Μ’ έπιασε
μια καταθλιψάρα πρωινή, πρωινή…
Μέσα στα
πλαίσια της ψηφιοποίησης των κασεττών, έφερα να ψηφιοποιήσω και την κασέττα της
βάφτισης μου. Καίγεσαι πολύ να δεις τον εαυτόν σου να βαφτίζεται, θα με
ρωτήσεις. Όχι, ουδεμία καούρα έχω να με δω με τα βαφτιστικά μου. Σκέφτηκα όμως ότι
είναι κρίμα να διασώζεται η Σοφία Μουαΐμη και η Φρύνη Παπαδοπούλου, και να μην
έχω τίποτα προσωπικό από την εποχή εκείνη. Κλείνω τα σαράντα σε δυο χρόνια, θα
ήταν καλό υλικό για ένα επετειακό βίντεο.
Τι ήθελα κι έβαλα να το δω; Ήταν σαν να άνοιξε μια μαύρη τρύπα και με κατάπιε. Είδα μια
ταινία γεμάτη πεθαμένους. Ορίστε που πάνε οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, για όσους διερωτάστε.
Τρυπώνουν στις βιντεοκάσεττες. Εκεί να τους ψάξετε. Ήταν οδυνηρό. Ό, τι και να λέμε, ήταν οδυνηρό. Κάθε πλάνο κι από ένας πεθαμένος –
ολοζώντανος! Ο παππούς μου, ο παπάς μου, ο άλλος μου παππούς. Η γιαγιά μου από
τη μεριά του παπά μου, οι αδελφές της, οι αντράδες τους. Θείοι και θείες, κάτι
άλλοι γέροι που μόνο ως φάτσες τους θυμάμαι. Πολλοί άνθρωποι χαρούμενοι, ντυμένοι
με τα καλά τους, τώρα όλοι πεθαμένοι!
Θαυμάζω το
πώς ο εγκέφαλος τους διατηρεί ζωντανούς σε κάποια γωνιά του μυαλού προκειμένου
να αισθάνεται ασφάλεια. Σαν να τους έχει βάλει στη φορμόλη, σαν να τους έχει σε
καταστολή, ‘till we meet again. Και είναι απίστευτο το πώς αντιλαμβάνεσαι πως όλοι αυτοί αποτελούν
παρελθόν μόλις τους δεις ολοζώντανους μέσα από μία κασέττα να κινούνται, να
μιλούν, να χαίρονται, να υπάρχουν. Και να μην υπάρχουν ταυτόχρονα. Μαγικό και συγκλονιστικό.
Ε, δεν ήθελα
και πολύ. Στεναχωρήθηκα. Πάρα πολύ στεναχωρήθηκα! Και πάνω που βυθίστηκα μέσα
στην κουνελλότρυπ α και έπεφτα, έπεφτα σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
με αναμνήσεις να με περιβάλλουν και πρόσωπα να με στοιχειώνουν, το βίντεο έφτυσε την κασέττα. Την έκανε εμετό.
Σαν να συμμερίστηκε τον πόνο μου και ήθελε να τον αποβάλει, όπως ο ανθρώπινος οργανισμός τους διάφορους ιούς. Η τηλεόραση μαύρισε, το βίντεο άρχισε να τραντάζεται
και να μουγκρίζει σαν δαιμονισμένος που υφίσταται εξορκισμό. Η κασέττα φαγώθηκε, η μπροστινή
θύρα του βίντεο άνοιξε ερμητικά και εκτόξευσε την κασέττα μες στα μούτρα μου, συνοδεία
ταινίας που ξεκόλλησε και κυμάτιζε στον αέρα σαν σερπαντίνα.
Ήταν οι
πεθαμένοι… Θύμωσαν, δεν ήθελαν επισκέψεις. Ήθελαν την ησυχία τους. Δεν
γούσταραν δούναι και λαβείν με το 2019. Καλά ήταν εκεί μέσα στα βραστά τους, στο
υπέροχο 1981. Τι ήθελα και τους ζωντάνεψα; Με ποιο θράσος διέκοψα τον ύπνον τους.
«Δεν είναι ακόμα ώρα» σαν να μου έλεγαν. Και για να γλιτώσουν περαιτέρω
επισκέψεις, κατέστρεψαν και το τελευταίο τεκμήριο της ύπαρξής τους. Μάσησαν την
κασέττα ομαδικά και λυσσασμένα σαν τα σκυλιά που φυλάνε τον Άδη. «Στα τσακίδια! Δεν είμαστε διαθέσιμοι όποτε
εσένα σου καπνίσει».
Στα χέρια της νοννάς μου, έτοιμος για τη κολυμπήθρα. Στο φόντο οι βρυκόλακες. Νταξ' μπορεί τα παιδάκια να ζουν, δεν τα αναγνωρίζω έτσι κι αλλιώς. Αλλά και να ζουν, είμαι σίγουρος ότι είναι σατανικά και θρέφονται με αίμα!
Αυτή είναι η γιαγιάκα μου. Η γιαγιά που ζει ακόμα και στην οποία αναφέρομαι από καιρού εις καιρόν στις διάφορες αναρτήσεις μου. Αυτή που μου χάρισε τις κασέττες. Ειδική μνεία και φωτογραφία για το αρχοντικό της λουκ. Πόσο Μάργκαρετ Θάτσερ! Πάντα δέκα χρόνια μπροστά από την εποχή της!
Δεν πρόλαβα
να τους πω ότι κατάφερα και κατέγραψα κάποια λεπτά σε δίσκο dvd. Ούτε πρόλαβα να τους ενημερώσω ότι ξέρω τρόπο να διορθώσω την κασέττα κι
ότι έβγαλα και τα πιο πάνω σκρίνσιοτς με το κινητό. Ίσως όμως και να το σεβαστώ. Να τους αφήσω
στην ησυχία τους, 'till we meet again.