Όταν ήμουν 8 χρονών οι γονείς μού εξήγησαν ακριβώς την έννοια του θανάτου. Και έριξα μαύρο δάκρυ, σε σημείο που συγκλίθηκε οικουμενική σύνοδος την επομένη μέρα στο Α’ Δημοτικό σχολείο Έγκωμης.
Το θυμάμαι λες και ήταν χθες. Οι γονείς μού εξήγησαν την διαδικασία. Πεθαίνεις, σου παίρνουν τα μέτρα, σε βάζουν στην κάσα, σκάβουν το λάκκο, σε ρίχνουν μέσα, σε θάβουν με χώμα και αν σε κλάψουν και λίγο έχει καλώς ! Τους παρατηρούσα έκπληκτος με ύφος Ντάλιας. Ήταν το δεύτερο σκάνδαλο που μου αποκάλυπταν στη ζωή μου. Το πρώτο ήταν πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Τώρα αυτό: δεν ζούμε για πάντα!
Με έβαλαν για ύπνο και έτσι όπως με σκέπασαν με εκατό κουβέρτες, ένιωσα πως κάνω πρόβα! «Ε, και; Ας με βάλουν στο φέρετρο! Εγώ δεν θα πεθάνω! Και ας μην με ξεθάψουν ποτέ. Εγώ θα ζήσω εκεί μέσα. Σιγά το πράμα δηλαδή, πώς κοιμόμαστε και δεν βαριόμαστε; Έτσι και στο φέρετρο! Θα κοιμηθώ λίγο, μετά θα γυρίσω πλευρό, θα αλλάξω στάση αν δεν βολεύομαι, θα ξανακοιμηθώ, θα περάσει η ώρα... Και αν βαρεθώ πάρα πολύ, κάνω ένα ‘έτσι’ με τα πόδια μου, σπρώχνω δυνατά ώσπου να βγω στην επιφάνεια! Μα τι βλάκες που δεν το σκέφτηκαν ως τώρα!» Θεώρησα στιγμιαίως πως ο θάνατος είναι απλά μια υποχρέωση, ένα στάδιο που όλοι ωφείλουμε να υποστούμε στη ζωή μας, μέχρι να επανέλθουμε στα ίδια. Κάποτε θα τελείωνε.
Παύση σκέψης. Κάτι δεν πήγαινε καλά...
«Για κάτσε, άμα πεθάνω, πως θα σκέφτομαι; Πώς θα κινούμαι; Πώς θα αλλάζω πλευρό μέσα στο φέρετρο; Πώς θα σπρώξω το καπάκι και θα απελευθερωθώ; Αφού θα είμαι πεθαμένος! Δηλαδή, δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα. Θα είμαι ακίνητος. Και δεν θα το ξέρω κιόλας, διότι δεν θα μπορώ να σκεφτώ.Θα είμαι πεθαμένος! Θα μείνω εκεί μέσα μόνιμα; Α! Παναγία μου, θα μείνω εκει μέσα, ΜΙΑ ΖΩΗ;»
Πετάω τις κουβέρτες με δύναμη, κάθομαι στο κρεββάτι μου, αναπνέω. Ξανάναπνέω. Απαιτώ εξηγήσεις! Πήγα στο σαλόνι που βλέπανε οι γονείς μου τηλεόραση έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Ήξερα ότι αν άρθρωνα λέξη θα βαλάντωνα. «Γιατί δεν έπεσες γιε μου; Αφού ήρθα και σε σκέπασα». Μούγκα εγώ. «Τι έγινε;» Άκρα του τάφου σιωπή! Κοκκίνησα, έξυσα αμήχανα το κεφάλι μου, έβαλα τα κλάματα και φώναζα: «Δεν θέλω να πεθάααααανωωωωω» (τρις)
Ακολούθησε διάλεξη του πατέρα μου περί κύκλου της ζωής και φυσικής κατάληξης η οποία απλώς με εκνεύριζε, καθώς εγώ επιζητούσα απλώς μια διαβεβαίωση, ένα: «Πήγαινε να κοιμηθείς, και δεν θα πεθάνεις ποτέ!» Έβλαφτε να μου το εγγυηθούν να τελειώνουμε; 8 χρονών μωρό ήμουν, τι τα ήθελαν τα περί ‘φυσικής κατάληξης της ανθρώπινης ύπαρξης!’ Από το πολύ το κλάμα εξαντλήθηκα και δεν θυμάμαι για πότε με πήρε ο ύπνος. Από τη μια ο Δαρβίνος, από την άλλη η ταφόπλακα, μια το φτυάρι, απ' την άλλη η μάνα μου να με ποτίζει νερό να ηρεμήσω, παραδόθηκα. Κοιμήθηκα βαριά. Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησα δεν θυμόμουν καν τι είχε προηγηθεί.
Πάω σχολείο. Μπαίνει στην τάξη ο δάσκαλος, ο κύριος Στέλιος. Κάνουμε προσευχή. Καθόμαστε. Ψάχνω το νεό μου μυρωδάτο σβηστήρι στην κασετίνα μου. «Παιδιά, να σας πω! Δεν φαντάζομαι να έχει κανέναν εδώ μέσα που να κλαίει επειδή θα πεθάνει έτσι; Αυτά είναι παιδιάστικες σκέψεις! Σωστά;»
Ρε γαμώ το! Όλα του τα ξεράσατε; Τίποτα δεν κρατήσατε οι τρισάθλιοι;! Με τί μούτρα θα πω μάθημα σήμερα; 20 χρόνια μετά, οι γονείς μου επιμένουν πως η νύξη του δασκάλου ήταν τυχαία ! Άσε μας γιε μου... Ούτε το κατώφλι δεν πρόλαβα να περάσω, έτοιμο το είχατε το ρεπόρτο!
Το θυμάμαι λες και ήταν χθες. Οι γονείς μού εξήγησαν την διαδικασία. Πεθαίνεις, σου παίρνουν τα μέτρα, σε βάζουν στην κάσα, σκάβουν το λάκκο, σε ρίχνουν μέσα, σε θάβουν με χώμα και αν σε κλάψουν και λίγο έχει καλώς ! Τους παρατηρούσα έκπληκτος με ύφος Ντάλιας. Ήταν το δεύτερο σκάνδαλο που μου αποκάλυπταν στη ζωή μου. Το πρώτο ήταν πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Τώρα αυτό: δεν ζούμε για πάντα!
Με έβαλαν για ύπνο και έτσι όπως με σκέπασαν με εκατό κουβέρτες, ένιωσα πως κάνω πρόβα! «Ε, και; Ας με βάλουν στο φέρετρο! Εγώ δεν θα πεθάνω! Και ας μην με ξεθάψουν ποτέ. Εγώ θα ζήσω εκεί μέσα. Σιγά το πράμα δηλαδή, πώς κοιμόμαστε και δεν βαριόμαστε; Έτσι και στο φέρετρο! Θα κοιμηθώ λίγο, μετά θα γυρίσω πλευρό, θα αλλάξω στάση αν δεν βολεύομαι, θα ξανακοιμηθώ, θα περάσει η ώρα... Και αν βαρεθώ πάρα πολύ, κάνω ένα ‘έτσι’ με τα πόδια μου, σπρώχνω δυνατά ώσπου να βγω στην επιφάνεια! Μα τι βλάκες που δεν το σκέφτηκαν ως τώρα!» Θεώρησα στιγμιαίως πως ο θάνατος είναι απλά μια υποχρέωση, ένα στάδιο που όλοι ωφείλουμε να υποστούμε στη ζωή μας, μέχρι να επανέλθουμε στα ίδια. Κάποτε θα τελείωνε.
Παύση σκέψης. Κάτι δεν πήγαινε καλά...
«Για κάτσε, άμα πεθάνω, πως θα σκέφτομαι; Πώς θα κινούμαι; Πώς θα αλλάζω πλευρό μέσα στο φέρετρο; Πώς θα σπρώξω το καπάκι και θα απελευθερωθώ; Αφού θα είμαι πεθαμένος! Δηλαδή, δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα. Θα είμαι ακίνητος. Και δεν θα το ξέρω κιόλας, διότι δεν θα μπορώ να σκεφτώ.Θα είμαι πεθαμένος! Θα μείνω εκεί μέσα μόνιμα; Α! Παναγία μου, θα μείνω εκει μέσα, ΜΙΑ ΖΩΗ;»
Πετάω τις κουβέρτες με δύναμη, κάθομαι στο κρεββάτι μου, αναπνέω. Ξανάναπνέω. Απαιτώ εξηγήσεις! Πήγα στο σαλόνι που βλέπανε οι γονείς μου τηλεόραση έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Ήξερα ότι αν άρθρωνα λέξη θα βαλάντωνα. «Γιατί δεν έπεσες γιε μου; Αφού ήρθα και σε σκέπασα». Μούγκα εγώ. «Τι έγινε;» Άκρα του τάφου σιωπή! Κοκκίνησα, έξυσα αμήχανα το κεφάλι μου, έβαλα τα κλάματα και φώναζα: «Δεν θέλω να πεθάααααανωωωωω» (τρις)
Ακολούθησε διάλεξη του πατέρα μου περί κύκλου της ζωής και φυσικής κατάληξης η οποία απλώς με εκνεύριζε, καθώς εγώ επιζητούσα απλώς μια διαβεβαίωση, ένα: «Πήγαινε να κοιμηθείς, και δεν θα πεθάνεις ποτέ!» Έβλαφτε να μου το εγγυηθούν να τελειώνουμε; 8 χρονών μωρό ήμουν, τι τα ήθελαν τα περί ‘φυσικής κατάληξης της ανθρώπινης ύπαρξης!’ Από το πολύ το κλάμα εξαντλήθηκα και δεν θυμάμαι για πότε με πήρε ο ύπνος. Από τη μια ο Δαρβίνος, από την άλλη η ταφόπλακα, μια το φτυάρι, απ' την άλλη η μάνα μου να με ποτίζει νερό να ηρεμήσω, παραδόθηκα. Κοιμήθηκα βαριά. Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησα δεν θυμόμουν καν τι είχε προηγηθεί.
Πάω σχολείο. Μπαίνει στην τάξη ο δάσκαλος, ο κύριος Στέλιος. Κάνουμε προσευχή. Καθόμαστε. Ψάχνω το νεό μου μυρωδάτο σβηστήρι στην κασετίνα μου. «Παιδιά, να σας πω! Δεν φαντάζομαι να έχει κανέναν εδώ μέσα που να κλαίει επειδή θα πεθάνει έτσι; Αυτά είναι παιδιάστικες σκέψεις! Σωστά;»
Ρε γαμώ το! Όλα του τα ξεράσατε; Τίποτα δεν κρατήσατε οι τρισάθλιοι;! Με τί μούτρα θα πω μάθημα σήμερα; 20 χρόνια μετά, οι γονείς μου επιμένουν πως η νύξη του δασκάλου ήταν τυχαία ! Άσε μας γιε μου... Ούτε το κατώφλι δεν πρόλαβα να περάσω, έτοιμο το είχατε το ρεπόρτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου