Το καλό με τα παιδιά είναι ότι σε κάνουν να βλέπεις
αλλιώς τον κόσμο.
Για παράδειγμα, όλοι οι Λευκωσιάτες ξέρουμε ότι στην
είσοδο της Λευκωσίας δεσπόζει το «κέρατο της Λαϊκής». Πρόκειται για ένα γλυπτό
που διακοσμούσε τον κήπο της Λαϊκής Τράπεζας η οποία πτώχευσε το 2013. Το
λέγαμε «κέρατο» και συνεννοούμασταν. Για εμένα, που ήμουν λάτρης της Γιουροβίζιον,
δεν ήταν μόνο ένα «κέρατο» ήταν και ο χώρος στον οποίο γυρίστηκε το βίντεο κλιπ
της συμμετοχής μας, το 1997, για το τραγούδι «Μάνα Μου».
Έλα όμως που τόσα χρόνια μετά, ο χώρος επαναπροσδιορίζεται
από τον γιόκα μου. Δεν μιλάμε πια για το… «κέρατο της Λαϊκής». Μιλούμε για το… «τρυπάνι
του υπονομευτή». Όσοι έχετε παιδιά και βλέπετε μαζί τους την ταινία του Ντίσνεϊ
«Οι Απίθανοι» (TheIncredibles) θα διαπιστώσατε ιδίοις όμμασι ότι οι ήρωες διασώζουν
στο τέλος της ταινίας το Δημαρχείο της πόλης από το τρυπάνι του υπονομευτή. Ο
γιος μου είναι τρομερά εντυπωσιασμένος από το εν λόγω όχημα (θέλει και ν’
αγοράσουμε ένα), και όποτε περάσουμε έξω από το κτήριο μου λέει «Παπά, κοίτα,
το τρυπάνι του υπονομευτή!»
Πολύ χαίρομαι που σαν οικογένεια υιοθετήσαμε τον όρο και
όποτε περνούμε από εκεί δεν αναφερόμαστε πια στο κέρατο, αλλά στο τρυπάνι του
υπονομευτή. "Πού είστε; Αργείτε;" "Μόλις περάσαμε το τρυπάνι του υπονομευτή και οδεύουμε προς τον αυτοκινητόδρομο". Δεν μπορείτε να πείτε, ακούγεται και πιο επιβλητικό, ενώ το βρίσκω και πιο ακριβή σαν όρο.
Λατρεύω τον γιόκα μου που κάνει τα πάντα γύρω μου να
φαίνονται ομορφότερα εξ αιτίας του.
Πηγαίνοντας στο παλιό μου διαμέρισμα να μαζέψω κασέτες
από τα μπαούλα της γιαγιάς μου για ψηφιοποίηση, βρήκα στο πάτωμα ένα φάκελο με
το όνομά μου. Άφησα τη στοίβα με τις κασέτες που κουβαλούσα κατά μέρος, έσκυψα,
τον μάζεψα, τον ξεσκόνισα, τον άνοιξα και τι να δω μέσα; Περιείχε όλα μου τα πτυχία,
άθικτα και ατσαλάκωτα!
Σας είχα γράψει στο παρελθόν ότι είχα χάσει τα πτυχία
μου. Τα έψαχνα, τα έψαχνα μα ήταν σαν να ‘χε ανοίξει η γης και τα κατάπιε. Δεν
είχα προλάβει να τα κορνιζάρω. Τα είχα φωτοτυπήσει για να τα υποβάλω ως
συνοδευτικά αρχεία με τις αιτήσεις για εργασία στο παρελθόν αλλά είχα χάσει τον
φάκελο που ήταν μέσα τα πρωτότυπα. Μετά από καιρό έχασα και τις φωτοτυπίες και
έμεινα σύξυλος. Τα τελευταία δέκα χρόνια δεν είχα την παραμικρή πιστοποίηση ότι
είχα σπουδάσει. Ήξερα ότι μπορούσα να αιτηθώ έναντι αντιτίμου στα πανεπιστήμια
μου να μου τυπώσουν καινούρια αλλά όλο το ανέβαλλα, χώρια που ήθελαν 100 στερλίνες
για κάθε εκτύπωση. Τέσσερα πτυχία, σύνολον 400 στερλίνες, ε, δεν τις είχα και
πρόχειρες.
Τι τα θες τα πτυχία μωρέ, θα μου πεις και δεν θα
διαφωνήσω. Εγώ μαζί σου, τι να τα κάνω; Δημόσιος υπάλληλος δεν έγινα; Έχει
καμία σημασία τι σπούδασα αφού συνειδητά κυλίστηκα στο βούρκο; Καμία! Για μένα
πιο μεγάλη αξία έχουν οι αφίσες των ερασιτεχνικών παραστάσεών στις οποίες
έπαιξα και οι οποίες κοσμούν πλέον τους τοίχους μου, παρά τα πτυχία. Όμως τείνω να αλλάξω γνώμη. Τα πτυχία χρειάζονται, έστω και για διακοσμητικούς
λόγους.
Εγώ τουλάχιστον θέλω να τα βλέπω για να επιβεβαιώνω ότι
κάποτε έλαβα ανώτερη εκπαίδευση και να νιώθω καλά με τον εαυτό μου κάθε φορά
που εμπλέκομαι σε διαδικτυακό καβγά κατά τον οποίο προσπαθεί να με πείσει το κάθε τρολ και
το κάθε ανώνυμο ακάουντ πως γνωρίζει περισσότερα από μένα σε θέματα τα οποία
εγώ έχω σπουδάσει ενώ αυτό όχι. Τα πτυχία χρειάζονται, καρφωμένα στον τοίχο, ως υπενθύμιση και ως καθησύχαση
κάθε φορά που η κυπριακή πραγματικότητα έρχεται να αμφισβητήσει και την
παραμικρή σου γνώση. Διότι ως γνωστόν, δεν αρκεί να έχεις γνώση αν δεν έχεις άλλους
δέκα από κάτω στα σόσιαλ να σου κάνουν λαϊκ, δεν πα να παραθέτεις πηγές και
παραπόταμους για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου. Προφανώς όλοι οι άλλοι ξέρουν καλύτερα, δεν πάτε στο διάολο λέω εγώ.
Χάρηκα, που λέτε, πάρα πολύ που τα ξαναβρήκα και δεν
χρειάζεται να πληρώσω για να τα ξανά-αποκτήσω! Τώρα, βέβαια, δεν έχω τοίχο να τα
κρεμάσω... Υπάρχει μόνο ένας εύκαιρος, αλλά έχω κρεμάσει πάνω μία βίντατζ αφίσα του LionKingαπό το 1994. Αξίζει άραγε να την κατεβάσω;
Χμ…
Το σαββατοκύριακο ενθουσιάστηκα με την εύρεση μίας κασέτας
που περιείχε τα κυπριακά καλλιστεία του 1995. Κάθισα και τα μόνταρα, τα έκανα
περίληψη και τα ανέβασα στο YouTube. Μπορείτε να τα
απολαύσετε στο πιο κάτω βίντεο.
Μπορώ να διοργανώσω συμπόσιο για το πιο πάνω πρόγραμμα.
Σχολιάζω εν τάχει:
Από όλο το πρόγραμμα (το οποίο θεωρώ ότι για τα κυπριακά
δεδομένα και το έτος παραγωγής είναι αρκετά αξιοπρεπές τόσο τεχνικά όσο και
γραφικά) μόνο η Έφη Σπύρου αξίζει. Κέρδισε μία Κύπρια, η οποία αν μη τι άλλο,
θεωρείται αντικειμενικά όμορφη. Για τις υπόλοιπες ουδέν σχόλιο. Μόνο και μόνο
τα γραφικά κυπριακά ονοματεπώνυμα να πιάσεις, δεν θα μπορούσαν να έχουν το
παραμικρό μέλλον στην πασαρέλα ή και αλλού.
Γελώ με την κριτική επιτροπή. Οι ντόπιοι θα αναγνωρίσετε
γνωστές και μη εξαιρετέες προσωπικότητες. Αγαπημένη λεπτομέρεια: το πλάνο στο
οποίο είναι τα μέλη όρθια και μαζεύουν τα συμπράγκαλά τους για αποχώρηση με το
πέρας της ψηφοφορίας. Είχαν κι ένα highwayνα διασχίσουν
οι εκ Λευκωσίας ορμώμενοι.
Οι καλεσμένοι εξ Αθηνών! Οι μεσουρανούντες, τότε, Vipsμε τραγούδια που σήμερα επανακυκλοφορούν
προκειμένου να μεταλαμπαδευτούν στους νεότερους, απλά συγκινητικοί. Όλα τα
λεφτά το κόκκινο συνθεσάιζερ! Τον Σπύρο Σπυράκο και τη Χριστίνα Μαραγκόζη δεν τους
αντέχω. Τους πέρασα στο γρήγορο.
Κράτησα κάποιες διαφημίσεις στη μετάδοση. Δεν τις διέγραψα.
Τη δεκαετία του ’90 οι τηλεοπτικές διαφημίσεις ήταν απολαυστικές. Είχαν όλες τραγούδια,
τα επονομαζόμενα τζινγκλς, τα οποία ακόμα θυμόμαστε (λατρεύω τη διαφήμιση που αρχίζει με το "σ' έναν κόσμο σκληρόοο, ζητάς την αγάααπη"). Σήμερα αυτά θεωρούνται
παρωχημένα, και δεν τα προτιμούν οι εταιρείες. Τόσα ξέρουν, τόσα λεν, βεβαίως, βεβαίως!
Οι συνεντεύξεις των υποψηφίων, κλασικό αγαπημένο κομμάτι
στη διαδικασία. Με τα σημερινά μάτια είναι πασιφανές ότι γνώριζαν εκ των
προτέρων τις ερωτήσεις και ηλίου φαεινότερο ότι παπαγάλισαν τις απαντήσεις. Η
νευρικότητα με την οποία απαντούν υποδηλοί ότι έμαθαν απ’ έξω τις απαντήσεις
και ότι ούτε οι ίδιες δεν καταλάβαιναν τι λέγανε. Κλασικό κυπριακό εκπαιδευτικό
σύστημα της παπαγαλίας. Στις μέρες μας πιστεύω ότι είναι πιο ετοιμόλογοι οι
Κύπριοι, βοήθησε και η ελληνική τηλεόραση σ’ αυτό, αλλά πιο αμόρφωτοι από τότε.
Οι παρουσιαστές ήταν στα φόρτε τους για την εποχή. Η
Μαρίνα Μαλένη (συμπάθεια προσωπική) κολλούσε σε όλα, ο δε Καλλέργης με τις μιμήσεις
πολιτικών προσωπικοτήτων στη ραδιοφωνική του εκπομπή αποτελούσε πρόσωπο κοινής
αποδοχής. Στα καλλιστεία, βέβαια, φάνταζε σαν πορνόγερος θείος που λέει
πρόστυχα αστεία στο οικογενειακό τραπέζι, αλλά τι τα θες. Δεν μπορείς να τα έχεις
όλα τέλεια.
Αγαπώ εισαγωγικά βιντεάκια με πόζες διαγωνιζομένων μέσα
στα giftshopτου ξενοδοχείου, σε μοιραίες πόζες επάνω στο πιάνο, και 3,2,1, ΑΝΤ1 νάζι στις
πισίνες!
Εγώ δεν θεωρώ μειωτικά τα καλλιστεία για το γυναικείο
φύλο. Δεν μπορώ να θεωρήσω μειωτική την εξωτερική ομορφιά. Αυτή εμπνέει τα
πάντα. Όσες τα εχθρεύονται, η εμπειρία μου έχει δείξει, έχουν πάμπολλα προσωπικά
θέματα. Δεν πιστεύω ότι τα καλλιστεία αφορούν στις έξυπνες και πετυχημένες
γυναίκες, ούτε στους αντίστοιχους άντρες. Αλλά δικαιούνται να υπάρχουν ως ποπ
κουλτούρα στην τηλεόραση. Είχαμε και αντρικά καλλιστεία πριν λίγα χρόνια στο
Σίγμα και ουδείς ενοχλήθηκε, αλλά και ουδείς ασχολήθηκε. Ποιος άντρας κάθεται
να δει αντρικά καλλιστεία και ποιος χέστηκε αν αυτά υποτιμούν το αντρικό φύλο; (Δεν
υπάρχουν φύλα για μένα, τουλάχιστον κοινωνιολογικά. Φύλα υπάρχουν μόνο στη
βιολογία. Σήμερα υπάρχουν ελεύθερα αυτοπροσδιοριζόμενα άτομα που προκόβουν ή
αποτυγχάνουν ανάλογα με το μυαλό που κουβαλούν. Αλλά αυτή η συζήτηση έχει
ξαναγίνει και δεν ταιριάζει σ’ αυτό το κείμενο τώρα). Τα γυναικεία καλλιστεία λοιπόν,
για κάποιο λόγο προκαλούν ακόμα χαμό. Και αυτό είναι το δυσβάσταχτο, πιστεύω.
Το γεγονός ότι προσελκύει ή τουλάχιστον προσέλκυε σημασία ένα πρόγραμμα εκ φύσεως
ελαφρύ.
Τις νύχτες πέφτω να κοιμηθώ και κάνω συνέχεια μαύρες
σκέψεις. Σκέφτομαι και φοβάμαι ότι μπορεί να πεθάνω και με πιάνει δύσπνοια. Τον
θάνατο πάντοτε τον φοβόμουνα, θυμάμαι ότι πρώτη φορά τον συνειδητοποίησα στην
Τρίτη Δημοτικού και είχε γίνει μέγα θέμα στην τάξη, και επειδή ντράπηκα που
ήμουν εγώ το επίκεντρο έκτοτε δεν τόλμησα να τον ξαναθίξω. Μεγάλωνα με τον φόβο
να υποβόσκει, αλλά δεν τολμούσα να τον επαναφέρω στο προσκήνιο. Ήμουν και
νεότερος, παλευόταν το πράγμα, επικεντρωνόμουν αλλού. Τώρα, όμως, που κοντεύω
τα σαράντα ο φόβος επανέρχεται δριμύτερος και μου προκαλεί τεράστια θλίψη.
Διανύω μία περίοδο κατά την οποία τίποτα δεν
ευχαριστιέμαι, τα βρίσκω όλα μάταια και μου προκαλούν όλα λύπη. Ακόμη κι όταν
βιώνω κάτι ευχάριστο, σκέφτομαι ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα και
στεναχωριέμαι. Το ευχαριστιέμαι στη διάρκειά του, αλλά μόλις αυτό το ευχάριστο τελειώσει,
το πενθώ. Έτσι είναι η ζωή, έτσι ήταν και έτσι θα είναι θα μου πεις, αλλά πενθώ
ακόμα και για τη διαδικασία της ζωής, πενθώ που έτσι είναι φτιαγμένη. Δηλαδή
πενθώ για την ασημαντότητα των πάντων, για την παροδικότητά καθετί σπουδαίου.
Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λόγο που αισθάνομαι έτσι.
Ούτε λόγοι υγείας, ούτε τίποτα άλλο συγκεκριμένο, κι όμως συνέχεια θλίβομαι και
στεναχωριέμαι. Τον βλέπω τον ψυχίατρο που μου κλείνει το μάτι. Νομίζω περνώ
κρίση ηλικίας. Ένας συνάδελφος μου είπε ότι έτσι αισθάνεται κι εκείνος, ότι και
ο ίδιος πέφτει και δεν κοιμάται, και φοβάται ότι θα του βγει η ψυχή στα ξημερώματα,
και ότι αν δεν το διαχειριστώ σωστά μπορεί να με πάει σερί η θανατίλα μέχρι τα
45.
Ακόμα και ο γιος μου με μελαγχολεί. Τον λατρεύω, τον
υπεραγαπώ, είναι η ζωή μου όλη, αλλά ταυτόχρονα μου προκαλεί θλίψη γιατί δεν
μπορώ να διανοηθώ να μην ζω μέχρι τα 200 μου και να τον καμαρώνω να πετυχαίνει
πράγματα. Θα είμαι 50 όταν θα είναι έφηβος. Με το ζόρι να τον προλάβω να
σπουδάζει και να αποφοιτά. Όλα τα άλλα τα ξέγραψα. Εννοείται ότι εγγόνια δεν
περιμένω να γνωρίσω. Ακόμα και η σκέψη να έρθει δεύτερο παιδάκι στη ζωή μας,
κάτι που θα με εκτοξεύσει στα ουράνια από χαρά, μου προκαλεί ταυτόχρονα μία
μελαγχολία αφού αισθάνομαι ότι άργησα λίγο και δεν θα το χαρώ όσο και όπως θα
ήθελα. Τι να πουν κι αυτοί που γίνονται γονείς στα 45-50 θα μου πεις. Τι να
πουν; Το Πάτερ Ημών να πουν, κι ας σταυρώσουν οριζόντιοι τα χέρια.
Επίσης, άλλο ένα πρόβλημα που μου προκαλεί θλίψη και
μελαγχολία είναι το γεγονός ότι νιώθω ξεκάρφωτος. Πάντα ένιωθα, αλλά όσο
μεγαλώνω χειροτερεύω, νιώθω ότι δεν έχω καμία σχέση με την εποχή στην οποία ζω.
Δεν βρίσκω τίποτα με το οποίο να μπορώ να συσχετιστώ. Μουσική, σειρές, θεάματα…
Ό, τι μου αρέσει είναι παλιό. Αν δεν προέρχεται από τις δεκαετίες του ’80 και
του ’90 δεν μου δίνει καμία ευχαρίστηση. Εγκλωβίστηκα εκεί και νιώθω ότι θάφτηκα
μαζί τους. Αυτό δεν βοηθά. Νιώθω ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν βγήκε
κανένα τραγούδι που να μου «μιλά», δεν γυρίστηκε καμία σειρά που να με
συγκλονίζει σύγκορμα (εκτός από το BreakingBad), γενικότερα δεν συμβαίνει τίποτε που να μου προκαλεί
κάποια έκπληξη ή εγκεφαλική διέγερση.
Φυσικά, κάνω και πράγματα που μου προσφέρουν χαρά, για να
λέμε και την αλήθεια. Για παράδειγμα προχθές πήγαμε μία εκδρομή στους καταρράκτες
της Πάφου και πέρασα ωραία, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, αλλά ούτε αυτό δεν
κράτησε πολύ. Χθες, για παράδειγμα, απομονώθηκα στη σοφίτα και έζησα ένα
μισάωρο οργασμού με μουσική που ήρθε και ταίριαξε στη ψυχολογική μου φάση,
σηκώθηκα και χόρευα σαν να είμαι σε κλαμπ μες το απόγευμα και εκτονώθηκα, και
το καταχάρηκα, και ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα γιατί δεν το περίμενα. Ύστερα από
λίγο όμως πάλι τα ίδια. Πλήξη και ανία.
Διάβαζα σε ένα βιβλίο πως όταν σε πιάνουν μαύρες σκέψεις
να συγκεντρώνεσαι στην αναπνοή σου και να την ακούς. Να μετράς τις ανάσες σου
και αυτό θα σε ηρεμήσει. Το δοκίμασα στον ύπνο μου τα τελευταία βράδια. Όποτε
ένιωθα βαριά τα σκεπάσματα και με καταπλάκωναν τα σεντόνια καθόμουν και μετρούσα
ανάσες και ηρεμούσα. Προς το παρόν δουλεύει. Για να δούμε.
Απολογούμαι για αυτή τη μαυρίλα και τον αρνητισμό που σας
σπέρνω πρωί-πρωί. Αλλά αυτά είναι τα νέα μου.
Τώρα που τελείωσε το παραλήρημα με τον κορωνοϊό και το
μπλακ λαϊβς μάττερ και είπαμε δόξα τω Θεώ να κάνουμε λίγο καλοκαίρι, τσουπ! Ξαφνικά
βρήκαμε νέο θέμα να φαγωθούμε μεταξύ μας. Κι αυτό είναι τα Θρησκευτικά! Πρέπει ή
δεν πρέπει τελικά να διδάσκονται στα σχολεία;
Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις το θέμα αυτό.
Κατ’ αρχάς ας συζητήσουμε το κατά πόσο διδάσκεσαι
οτιδήποτε στα σχολεία μας ή και στη ζωή ολόκληρη. Στα σχολεία που λειτουργούν
μετά τον Απρίλη στους σαράντα βαθμούς κελσίου χωρίς κλιματιστικά και τον
Ιανουάριο χωρίς κεντρική θέρμανση. Στα σχολεία στα οποία η πλειοψηφία των
καθηγητών συμπεριφέρεται σαν δημόσιος υπάλληλος, «να τα πω μια φορά και όποιος
θέλει ας καταλάβει». Στα σχολεία τα οποία επί της ουσίας εξυπηρετούν ακόμα το
μοντέλο του σχολείου του ’60, όπως το είδαμε στον κινηματογράφο στις ταινίες της
Βουγιουκλάκη και του οποίου το μόνο κατόρθωμα είναι να δημιουργεί αναμνήσεις
που σε συντροφεύουν μια ζωή.
Κατά τα άλλα πιστεύω ακράδαντα πως ό, τι μάθει κανείς
μεταξύ των 13 και 18 είναι μία συνάρτηση οικογένειας και παραπαιδείας. Το
Δημόσιο Σχολείο, τουλάχιστον όπως ήταν στην εποχή μου, είναι ένα μέρος για να
πηγαίνουμε τα πρωινά οπόταν οι γονείς μας εργάζονται και αν παρεμπιπτόντως
αρπάξουμε και καμιά γνώση, έχειν καλώς. Θυμάστε ποιος είναι ο μαθηματικός τύπος
της επιτάχυνσης; Θυμάστε πώς λύνονται τα ολοκληρώματα; Θυμάστε τις αιτίες και
αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου; Θυμάστε ποια χρονιά έπεσε το Βυζάντιο;
Θυμάστε απ’ έξω όλα τα συστατικά του φυτικού κυττάρου; Βλέπετε; Τίποτα δεν
θυμάστε. Γιατί αγχώνεστε ότι θα σας προκαλέσει ζημιά το μάθημα των Θρησκευτικών;
Την τύφλα σας δεν θα θυμάστε με το που αποφοιτήσετε.
Με αυτά τα πιο πάνω δεδομένα τα οποία λίγο πολύ τα
αναγνωρίζουμε όλοι, θέλω να μάθω ποιο κόμμα σας κουρδίζει προκειμένου να
πολεμάτε τα Θρησκευτικά!
Λύσαμε όλα τα υπόλοιπα στα σχολεία του Χάρβαρντ και
έμειναν τα Θρησκευτικά. «Μα είμαστε κοσμικό κράτος, από πού κι ως πού να
διδάσκονται Θρησκευτικά;!» Θεέ μου, πραγματικά ζηλεύω τα προβλήματά σας!
Μάθετε να ξεχωρίζετε τη διαφορά του «χαίρετε» από το «χαίρεται»
πρώτα και ύστερα ασχοληθείτε με το (τρίτο)κοσμικό σας κράτος.
Επιπλέον, τα Θρησκευτικά είναι δύσκολο μάθημα. Δεν μπορεί
να διδαχτεί. Εγώ σαρανταρίζω κι ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν έχω καταφέρει να
αποκρυπτογραφήσω τις Θρησκείες, να καταλάβω την έννοια του Θεού, της Δημιουργίας
και όλα τα συμπαρομαρτούντα τους. Αντιλαμβάνεστε ότι να συζητάμε το ενδεχόμενο
επιλογής και διδαχής των Θρησκευτικών στις ηλικίες κάτω των 18, φαντάζει αστείο,
έτσι; Τα Θρησκευτικά έχουν μπει στη διδαχτική ύλη για καθαρά πολιτικούς λόγους.
Είναι ξεκάθαρο ότι εξυπηρετούν σκοπούς κατήχησης μιας χώρας που βάλλεται και η
οποία οφείλει να καλλιεργήσει μια ταυτότητα. Δεν είμαστε η Ελβετία για να
καθόμαστε να πίνουμε αμέριμνοι τη σοκολάτα μας αγναντεύοντας τις Άλπεις και να
αμπελοφιλοσοφούμε για το ποια θρησκεία είναι η καλύτερη και ποια μου ταιριάζει
εμένα. Είμαστε κράτος υπό απειλή και επιβάλλεται να δημιουργεί συσπείρωση,
ενίοτε και φανατισμό για να αντιμετωπιστούν οι αυριανές προκλήσεις.
Είναι καλό αυτό; Όχι, βέβαια, αλλά αυτή τη γεωγραφική θέση
έχουμε, αυτή η μοίρα μας έλαχε, και δικαιούμαστε να την υπερασπιζόμαστε. Δεν
σου αρέσει; Toobad, άλλαξε σχολείο,
άλλαξε χώρα. Και να δω πού θα πας ρε κακομοίρη!
Γιατί δεν θέλετε να διδάσκεστε Θρησκευτικά; Κατ’ αρχάς,
από τη δική μου εξαετή εμπειρία σε Λύκειο και Γυμνάσιο μπορώ να σας πω ότι οι
τέσσερεις εκ των έξι θεολόγων που με δίδασκαν ήταν όλοι σαλεμένοι, του
φρενοκομείου κανονικά, και έδιναν μία πολύχρωμη νότα στο ωρολόγιο πρόγραμμα.
Προσωπικά δεν είχα καλύτερο από το μάθημα των Θρησκευτικών αφού όποτε είχαμε
απέναντί μας αυτούς τους καημένους ανθρώπους, τους περνούσαμε διά πυρός και
σιδήρου. Σήμερα ντρέπομαι όταν σκέφτομαι τι τους κάναμε την ώρα του μαθήματος. Παρόλα αυτά δεν έπαυε από το να ήταν ένα υπέροχο σαρανταπεντάλεπτο μέσα στο καθημερινό εφτάωρο, ένα
ευχάριστο ντουσάκι μέσα στο λιοπύρι, ήταν σαν να έβλεπες λίγη Αννίτα Πάννια
μετά από εφτά ώρες Αγγελόπουλο και Φεντερίκο Φελλίνι. Ποιος υγιής μαθητής δεν
το έχει ανάγκη αυτό;
Πραγματικά, ξεπεράστε το. Σ’ αυτή τη χώρα όχι μόνο δεν θα
καταργηθούν τα Θρησκευτικά, αλλά έτσι όπως πάμε σε λίγο καιρό θα επιβληθεί διά
ροπάλου το Κοράνι. Εκεί θα σας δω.
Ιδού και τα αγαπημένα μου Θρησκευτικά τραγούδια, μια που είμαστε στο κλίμα.