Τις προάλλες μέσω δουλειάς έκανα μία γνωριμία με έναν άνθρωπο που μου είπε με καμάρι και ύφος ότι αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ στην Αγγλία. Ο τόνος του περιείχε μία δόση αμφιβολίας κατά πόσον ο συνομιλητής του θα μπορούσε να γνωρίζει το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Στην αρχή δεν του είπα τίποτα, τον άφησα να το χαρεί. Ύστερα του αποκάλυψα ότι «ήμουν κι εγώ στο Ρέντινγκ». Εγώ βέβαια αποφοίτησα το 2004, και όχι το 2014 όπως εκείνος. Όταν του το είπα σήκωσε τα φρύδια έκπληκτος, σαν να μην πίστευε ότι το πανεπιστήμιο υπήρχε και το 2004.
Από κάτι τέτοια συνειδητοποιώ τον χρόνο που φεύγει. Θα μου πεις, πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που πήρες πτυχίο. Αυτό το συμβάν περίμενες για να το συνειδητοποιήσεις; Κι όμως αγαπητέ αναγνώστη, εγώ νιώθω ότι πήγα χθες για πρώτη φορά στο πανεπιστήμιο. Και πέρασα τόσο υπέροχα, ειδικά την πρώτη χρονιά, που θεωρώ όλη την κομητεία, (όχι μόνο το Πανεπιστήμιο), δικά μου, περιουσία μου. Όταν ακούω ότι «εκεί φοίτησε κι ο τάδε» με πιάνει μία περιφρόνηση σαν να μην μπορεί άλλος να αντιληφθεί, ή να συλλάβει με το μυαλό του, τι συνέβη εκεί το θρυλικό έτος 2001.
Το καλό με την αγγλική επαρχία είναι ότι όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Κάθε χρόνο μεταβάλλεται το κέντρο της, κτήρια κατεδαφίζονται, άλλα χτίζονται, και κάθε δυο-τρία χρόνια το μέρος είναι αγνώριστο. Αυτό ισχύει και για το Ρέντινγκ, το οποίο από το 2004 δεν άλλαξε καθόλου, κι όμως όσες φορές έτυχε να το επισκεφτώ έκτοτε (δύο φορές, μία το 2005 και μία το 2007) βρήκα εκεί άλλη πόλη στημένη. Ήταν όπως τη θυμόμουν, αλλά δεν θύμιζε σε τίποτα την πόλη που «έχτισα» εγώ. Αυτό κατά κάποιο τρόπο με παρηγορεί. Έφυγα από ‘κει, αλλά το Ρέντινγκ το πήρα μαζί μου. Δεν σας το άφησα να το ρημάξετε.
Ο φίλτατος φίλος Νισύριος επισκέφτηκε το Ρέντινγκ τις προάλλες και μου έστειλε φωτογραφίες. Δεν ήθελαν και πολύ να ζωντανέψουν τα φαντάσματα.
Εδώ έμενα. Στο L court. Μου φαίνεται τόσο άσχημο σήμερα. Τότε δεν με πείραζε καθόλου. Οι άνθρωποι κάνουν τα κτήρια. Και μην ξεχνάτε ότι προήλθα από διετή θητεία στην Ε.Φ. όπου κοιμόμουν σε κάτι χαλαμάντουρα με στέγη από τσίγκο και αμίαντο. Αυτό θα με πείραζε; Παλάτι μου φαινότανε! Ήμουν τόσο επηρεασμένος από τον στρατό που για ένα μήνα, τουλάχιστον, όταν ξυπνούσα να πάω μάθημα έστρωνα και το κρεβάτι από συνήθειο.
Το 2001:
Πήγα στην Αγγλία με το στερεοφωνικό και τα cd μου παραμάσχαλα. Το φόρτωσα στο αεροπλάνο κανονικά, σαν χειραποσκευή. Δεν μπορούσαμε να έχουμε επαφή με το τι παίζουν τα κλαμπς στην Κύπρο. Παίζαμε τα cd που φέρναμε μαζί μας, ή αυτά που μας έφερναν καλοί Σαμαρείτες που πετάγονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα και Κύπρο. Θυμάμαι όταν βγήκε η “Κραυγή” και το “Everything I am” που είχα λάβει γνώση ότι αφίχθη πακετάκι από Κύπρο στο mailbox, και επειδή ήταν Παρασκευή και είχε κλείσει η ρεσεψιόν της εστίας, έπρεπε να περιμένω ως τη Δευτέρα για να τα παραλάβω. Νομίζω ήταν το πιο αργό σαββατοκύριακο που έζησα ποτέ. Τώρα αυτά ακούγονται αστεία. Αλλά τότε προσέδιδαν στη ζωή περισσότερη αξία.
Το 2001 δεν είχαμε ίντερνετ στο δωμάτιο μας, ούτε φυσικά ούτε γουάι-φάι. Είχαμε υπολογιστές σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια και περιμέναμε γραμμή για να καθίσουμε σε ένα όπως στα ίντερνετ καφέ. Και εκεί, το σερφάρισμα δεν ήταν ελεύθερο, ήταν ελεγχόμενο, χωρίς σόσιαλ μίντια. Μόνο μεήλ είχαμε. Τότε γράφαμε μέηλ. Σαν κανονικά γράμματα και τα στέλναμε σε άλλους φίλους που σπούδαζαν Ελλάδα και Αμερική. Οι της ελλάδος έκαναν 5-6 μέρες να απαντήσουν. Οι της Αμερικής με τη διαφορά ώρες ήθελαν σίγουρα ένα 12ωρο. Δεν είχαμε smart phones να επικοινωνούμε με το παγκόσμιο ανά πάσα στιγμή. Νιώθαμε την απόσταση, νιώθαμε την «ξενιτιά».
Επίσης, δεν υπήρχαν ιδιαίτερες ιστοσελίδες για ενημέρωση. Υπήρχε το σάιτ της «Σημερινής» (σήμερα δεν υφίσταται καν η Σημερινή – κυκλοφορεί μόνο τα σαββατοκύριακα κι αυτό δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη), και αν ήθελες να μάθεις μουσικά νέα υπήρχε μόνο το σάιτ του Mad.gr το οποίο έκανε και πέντε λεπτά να ανοίξει, και δεν ήθελες να βλέπει ο από πίσω που περίμενε στην ουρά μια ώρα να πάρει υπολογιστή ότι εσύ χασομεράς μαθαίνοντας τα τελευταία νέα του Πλούταρχου (τότε ήταν πολύ της μόδας ο Πλούταρχος – Χριστέ μου!).
Το 2001 στην Αγγλία δεν είχα καν κινητό τηλέφωνο (είχα κυπριακό από τον στρατό, αλλά όταν απολύθηκα θεώρησα ότι έπαψε να υφίσταται η χρησιμότητα του – χα, χα, χα!). Πολλοί συμφοιτητές μου είχαν αγγλικό νούμερο, αλλά εγώ θεωρούσα ότι αφού εξυπηρετούμαι με το σταθερό στο δωμάτιο της εστίας, ποιος ο λόγος να πάρω και αγγλικό νούμερο; Την επόμενη χρονιά κατάλαβα ότι ήταν επιβεβλημένο να συνδεθώ και το έκανα με τη Vodafone. Θέλω να πω όμως, ότι μια χαρά ζούσες κι έτσι. Με τους γονείς στην Κύπρο μιλούσα κάθε 2-3 μέρες, μπορεί να τύχαινε να περάσει και βδομάδα χωρίς να έχω νέα τους και εδώ που τα λέμε ήταν πια σε μία ηλικία που δεν με ενδιέφερε να μάθω τα νέα τους.
Στα είκοσι ένιωθα ότι κρατούσα όλο τον κόσμο στο χέρι μου και ότι ήμουν βασιλιάς. Εν μέρει ήμουν. Η ζωή στην εστία ήταν τόσο συναρπαστική. Μια φορά κάθισα και έγραψα κάτω όλα τα «σκανδαλάκια» που συνέβησαν αναμεταξύ μας στη διάρκεια ενός τριμήνου. Νομίζω γέμισα δυο σελίδες. Έρωτες, έρωτες, έρωτες, πάρτι, πάρτι, πάρτι, απογοητεύσεις, απογοητεύσεις, απογοητεύσεις! Ζούσα σε αμερικανικό σίτκομ και το απολάμβανα στο έπακρον. Όλα αυτά βέβαια έφθιναν όσο περνούσαν τα χρόνια. Όπως και να ‘χει, η πρώτη χρονιά ήταν το κάτι άλλο.
Σε αυτή τη φωτογραφία, που μου έστειλε και πάλι ο φίλος μου, βλέπετε το παράθυρο που με ξέκανε. Το μεσαίο στα αριστερά. Πόσα Σάββατα και Κυριακές έτριβα να φύγει ο λεκές από κάτω του, δεν περιγράφεται. Μου έμεινε τικ. Για πολλά χρόνια, ακόμη κι όταν εκείνη είχε φύγει και έμενε αλλού, εγώ περνούσα από κάτω και κοίταζα να δω αν είχε το φως της αναμμένο. Τόσο πολύ! Σήμερα με λυπάμαι. Αλλά χαίρομαι τόσο που το έζησα.
Και στη πιο κάτω φωτογραφία βλέπετε ένα άλλο δωμάτιο φίλης μας, η οποία το έπαιζε σε πολλά ταμπλώ. Τα είχε με Κύπριο, ο οποίος σήμερα είναι πολιτικάντης, αλλά ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη το έδινε και σε έναν Τούρκο. Όταν ο δικός μας έφευγε για σαββατοκύριακο στην Κύπρο να δει τους γονείς του, η δεσποινίδα ξεσάλωνε με τον Τούρκο. Μια φορά ο πολιτικάντης επέστρεψε απρόοπτα και ο Τούρκος πήδησε από το παράθυρο που βλέπετε και κρύφτηκε μες τα μαύρα μεσάνυχτα με το σώβρακο πάνω σε αυτό το πεζούλι, σε κοινή θέα – όπως συμβαίνει και στα έργα. Φυσικά ήμασταν όλοι μάρτυρες, τον είδαμε από τα τζάμια της κουζίνας, και φυσικά κανένας δεν του είπε τίποτα. Ήταν τόσο γλοιώδης παπάρας που προτιμούσαμε να αφήνουμε να τον ξευτυλίζει ο Τούρκος.
Το πανεπιστήμιο ήταν όπως το Δημοτικό. Στο Δημοτικό ήμουν ερωτευμένος κάθε βδομάδα και μ’ άλλην. Στο πανεπιστήμιο δεν ήταν ακριβώς έτσι, αλλά όπου γυρνούσες το κεφάλι σου έβλεπες τόσες πολλές διαφορετικές ομορφιές που δεν ήξερες πού να πρώτο-στοχεύσεις. Θυμάμαι ότι μια εποχή μου άρεσε μία Καναδή, μαύρη, και σε ένα πάρτυ χορεύαμε τόσο έξαλλα που θεώρησα ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί κάτι. Ύστερα έμαθα ότι ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερη μου (έπαθα σοκ!) και ένιωσα ότι δεν είναι του βεληνεκούς μου, οπότε συγκεντρώθηκα αλλού. Τι εμπειρίες χάθηκαν από ηλίθιους φόβους και άλλα σύνδρομα. Τον νου που έχω σήμερα να είχα τότε, θα ζούσα σε άλλη ήπειρο σήμερα.
Ω! Έγραψα αυτό το κείμενο και ταξίδεψα σε άλλη γη και σ’ άλλα μέρη. Νιώθω ότι με απήγαγαν εξωγήινοι και με έφεραν πίσω προ ολίγου. Κάτω είναι τα παιδιά μου τα οποία ρημάζουν το σπίτι και περιμένω να πάει 7:30 να τους κάνω μπάνιο και να τα βάλω να κοιμηθούν. Αυτό ήταν το σαββατοκύριακο μου. Δεν βγήκα έξω, δεν πήγα πουθενά, ήμουν με ένα βιβλίο στο χέρι και διάβαζα, υποτίθεται αυτό είναι το normal και as good as it gets για τη φάση μου.
Ω, γουέλ...