθηκα αλλού. Τι εμπειρίες χάθηκαν από ηλίθιους φόβους και άλλα σύνδρομα. Τον νου που έχω σήμερα να είχα τότε, θα ζούσα σε άλλη ήπειρο σήμερα. 


Ω! Έγραψα αυτό το κείμενο και ταξίδεψα σε άλλη γη και σ’ άλλα μέρη. Νιώθω ότι με απήγαγαν εξωγήινοι και με έφεραν πίσω προ ολίγου. Κάτω είναι τα παιδιά μου τα οποία ρημάζουν το σπίτι και περιμένω να πάει 7:30 να τους κάνω μπάνιο και να τα βάλω να κοιμηθούν. Αυτό ήταν το σαββατοκύριακο μου. Δεν βγήκα έξω, δεν πήγα πουθενά, ήμουν με ένα βιβλίο στο χέρι και διάβαζα, υποτίθεται αυτό είναι το normal και as good as it gets για τη φάση μου. 


Ω, γουέλ...







Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2024

Το Μήλο Κάτω Απ' Τη Μηλιά

 

Πριν πάρα πολλά χρόνια ένας φίλος του πατέρα μου, μου είχε πει ότι ο λόγος με τον οποίο δεν τα βρίσκουμε με τον πατέρα μου είναι επειδή είμαστε οι ίδιοι. Εγώ τότε πρέπει να ήμουν 19-20 χρόνων και προσβλήθηκα από το σχόλιο. Είχα συνηθίσει να μου λένε ότι «είμαστε ίδιοι» στην εμφάνιση τουλάχιστον. Ούτε αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα, αλλά δεν μπορούσα και να το αμφισβητήσω. Το καταμαρτυρούσε ο καθρέφτης οπότε το αποδέχτηκα. Το «είστε οι ίδιοι» και σε χαρακτήρα όμως, ήταν κάτι που πρώτη φορά μου το έλεγαν κατάμουτρα και ομολογώ ότι όχι μόνο το αμφισβήτησα, αλλά μου πήρε πολύ καιρό να το αποδεχτώ.

Ακόμη και σήμερα δεν πιστεύω ότι ήμαστε ίδιοι στον χαρακτήρα. Βρίσκω ομοιότητες όσο μεγαλώνω, αλλά δεν θεωρώ ότι αυτές είναι αρκετές ώστε να μας εξισώσουν. Έχει σημασία; Καμία. Υπάρχουν πολλές πραγματικότητες. Η πραγματικότητα του κόσμου, η πραγματικότητα η δική μας. Δεν σημαίνει ότι αυτές οι πραγματικότητες πρέπει ή και ταυτίζονται στα πάντα.

Το θέμα είναι ότι αυτές τις μέρες ήρθα αντιμέτωπος με κάποια ελαττώματα του γιου μου. Ελαττώματα τα οποία μας έχουν επισημάνει από το σχολείο. «Ο γιος σας είναι αυτό», «είναι και αυτό», «είναι και το παρ’ άλλο» ανέφερε η δασκάλα του. Μας είπε αρκετά θετικά, μας είπε και αρκετά αρνητικά.

Θύμωσα, ντράπηκα, στεναχωρήθηκα. Δυστυχώς, δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω οτιδήποτε για να τον διορθώσω. Είμαι σε μία ηλικία και μία φάση όπου αναγνωρίζω και βλέπω στον γιο μου όλα τα θετικά μου και όλα τα κουσούρια μου. Αυτά που λέει, αυτά που πράττει στο σχολείο είναι κατά 90% δικά μου χαρακτηριστικά. Είναι πράγματα τα οποία εγώ δεν κατάφερα ποτέ να διορθώσω σε μένα, τα αποδέχτηκα και έμαθα να ζω μαζί τους, είναι πράγματα που μου πήραν δεκαετίες για να τα λειάνω, και ακόμα δεν ξέρω αν τα λείανα. Τι να κάτσω να πω του παιδιού; Ότι πρέπει να αλλάξει; Προφανώς και θα του πω ότι πρέπει κάποια πράγματα να τα προσέξει ώστε να αποφύγει τις συνέπειες. Αλλά σε τι βαθμό και με ποια ένταση; Σάμπως κατάφερα να τα διορθώσω εγώ για να παίξω τώρα εγώ τον ρόλο του αυθεντία;

Διαπαιδαγωγούμε διά του παραδείγματος, δυστυχώς. Οι νουθεσίες, τα πρέπει και τα τελεσίγραφα δεν πιάνουν τόπο. Θα του τα πω ένα χεράκι, βέβαια, αλλά δεν έχω μεγάλες προσδοκίες. Αφού εγώ είμαι έτσι, έτσι θα είναι και ο γιος μου. Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει, άντε να παραπέσει λίγο πιο πέρα. Μια φορά, μήλο είναι, η μηλιά το γέννησε.

Όλα είναι γραμμένα στο DNA μας. Και όσο εξερευνώ αυτό το πεδίο, δηλαδή της γενετικής, συνειδητοποιώ ότι ούτε επίκτητοι χαρακτήρες υφίστανται ιδιαίτερα, ούτε τίποτα. Όλα κληρονομούνται. Το βλέπω και στην κόρη μου που είναι κατά 90% ίδια η Μπρέντα και μια μέρα θα μας πούνε και για τα δικά της χαΐρια.

Λυπάμαι και θλίβομαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω και πολλά.