Άκου να σου πω μάνα μου, έχω παπά ετοιμοθάνατο!
Γι αυτό να μην μου λες εμένα «μην νευριάζεις, μην στεναχωριέσαι, πρόσεχε την υγεία σου», και λοιπές παρηγοριές του δεκαλίρου. Άμα δεν θες να δυσχεραίνεις την ψυχολογική μου διάθεση και κατ’ επέκταση την υγεία μου, πήγαινε με τα νερά μου. Μην μου λες μαλακίες. Δεν γίνεται εσύ να συμπεριφέρεσαι σαν γαϊδούρι κι εγώ σαν θεός, να πρέπει να το παραβλέπω γιατί «δεν κάνει να νευριάζω!» Ναι, νευριάζω! Δεν το ελέγχω, ούτε το επιδιώκω. Άνθρωπος είμαι, όμως, με νευρικό σύστημα και μου το πειράζεις! Γι αυτό και νευριάζω. Πελλός δεν είμαι να νευριάζω χωρίς λόγο!
Θα πεθάνει ο παπάς μου. Μας το είπαν οι γιατροί κατάμουτρα. Σήμερα, αύριο, σε μια βδομάδα, δεν το προσδιόρισαν. Αλλά θα πεθάνει. Ήδη κάθε μέρα είναι και χειρότερα. Κι εγώ δικαιούμαι να νευριάζω που δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι αυτό, παρά μόνο να τον αντικρίζω να λιώνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου και να επικαλείται δις και τρις «γιατί τόσα κακά σε μένα» με σπασμένη φωνή που μετά βίας βγαίνει απ’ το λαιμό του. Σφίγγομαι να μην κλάψω μπροστά του. Δικαιούμαι να νευριάζω, όμως! Και να κλαίω και να χτυπιέμαι όταν είμαι μόνος μου, και όλα τα δικαιούμαι. Γι αυτό μην τολμήσεις να μου ξαναπείς να μην νευριάζω! Ούτε καν τη λέξη «κουράγιο!»
Και νευριάζω ακόμα περισσότερο που ο καημένος ο παπάς μου τα έχει 400 και έχει επίγνωση της τραγικής του κατάστασης και στεναχωριέται περισσότερο που λιώνει ανήμπορος σε ένα κακάσχημο κρεβάτι με 10 αλλοδαπές νοσοκόμες από πάνω του, που ανάθεμα αν κατάφεραν μισή φορά να του δώσουν το σωστό χάπι με τα ελληνικά που ξέρουν. Θάνατος στις αλλοδαπές νοσοκόμες!
Δεν αντέχω άλλο. Σήμερα, για να μην τα σπάσω όλα από τα νεύρα στο σπίτι, έκλεισα το κινητό, βγήκα βόλτα με τα πόδια και πήγα στο (εγκαταλειμμένο) διαμέρισμα όπου μεγάλωσα. Έπεσα πάνω στο παιδικό μου κρεβάτι (που σημείωσε, είναι ακόμα στρωμένο με τα ίδια σεντόνια, σχεδόν άθικτο από την περσινή νύχτα που έπαθα εγώ το καρδιακό) και έκλαψα όπως δεν έκλαψα μια ζωή. Θα πρέπει να με άκουσαν όλοι οι όροφοι. Εκεί μέσα τα πάντα σταμάτησαν στον χρόνο. Και αυτό είναι η χειρότερη τιμωρία. Να είναι όλα ίδια και να ξέρεις ότι δεν θα είναι ποτέ ξανά τίποτε το ίδιο. Έκλαψα, μου πέρασε, αλλά για λίγο. Ύστερα θυμήθηκα ότι όλο αυτό δεν πέρασε και ξαναέκλαψα. Νευριάζω γιατί κλαίω, κλαίω, πονοκεφαλιάζω, μου περνά. Αλλά μόνο για πέντε λεπτά. Ύστερα, ξανά μανά!
Φύγε από πάνω μου βρωμόπενθος, φύγε!
Νόμιζα θα το διαχειριζόμουν πιο αξιοπρεπώς, αλλά σκατά. Ποτέ δεν είσαι τόσο δυνατός, όσο νομίζεις. Νευριάζω τόσο πολύ που πρήζονται τα κουβάρια κάτω από το σαγόνι μου. Νιώθω σαν να τραγούδησα όπερα τρεις ώρες και μάτωσα τις αμυγδαλές μου. Σαν να κατάπια τσιμέντο. Σαν να βούτηξα τους βολβούς των ματιών μου μέσα σε οξύ. Σκέψου να ήμασταν και συνδεδεμένοι με τον παπά μου, τι θα γινόταν...
Και νευριάζω ακόμα περισσότερο που θέλω να κλάψω κι άλλο και δεν μπορώ. Γιατί δεν μας φτάνει ο πόνος μας, έχουμε και «επισκέψεις» στο σπίτι μας και πρέπει να δείχνουμε χαρακτήρα, μην χέσω. Ε, ρε θα κάνω μπουμ μια μέρα και όποιον πάρει ο Χάρος! Θα κάνω μπουμ και θα κλάψουν μάνες!
Σκατά μάνες θα κλάψουν δηλαδή. Είδαμε και πέρσι που έκανα μπουμ, πόσο ευαισθητοποιήθηκαν. Όλο «μην νευριάζεις» και «μην νευριάζεις» Άστο διάολο πια! Άκου να μαθαίνεις teenage αναγνώστη: Η ζωή αξίζει μόνο ώσπου να πάρεις πτυχίο (γι αυτό φρόντισε να πάρεις). Μετά, τίναξέ τα να ησυχάσεις μια ώρα αρχύτερα.
Ήπια χάπι. Ελπίζω να δράσει και να μπορέσω να κοιμηθώ.