Από σήμερα ξεκινώ μία νέα ενότητα κειμένων εδώ στο
μπλογκ, η οποία θα συνοψίζεται στον τίτλο: «τα τελευταία δέκα χρόνια».
Από καιρό ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στα τελευταία δέκα
χρόνια που μας αφήνουν, σε λίγους μήνες, χρόνους. Πότε ήρθαν, πότε τα ζήσαμε,
πότε περάσανε. Ο Θεός και η ψυχή τους.
Και όμως, να! Από το 2010, που καλά-καλά δεν ξέραμε τι
είναι το wifi, φτάσαμε αισίως στο
2019, να το θεωρούμε αυτονόητο ακόμα και εν πτήσει.
Θα σου πω πολλά για τα τελευταία δέκα χρόνια, για τις
μουσικές μου, για τα βιβλία μου, για τους φίλους μου, για τη ζωή μου, για τις
ανύπαρκτες προοπτικές μου, για τα πρόσωπα της δεκαετίας. Θυμάσαι; Το ίδιο είχα
κάνει και το 2009, επιλέγοντας τα 10 πιο σημαντικά πρόσωπα που είχα γνωρίσει
μεταξύ 2000 και 2009. Ε, τώρα μετά βίας μπορώ να σου βρω πέντε άτομα που
σημάδεψαν θετικά τα τελευταία δέκα χρόνια. Βέβαια, είναι διαφορετικό να σε
περιτριγυρίζουν φοιτητές, και διαφορετικό δημόσιοι υπάλληλοι.
Λοιπόν, άκου.
Παρόλο που η δεκαετία δεν έκλεισε επίσημα και το θεωρώ
ολίγον τι γρουσούζικο να τη μνημονεύουμε πριν ολοκληρωθεί και τυπικά, τολμώ να ομολογήσω πως ήταν
τρομερά συναρπαστική για μένα. Και τι δεν έζησα!
Η δεκαετία μπήκε με εμένα φρεσκο-εγχειρισμένο και με
δεκάδες ψυχολογικά προβλήματα (με τα οποία συχνά ακόμα παλεύω), το θάνατο του
πατέρα μου και με εμένα να έχω αποδεχτεί ότι θα ζήσω ως μπακούρι το υπόλοιπο
της ζωής μου.
Πριν προλάβει να εκπνεύσει το 2010 γνώρισα τη Μπρέντα στη
θεατρική ομάδα. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι θα ήταν αυτή η γυναίκα της
ζωής μου. Ούτε κι εκείνης της πέρασε το αντίστοιχο. Ώσπου να αποχαιρετίσουμε τη
χρονιά, ήμασταν ζευγάρι.
Ακολούθησαν τέσσερα πολύ όμορφα και ξέγνοιαστα χρόνια. Η
ντόλτσε βίτα που λέμε. Μπορεί να πάθαινα κρίσεις πανικού με το θέμα της υγείας
μου και το πού πάει όλο αυτό – στον τάφο πάει, πού να πάει; Αλλά είχα αρχίσει
ψυχοθεραπεία και ήμουν εμφανώς καλύτερα. Η σχέση μου με τη Μπρέντα ήταν και
είναι τρικυμιώδης, αλλά νομίζω αυτό είναι που μας κρατά μαζί, το ότι με τούτα
και με εκείνα, δέκα χρόνια μετά νιώθουμε ότι προχθές γνωριστήκαμε και ότι
έχουμε πολλά ακόμα να εξερευνήσουμε ο ένας στον άλλον. Κάναμε άπειρα ταξίδια μαζί
εκείνα τα τέσσερα χρόνια, νομίζω καμιά δεκαπενταριά μέσα σε τέσσερα χρόνια. Για
μένα η γυναίκα μου είναι συνώνυμη του ταξιδιού. Εκεί αντιλαμβάνομαι γιατί την
αγαπώ και γιατί θέλω και πρέπει να είμαι μαζί της. Ήμουν ευκατάστατος τότε, όταν ταξιδεύαμε δηλαδή, και επιπλέον
ζούσα μία έντονη κοινωνική ζωή μαζί της, όμοια της δεν είχα ξαναζήσει ποτέ.
Το 2014 μετακομίσαμε μαζί σε ένα κωλοδιαμέρισμα στην
Αγλαντζιά, και το 2015 παντρευτήκαμε. Καθίσαμε άλλο ένα χρόνο στο ίδιο διαμέρισμα
και στις αρχές του 2016 η Μπρέντα έμεινε έγκυος. Εκείνη η χρονική περίοδος ήταν
από τις ομορφότερες της ζωής μου. Δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από το να
ανυπομονείς να γνωρίσεις το παιδί σου και να φαντάζεσαι το πώς θα είναι. Ύστερα
που γεννιέται αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ήρθε στον κόσμο ο νέος Ιησούς, ούτε ο νέος
Αϊνστάιν, αλλά ένα εξτένσιον εσού και της συμβίας σου και λες «αυτό περίμενα
εννέα μήνες;» Εντάξει, αστειεύομαι. Και οι πέτρες ξέρουν πόσο λατρεύω τον γιο
μου.
Το 2017 δεν το πολυθυμάμαι. Ήταν ευτυχές, αλλά με τις
φάσεις του μωρού να αλλάζουν γρήγορα πέρασε και μόνο ζαλάδα άφησε. Το θυμάμαι
με ευτυχία, αλλά όταν βλέπω φωτογραφίες στο κινητό από τότε, σκέφτομαι «πότε
έγιναν όλα αυτά;»
Το 2018 ήταν μέτριο προς κακό. Μετακόμιση στη μάνα μου,
ανακαίνιση στο σπίτι μας, δάνειο, δόσεις, και ένα παιδί που μεγαλώνει και βρίσκεται
στη δυσκολότερη του φάση, εκείνη όπου περπατά με το ζόρι, επικοινωνεί με το
ζόρι και στο τέλος το απορροφάς όλο εσύ. Το ζόρι.
Το 2019 ήταν κατά τι καλύτερο, μόνο και μόνο επειδή ο
Αλέξης μεγάλωσε και συνεννοείται, μπορείς να τον εμπιστευτείς ότι δεν θα βάλει
το χέρι στην πρίζα και μπορείς να κάνεις ένα ντους χωρίς να αγχώνεσαι ότι
μπορεί να πηδήξει από το παράθυρο. Κατά τα άλλα, είμαστε πλουσιότεροι από ποτέ
σε εμπειρίες και φτωχότεροι από ποτέ σε λεφτά. Αυτό είναι το τραγικόν του
πράγματος. Όταν είσαι μόνος σου έχεις λεφτά, όταν ζεις με άλλους είσαι πιο
ισοζυγισμένος ψυχολογικά, αλλά δεν σου μένει ευρώ για δείγμα.
Συνοψίζοντας: Τα τελευταία δέκα χρόνια-
·
Έκανα εγχείριση καρδιάς
·
Έπαιξα σε 9 ερασιτεχνικές, θεατρικές παραστάσεις
·
Έθαψα πατέρα
·
Έζησα ψίθυρους καρδιάς
·
Παντρεύτηκα
·
Έγινα πατέρας
·
Ταξίδεψα σε 19 καινούριες χώρες
·
Ανακαίνισα σπίτι
Καθόλου άσχημα. Α, ναι. Μπήκα και στο Δημόσιο. Αυτό ξέχασα να το γράψω. Είναι για να καταλάβεις πόσο πια το εκτιμώ.
Τι μέλλει γενέσθαι; Δεν ξέρω. Πρέπει να αυξήσω το
εισόδημά μου χθες, και αν θέλει ο Θεός να μου στείλει το τζακ ποτ, ήτοι δύο
παιδάκια ακόμα κατά προτίμηση μία κόρη και ένα ακόμα γιο, θα ήταν απλά τέλεια. Τα
ταξίδια μπορούν να μπουν στην αναμονή, άλλωστε μόνο δυο χώρες θέλω να επισκεφτώ
διακαώς και αυτές είναι η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Για να πάμε εκεί πρέπει να
πουλήσω και τα δυο νεφρά, οπότε δεν νομίζω να μπουν στις προτεραιότητες. Κατά
τα άλλα, ό, τι βρέξει ας κατεβάσει.
Φτάνουμε τα σαράντα, ένας αριθμός που κάποτε με τρόμαζε.
Θυμάμαι όταν ήμουν 12 χρονών που είχε πεθάνει ένας φίλος των γονιών μου στα 42
του και σκέφτηκα «γιατί κλαίνε, τα είχε φάει τα ψωμιά του ο σκατόγερος».
Αντιλαμβάνομαι πλέον ότι πέρασα στη φάση της καμίας ηλικίας. Αισθάνομαι ότι ζω
σε μια ευθεία γραμμή που δεν μετρούν ούτε οι μέρες, ούτε οι μήνες, ούτε οι
εποχές (ποιες εποχές;), ούτε τα χρόνια. Απλά υπάρχω, ίπταμαι. Δεν ανυπομονώ για
τίποτα, όλα έρχονται γρήγορα, πριν προλάβω να τα ευχηθώ και να τα
συνειδητοποιήσω. Το θέμα είναι να καταφέρω να τα απολαύσω. Εκεί έγκειται η
μαγκιά στη φάση μου.
Πολλοί λένε ότι τα καλύτερά τους τα έζησαν μεταξύ 40 και
50. Ίδωμεν.