Ήμασταν τυχεροί και
μεγαλώσαμε σε υπέροχες εποχές.
Θυμάμαι ότι τα
σαββατοκύριακα οι γονείς απαλλάσσονταν από την παρουσία μας. Μας έπαιρναν στη
γιαγιά μας όπου μέναμε εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και το βράδυ ομαδικώς
στο θέατρο. Μία στις παραστάσεις της Κακουράτου, μία στις παραστάσεις του
Παπαδημήτρη. Τα Σάββατα συναντούσαμε στη γιαγιά μου και τα ξαδέλφια μου, αλλά η
γιαγιά μας δεν ήταν πάντα εκεί. Πάρα πολλές φορές μας έλεγε «εγώ πάω να παίξω
χαρτιά» και έφευγε. Μας άφηνε τρεις -τέσσερεις ώρες στο σπίτι μόνους μας,
τέσσερα ξαδέλφια που κάναμε το σπίτι λαμπόγυαλο και εκείνη αποχωρούσε αμέριμνη
για το καρεδάκι της. Ούτε κινητά είχαμε να επικοινωνήσουμε σε περίπτωση έκτακτης
ανάγκης, ούτε τίποτε. Ξέραμε ένα σταθερό τηλέφωνο, ήταν γραμμένο σε μία
ατζέντα, αλλά ουδέποτε χρειάστηκε να το καλέσουμε.
Ζούσαμε επικίνδυνα.
Σκαρφαλώναμε στο γκαράζ το οποίο ήταν φτιαγμένο από τσίγκο και χτίζαμε επάνω στην
οροφή σπίτια και κάστρα. Σήμερα απορώ πως δεν είχε καταρρεύσει εκείνη η πρόχειρη
στέγη. Απορώ γενικά πώς δεν μας μάζεψε το Γραφείο Ευημερίας. Να υπήρχε άραγε Γραφείο
Ευημερίας στα τέλη του ογδόντα με αρχές του ’90;
Πέραν τούτου, κάναμε και
άλλα χειρότερα. Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν στο κέντρο της Μακαρίου στη Λευκωσία.
Η Μακαρίου τότε, ήταν όπως είναι σήμερα. Άδεια και έρημη τα Σάββατα. Τότε ήταν
έρημη επειδή οι Λευκωσιάτες πήγαιναν στα χωριά τους το σ/κ, σήμερα είναι έρημη
επειδή υπάρχει έλλειψη αστικού πλάνου. Όπως και να ‘χει, το 1992 ήταν απολύτως φυσικό
τέσσερα ανήλικα να περιφέρονται μόνα τους στη Μακαρίου. Κρατούσαμε και τη κάμερα
του θείου μου η οποία ζύγιζε δέκα κιλά και γυρίζαμε ταινίες, βίντεο κλιπ, κάναμε
γκάλοπ. Πηγαίναμε στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς και ρωτούσαμε τον κόσμο ποιες
ταινίες βλέπει, και κάναμε εκπομπές. Δέκα χρονών παιδιά! Και η πόρτα του
σπιτιού μονίμως ορθάνοιχτη, άντε να την κλείναμε λίγο μην μπει μέσα κανένα
αδέσποτο. Πάντως δεν κλειδώναμε.
Ούτε περίεργοι μας πλησίαζαν
ενόσω βρισκόμασταν έξω στους δρόμους, ούτε ξένοι, (βασικά ξένοι δεν υπήρχαν), ούτε
τίποτα. Υπέροχα παιδικά χρόνια. Το μόνο που μου προκαλούσε ένα τρόμο ή αν
θέλετε μία αμηχανία ήταν ο χότζας, ο οποίος αντηχούσε σε όλο το κέντρο τότε.
Τόση ησυχία ήταν που τον ακούγαμε μες το σπίτι μας.
Η γιαγιά μας επέστρεφε το
βράδυ «κυρία» και ρωτούσε «ωραία περάσατε;» Ούτε της περνούσε από το μυαλό ότι
θα μπορούσαν να μας κλέψουν, να μας αρπάξουν, να μας απαγάγουν, να μας πατήσουν
τα αυτοκίνητα. Δεν υπήρχε καν αυτό το ενδεχόμενο για να της προκαλέσει την
παραμικρή ανησυχία. Έχω βίντεο από τη
Μακαρίου στο οποίο περνά ένα αυτοκίνητο κάθε ένα 15λεπτο! Αυτό ήταν το νορμάλ.
Σήμερα αφήνουμε τα παιδιά μας
με τη baby
sitter
η
οποία κάθετα μαζί τους συνέχεια στο σαλόνι. Επειδή η κοπέλα δεν μιλά Ελληνικά
τα παιδιά κρατούν από ένα τάμπλετ και το δαχτυλιάζουν για να απασχοληθούν. Και
επειδή εμείς δεν έχουμε 100% εμπιστοσύνη ότι είναι έστω κι έτσι ασφαλή, βάζουμε
κάμερες στο σαλόνι και ελέγχουμε μέσω app ότι όλα
βαίνουν καλώς.
Λυπάμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου