Έξαλλη η Ντέμη με την ερώτηση της δημοσιογράφου
«αν θέλει να κάνει παιδί».
Της απάντησε «αυτή η ερώτηση δεν μ’
αρέσει γιατί μπορεί να υπάρχουν πράγματα που μπορεί να μην τα ξέρεις».
Πότε θα ξεπεράσουμε αυτή την
ηλίθια εποχή, κατά την οποία μας φταίνε οι ερωτήσεις αντί η αδυναμία μίας σωστής
απάντησης;
Δεν γνωρίζετε ότι είναι
αντιδημοκρατικό (για να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη φασιστικό, την οποία
σιχαίνομαι), να επιβάλλετε εσείς ποιες ερωτήσεις μπορούν να υποβληθούν και
ποιες όχι; Η Ντέμη θα μπορούσε κάλλιστα να απαντήσει «δεν σας αφορά πότε θα
κάνω παιδιά» αν δεν ήθελε να ανοίξει το θέμα. Ή ακόμα να πει ότι δεν είναι
διατεθειμένη να απαντήσει. Εν πάση περιπτώσει, δεν καταλαβαίνω από πότε
υποδεικνύουμε στους άλλους τι μας αρέσει να μας ρωτούν και τι όχι. Μάθετε να
χειρίζεστε τον συνομιλητή σας, παρά να αποφεύγετε ζητήματα που σας φέρνουν σε
δύσκολη θέση.
Έχω μπουχτίσει με τον κόσμο.
Είμαστε άνθρωποι και οι άνθρωποι συνεννοούνται και καταλαβαίνονται με
ερωτήσεις. Δεν είμαστε ζώα να συνεννοούμαστε με τα ένστικτα. Γεννηθήκαμε για να
ρωτούμε και να παίρνουμε απαντήσεις. Αν κάποιες ερωτήσεις είναι άβολες ή αγγίζουν ευαίσθητες χορδές, αυτό είναι θέμα
αυτού που καλείται να απαντήσει και όχι αυτού που ερωτά. Θα μου πεις, θα
τολμούσες εσύ ποτέ να ρωτήσεις μία γυναίκα γιατί δεν έκανε παιδιά; Εγώ, όχι.
Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να πρέπει να αρπάζουμε από τον λαιμό αυτόν που κάνει
μία αδιάκριτη ερώτηση.
Κατ’ αρχάς, εγώ όταν μας ερωτούσαν
πότε θα κάνουμε δεύτερο παιδί, απαντούσα «προσπαθούμε αλλά δυσκολεύομαστε».
Θεωρούσα και εξακολουθώ να θεωρώ ότι ένα πρόβλημα είναι από μόνο του
δυσβάσταχτο και λύνεται ευκολότερα συζητώντας το παρά αποκρύβοντάς το και
καταπιέζοντάς το. Αυτός όμως είμαι εγώ. Άλλος στη θέση μου μπορεί να μην είχε
την όρεξη να το συζητήσει. Απολύτως σεβαστό. Ας βρει αυτός έναν τρόπο να
αποφύγει την απάντηση. Δεν μπορεί να του φταίει η ερώτηση επειδή τον φέρνει σε
δύσκολη θέση.
Κάποτε ήταν απαγορευμένο να ερωτάς
τις κυρίες την ηλικία τους. Σήμερα αυτή η ερώτηση θεωρείται ξεπερασμένη και οι
γυναίκες χαίρονται να λένε πόσων ετών είναι επειδή ακριβώς όλες μοιάζουν
νεότερες χάριν στην τεχνολογία και τα καλλυντικά. Θεωρούν όμως παράλογο να τις ρωτήσεις
αν έκαναν πλαστική επέμβαση. Το ενδεχόμενο να απαντήσουν «δεν σας αφορά» ή «ουδέν
σχόλιο», ή «ναι έκανα αλλά δεν θέλω να επεκταθώ», ή και να μπουν σε αναλυτική
αναφορά του τι έχουν αλλάξει επάνω τους, δεν το αναλογίζονται. Εμένα η πεθερά
μου την πρώτη φορά που με γνώρισε με ρώτησε αν έκανα πλαστική εγχείριση στη
μύτη μου. Της είπα «όχι» κι εκείνη επέμενε ότι βλέπει σημάδια επάνω της που
μαρτυρούν πλαστική επέμβαση. Βρήκα την ερώτηση / παρατήρηση τρομερά άκυρη υπό τις
περιστάσεις όχι επειδή υπερέβαινε τα εσκαμμένα αλλά επειδή δεν ανέμενα στην
πρώτη γνωριμία μία τέτοιου είδους παρατήρηση. Επίσης, η μύτη μου είναι
θεόστραβη και γαμψή και φαίνεται από το χιλιόμετρο ότι χρήζει διόρθωσης. Δεν θα
ήταν δυνατόν να την είχα διορθώσει. Απάντησα «σου φαίνεται πλαστική αυτή η
χάλια μύτη; Ούτε ο χειρότερος πλαστικός δεν θα την έφτιαχνε έτσι». Εν τω μεταξύ
αν είχα λεφτά για πέταμα και ψυχικά απωθέματα, θα έκανα και εμφύτευση μαλλιών
και πλαστική στη μύτη και θα άλλαζα ένα εκατομμύριο πράγματα επάνω μου. Δεν θα
είχα, όμως, θέμα με την ερώτηση ή την απάντηση.
Πολλοί λένε ότι διανύουμε την
εποχή της ενσυναίσθησης και ότι πρέπει να μετρούμε τα λόγια μας γιατί μπορεί
μία ερώτηση μας να στενοχωρήσει τον άλλον. Η πείρα μου έχει αποδείξει ότι ο άλλος
μπορεί να στεναχωρηθεί με το παραμικρό και χωρίς καμία πρόθεση αδιακρισίας από
τον ερωτώντα. Μία φορά ρώτησα μία φίλη «τι κάνεις», έγινε έξαλλη και μου
απάντησε φωνάζοντας μέσα στη λεωφόρο Μακαρίου «έχω πατέρα με καρκίνο στο
ογκολογικό στα τελευταία στάδια, τι θες να κάνω; Ερωτήσεις είναι αυτές;» Εγώ ο
καημένος ένα «τι κάνεις» ρώτησα, και δεν είχα ιδέα για τον πατέρα της. Τίποτε
το φαινομενικά μεμπτό. Γι αυτό σας λέω, δεν είναι η ερώτηση ποτέ το πρόβλημα.
Είναι η αδυναμία του ερωτηθέντα να απαντήσει.
Μία άλλη φορά έπινα καφέ με μία
γνωστή, την ήξερα ελάχιστα, και αναπολούσαμε τα φοιτητικά μας χρόνια. Κάποια
στιγμή αναφέρθηκα σε μία παλιά χρονολογία και εκείνη ανέφερε χωρίς καμία
πρόκληση εκ μέρους μου ότι «ήταν χάλια εκείνη η χρονιά γιατί είχα πέσει θύμα
ομαδικού βιασμού». Έπαθα σοκ από την αποκάλυψη και προσποιήθηκα ότι δεν άκουσα τι
μου είχε μόλις πει, και άλλαξα αμέσως θέμα. Δεν ήξερα τι να σχολιάσω, ούτε αν
με έπαιρνε να ρωτήσω λεπτομέρειες, ούτε αν έπρεπε να πω μια καλή κουβέντα για
να την κατευνάσω. Εξάλλου μια χαρά φαινότανε από διάθεση. Ύστερα σκέφτηκα ότι
κακώς δεν το σχολίασα γιατί μία κοπέλα η οποία προβαίνει σε μία τέτοια αποκάλυψη
προφανώς επιδιώκει την αποδοχή, θέλει να το βγάλει από μέσα της και να το
λειάνει μέσω της συζήτησης. Εγώ, μαθημένος στα «δεν ρωτάμε» και στα «δεν μας αφορά»
των νέων ηθών, άλλαξα θέμα. Κακώς.
*Η περούκα*. Ένας φίλος μας τον
οποίον γνωρίζουμε πολλά χρόνια και ήταν πάντα καραφλός, μία καλήν ημέρα
εμφανίστηκε με πολλά μαλλιά. Με περούκα. Κανένας εκ των παριστάμενων δεν
τόλμησε να ρωτήσει αυτά που κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θέλει να ρωτήσει,
σεβόμενος τα νέα ήθη. «Πώς του ήρθε σε αυτή την ηλικία να βάλει περούκα», «από
πού την αγόρασε, πόσα κόστισε, και είναι όντως τόσο καλής ποιότητας;», «πώς
εφαρμόζει στο κεφάλι;», «την πλένει, τη χτενίζει, τη σαπουνίζει; Πώς τη
συντηρεί;», «την κολλάει με κόλλα στην καράφλα ή έχει λάστιχο όπως αυτές που
φοράμε στις απόκριες;» Ένα εκατομμύριο ερωτήσεις πλημμύρισαν το κεφάλι μου.
Κανένας όμως δεν ρώτησε τίποτα, και μου είπαν να επιδείξω τακτ και να μην
ρωτήσω ούτε εγώ το παραμικρό. Καλά, εδώ η άλλη πάει και βάφει τα μαλλιά της ανταύγειες
στο κομμωτήριο και αν δεν σχολιάσεις την αλλαγή στα μαλλιά της κακοφαίνεται ότι
«δεν την πρόσεξες» και κατεβάζει μούτρα. Σ’ αυτόν που από φαλακρός έγινε εν μία
νυχτί πιο τριχωτός κι από τον Τομ Κρουζ δεν θα ρωτήσουμε τι και πως; Πάτε καλά;
«Μπορεί να είναι άρρωστος». Ε, κι
άρρωστος να είναι, μπορεί να θέλει να το συζητήσει για να νιώσει καλύτερα.
Χώρια που αποκλείεται να είναι άρρωστος. Γνωρίζαμε ότι ήταν φαλακρός από τα 20
του χρόνια. Στα 40 του απέκτησε μαλλιά. Τι είδους αρρώστια είναι αυτή όπου
βλαστά ένα δάσος στο κεφάλι σου όσο μεγαλώνεις; Δεν του είπαμε τίποτα εν τέλει.
Παραβλέψαμε όλοι τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Και εγώ έμεινα με δεκάδες απορίες.
Πάντως, όταν εγώ ξύρισα το κεφάλι μου λόγω κρίσης ηλικίας ήμουν πρόθυμος να
εξηγήσω τους λόγους που με ώθησαν στην ενέργειά μου αυτή. Λίγοι με ρώτησαν πώς
το πήρα απόφαση. Εκείνους τους λίγους τους εκτίμησα περισσότερο από εκείνους
που από δήθεν διακριτικότητα απέφυγαν να ρωτήσουν πώς έγινε και μέσα σε μία
νύχτα πήρα μία τόσο δραστική απόφαση.
Δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το
ίδιο. Σε πολλούς μας αρέσει να μιλάμε και να εξηγούμε. Και για να μιλάμε χωρίς
να γινόμαστε κουραστικοί, χρειαζόμαστε ανάλογη πάσα από τον άλλον. Χρειαζόμαστε
μία ερώτηση. Υπάρχουμε κι εμείς που δεν φοβόμαστε να απαντήσουμε. Ακόμη και η
πιο άβολη ερώτηση μας κάνει καλό γιατί αναγκαζόμαστε να αγγίξουμε την καυτή πατάτα
και να τη διαχειριστούμε. Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί η ερώτηση να είναι αγενής
συχνά. Αν ο άλλος είναι αγενής ή υπερβαίνει τα όριά σου, είναι δική σου ευθύνη να
του τα υποδείξεις. Δεν είναι δυνατόν να λέμε «δεν μ’αρέσει αυτή η ερώτηση» ή «δεν
είναι σωστό αυτό που ρωτάς». Να ρωτάτε τα πάντα. Όποιος δεν ρωτά, χάνεται. Ο
Αδάμ και η Εύα όταν ο Θεός τους απαγόρευσε να φάνε τον απαγορευμένο καρπό δεν
ρώτησαν γιατί. Πάνω στην αμηχανία τους πήγαν και τον έφαγαν και εξαιτίας τους τραβούμε
εμείς σήμερα στη Γη τα πάνδεινα. Αν τότε οι πρωτόπλαστοι είχαν το κουράγιο, το
θράσος και την υγιή περιέργεια να ρωτήσουν «γιατί ο καρπός είναι απαγορευμένος
και τι θα γίνει αν τον φάμε;» σήμερα ο κόσμος θα ήταν καλύτερος.
Κι όλα αυτά κύριοι, επειδή ρώτησαν
την Ντέμη πότε θα κάνει παιδιά! Απαγορευμένη η ερώτηση σίγουρα. Εμ, τι περίμενε
να τη ρωτήσουν κι αυτή; Πότε θα κάνει καριέρα; Πιο άβολη είναι αυτή η ερώτηση
παρά το πότε θα κάνει παιδί!
Καλό σαββατοκύριακο.
2 σχόλια:
Ενώ μπορούσε κάλλιστα να απαντήσει ευγενικά και ήρεμα κι όλα καλά. Να, όπως απάντησε στο «Καλημέρα, τι κάνεις εσύ;» του Κυριάκου Παπαδόπουλου η Τραΐάνα Ανανία τότε...
ειχαμε τζιαι ένα μικρό διάλογο στο τουίτερ περί τούτου. ίσως τζιαι για τους διάσημους να υπάρχει ακόμα ένα επίπεδο δυσκολίας στο να τα μοιραστούν τούτα ούλλα. έχω την εντύπωση ότι αν πει κάποιος ότι προσπαθεί τζιαι εν τα καταφέρνει να γίνει γονιός, υπάρχει ένας οίκτος (αντί μια συμπόνια) που εν κάτι που εν θέλει κανένας. ίσως γι'αυτό να μη θέλει τζιαι ο κόσμος να μιλά. όταν έχασε ένα μωρό η αδερφή μου, αντιλήφθηκα πόση ζημιά κάμνουν τούντα ταμπού που εν τελικά τόσο συνηθισμένα.
Δημοσίευση σχολίου