Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2018

Λίλη

Σήμερα το πρωί «έφυγε» η γιαγιά της Μπρέντας, η περιβόητη Λίλη.

Η Λίλη ήταν για μένα η αγαπημένη συγγενής από το σόι της γυναίκας μου. Πολλούς συγγενείς της συζύγου μου εκτιμώ και αγαπώ, τους περισσότερους βασικά, αλλά η Λίλη προκαλούσε στον άλλον δέος. Δέος με την καλή έννοια, και δεν το λέω μόνο εγώ. Όλοι τη θεωρούσαν «αρχηγό» στην οικογένεια, (αρχηγό των Ούννων καθώς άκουσα να λένε).

Πριν σου πω για τη Λίλη, να ανοίξω μία παρένθεση. Με το σόι της γυναίκας μου συμβαίνει κάτι το παράξενο. Γνώρισα τη μάνα της σε παιδική ηλικία και τη συμπαθούσα εξ αιτίας της δουλειάς της. Ήταν σκηνοθέτης στο ΡΙΚ. Σκηνοθετούσε όλες τις παιδικές εκπομπές (και ενίοτε τα βίντεο κλιπ που στέλναμε στη Γιουροβίζιον). Θυμόμουν το όνομά της πάντα στους τίτλους τέλους. Μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας της Μπρέντα εξεπλάγην ευχάριστα όταν έμαθα ότι ήταν η μητέρα της. Το ίδιο συνέβη και με τον αδελφό της τον οποίο γνώριζα από μικρό, από διάφορα παιδικά γενέθλια, αλλά και από τον στρατό. Πάντα τον συμπαθούσα και τον θεωρούσα κάποιον με τον οποίο θα ήθελα να κάνω παρέα. Όταν έμαθα ότι πρόκειται για τον αδελφό της εξεπλάγην το ίδιο ευχάριστα. Με ένα παρόμοιο, μαγικό τρόπο γνώρισα και τη Λίλη. Τη συμπάθησα και τη λάτρεψα πριν μάθω ότι είναι η γιαγιά της εν δυνάμει γυναίκας μου. Θα σου πω αμέσως πώς και γιατί:

Η Λίλη ήταν επιχειρηματίας. Είχε μαγαζιά με παπούτσια. Και μέχρι πρόσφατα συνήθιζε να κάθεται στα καταστήματά της και να χαζεύει ελέγχει την κίνηση. Όταν ξεκινούσα την άσκηση μου ως δικηγόρος το μακρινό 2005, έπρεπε να βρω μαύρα, καθημερινά παπούτσια να φορώ στη δουλειά και μου πρότειναν το μαγαζί της. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες που καθόταν εκεί σαν ήρεμη δύναμη, δωρική και στιβαρή στο σκαμπό της, να προσπαθεί να ψυχολογήσει τις προθέσεις μου, να δει αν τελικά θα αγοράσω ή όχι. Τελικά βρήκα ένα ζευγάρι. Πλήρωσα, και φεύγοντας με κοίταξε με ένα έντονο και τα μάλα ψαρωτικό ύφος και έκανε τη βαρυσήμαντη δήλωση: «Μόλις αγοράσατε τα καλύτερα παπούτσια που υπάρχουν!»

Το είπε με τόσο στόμφο, με τόση σιγουριά και ικανοποίηση που σχεδόν το πίστεψα. Δεν ήταν τα καλύτερα παπούτσια του κόσμου, προφανώς. Ένα απλό ζευγάρι μαύρων υποδημάτων για τα καθημερινά χαμαλίκια στα δικαστήρια ήταν. Αλλά το πάθος με το οποίο ξεστόμισε την ατάκα και το πόσο το πίστευε, με έκανε να χαρώ που τα αγόρασα. Ήταν τόσο επιβλητική που ακόμα τη θυμάμαι! Η χαρά μου όταν έμαθα χρόνια μετά ότι επρόκειτο για τη γιαγιά της Μπρέντας, δεν περιγράφεται.

Ναι, λοιπόν, συμβαίνει αυτό το παράδοξο. Ήξερα το σόι της γυναίκας μου πριν τη γνωρίσω. Οπότε είχα πολλούς λόγους να αισθάνομαι ότι με αυτό το κορίτσι «θα κάνω το καλό».  

Η Μπρέντα θυμίζει τρομερά τη γιαγιά της. Και φυσιογνωμικά αλλά και σαν προσωπικότητα. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει στην Ισλανδία, το 2012, και τριγυρνούσαμε στο Ρέικιαβικ χαρούμενοι που δεν είχαμε ακόμα εντοπίσει άλλους Κύπριους τουρίστες να μας χαλάσουν το κέφι. Εκεί που καθόμασταν σε κάποιο εστιατόριο και σχολιάζαμε πόσο όμορφα περνούσαμε, μας προσέγγισε ένας κύριος και με τεράστιο ενθουσιασμό ρώτησε γυναίκα μου: «Είσαι η εγγονή της Λίλης;» Κοντέψαμε να πάθουμε εγκεφαλικό. Ήταν παντού αυτή η γυναίκα! Επρόκειτο για έναν μακρινό συγγενή, ο οποίος μας κατάλαβε εξ αιτίας της ομοιότητας με τη γιαγιά της!

Η Λίλη ήξερε ότι η Μπρέντα πλάστηκε καθ’ εικόνα και ομοίωση της. Όταν ήταν βρέφος την κρατούσε στα χέρια της και ρωτούσε περήφανα το πλήθος: «σε ποιαν μοιάζει αυτό το μωρό;» Πιστεύω ότι έκτοτε την «προπονούσε» για να τη διαδεχτεί μια μέρα στον θρόνο. Και αυτό το διαπίστωσα πολλάκις σε εκείνα τα χριστουγεννιάτικα, οικογενειακά τραπέζια στα οποία η Λίλη ανασκοπούσε τη χρονιά που πέρασε σχολιάζοντας την πρόοδο του καθενός. Σαν την καθηγήτρια που μοιράζει στο τέλος του τριμήνου τους βαθμούς με τον έλεγχο. Για τον καθένα είχε να κάνει μια αυστηρή παρατήρηση για τα προσωπικά ή τα επαγγελματικά του. Και μιλούμε για ανθρώπους άνω των τριάντα, όχι για μωρά παιδιά. Κι όμως, κανένας δεν τολμούσε να της αντιταχθεί. Μόνο τη Μπρέντα δεν τολμούσε να πιάσει στο στόμα της και να την κρίνει. Τόλμησα και της είπα εκείνη τη φορά: «στην εγγονή σου γιατί δεν κάνεις καμία παρατήρηση; Όλα τέλεια τα έκανε φέτος ή δεν τολμάς να της ανοίξεις συζήτηση γιατί ποιος την ακούει μετά;»

Έπαιζα με τη φωτιά και το ήξερα. Αγχώθηκα προς στιγμή ότι μπορεί και να τα ακούσω, αλλά η Λίλη δεν τσίμπησε. Έσκυψε και πήρε τον καφέ της από το τραπεζάκι, ήπιε μια γουλιά και αφήνοντας το φλιτζανάκι στο πιατάκι του μου είπε συνωμοτικά, χαμηλόφωνα και άκρως θεατρικά: «έτσι όπως τα λες, είναι!»

Τη Λίλη την αγάπησα. Και μάλιστα είχα πει και στη Μπρέντα ότι παρόλο που είναι γιαγιά της και όχι μάνα της, ευχαρίστως θα έδινα το όνομά της στην κόρη μου. Αν κάναμε κόρη. Η ίδια ούτε να το συζητήσει. «Είναι το χειρότερο όνομα!» μου είπε μια φορά που μοιράστηκα μαζί της την πρόθεσή μου. Ούτε καν το «Λυγία» που ήταν και το βαφτιστικό της δεν συζητούσε. Εγώ πάντως, σοβαρολογούσα. Θα ήθελα μια κόρη που να τη λένε Λίλη και ας είναι όνομα τόσο ρετρό που θυμίζει γκόμενα του Κωνσταντάρα από ελληνική ταινία του ’60.

Δεν θα την ξεχάσουμε. Και να θέλω δηλαδή, δεν γίνεται. Το στέμμα και το σκήπτρο έχουν ήδη αναληφθεί και η πολιτική της «γραμμή» θα συνεχίσει από άξια εκπρόσωπο.

Αιωνία της η μνήμη. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Είσαι υπέροχος σε ΟΛΑ. Στο έχω ξαναπεί, τυχερός ο γιος σου και η Μπρέντα που σε έχουν.

Σου εύχομαι ολόψυχα να αποκτήσετε κι ένα υγιέστατο κοριτσάκι και το ΛΥΓΙΑ (Λίλη) μου ακούγεται σούπερ.

Αιωνία της η μνήμη.

ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ