Η ώρα είναι δύο και είκοσι το πρωί.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Έχω ένα ψυχοπλάκωμα στο στήθος και νιώθω ότι αν δεν θα τα βγάλω από μέσα μου δεν πρόκειται να ησυχάσω, να μερέψω, να με πάρει ο ύπνος.
Χθες με ενημέρωσε η μητέρα μου ότι η γιαγιά μου δεν είναι καλά. Έχει καιρό που δεν είναι καλά, αλλά τώρα έφτασε στο τελικό στάδιο της ανθρώπινης εξαθλίωσης αφού πλέον κοιμάται συνέχεια, έχασε την ικανότητα ομιλίας, δεν τρώει και δεν πίνει, τρέφεται με το ζόρι μέσω μιας σύριγγας από την κυρία που την προσέχει, κι αυτό κατόπιν επίμονης προσπάθειας. Έχει συνέχεια τα μάτια της κλειστά, μουρμουρίζει ακατάληπτα πράγματα και ξεροβήχει μ’ ένα τρόπο που προκαλεί φόβο. Πήγα σήμερα και κάθισα μαζί της. Ήταν δύσκολο και άδικο. Τόσο δύσκολο για εμένα που έπρεπε να τη δω σ’ αυτή την κατάσταση, τόσο άδικο για εκείνη που ήταν πάντοτε η προσωποποίηση της χαράς της ζωής.
Η γιαγιά μου είναι 90 ετών και οδεύει στα 91. Δεν έχουμε αυταπάτες, ξέρουμε ότι πλησιάζει το τέλος. Όμως παρόλο που έπαψε να ήταν αυτή που ξέραμε και αποθεώσαμε μια ζωή, παρόλο που γνωρίζουμε ότι οδεύουμε όλοι σιγά-σιγά στο τέλος το οποίο είναι αναπόφευκτο, δεν το χωνεύω, δεν το αποδέχομαι.
Η σύνδεση που είχα από μωρό με τη γιαγιά μου ήταν μαγική και άβολη για όλους. Δεν είχα κανένα ενδοιασμό να δηλώσω ευθαρσώς ότι μόνο εκείνη αγαπώ και δεν είχε καμία αναστολή να δηλώνει με κάθε ευκαιρία ενώπιον όλων ότι για εκείνην μόνο εγώ μετρούσα. Τις προάλλες που ψηφιοποίησα όλο το οικογενειακό αρχείο με τις ταινίες μας, βρήκα ένα απόσπασμα από ένα ταξίδι που είχαμε πάει οικογενειακώς στο οποίο κοιτάζει την κάμερα και λέει «εγώ μόνο τον Χρίστο αγαπώ και δεν με νοιάζει άλλος κανένας σας». Δεν ήταν αστείο, ούτε υπερβολή. Όλοι ήξεραν ότι το εννοούσε.
Αυτή η δήλωση ήταν πολύ συνηθισμένη ενόσω μεγάλωνα, αλλά έπρεπε να φτάσω τα 40 για να καταλάβω πόσο σκανδαλώδης ήταν για τους άλλους και κυρίως για τα άλλα τρία εγγόνια της. Μικρός εννοείται το απολάμβανα, η γυναίκα αυτή μου συμπεριφερόταν σαν να ήμουν βασιλιάς και το θεωρούσα και δεδομένο, μία κατάκτησή μου την οποία κέρδισα χωρίς να κάνω τίποτα, απλά και μόνο επειδή υπήρχα. Θυμάμαι ότι τα Χριστούγεννα του 1986 (μπορεί και του 1985), μαζευτήκαμε όλο το σόι στο σπίτι της για το παραδοσιακό δείπνο και με πήγε κρυφά στην αποθήκη που φύλαγε τα Χριστουγεννιάτικα δώρα. Είχε εκεί αραδιασμένα καμιά δεκαριά, όλα τυλιγμένα με απίθανες φανταχτερές κόλλες από τον «Παναγιωτόπουλο» που ήταν το καλύτερο παιχνιδάδικο της Μακαρίου. «Διάλεξε εσύ όσα θέλεις και ό,τι περισσέψει θα το πάρουν οι υπόλοιποι, φτάνει μόνο να μην τους το πεις και με πρήξουν». Θυμάμαι ότι ήμουν σε ηλικία που μπορούσα να καταλάβω την αδικία, αλλά ήμουν επίσης σε ηλικία που μπορούσα να απολαύσω όλο αυτό το κακομάθημα.
Η γιαγιά μου δεν είχε πρόβλημα να μου λέει ότι με αγαπά. Το επαναλάμβανε και το υπογράμμιζε με κάθε ευκαιρία. Εξ ου και πάντα στο πρόσωπό της έβλεπα ένα καταφύγιο, μία Ντίσνεϊλαντ, μία Νέβερλαντ. Το καλύτερό μου ήταν να πάει Σάββατο για να πάω να μείνω σπίτι της. Το καλύτερό μου ήταν να έρθει να με πάρει να πάμε μαζί στο θέατρο. Το καλύτερό μου ήταν να έρθει να μας κάνει baby sitting και να φέρνει μαζί της βιντεοκασέττες για να περάσει την ώρα της. Τις γνωστές κασέττες που πλέον οικειοποιήθηκα. Έφερνε πάντα κασέττες με Γιουροβίζιον ή ελληνικές ταινίες του Στάθη Ψάλτη, της Βουγιουκλάκη, της Βλαχοπούλου κτλ. Όλη αυτή η κουλτούρα που πέρασε και σε μένα, είναι δικό της επίτευγμα.
Την πρώτη φορά που έμαθα πώς χρησιμοποιείται το σταθερό τηλέφωνο, ήταν με το νούμερο του σπιτιού της. Νομίζω δεν ήξερα καν τα νούμερα ακόμα, τόσο μικρός ήμουν. Απλά μου εξήγησαν ποια κουμπιά να πατώ και με ποια σειρά: 4-6-5-9-8-8. Τότε δεν χρειαζόταν καν το πρόθεμα -22 για να πάρουμε τηλέφωνο στη Λευκωσία. Την κάλεσα μέσα σε ένα βράδυ πάνω από 100 φορές. Μου το απάντησε και τις 100 με τον ίδιο ενθουσιασμό και ούτε για μια στιγμή δεν δυσανασχέτησε, ούτε μου έδειξε να κουράζεται.
Όλα αυτά τα κεκτημένα που είχα εγώ ως παιδί με τη γιαγιά του έπρεπε να πάω 40 χρονών για να τα εκτιμήσω όπως τους έπρεπε. Όταν κατάλαβα πόσο πολύ ο κόσμος δυσκολεύεται να αγαπήσει και προ πάντων να το πει. Ο πατέρας μου μου είπε «σε αγαπώ γιε μου» δέκα μέρες πριν πεθάνει. Και το θυμάμαι ακόμα γιατί τρόμαξα όταν το άκουσα. Σκέφτηκα ότι αυτός για να τόλμησε να ρίξει τα μούτρα του και να εκφραστεί ξέρει ότι έρχεται το τέλος του. Η μάνα μου, μου έλεγε συχνότερα σε αγαπώ, αλλά όταν την χρειάστηκα «δεν μπορούσε». Η γιαγιά μου, δεν το τσιγκουνευόταν, ούτε δυσκολευόταν να το δείξει. Το έλεγε με το καλημέρα σας και το δήλωνε στα κανάλια άμα λάχει να ούμε, «καλημέρα σας, μόνο τον Χρίστο αγαπώ».
Είναι μεγάλο μάθημα ζωής αυτό και το εφαρμόζω κι εγώ με τα μωρά μου. Τους λέω «σας αγαπώ» σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς κανένα λόγο ή αιτία. Ο Αλέξης μου το επιστρέφει με τόκο, μου πετάει το σ’ αγαπώ στα καλά καθούμενα ακόμη και μπροστά σε κόσμο άσχετο ο οποίος γουρλώνει τα μάτια από το κουφόν του πράγματος. Η κόρη μου τώρα άρχισε δειλά-δειλά να μιλάει, δέκα λέξεις ξέρει όλες κι όλες, αλλά πρόσεξα ότι τελευταίως με το που με βλέπει μου λέει «πα-πα, α-α-πώ».
Ναι, το σ’αγαπώ δεν είναι απλά μια λέξη που την αραδιάζουμε ως παπαγάλοι. Όμως θεωρώ ότι στο παιδί κάνει τρομερό καλό. Θωρακίζεται η ψυχολογία του, χτίζεται η αυτοπεποίθηση του. Όταν μεγαλώσει και ωριμάσει ας το εφαρμόσει και στην πράξη. Στο χέρι του είναι. Εγώ έχω υποχρέωση να του το επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία.
Πίσω στη γιαγιά μου όμως. Στα 23 μου, όταν έπαιρνα πτυχίο, χρειάστηκε μόνο ένα «έχω άγχος» να πω για να κλείσει εισιτήρια και να έλθει στην Αγγλία να με δει. Ήταν 65 ετών! Η γιαγιά μου στα 65 της ήρθε στην Αγγλία για να δει τι τρέχει, τι δεν πάει καλά, γιατί πήρα τηλέφωνο και ακούστηκα πεσμένος. Και όχι μόνο ήρθε, αλλά μπαστακώθηκε και 5 μέρες, περπάτησε όλο το Ρέντινγκ σπιθαμή προς σπιθαμή, «θαύμα το ότι περπατώ εδώ και 50’ και δεν κουράστηκα» έλεγε. Έφυγε όταν βεβαιώθηκε ότι μου πέρασε το στρες. Θυμάμαι ότι το θεωρούσα κατάντημα που στα 23 μου ήρθε να με επισκεφτεί η γιαγιά μου στην Αγγλία, πού να γυρίσει γκόμενα να σε δει με τη γιαγιά σου στο Ρέντινγκ αγκαζέ - σήμερα το θεωρώ μάθημα ζωής.
Τα τελευταία χρόνια η γιαγιά μου είχε άνοια. Είχε βέβαια και εκλάμψεις, αλλά γενικώς, τα είχε χαμένα. Μπέρδευε χρονολογίες, τοποθεσίες, πρόσωπα, σχέσεις. Θυμάμαι ότι μια φορά μας τηλεφώνησε για να μας ρωτήσει πώς να βγει από το σπίτι της γιατί δεν έβρισκε την εξώπορτα. Μόνο όταν έβλεπε εμένα την έπιανε η διαύγεια και μου μιλούσε κανονικά. «Χριστούδι μου, τι να σε κεράσω!» μου έλεγε και ήταν σαν να είχαμε ξανά 1990! Μάλιστα, έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι ασχέτως αν είχε πλέον κουτσέψει. Με αντιμετώπιζε, όμως, σαν μωρό, με ρωτούσε διάφορα άσχετα όπως «πώς πάει ο στρατός», αν διάβασα, αν έπαιξα, και πάντα γούρλωνε τα μάτια της όταν της υπενθύμιζα ότι έχω πλέον κι εγώ παιδιά. «Αυτός σου μοιάζει, όποτε τον δω καταλαβαίνω ότι έκανες γιο γιατί είστε ίδιοι!» μου είπε πρόσφατα.
Μέσα σε μια βδομάδα πέρασε από αυτό το στάδιο της σύγχυσης, στο στάδιο της παραίτησης. Σήμερα που την είδα να αδυνατεί να μιλήσει, ταράχτηκα.
Κλείνει ένα τεράστιο κεφάλαιο κόσμε. Κλείνει. Και ώρες, ώρες διερωτώμαι,
ΜΕ ΠΟΙΟΥ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ;
ΕΓΩ ΤΩΡΑ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ;
ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ;!
2 σχόλια:
Πολλά συγκινητικόν κείμενον Anti-Christos. Νομίζω κράτα ότι έζησες την αγάπην με τούτον τον τρόπον. Έννεν κάτι το δεδομένον, ούτε το έχουν ούλλοι.
πράγματι. κράτα τις όμορφες αναμνήσεις. όντως δεν τις έχουμε όλοι, εζήλεψα τζιαι λλίο
Δημοσίευση σχολίου