Σάββατο, Ιουλίου 02, 2016

Η Κόρη Μου Η Σοσιαλίστρια

Χθες βράδυ παρακολούθησα στο αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών την καλοκαιρινή παράσταση του ΘΟΚ, «Η Κόρη Μου Η Σοσιαλίστρια». Ναι, τη γνωστή.



Μια παράσταση για την οποία θα μπορούσα να σου γράφω για μέρες πόσο λάθος είναι σαν εγχείρημα από κάθε άποψη, αλλά δεν θα το κάνω γιατί θεωρώ ότι μπορείτε και μόνοι σας να αντιληφθείτε το φάουλ. Φάουλ τόσο για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου από τον συγκεκριμένο οργανισμό, καθώς επίσης και για τους πρωταγωνιστές που είναι καταδικασμένοι στην αμηχανία και στην μετριότητα, είτε μιμηθούν τους τεράστιους σταρ, είτε προσπαθήσουν να «πάνε τον ρόλο αλλού» (αλήθεια, πού αλλού να το πάνε; Η Βουγιουκλάκη είναι Βουγιουκλάκη, δεν μπορεί να πάει αλλού. Αν δεν μπορείς να την αναστήσεις, να την κλωνοποιήσεις ή να τη βγάλεις απ’ το μνήμα συλημένη, απλά δεν-την-παίζεις) Το ίδιο και για τον Παπαμιχαήλ.

Αφήνοντας κατά μέρος τα αυτονόητα, εγώ θα σου πω ότι χθες βράδυ πέρασα ωραιότατα. Κατ’ αρχάς από την ώρα που άρχισε η παράσταση και άκουσα τη γνωστή μουσική: λα-λα, λαλαλαλα, μετά βίας προσπαθούσα να μην βάλω τα κλάματα. Με πιάνει αυτή η νοσταλγία, γαμώ το, δεν μπορώ να την καταπολεμήσω με τίποτε. Όποτε ακούσω τραγούδια ελληνικού κινηματογράφου και δη στο θέατρο, δεν πα να τα παίζει και ο τελευταίος των τελευταίων, εγώ κλαίω. Γιατί είναι σαν να πατιέται ένα κουμπί και τα θυμούμαι όλα. Θυμούμαι το σπίτι της γιαγιάς μου, το παλιό. Θυμούμαι τις κασέττες της, το βίντεο της που ήταν τεράστιο σαν μπαούλο. Θυμούμαι το παλιό καλό ΡΙΚ που μας μετέδιδε τις συγκεκριμένες ταινίες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Θυμούμαι τον πατέρα μου, που μου εξηγούσε όσα δεν καταλάβαινα (τι είναι η απεργία, τι είναι το ραβασάκι, γιατί τη λένε σοσιαλίστρια;) θυμούμαι υπέροχα χρόνια που ό, τι και να σου λέω τώρα δεν μπορείς να καταλάβεις.

Ε, με όλα αυτά τα συναισθήματα μαζεμένα και τη φόρτιση που μου προκαλούσε άγχος μην τυχόν και μας πάρει κάνας γνωστός μάτι να κλάιμε για τη Σοσιαλίστρια στα 35 μας, σφίχτηκα και κατάφερα κι αγνόησα τους πάντες. Και τον άθλιο Ζένιο που έπαιζε τον ρόλο του Λάμπρου Κωνσταντάρα εντελώς εκτός ατμόσφαιρας, σαν να βρίσκεται και εδώ σε κυπριώτικο σκετς (κανένα έλεος στην κυπριακή αθλιότητα, στο μυαλό μου σχηματίστηκε ένας κινητός στόχος και όλο το βράδυ τον σημάδευα και τον πυροβολούσα) και τον άλλον, τον Μουστάκα (που θα πεθάνω και ακόμα θα παίζει στον ΘΟΚ), τον πολύ... λίγο Τσιολή που ό,τι και να παίξει δεν μπορεί να πετάξει τις ‘Τηλεαφιερώσεις’ του Σίγμα από πάνω του, αλλά και τον εκνευριστικό Φώτη Γεωργίδη που αδυνατεί να καλαμαρίσει επαρκώς και μουντζουρώνει την παράσταση μετατρέποντας την σε επεισόδιο από το fakatetous. 

Παραδόξως, ο Μαρτάς και η Δημητρίου που καλούνταν να βγάλουν το φίδι απ' την τρύπα ήταν ίσως οι καλύτεροι. Α, ναι! Και ο Καζάκας με εξέπληξε ευχάριστα, αλλά είχε και τον καλύτερο ρόλο. Δεν μπορούσε να πάει λάθος ο ρόλος του Χρόνη Εξαρχάκου. Και να μην τον βλέπεις μπροστά σου, μόνο που τον θυμάσαι, σκας στο γέλιο.

Η παράσταση πάντως είχε αρκετές αρετές. Κατ’ αρχάς είχε ωραιότατα χορευτικά που μύριζαν Ελλάδα (έστω Δελφινάριο) από το χιλιόμετρο. Μη σου πω, αυτά κράτησαν όλη την παράσταση. Ήταν ένα μείγμα από Ciao ANT1, Your Face Sounds Familiar, Γιουροβίζιον, και ανάλογα ελλαδικά σόους. Ύστερα άνοιξα το πρόγραμμα και είδα ότι τα έστησε ο Μεταξόπουλος και επιβεβαιώθηκα. Επίσης, είχε ωραία, λειτουργικά σκηνικά που εξυπηρετούσαν έξυπνα τη δράση, ενώ πολύ προσεγμένα ήταν και τα κοστούμια, οι περούκες και γενικά το φροντιστήριο.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το αεράκι που φυσούσε εχθές στο κατάμεστο αμφιθέατρο, εμένα με χαλάρωσαν και με αφόπλισαν. Γιατί η αλήθεια να λέγεται, πήγαινα μανικωμένος με τη Μπρέντα να κανιβαλίσουμε την παράσταση και να φωνάξουμε ένα βροντερό «αίσχος» στο τέλος. Δεν το κάναμε. Εγώ τουλάχιστον. Μπορεί να έτριξαν λίγο τα κόκκαλα της μακαρίτισσας της Αλίκης, αλλά η νοσταλγία νίκησε κάθε διάθεση μου για επίκριση.


Καλά, το ότι το θέατρο ήταν κατάμεστο στο συγκεκριμένο έργο είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα που χρήζει κοινωνιολογικής ανάλυσης, αλλά ας μην χαλάσουμε τις καρδιές μας σαββατιάτικα. Ας θεωρήσουμε ότι όλοι αυτοί που έσπευσαν να το δουν επιζητούσαν κι αυτοί διακαώς μισή ανάσταση από το παλιό σπίτι της γιαγιάς τους, τις κασέττες και το βίντεο της, την παρουσία του πατέρα τους, την παλιά Ελλάδα που αγαπήσαμε και δυστυχώς δεν έχουμε.

3 σχόλια:

UrbanTulip είπε...

Ήμουν και εγώ χθες το βράδι εκεί.
Συμφωνώ με όλα όσα λες. Χάρηκα που ήταν οκ οι πρωταγωνιστές. Από τους υπόλοιπους, ο Καζάκας και η Πολυξένη μου άρεσαν.
Με ενόχλησε η τσιρίδα των ηθοποιών και οι ψείρες που είχαν στο στόμα τους και που έκαναν ηχώ.
Όσο για το κοινό, εκεί στόχευε ο ΘΟΚ και το ταμείο του φέτος. Στον κόσμο που θέλει να περάσει καλά, να τραγουδήσει, να δει κάτι σαν επιθεώρηση και να δώσει τα λεφτά του. Τόσο απλά.
Εν ολίγοις...παρά να καννιβαλίζουν αρχαίο θέατρο ( που το κάνουν τα τελευταία χρόνια), ας ρίξουν μια Κόρη μου Σοσιαλίστρια.

Anti-Christos είπε...

Δεν το είχα σκεφτεί έτσι Τουλίπα μου, αλλά συμφωνώ. Παρά να ανεβάζουν δράμα-δράματα, ας παίξουν Βουγιουκλάκες.

Unknown είπε...

Σκόπευα να πάω, αλλά με το που είδα στο τρέιλερ το "παίξιμο" του Ζένιου και του Μουστάκα (δυο ατάκες ήταν αρκετές), αναθεώρησα αμέσως!

Καθόλου τυχαίο που δεν επιχείρησε κανείς στην Ελλάδα να ανεβάσει θεατρικό που γράφτηκε ραμμένο/κομμένο στη Βουγιουκλάκη. + Ας τους πει κάποιος στο ΘΟΚ ότι πρώτα ήταν θεατρικό και μετά ο Σακελλάριος το έκανε κινηματογραφικό.