Το 1997 είχα ανακαλύψει το ίντερνετ και ένα από τα πρώτα πράγματα που μού έμαθε ήταν το blind date μέσω του Mirc. Έρχονταν πολύ συχνά οι φίλοι μου στο σπίτι και περνούσαμε ώρες μπροστά από την οθόνη βρίζοντας αγνώστους και φλερτάροντας με μικρούλες. Τον Ιούνιο που λέτε, γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε για αρκετό καιρό. Το όνομα της ήταν Γεωργία, ήταν Ελλαδίτισσα-καβλαμαρού και έμενε στη Λάρνακα.
Στα πολλά, μιλήσαμε στο τηλέφωνο και είχε μια φωνή-μέλι! Βέβαια, τι άλλο να προσδοκούσα στα 17 από δαύτην πέραν του να μιλάμε τηλεφωνικώς από καιρού εις καιρόν; Έμενε και μακριά, εγώ δεν είχα άδεια οδήγησης τότε, έπρεπε να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες για να ειδωθούμε.
Έσκασε που λέτε ο διάολος το ποδάρι του ένα χρόνο μετά και μπήκε η Αφροδίτη στον Κρόνο. Στη Τρίτη λυκείου ανήκα στην ομάδα της Ουνέσκο και για τις ανάγκες ενός συνεδρίου θα πηγαίναμε στη Λάρνακα όπου και θα διανυχτερεύαμε σε ένα ξενοδοχείο. Σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να συναντήσω τη Γεωργία, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη γνωριμία μας, τουλάχιστον από περιέργεια. Άλλωστε, είχαμε και τους καθηγητές μαζί μας, δεν ήλπιζα για πιο πριβέ συνάντηση.
Εν πάση περιπτώσει να σας πω μια λεπτομέρεια πριν συνεχίσω. Η Γεωργία πολύ συχνά μου έλεγε στο τηλέφωνο ότι είναι παιδί χωρισμένων γονιών και ότι έχει πολλά προβλήματα με το σπίτι της. Με τη μάνα της δεν τα πήγαιναν καλά. Επίσης σημειώστε πως καθ’όλη τη διάρκεια της διαδυχτιακής μας γνωριμίας δεν την είδα ποτέ! Το 1997 ήταν σπάνιο να έχεις σκαναρισμένη φωτογραφία σου στον υπολογιστή. Τότε ήταν πολυτέλεια να έχεις ίντερνετ στο σπίτι!
Κλείνει η παρένθεσις.
Επιστρέφουμε που λέτε στο ξενοδοχείο από το συνέδριο και με ενημερώνουν από τη ρεσεψιόν πως κατέφτασε η βίζιτα. Να περάσει. Προειδοποίησα και τα παιδιά με τα οποία μοιραζόμουν το δωμάτιο για την επικείμενη επίσκεψη. Χτυπά η πόρτα, ανοίγω περιμένοντας να δω το κορίτσι με τη φωνή από μέλι και εμφανίζεται μπροστά μου η κόρη του Δράκουλα!
Και δεν με πείραξε που ήταν η κόρη του Δράκουλα, σιγά! Εγώ ποιός είμαι άλλωστε; Αλλά με πείραξε που συμπεριφερόταν σαν μπετατζής! Αν ήταν αγόρι θα την έλεγαν ‘Πάμπο!’ Με 1.50μ ύψος, 400 κιλά βάρος, καστανό μαλλί α’λα γκαρσόν και τσιγάρο στα χείλη, ήταν φτυστή ο Κατέλης στο γυναικείο.
Τέλος πάντων, για να κρατήσουμε τα προσχήματα την έμπασα μέσα, είπαμε τα τυπικά, γνωριστήκαμε. Άντε κορίτσι μου, (...κορίτσι...τέλος πάντων, εκείνο το πράμα), σπίτι σου τώρα! Εδώ άρχισαν τα ωραία! Γυρνάει και μου λέει: «Ξέρεις, τσακώθηκα με τη μάνα μου και έφυγα από το σπίτι. Μπορώ να κοιμηθώ εδώ απόψε; Αν δεν γίνεται, καταλαβαίνω, βρήκα ένα εγκατελειμένο αυτοκίνητο και θα κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα!»
Αχ Θεέ μου, πού τον πέτυχα τον Όλιβερ Τουΐστ βραδιάτικα;
Δεν ήξερα τι να της πω. Δεν ήθελα να την διώξω. Να μείνει μαζί μου πάντως δεν ήθελα. Ήταν και κακάσχημη, είχαμε και τους καθηγητές πάνω στο κεφάλι μας, δεν θα πλήρωνα εγώ την νύφη. Νύφη...Νυφίτσα τέλος πάντων.
Της λέω, κάτσε εδώ με το άλλο παιδί (που μοιραζόμαστε το δωμάτιο) θα πεταχτώ σε ένα φίλο μου στο δίπλα δωμάτιο να δω τι μπορούμε να κάνουμε. Πέρασα απ’ όλα τα δωμάτια να ζητήσω ελεημοσύνη. Ουδείς φιλάνθρωπος!
Επιστρέφω στο δωμάτιο, την βρίσκω στο μπαλκόνι να παίζει τάβλι με τον συγκάτοικο! «Εξάρες ρε! Γαμώ το φελέκι μου!» ... Έτσι μίλαγε! Της λέω: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εδώ δεν θα μείνεις...»
Δεν θυμάμαι ούτε πότε, ούτε πως έφυγε. Δεν ξαναμιλήσαμε έκτοτε. Αν δεν πέθανε από υπερβολική δόση, μάλλον την έχει μαζέψει το αλλοδαπών...
Στα πολλά, μιλήσαμε στο τηλέφωνο και είχε μια φωνή-μέλι! Βέβαια, τι άλλο να προσδοκούσα στα 17 από δαύτην πέραν του να μιλάμε τηλεφωνικώς από καιρού εις καιρόν; Έμενε και μακριά, εγώ δεν είχα άδεια οδήγησης τότε, έπρεπε να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες για να ειδωθούμε.
Έσκασε που λέτε ο διάολος το ποδάρι του ένα χρόνο μετά και μπήκε η Αφροδίτη στον Κρόνο. Στη Τρίτη λυκείου ανήκα στην ομάδα της Ουνέσκο και για τις ανάγκες ενός συνεδρίου θα πηγαίναμε στη Λάρνακα όπου και θα διανυχτερεύαμε σε ένα ξενοδοχείο. Σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να συναντήσω τη Γεωργία, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη γνωριμία μας, τουλάχιστον από περιέργεια. Άλλωστε, είχαμε και τους καθηγητές μαζί μας, δεν ήλπιζα για πιο πριβέ συνάντηση.
Εν πάση περιπτώσει να σας πω μια λεπτομέρεια πριν συνεχίσω. Η Γεωργία πολύ συχνά μου έλεγε στο τηλέφωνο ότι είναι παιδί χωρισμένων γονιών και ότι έχει πολλά προβλήματα με το σπίτι της. Με τη μάνα της δεν τα πήγαιναν καλά. Επίσης σημειώστε πως καθ’όλη τη διάρκεια της διαδυχτιακής μας γνωριμίας δεν την είδα ποτέ! Το 1997 ήταν σπάνιο να έχεις σκαναρισμένη φωτογραφία σου στον υπολογιστή. Τότε ήταν πολυτέλεια να έχεις ίντερνετ στο σπίτι!
Κλείνει η παρένθεσις.
Επιστρέφουμε που λέτε στο ξενοδοχείο από το συνέδριο και με ενημερώνουν από τη ρεσεψιόν πως κατέφτασε η βίζιτα. Να περάσει. Προειδοποίησα και τα παιδιά με τα οποία μοιραζόμουν το δωμάτιο για την επικείμενη επίσκεψη. Χτυπά η πόρτα, ανοίγω περιμένοντας να δω το κορίτσι με τη φωνή από μέλι και εμφανίζεται μπροστά μου η κόρη του Δράκουλα!
Και δεν με πείραξε που ήταν η κόρη του Δράκουλα, σιγά! Εγώ ποιός είμαι άλλωστε; Αλλά με πείραξε που συμπεριφερόταν σαν μπετατζής! Αν ήταν αγόρι θα την έλεγαν ‘Πάμπο!’ Με 1.50μ ύψος, 400 κιλά βάρος, καστανό μαλλί α’λα γκαρσόν και τσιγάρο στα χείλη, ήταν φτυστή ο Κατέλης στο γυναικείο.
Τέλος πάντων, για να κρατήσουμε τα προσχήματα την έμπασα μέσα, είπαμε τα τυπικά, γνωριστήκαμε. Άντε κορίτσι μου, (...κορίτσι...τέλος πάντων, εκείνο το πράμα), σπίτι σου τώρα! Εδώ άρχισαν τα ωραία! Γυρνάει και μου λέει: «Ξέρεις, τσακώθηκα με τη μάνα μου και έφυγα από το σπίτι. Μπορώ να κοιμηθώ εδώ απόψε; Αν δεν γίνεται, καταλαβαίνω, βρήκα ένα εγκατελειμένο αυτοκίνητο και θα κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα!»
Αχ Θεέ μου, πού τον πέτυχα τον Όλιβερ Τουΐστ βραδιάτικα;
Δεν ήξερα τι να της πω. Δεν ήθελα να την διώξω. Να μείνει μαζί μου πάντως δεν ήθελα. Ήταν και κακάσχημη, είχαμε και τους καθηγητές πάνω στο κεφάλι μας, δεν θα πλήρωνα εγώ την νύφη. Νύφη...Νυφίτσα τέλος πάντων.
Της λέω, κάτσε εδώ με το άλλο παιδί (που μοιραζόμαστε το δωμάτιο) θα πεταχτώ σε ένα φίλο μου στο δίπλα δωμάτιο να δω τι μπορούμε να κάνουμε. Πέρασα απ’ όλα τα δωμάτια να ζητήσω ελεημοσύνη. Ουδείς φιλάνθρωπος!
Επιστρέφω στο δωμάτιο, την βρίσκω στο μπαλκόνι να παίζει τάβλι με τον συγκάτοικο! «Εξάρες ρε! Γαμώ το φελέκι μου!» ... Έτσι μίλαγε! Της λέω: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εδώ δεν θα μείνεις...»
Δεν θυμάμαι ούτε πότε, ούτε πως έφυγε. Δεν ξαναμιλήσαμε έκτοτε. Αν δεν πέθανε από υπερβολική δόση, μάλλον την έχει μαζέψει το αλλοδαπών...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου