Το πρόβλημα με κάθε τι καλό που έρχεται σ’ αυτή τη χώρα
είναι ότι πρέπει να το μοιραστείς με τον ευρύτερο απαίδευτο όχλο.
Πήγα να δω απόψε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο σινεμά
και η εμπειρία της θέασης με τους είκοσι παρευρισκόμενους ήταν μεγαλύτερη κι
από την, πραγματικά πολύ καλή, ταινία την ίδια.
Η ταινία αυτή αφορά στη ζωή της πρώτης Ελληνίδας
στιχουργού και ξεκινά με την καταστροφή της Σμύρνης και καταλήγει στις αρχές της
δεκαετίας του ’70, με τον θάνατό της. Αντιλαμβάνεστε ότι και η πλειοψηφία του
κοινού που σπεύδει να την παρακολουθήσει είναι αντίστοιχης ηλικίας. Παίζει η
τελευταία ταινία που είδε στο σινεμά η πλειοψηφία των θεατών απόψε, να ήταν «Η Αλίκη στο Ναυτικό!»
Η εμπειρία μου στο Cineplex ξεκίνησε με ένα γέρο που με το που
ξεκίνησαν τα τρέηλερ σηκώθηκε όρθιος και φώναζε προς το θυρωρείο «Χαμηλώστε το!» -δις. Ναι ξέρω, μόνο σε μένα συμβαίνουν αυτά. Ήταν έξαλλος, προφανώς το dolby surround του
ήταν πρωτόγνωρο και νόμισε ότι μπορεί να ρυθμίσει τον ήχο διά βοής όπως στο
σπίτι του, που φωνάζει στη γυναίκα του να χαμηλώσει την τηλεόραση για να
κοιμηθεί. Αφού στρίγγλισε και γύρισε όλη η αίθουσα επάνω του και τον κοίταζε,
έκατσε κάτω φρόνιμος και δεν μας ξανά-ενόχλησε. Πιθανώς η γυναίκα του να τού έκλεισε τα ακουστικά να μην ξεκουφαίνεται και ησυχάσαμε όλοι μας.
Στα δεξιά μου ήρθαν και έκατσαν δυο εξηντάρες με πλατινέ
μαλλί. Σε όλο το έργο δεν έβγαλαν τον σκασμό. Σχολίαζαν τα πάντα ακατάπαυστα. «Κι αυτό το
τραγούδι δικό της!», «Κι αυτό το τραγούδι δικό της!» φρόντιζαν να μας ενημερώνουν
επαναλαμβάνοντάς το εκατό φορές. «Ναι ρε μαλακισμένες, τη βιογραφία μίας στιχουργού
ήρθατε να δείτε, τι θα έπαιζαν, τραγούδια άλλων;» Η φίλη μου δεν άντεξε, τους έριξε
ένα «Shhh!» να σκάσουν,
αλλά δεν πτοήθηκαν, αντιθέτως θίχτηκαν που τολμήσαμε να δυσανασχετήσουμε. Εξηγούσε
το έργο η μία της άλλης, ενώ το τελευταίο που άκουσα να σχολιάζουν ήταν ένα: «αυτή
έχει κόρη στο νοσοκομείο και να δεις που θα φύγει να πάει να παίξει χαρτιά!»
Εκφράζουν και άποψη για το ποιόν της, που να τις έβρει ο κακός ο ψόφος.
Και κλασσικά, είχαμε κόσμο που κοίταζε την οθόνη του κινητού
του. Η φωτεινότητα του κινητού με ενοχλεί περισσότερο κι από τους ψίθυρους. Και
να κοιτάξεις την οθόνη μια φορά, πάει στο διαόλο. Αλλά να έχεις τη γριά με το παλιό το Νόκια, εκείνο που είχα στον στρατό, με το φιδάκι, εν έτει 1999, η οποία γριά βγάζει γυαλιά μυωπίας από τη τσάντα για να διαβάσει τι της έγραψαν, ενώ
ταυτόχρονα μέσα απ’ τα γυαλιά ρίχνει κλεφτές ματιές στο έργο, και παράλληλα
προσπαθεί να βρει το κομβίον του reply back, είναι μία
δοκιμασία νεύρων που κρατά πάνω από δεκαπέντε λεπτά. Πόσο ήθελα να της το
αρπάξω από το χέρι, να απαντήσω εγώ στο μήνυμα και ύστερα να της το σπάσω στο κεφάλι, δεν περιγράφεται.
Η ταινία; Α, ναι μωρέ, μέσα σ’ όλα αυτά, καταφέραμε και είδαμε
και την ταινία. Ωραιότατη, αν και μου την είχαν θεοποιήσει πριν πάω. Δεν
απογοητεύτηκα, αλλά δεν είδα και κάτι για όσκαρ. Ήταν μία πολύ ευχάριστη
ταινία, με τις συγκινήσεις της, με τα κλισέ της, ό, τι πρέπει για ελληνική
προσπάθεια. Εγώ σε κάτι τέτοιες απόπειρες άλλα πράγματα απολαμβάνω: Την εποχή. Την
Ελλάδα του πατέρα μου. Τα τραγούδια του. Τα πεντάλεπτα της Μπέλλου και της Βλαχοπούλου
που έκλεψαν την παράσταση. Και φυσικά την ατάκα που ακόμα τη σκέφτομαι και γελώ,
ήτοι: «έτοιμος κι ο πούστης με τις πατάτες!»
Για κάτι τέτοια άξιζε η ταινία. Για τη νοσταλγία μιας Ελλάδας που δεν ζήσαμε και την αγαπήσαμε μέσα από εξιστορίσεις. Κακή κουβέντα δεν έχω να
πω. Αν δεν είχα τριγύρω μου κι άλλους να μου χαλούν την ατμόσφαιρα, μπορεί να
έγραφα και καλύτερα. Αλλά έτσι γίνεται πάντα, δεν μπορεί να πλακώσει κάτι καλό
και να μη στο βγάλουν όξινο.
1 σχόλιο:
Με τον γέρο που σηκώθηκε πάνω και εγώ το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πάλι σε σένα έτυχε. :)
Δημοσίευση σχολίου