Τετάρτη, Φεβρουαρίου 23, 2022

Βλέπω Μαύρα Κοράκια

 

Πάει καιρός να σας γράψω, κι αυτό γιατί δεν έχω να πω και τίποτε που δεν σας έχω ξαναπεί.

Διανύω άλλη μία περίοδο τεράστιου άγχους, στρες και κατάθλιψης. Κάτι παρόμοιο είχα ξαναπεράσει όταν γεννήθηκε ο Αλέξης και το ίδιο περνώ τώρα με την κορούλα μου. Φοβάμαι τον θάνατο. Τον δικό μου. Η ευτυχία που λαμβάνω στη θέα των παιδιών μου είναι τιτάνια και στη σκέψη ότι κάποτε θα φύγω και δεν θα μπορώ να τους χαίρομαι, μαραίνομαι. Είναι ανησυχητικό όλο αυτό που μου συμβαίνει. Αντί να χαρώ τη στιγμή και να την πιω με το μεδούλι, τους κοιτάζω και με πιάνει η κατάθλιψη. Δεν θέλω να πεθάνω ποτέ, και θέλω να τους ζήσω μέχρι τα δικά τους γεράματα.

Μετανιώνω τόσο πολύ που αργήσαμε, σχετικά, να τους γεννήσουμε. Υπό τις περιστάσεις δεν γινόταν αλλιώς. Δεν μπορούσαμε νωρίτερα. Τα βάζω με τη ζωή, με τον τρόπο που είναι πια δομημένη. Δεν είναι δυνατόν να πρέπει να πας 30 για να είσαι πια σε θέση να δημιουργήσεις οικογένεια. Εγώ θυμάμαι πως όταν ήμουν 19 χρονών έγραφα στα ημερολόγια μου ότι ήθελα να γίνω πατέρας. Φυσικά τότε ήταν αδύνατον. Ούτε χρήματα είχα, ούτε είχα σπουδάσει, ούτε ήξερα πού πάει το πουλί μου. Αλλά η επιθυμία υπήρχε. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι έπρεπε να γίνω 35 για να γνωρίσω την απόλυτη ολοκλήρωση και ευτυχία και ότι τώρα στα 41 με και τα χίλια δυο υποκείμενα τραύματα και νοσήματα δεν ξέρω κατά πόσον θα τα καμαρώσω να ενηλικιώνονται.

Μόνο και μόνο που τα γράφω όλα αυτά, τρομάζω περισσότερο.

Τις τελευταίες δέκα μέρες είχα πόνους στο στήθος. Τρόμαξα, πήγα ξανά τη γύρα μου από όλους τους καρδιολόγους του κυπριακού σύμπαντος. «Δεν έχεις κάτι καρδιολογικό» μου είπαν, «μάλλον είναι μυϊκό, επειδή κρατάς πολλές ώρες το βρέφος και πηγαινοέρχεσαι μέχρι να κοιμηθεί». Εν τω μεταξύ κι όταν είχα πάθει τη ρήξη του ανευρύσματος και έτρεξα στις πρώτες βοήθειες εκείνο το φρικτό βράδυ του 2009, τα ίδια μου είχαν πει. «Δεν έχεις κάτι, μυϊκό είναι». Μισή ώρα αργότερα μου άνοιγαν την καρδιά. Έχω χάσει κάθε εμπιστοσύνη πια στο τι μου λένε. Αν δεν το διασταυρώσω από τρεις διαφορετικούς γιατρούς δεν πιστεύω κανέναν. Φοβάμαι ότι κάτι έχω και μου το κρύβουν.  

Και πάνω που ετοιμαζόμουν να χαπακωθώ για να αποδιώξω και ξορκίσω όλες αυτές τις αρνητικές σκέψεις, πεθαίνει η γιαγιά της Μπρέντα στα καλά καθούμενα την περασμένη βδομάδα! Της κάνουν νεκροψία: «Ρήξη ανευρύσματος ανιούσας αορτής» αποφαίνεται ο ιατροδικαστής. Ωωωω! Βάρα κι άλλο! Κόντεψα να πεθάνω από τον πανικό μου. Να, βλέπεις; Με γυροφέρνει ο Χάρος! Από δω το πάει, από ‘κει το φέρνει, στον ευρύτερο οικογενειακό μου κύκλο περιφέρεται! Το πόσο θρήνησα τη γιαγιά της, μόνο εγώ το ξέρω κι ας μην είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις. Όπως μόνο εγώ ξέρω τι αισθάνθηκε τη στιγμή της ρήξης! Αιωνία της η μνήμη.

Δεν έχω εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Μικρότερος μπορούσα να το απωθήσω στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ένιωθα πολύ νεαρός και άτρωτος για να σκοτίζομαι με αυτόν. Τότε το μόνο που με ένοιαζε ήταν το πότε θα βρω γκόμενα. Τίποτε άλλο. Ακόμη κι όταν πέθανε ο πατέρας μου, θεώρησα ότι ήταν απλώς μία ατυχής συγκυρία και ότι ήμασταν όλοι πολύ νέοι για να αρχίσουμε να αγχωνόμαστε ότι παίρνουμε σειρά. Τώρα, με την οικογένεια, με την κορούλα μου, στα σαράντα και κάτι, είμαι ένα άγχος κινητό, ένας τρελός που ψάχνει τον ζουρλομανδύα του.

Θεωρώ ότι φταίει και ο κορωνοϊός. Λόγω του βρέφους, σου έχω ξαναπεί, δεν κάνουμε το παραμικρό βήμα εκτός σπιτιού. Είμαστε συνέχεια μέσα, ελάχιστες επαφές έχουμε με τον έξω κόσμο πλην του πρώτου βαθμού συγγενών. Και καλά να είσαι, από-τρελαίνεσαι. Απολαμβάνω τον χώρο μου, ανέκαθεν υπήρξα μοναχικός, αλλά αυτό πια παραπάει. Δεν διασκεδάζουμε, δεν πάμε θέατρο, χάσαμε όλους μας τους φίλους. Και όλα γίνονται στη ζούλα και καχύποπτα. Πώς να μην με στοιχειώνουν τα φαντάσματα του παρελθόντος;

Όπως ξανά-είπα, ξεκίνησα και γράφω ένα μυθιστόρημα κι αυτό είναι κάτι που με ευχαριστεί. Προοδεύω, δεν έχω παράπονο, και η ιστορία κυλά και μου εξελίσσεται εύκολα. Αλλά αναρωτιέμαι αν θα έχω το θάρρος να το εκδώσω και να το προωθήσω. Επίσης, γράφω μεστά και στραγγισμένα, χωρίς φιοριτούρες και λοιπές αηδίες που διαβάζω σε άλλα μυθιστορήματα και βαριέμαι τη ζωή μου, και αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό. Μου μικραίνει την ιστορία, και οι εκδότες ίσως θέλουν ζουμί, όχι μόνο το ψαχνό. Εν πάση περιπτώσει, αυτά θα τα δούμε όταν το τελειώσω. Αν το τελειώσω. Πάντως, είναι κάτι που το χαίρομαι κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Γράφω 1-2 σελίδες (τις οποίες θεωρώ πολλές) και ξεραίνομαι.

Δεν έχω να πω κάτι άλλο. Αυτά συμβαίνουν, αυτά σας λέω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: