Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2023

Ένα Κείμενο Καταδικασμένο Να Γράφεται Κατ' Επανάληψη

Αυτό το κείμενο νομίζω έχει ξαναγραφτεί. Αλλά είναι η μοίρα του να ξαναγραφτεί και θα γράφεται στον αιώνα τον άπαντα. Γιατί; Γιατί είσαστε χώρκατοι. Χώρκατοι γεννηθήκατε, χώρκατοι θα πεθάνετε. Και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε για να σώσετε τη μικροαστική ψυχούλα σας γιατί το DNA δεν ξεγράφεται. Είστε καταδικασμένοι να υπάρχετε έτσι, ανύπαρκτοι, και είμαι καταδικασμένος να ζω ανάμεσά σας και να νευριάζω για το οξυγόνο που καταναλώνετε άδικα.

Πήγα να δω τη Μήδεια χθες βράδυ. Στη Σχολή Τυφλών σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη. Θα σας πω τα περί παράστασης αργότερα. Άλλο είναι το θέμα μου. Να πω ότι δεν έγινε ανακοίνωση να κλείσετε τα κινητά σας, να πω. Αλλά τόσα χρόνια μετά την ανακάλυψη των κινητών θα έπρεπε να είχε εμπεδωθεί στην κουλτούρα και το «είναι» σας ότι στα θεάματα, όπως και στο αεροπλάνο, το κινητό κλείνει από μιας αρχής. Δεν χρειάζεται να σας γίνει ειδική μνεία για να το πράξετε. Και αν αδυνατείτε να συμμορφωθείτε επειδή τα παιδιά σας είναι άρρωστα ή έχετε πατέρα ετοιμοθάνατο και πρέπει να βρίσκεστε υπ’ ατμόν, τουλάχιστον το θέτετε σε σίγαση. Πού ούτε αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει επειδή εγώ δεν μπορώ να διανοηθώ κάποιον να έχει παιδιά άρρωστα ή πατέρα ετοιμοθάνατο και αυτός να τρέχει αμέριμνος στα θέατρα.

Εν πάση περιπτώσει. Η ανακοίνωση έγινε και μάλιστα έλεγε ρητά «να τα κλείσετε» τα ρημάδια. Μεγάλες προσδοκίες. Ήρθε και θρονιάστηκε δυο σειρές μπροστά μου μια ξανθή χαζοβιόλα η οποία όχι μόνο δεν έκλεισε το κινητό αλλά ανά δύο λεπτά τσέκαρε την οθόνη της, απαντούσε σε μηνύματα σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, (από Facebook Messenger, μέχρι Instagram και Whatsapp), ενώ σε κάποια φάση απάντησε και το τηλέφωνο λέγοντας στον άλλον «είμαι θέατρο».

«Είσαι νούμερο» ήθελα να της απαντήσω. Δεν ήταν σε οποιοδήποτε θέατρο. Δεν ήταν σε μία κωμωδιούλα της σειράς για να δείξω κατανόηση στο επείγον του πράγματος, παρόλο που θεωρώ ότι και η κωμωδιούλα πρέπει να χαίρει αντάξιου σεβασμού και εκτίμησης. Ήσουν στη Μήδεια και επάνω στη σκηνή είχε μία Μαρία Κίτσου η οποία ξελαρυγγιαζόταν και έτρωγε τις σάρκες της για να αποδώσει την ερμηνεία της. Δεν δικαιούσαι ούτε την οθόνη του κινητού σου να δεις, ούτε να ξύσεις το υπογάστριο σου. Μου χαλάς τη μυσταγωγία εξαιτίας της φωτεινότητας της οθόνης. Με το ζόρι δέχομαι να αναπνέεις, κι εκείνο τόσο-όσο.

Όχι, η θεοπάλαβη, αμέριμνη κοίταζε την οθόνη κάθε δύο λεπτά (και το γνωρίζω γιατί η φωτεινότητα ήταν τόσο έντονη που μπορούσα να διακρίνω και την ώρα, όντας καθισμένος δυο σειρές πιο πίσω της). Σε κάποια φάση μας έκανε τη χάρη να αφήσει κατά μέρος το κινητό, άνοιξε ένα πακετάκι τσιπς και άρχισε να μασουλά, και να «κατσιαρίζει» με τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει ένα σακουλάκι που τσαλακώνεται. Μετά έβγαζε φωτογραφίες και βίντεο (κάτι που επίσης απαγορεύεται) και τα έστελνε μέσω μέσσεντζερ σε φίλους της. Όλα τα έκανε η μαλακισμένη. Μόνο την παράσταση δεν είδε. Είχε και μία φίλη της δίπλα της, εξίσου ξανθιά και αυτό που λέμε… «μπίμπο» η οποία έπραττε τα ίδια αλλά λιγότερο εξόφθαλμα και εκνευριστικά.

Κοίταζα αποβλακωμένος τους γύρω θεατές που όλοι δυσανασχετούσαν μαζί της. Όλοι γούρλωναν τα μάτια με το θράσος της, μα ούτε ένας δεν έσκυψε προς το μέρος της να της πει ευγενικά και διακριτικά «κυρία μου ενοχλείτε». Ήθελα να το κάνω εγώ. Εγώ όμως δεν φημίζομαι για τη ψυχραιμία μου σε τέτοιες περιπτώσεις. Εγώ είχα ένα μπουκαλάκι νερού και ήθελα να της το πετάξω πάνω στο κεφάλι και να της πω ένα τρανταχτό «φτάνει με το κινητό γαμώ τον σιήστο σου μαλακισμένη, η Μήδεια σε μάρανε, αγάμητο φκιόρο! τράβα έσσω σου να παίξεις candy crash» να βουήξει το θέατρο. Και θα έχανα το δίκιο μου και θα γινόμασταν θέαμα. Φυσικά, της την είχα στημένη και ήθελα να τη μουντάρω με το που θα τελείωνε η παράσταση ή στο διάλειμμα (δεν είχε ευτυχώς διάλειμμα).

Όμως, επειδή αυτό το είδος του παράσιτου πάντα καταφέρνει και επιβιώνει και σου ξεφεύγει στο ενενηκοστό λεπτό πριν τη λήξη του ματς, η μαντάμ έκανε μία κίνηση ματ. Μισή ώρα πριν το τέλος σηκώθηκε και έφυγε. Βεβαίως, ΚΥΡΙΑ! Τι να πω πια! Πραγματικά, αφού δεν ενδιαφέρεστε να χαθείτε στα άβατα της παράστασης γιατί έρχεστε; Για πλάκα; Είχατε δωρεάν εισιτήριο; Για να δείτε τον Μουρατίδη από κοντά; Τι θέλετε και υποβάλλετε τον εαυτόν σας σε τόσο δύσκολα νοήματα και κείμενα αφού δεν μπορείτε να εκτιμήσετε το μεγαλείο τους;

Πάντα έλεγα ότι το όνειρο μου είναι να ανοίξω ένα θέατρο. Να το σχεδιάσω, να το χτίσω, να το διαχειρίζομαι, και να παίζω εκεί με τις ομάδες μου. Πώς θα επιβιώσει ένα τέτοιο θέατρο μες τους Κυπρίους; Είναι τυχαίο που όλοι οι καλλιτέχνες μας αναζητούν αλλιώς να βιοποριστούν πλέον; Αφού σ’ αυτό τον τόπο δεν φυτρώνει και δεν ανθίζει τίποτε. Τώρα θα μου πεις, από 2.000 θεατές σε πείραξε μία ηλίθια και τους παίρνει όλους το ποτάμι; Ναι! Γιατί πάντα τυχαίνει αυτή η ηλίθια να κάθεται κοντά μου και με το που την εντοπίζει το ραντάρ μου, μου γυρίζει το μάτι. Αντί να συγκεντρωθώ στην παράσταση χάσκω επάνω της και σκέφτομαι «χαρά στο θράσος της!» Πραγματικά, εγώ ζηλεύω αυτόν τον «στ’αρχιδισμό!» Αυτό το θα κάνω ό, τι θέλω και να πα να γαμηθείτε, κατά βάθος το θαυμάζω.

Εν πάση περιπτώσει. Εξαιρετική η Μήδεια. Αν ξαναπαίξει να πάτε να τη δείτε. Μην τη φοβηθείτε. Είναι πολύ προσιτή η μετάφραση. Η Μαρία Κίτσου είναι όλο το έργο και μία αποκάλυψη, φέυγοντας δεν θυμάσαι κανέναν άλλον παρόλο που πλαισιώνεται από γνωστούς Έλληνες ηθοποιούς. Ο χορός είναι αξιοπρεπέστατος και με εξαιρετικές φωνές. Το έργο έχει ντυθεί με υπέροχη μουσική κατά τη γνώμη μου. Και γενικά η σφραγίδα της Λέας Μαλένη αποτελεί εγγύηση. Ξεκίνησα να βλέπω αρχαίο ελληνικό θέατρο εξαιτίας γιατί εμπιστεύομαι με τυφλά μάτια ό,τι ανεβάσει, ακόμη και έργα που δεν θα πήγαινα να δω υπό άλλες συνθήκες.

Το πρόβλημα σε κάθε δημόσια συνεύρεση και θέαμα είναι οι ντόπιοι ιθαγενείς. Έρχονται τα 50χρονα της Βίσση στη Λάρνακα και το πρόβλημα μου δεν είναι που θα στέκομαι όρθιος τέσσερις ώρες μες την πλατεία Ευρώπης. Το πρόβλημα μου είναι το τι πανηγύρι θα αντιμετωπίσω και αν η αγάπη μου στην Άννα θα εκτοπίσει τον ζόλο που θα αποπνέει η περιμάζωξη.

Μη σώσω και πάω θα μου πεις.

Ε, τα ίδια σκέφτομαι κι εγώ για εσάς.

Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε.  

  


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2023

Nothin' Wrong With British Weather

 Μου θέλουν και «κοσμική παιδεία» οι Κυπραίοι, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το «χαίρετε» από το «χαίρεται!»

ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ! Η «κοσμική παιδεία» τους εμάρανε.

«Μα πώς μπορεί να νιώθει το μουσουλμανούδι όταν πρέπει να φορά στο πέτο την Παναγία;» γράφουν παντού στα σόσιαλ μίντια.

Κατ’ αρχάς, ποιος σας όρισε εκπρόσωπους για το μουσουλμανούδι και ξέρετε πώς νιώθει και έρχεστε να το υποστηρίξετε. Μόνο για τον εαυτό σας μπορείτε να μιλάτε, δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη η τεχνολογία να γνωρίζετε πώς νιώθει ο άλλος. Και μη μου πείτε για ενσυναίσθηση τώρα, είπαμε έχει και η μαλακία όρια.

Κατά δεύτερον, το μουσουλμανούδι θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που το μαζέψαμε από τον σκυλοπνίχτη της μεσογείου και του παρέχουμε δωρεάν παιδεία. Αν δεν του αρέσει, δόξα τω Θεώ υπάρχουν πάμπολλες μουσουλμανικές χώρες στην Μεσόγειο, με 100 ευρώ πετάγονται σε όποια θέλουν και τσουπ, μπορούν να απαλλαγούν μια για πάντα από την Παναγίτσα στο πέτο.

Το θέμα δεν είναι πώς θα απαλλαγούμε από τους Μουσουλμάνους και τα καημένα τα «μουσουλμανούθκια». Το θέμα είναι πώς θα απαλλαγούμε από την ισλαμοαριστερά!

Θυμάμαι όταν πήγα να σπουδάσω στην Αγγλία και πήγαινα στο μάθημα με τα πόδια με μία φίλη μου Ρωσίδα σχολιάζοντας τα χάλια του αγγλικού καιρού. Μας προσπέρασε μία παρέα Άγγλων η οποία προφανώς κρυφάκουγε τη συζήτηση μας και μας είπαν όλοι μαζί, ένα σώμα μια φωνή: “theres nothing wrong with the british weather!” Εν ολίγοις, τον κακό σας τον καιρό κι αν σας αρέσει έχει καλώς.

Την ίδια απάντηση πήρα όταν ένα απόγευμα σχολίασα δυσμενώς ότι το δείπνο στην εστία σερβίρουνταν στις πέντε το απόγευμα. «Ποιος ανώμαλος τρώει δείπνο στις πέντε το απόγευμα» τους είπα, «αν σ’ αρέσει» μου απάντησαν, αλλιώς, «τα μπογαλάκια σου και έσσω σου!»

Τη χώρα που σε φιλοξενεί τη σέβεσαι και προσαρμόζεσαι σ’ αυτήν ακόμα και στα κουσούρια της. Αν δεν σ’ αρέσει η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα. Έτσι πάει.

Εγώ δεν βγήκα στο πανεπιστήμιο να πω ότι με ενοχλεί να βλέπω τη μούρη της Βασίλισσας αναρτημένη ακόμη και στο τελευταίο σώβρακο στα souvenir shops «επειδή κρέμασε τον Ευαγόρα και με προσβάλλει». Εγώ είπα «θα κάνω υπομονή, θα πάρω το πτυχίο και θα ξεκουμπιστώ».

Γιατί όλοι οι υπόλοιποι δεν μπορούν να σεβαστούν τις ιδιαιτερότητες του τόπου που τους περιμάζεψε και τους παρέχει δωρεάν τα βασικά, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω.

Τα κουμμούνια, επαναλαμβάνω, είναι που κάμνουν όλη τη ζημιά. 

Στην Αυλή Του Σχολείου

 

Έχουμε μία ταινία στο οικογενειακό μας αρχείο, από το 1986, από την τελική γιορτή του νηπιαγωγείου μου στην οποία η μάνα μου με βιντεογραφεί μέσα στην αυλή του νηπιαγωγείου λίγο πριν βγω στη σκηνή μαζί με άλλα παιδάκια για να πω το ποίημα μου. Φορούσα χακί, κοντό παντελονάκι και ιδίου χρώματος μπλούζα και παρίστανα το βατραχάκι. Τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί τα παρακολουθώ ακόμη από καιρού εις καιρόν. Από ένα σημείο κι έπειτα άρχισα να αποφεύγω τη κάμερα και να κρύβομαι πίσω από τους φίλους μου γιατί ένιωθα άβολα από τη μητρική σημασία ανάμεσα στα τόσα παιδιά. Δεν ήταν αρκετά κουλ! Από το 5ο λεπτό και μετά άρχισα να γκρινιάζω και να της φωνάζω «φύγε» χωρίς καμία ένδοια. Όσο, μάλιστα, εκείνη το καθυστερούσε, άρχισα να χτυπιέμαι πιο έντονα ώσπου τα κατάφερα. Θυμάμαι ότι είχε γίνει μεγάλος καβγάς αργότερα στο σπίτι, «δεν μας μιλάς καλά» και «πρόσεχε τη συμπεριφορά σου» και γενικά ο απόηχος της γιορτής μου βγήκε ολίγον τι ξινός.

Χθες, που ήταν η πρώτη μέρα του Δημοτικού του γιου μου, κατέβηκα στο προαύλιο με τη δική μου κάμερα. Ευτυχώς, δεν έγινα 100% η μάνα μου. Πήγα και κρύφτηκα πίσω από μία κολόνα και κινηματογραφούσα τον γιο μου εκ του μακρόθεν. Δόξα τω Θεώ στις μέρες μας το ζουμ είναι πιο αποδοτικό. Η χαρά μου που τον έβλεπα ανάμεσα στ’ άλλα παιδάκια ήταν απερίγραπτη, δεν θα διανοούμουν να μην την καταγράψω στην αιωνιότητα αυτή την πολύ σημαντική μέρα για τη ζωή του καθενός. Όταν μεγαλώσει θα με ευγνωμονεί που θα του παραδώσω τέτοιο σημαντικό βιντεογραφικό αρχείο. Κι όμως, όταν με πήρε χαμπάρι ξίνισε κι εκείνος. Γύρισε από την άλλη, δεν με κοιτούσε, δεν συνεργαζόταν, έκανε το παν για να μου χαλάσει το πλάνο.

Δεν του πήγα κόντρα, ούτε επέμεινα. Απομακρύνθηκα περισσότερο, να του δώσω χώρο και ιδιωτικότητα. Έβγαλα 2-3 γενικά πλάνα και σταμάτησα. Θυμήθηκα τα νεύρα που μου προκάλεσε η δική μου η μάνα τότε. Και δεν θα γίνω η μάνα μου. Τουλάχιστον ακόμα. Ο στόχος είναι να γίνω πολύ καλύτερος γονιός από τους γονείς μου και ο γιος μου πολύ καλύτερος γιος από μένα.

Έτσι πάει.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2023

Γυάλινος Κόσμος

 

Δεν έχω το ψυχικό σθένος να σχολιάσω την επικαιρότητα.

Δηλαδή, τις πλημμύρες, τον άδικο χαμό του 35χρονου Κρητικού στο λιμάνι του Πειραιά, τα γεγονότα στη Λεμεσό κατά της λαθρομετανάστευσης. Δεν έχω.

Ήταν συνειδητή η απόφαση να μην παρακολουθώ ειδήσεις από την τηλεόραση από τη μέρα που έγινα πατέρας. Δηλαδή τα τελευταία εφτά χρόνια. Συνειδητά έκανα και unfollow όλα τα δήθεν ειδησεογραφικά πρακτορεία της Κύπρου. Φυσικά, δεν γλιτώνω απόλυτα, λίγο πολύ τα μαθαίνω από το τουίτερ και το φέησμπουκ, αλλά όσο μπορώ να απέχω και να ζω στον μικρόκοσμό μου, τόσο το καλύτερο για τη ψυχική μου υγεία.

Όταν ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έχεις ευθύνη για το ευ ζην ενός ανθρώπου που έφερες στον κόσμο και είσαι υπεύθυνος να τον παραδώσεις σε αυτόν, στον οποίο κόσμο να μπορέσει να ζήσει και να προοδέψει, σε πιάνει ο πανικός όταν καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει σωτηρία.

Γι’ αυτό, μάτια μου, λατρεύω τα 80ς και τα 90ς. Τότε δεν παθαίναμε απανωτά πατατράκ. Δεν είχαμε κάθε μέρα και μια νέα τραγωδία. Λάθος. Είχαμε κάθε μέρα και μια νέα τραγωδία αλλά δεν τη μαθαίναμε. Κι αν τη μαθαίναμε, τη μαθαίναμε τόσ0-όσο. Για να φτάσουν στα αφτιά μας οι ειδήσεις έπρεπε να διαβάσουμε εφημερίδες ή περιοδικά. Στα έντυπα το δράμα απομονωνόταν. Σου έγραφαν την είδηση σε 150 λέξεις, άντε το πολύ κι ένα σχόλιο και αυτό ήταν. Δεν έβλεπες σε βίντεο τους υπεύθυνους του πλοίου να σπρώχνουν έναν άνθρωπο στη θάλασσα και να τον παρακολουθούν αμέριμνοι να πνίγεται. Διάβαζες απλά μία είδηση με τίτλο «πνίγηκε άνθρωπος κατά τη διάρκεια ατυχήματος» και αυτό ήταν. Τώρα το βλέπεις σε ζωντανή μετάδοση. Προφανώς τώρα η τεχνολογία υποβοηθά τη διαλεύκανση, προφανώς και είμαι υπέρ αφού δυσκολότερα θα κουκουλωθεί ένα τέτοιο ειδεχθές έγκλημα, αλλά δεν αντέχω άλλο τόση ωμότητα, τόση βαρβαρότητα, τόσον κυνισμό στην οθόνη μου. Δεν αντέχω να ακούω τον ρεπόρτερ να αναμεταδίδει από την Καρδίτσα και να λέει «υπάρχει το πτώμα μίας γιαγιάς εδώ δίπλα μας που επιπλέει, μάλλον δεν πρόλαβε να βγει από το σπίτι και πνίγηκε η καημένη». Δεν μπορώ.

Δεν αντέχω γιατί καταλήγω να μισώ τον κόσμο. Προσοχή. Μισώ τον κόσμο, όχι τον άνθρωπο. Υπάρχει διαφορά. Ναι, μισώ που μισώ ούτως ή άλλως τον κόσμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Άμα κατακλύζομαι και από τέτοια ωμότητα, τον μισώ ακόμα περισσότερο. Και δεν μπορώ να μισώ όταν έχω δυο παιδιά να μεγαλώσω. Θέλω να αισιοδοξώ, θέλω να αγαπώ. Και δεν μου επιτρέπεται. Οπότε, απέχω. Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας, εγώ θα υπάρχω μεταξύ γραφείου και σπιτιού για το υπόλοιπο της ζωής μου. Και όταν τα παιδιά μου μεγαλώσουν και θα ενηλικιωθούν, θα βάλω απλά τον σταυρό μου, θα τους πω «τώρα μονάχοι σας ό,τι καταφέρετε» και θα πάω να τεζάρω με την ησυχία μου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος επιβίωσης.

Ας αλλάξουμε θέμα.

Θέλω να σας πω ότι τα τελευταία χρόνια με έχει πιάσει μια μανία με την ανακύκλωση. Ανακυκλώνω συνέχεια, τα πάντα, από ένα μικρό χαρτάκι, μέχρι τόνους πλαστικού. Σήμερα έκανα ένα μεγάλο ξεσκαρτάρισμα σε παλιά παιδικά παιχνίδια του Αλέξη και ετοιμάστηκα να πάω να τα πετάξω στο πράσινο σημείο της περιοχή μας. Επρόκειτο για υπολείμματα παιχνιδιών ουσιαστικά, δηλαδή πλαστικά κομμάτια από σούπερ ήρωες, κομμένα χέρια, πόδια, άσχετα κομμάτια λέγκο και playmobil, πράγματα με τα οποία δεν μπορείς να παίξεις επί της ουσίας και απλώς έπιαναν τόπο. Απλά τα πατούσες στο σκοτάδι και έβριζες.

Γέμισα τρεις σακούλες πλαστικό! Φτάνοντας στο πράσινο σημείο με ρώτησε ο υπεύθυνος τι έχω να παραδώσω και του είπα «παιχνίδια». Πίσω μου ήταν ένας κύριος, συνομήλικος φαινόταν, ο οποίος περίμενε τη σειρά του. «Τα θέλω εγώ» μου λέει. Του εξήγησα ότι δεν επρόκειτο για παιχνίδια με τα οποία μπορούσες να παίξεις, «είναι κομμάτια από παιχνίδια, σκουπίδια επί της ουσίας, διάσπαρτα χέρια, πόδια, κεφάλια κομμένα, τίποτα που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί» του είπα. «Δεν πειράζει, τα χρειάζομαι, έχω μικρά παιδιά» μου είπε. Όπως ήταν οι σακούλες στο καπό τις έβγαλα και τους τις παρέδωσα. «Ελπίζω να μπορέστε να τα αξιοποιήσετε» του είπα και απομακρύνθηκα πριν αλλάξει γνώμη.

Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ο κύριος ήταν αρκετά καλοβαλμένος, είχε και καλό αυτοκίνητο και δεν έδειχνε φτωχός ή κακομοίρης, δηλαδή ακόμη και από τα ρούχα του δεν έδειχνε ότι αδυνατεί να παρέχει στα παιδιά του κάποια βασικά παιχνίδια. Όταν είδε τις σακούλες μου είπε «Θεέ μου, πόσα παιχνίδια έχετε!» Η αλήθεια έχουμε πάρα πολλά και αυτά που πέταξα ήταν μόνο ένα μικρό ποσοστό. Φυσικά, δυνατόν ο κύριος να μην τα ήθελε λόγω οικονομικής στενότητας. Μπορεί να ήταν κάποιος εκκεντρικός ρακοσυλλέκτης που μαζεύει ό,τι βρει από τους σκουπιδότοπους. Αλλά μου έκανε εντύπωση γιατί τα διεκδίκησε σθεναρά και παθιασμένα. Και αυτό το «έχω μικρά παιδιά» περιείχε ένα τόνο απόγνωσης ο οποίος ακόμα αντηχεί στ’ αφτιά μου. Να σου πω την αλήθεια στεναχωρήθηκα λίγο. Μπορεί και άνευ λόγου. Τι να πω.

Συμβαίνουν κι αυτά στην Κύπρο μας…

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2023

Tooth-Fairy

 

Την εποχή μου δεν είχαμε «tooth-fairy».

Εγώ θυμάμαι ότι περί την Τρίτη Δημοτικού, το 1988 δηλαδή, που έχασα το πρώτο μου δόντι, μου είχαν πει να το βάλω κάτω από το μαξιλάρι και ότι θα ερχόταν «ένας ποντικός!» να φέρει δώρο. «Ποντικός!» Πραγματικά τα ‘80ς ήταν σπούκι και αδυσώπητα. Το θυμάμαι πεντακάθαρα να πέφτω να κοιμηθώ και να αμφισβητώ την ύπαρξη του ποντικού, όμως δεν με έπαιρνε να επιχειρηματολογήσω εναντίον της ύπαρξής του. Άλλωστε το πεντόλιρο που θα έφερνε ως δώρο θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτο. Θυμάμαι ότι είχα πει στον εαυτό μου «δεν θα κοιμηθείς ώσπου να δεις τον ποντικό να καταφθάνει με το πεντόλιρο». Επίσης θυμάμαι να ερωτώ «πώς είναι δυνατόν να τρυπώσει κοτζάμ ποντίκι κάτω από το μαξιλάρι μου και να μην ξυπνήσω;» και να λαμβάνω την απάντηση «μην ανησυχείς ξέρει αυτός!» Είναι υπέροχο το παιδικό μυαλό. Ό, τι σου πουν το πιστεύεις.

Όντως ήρθε ο ποντικός, και μάλιστα θυμάμαι ότι ξύπνησα το επόμενο πρωί και είπα «μάσσιαλλα του ποντικού, ήρθε και έφερε πέντε λίρες και εγώ δεν τον πήρα χαμπάρι!»

Χθες ο γιος μου έχασε το δεύτερο του δόντι. Μου είπε ότι θα ερχόταν η tooth-fairy (ανάθεμά τον που επινόησε τον χαρακτήρα που όποτε την ακούσω θυμάμαι υγρό πιάτων και ξαφνικά ο ποντικός μου ακούγεται πολύ πιο υγιής επιλογή), αλλά ουδεμία καούρα είχε να τη δει, ή να εισπράξει από μέρους της. Τα παιδιά στις μέρες μας τα έχουν όλα. Τι να τους κλάσει η νεράιδα που θα φέρει ένα δίευρω; Είναι τόσο πολύς ο κορεσμός που δεν τους ενθουσιάζει τίποτε. Για να καταλάβετε τι εννοώ, απ’ όλο το ταξίδι μας φέτος ο Αλέξης έπαθε σοκ όταν είδε από κοντά ένα άλογο με άμαξα. Του φάνηκε τεράστιο από κοντά. Νομίζω είχε ξαναδεί άλογο όταν ήταν τριών ετών, αλλά αυτό τον έκανε να βγάλει κραυγή ενθουσιασμού. Ούτε το υπερμέγεθες κρουαζιερόπλοιο, ούτε οι προορισμοί, ούτε τα εντυπωσιακά κτήρια. Τον εντυπωσίασε το άλογο. Εγώ στην ηλικία του, θα έκανα το αντίθετο.

Όπως και να ‘χει, έτρεχα μες τη νύχτα να βρω ψιλά να του βάλω κάτω από το μαξιλάρι. Ευτυχώς δεν με πήρε χαμπάρι. Όχι όμως ότι θα ενθουσιαστεί ιδιαιτέρως. Την προηγούμενη φορά που βρήκε το κέρμα κάτω από το μαξιλάρι του, είπε ένα «α!» και αυτό ήταν. Ούτε ξανάσχολήθηκε. Άσε που μου είπε σε ανύποπτο χρόνο «ξέρω ότι δεν υπάρχει Άι Βασίλης και Tooth-fairy. Μου το είπε ο τάδε στο σχολείο». Με χίλια ζόρια τον έπεισα ότι μαλακίες του είπε ο τάδε. Δεν ξέρω αν τον έπεισα. Αλλά εδώ είμαστε.

Ο γιος μου είναι ένα υπέροχο μωρό.

Τον κατάλαβα από την πρώτη μέρα. Θυμάμαι όταν ήρθαμε σπίτι από το μαιευτήριο και τον βάλαμε να κοιμηθεί στο κρεβάτι μας. Ξάπλωσα δίπλα του και τότε το βρέφος έκλινες προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του και με αγκάλιασε. Νόμισα ότι ήταν ενστικτώδης κίνηση και ότι δεν ήταν δυνατόν ένα βρέφος να ξέρει τι πα να πει αγκαλιά. «Τέντωσε απλά το χεράκι του προς το μέρος μου» είπα. Τον αγκάλιασα κι εγώ και κοιμηθήκαμε έτσι. Κι όμως, έκτοτε και μέχρι σήμερα, όποτε είναι η σειρά μου να κοιμηθώ μαζί του στο κρεβάτι του, μου κάνει το ίδιο πράμα. Απλώνει με τον ίδιο τρόπο το χέρι του και με αγκαλιάζει για να κοιμηθεί. Δεν έχω ξαναδεί πιο τρυφερό πλάσμα στον κόσμο.

Την κόρη μου από την άλλη, τη φιλάς και νευριάζει. Πας να την αγκαλιάσεις και μάχεται να δραπετεύσει λες και θα πνιγεί από τη θηλιά των χεριών σου. Και έτσι ήταν κι αυτή από την πρώτη μέρα της ζωής της. Τη φίλησα με το που γεννήθηκε και εκείνη ξίνισε. Ακόμα ξινίζει.

Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2023

Παιχνίδια Να Φαν Κι Οι Κότες!

Στη Βενετία κάναμε και κάτι εντελώς εκτός κλίματος.

Επισκεφτήκαμε ένα μουσείο παλιών παιχνιδιών.

Όπως ξέρετε, λατρεύω τα παιχνίδια, και δη τα παιχνίδια της δεκαετίας που μεγάλωσα. Μπορεί πολλοί από εσάς να ξέρετε την αγάπη που τρέφω για τα Στρουμφάκια, αλλά δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε αντιληφθεί ότι λατρεύω και τους Masters Of The Universe. Είχα τεράστια συλλογή ως παιδί, την οποία φρόντισε η μάνα μου να εξαφανίσει εν μία νυκτί. Φρόντισα όμως και ξαναγόρασα όλες τις φιγούρες τώρα που ξανά έγιναν μόδα. Τις προάλλες με τον Αλέξη μετρήσαμε καμιά 60αριά ήρωες, συν το κάστρο, έξτρα τα οχήματά τους. Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει και το Snake Mountain και είμαι εκστασιασμένος.

Όταν λοιπόν η Μπρέντα ανακάλυψε ότι υπάρχει ένα τέτοιο μουσείο στη Βενετία, το οποίο μάλιστα διαθέτει και τμήμα με τους «Κυρίαρχους του Σύμπαντος» σπεύσαμε απευθείας. Κατ’ ακρίβεια ήταν το πρώτο πράγμα που είδαμε όταν φτάσαμε στην πόλη. Είναι ένα μικρό μουσείο, ένα δωμάτιο όλο κι όλο και το διαχειρίζεται ένας τρελός Ιταλός του οποίου τα πάθη μας συγκλίνουν. Τον γνώρισα, κάθεται μόνος του εκεί στην είσοδο και εισπράττει. Μου είπε ότι όλα τα παιχνίδια είναι δικά του. Προφανώς κάποτε έπρεπε να αποφασίσει κατά πόσον θα τα πετάξει ή θα τα αξιοποιήσει, και εν τέλει άνοιξε το εν λόγω μουσείο για να βγάλει το κατιτίς του από όλο αυτό το πλαστικό.

Τον έπιασα κουβέντα, πρόκειται για μεγάλο μερακλή. Ξοδεύει χιλιάδες ευρώ για να αγοράζει τα παιχνίδια του. Μου έλεγε ότι ήθελε να αγοράσει την Eternia, την αυθεντική, από τη δεκαετία του ’80 όπως διατίθεται στο ebay, αλλά βρίσκει παράλογη την τιμή των €10.000 στην οποία πωλείται. Όμως, πρόσθεσε, «αν ήταν €7.000 θα τα έδινα!» Επίσης μου είπε ότι στην προσπάθεια του να συμπληρώσει τη συλλογή του με τα Transformers πλήρωσε €15.000 για ένα αεροπλανάκι. Χαμογέλασα επιδοκιμαστικά. Τι να έκανα ο δόλιος. Εγώ αγοράζω μία φιγούρα τον μήνα στη τιμή των €50 και νιώθω πως υπερβάλλω.

Εν πάση περιπτώσει, όπως θα δείτε στο πλούσιο φωτορεπορτάζ, το μουσείο αποτελείται κυρίως από πλαστικές φιγούρες τύπου «σκουίκι-σκουίκι». Έτσι τις περίγραψε. Είναι απ’ αυτές που όταν τις πιέσεις κάνουν τον χαρακτηριστικό ήχο – τι βίτσιο κι αυτό. Είναι πανέμορφες όταν τις βλέπεις έτσι παστωμένες σαν σαρδέλες στις βιτρίνες. Είναι κυρίως ήρωες της Ντίσνεϊ, του Πόπαϋ, των Transformers, αλλά υπάρχουν κι από άλλες σειρές κινουμένων σχεδίων, όπως η Μάγια η μέλισσα, Ροζ Πάνθηρ, Φλίντστοουνς, κ.α. Από Masters of the Universe δεν υπάρχει τεράστια ποικιλία, αλλά ας είναι. Μόνο και μόνο που είδαμε την Ετέρνια από κοντά, αρκεί.

Η είσοδος είναι €5 το άτομο. Το μουσείο είναι πολύ μικρό, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, αλλά δεν χάνεις τίποτα να το επισκεφτείς. Είναι κρυμμένο μέσα στα στενοσόκακα της Βενετίας, δεν είναι εύκολο να το βρεις, θέλεις χάρτη και GPS. Να πάτε να γνωρίσετε τον κύριο, είναι συμπαθέστατος, μάλιστα μου είπε ότι έχει πολλούς επισκέπτες από Κύπρο. 



























 

Κυριακή, Αυγούστου 27, 2023

Από Μια Γόνδολα Όπως Παλιά...

 Η Βενετία σημαίνει πολλά για μένα.

Στη Βενετία πρωτοπήγα με τη Μπρέντα στα μέλια μας επάνω, το μακρινό 2012. Σ’ εκείνο το ταξίδι πέρασα καταπληκτικά, ήταν όλα ρομαντικά και απίθανα και βεβαιώθηκα ότι θέλω να την παντρευτώ. Ότι είναι η μία και μοναδική. Σημειώστε ότι από εκείνο το ταξίδι δεν έχει επιβιώσει κανένα ίχνος οπτικοακουστικού υλικού. Όσες φωτογραφίες και βίντεο βγάλαμε ήταν αποθηκευμένες σε ένα σκληρό δίσκο ο οποίος, δυστυχώς, έχει πλέον διαλυθεί. Διασώθηκαν μόνο τρεις φωτογραφίες όλες κι όλες, τις οποίες είχα ανεβάσει στο Facebook που όμως δεν είναι αντιπροσωπευτικές του ταξιδιού. Εξ ου και όλα είναι λίγο θολά και μελίρρυτα στο μυαλό μου, όλα εξωραϊσμένα και εξιδανικευμένα και έχουν πάρει διαστάσεις μύθου. 


Πάντως θυμάμαι καθαρά και ξάστερα που περπατούσαμε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου το πρώτο βράδυ και οι ζωντανές ορχήστρες, τα βιολιά και τα πιάνα, έπαιζαν το «Έντελβαϊς» από τη Μελωδία της Ευτυχίας. Το χορεύαμε αγκαλιασμένοι μπροστά στους μουσικούς και σφίγγαμε ο ένας τον άλλον επάνω του. Φιλιόμασταν συνέχεια, με κάθε ευκαιρία, χωρίς λόγο και αφορμή, κι ακόμη όταν έπιασε βροχή και πλημμύρισε ο χώρος, δεν πτοηθήκαμε. Το βρήκαμε χαριτωμένο. Περπατούσαμε προς το ξενοδοχείο μέσα στα νερά, πάνω στις αυτοσχέδιες ράμπες των καταστηματαρχών, και το απολαμβάναμε. Η στάθμη της βροχής όλο κι ανέβαινε, μα εμείς χαχανίζαμε, δεν ήταν εμπόδιο, ούτε λόγος γκρίνιας.

Το επόμενο πρωί πήγαμε στην όπερα της Βενετίας, να τη δούμε από μέσα, και ξεμοναχιαστήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο που ήταν όλα επίχρυσα και αυτοκρατορικά. Αρχίσαμε και πάλι να χορεύουμε, να νταλαβεριζόμαστε, κι ας μας έβλεπαν από τις κάμερες ασφαλείας, εμάς στα τέτοια μας. Ας μας πέταγαν έξω. Θα ήμασταν μαζί.

Αυτή τη Βενετία έζησα, αυτή τη Βενετία αγάπησα, αυτή τη Βενετία αναζήτησα φέτος και αυτή τη Βενετία δεν βρήκα.

Φέτος η Βενετία με υποδέχτηκε με τα παιδιά μου και κατά μία έννοια είναι συγκινητικό ότι επέστρεψα σ’ αυτήν με τα τρόπαια της ζωής μου. Αλλά δεν υπήρχε ρομάντζο, δεν υπήρχε ανεμελιά. Υπήρχαν δυο μωρά εκ των οποίων το μεγάλο ήθελε το κινητό «γιατί βαριόταν» (να σου αστράψω μία να σου πω εγώ που πληρώνω €20 τον χυμό στην πλατεία του Αγίου Μάρκου για να σ’ έχω να βαριέσαι), και ένα άλλο που ήταν συνέχεια στο αμαξάκι και όποτε έπρεπε να διαβούμε κανάλι μέσω γέφυρας το σηκώναμε στις πλάτες μας σαν τον Ραμσή τον δεύτερο σε περιφορά στην αγορά της Αιγύπτου και το μεταφέραμε. Νομίζω διέσχισα όλες τις γέφυρες της Βενετίας με τη Βαγγελιώ στο αμαξίδιο, εγώ μπροστά να σηκώνω τα τροχάκια, η Μπρέντα από πίσω να καθοδηγεί: «μη βιάζεσαι», «σιγά θα μου πέσει», «παναγία μου επύρωσα», «κράτα την ίσια» και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Με τούτα και μ’ εκείνα μπορείτε να φανταστείτε το εύρος της απογοήτευσης.

Στην πλατεία του Αγίου Μάρκου φέτος δεν έπαιζε το «Έντελβαϊς». Έπαιζε το «Don’t Cry For Me Argentina». Μέχρι και η ορχήστρα μας πήρε πρέφα. Και όταν αργότερα έπαιξαν το βαλς από το «Beauty and the Beast», δεν χόρεψα με τη Μπρέντα. Δεν το σκέφτηκε καν να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της. Πήρα τη Βαγγελιώ μου και το χόρεψα μαζί της. Μα ούτε αυτό με παρηγόρησε. Η Ευαγγελίτσα προτιμούσε να τρέχει πάνω-κάτω στην πλατεία και να τρομάζει τα περιστέρια παρά να «το ζήσει» με τον πατέρα της.

Κανείς δεν ήθελε να το ζήσει γενικώς.

Λυπάμαι.

Εν πάση περιπτώσει, αφήνοντας κατά μέρος τη ψυχανάλυση, και τις δικές μου αιώνιες προσδοκίες που σπανίως ευοδώνονται, να σας πω ότι η Βενετία θα είναι πάντα η Βενετία.

Δεν πα να έχει κουνούπια (μας τσίμπησαν σε εκατό σημεία), δεν πα να μυρίζουν μούχλα τα κανάλια της σε κάποιες γειτονιές (να σας θυμίσω ότι μένω πλησίον του Καϊμακλιού του οποίου το αποχετευτικό φτάνει στα ρουθούνια μας ολόχρονα), δεν πα να είναι άξεστα τα γκαρσόνια (καλά να μας κάνουν. Ήμασταν  η κλασσική, ταλαίπωρη χωρκατό-οικογένεια της Κύπρου – όλα αυτά που περιπάιζω- κι εγώ θα μας έβλεπα αφ’ υψηλού στη θέση τους), η Βενετία θα είναι για πάντα βασίλισσα. Και τίγκα στους τουρίστες να είναι, και να μυρίζουν οι μασχάλες τους μέσα στο βαπορέτο, δεν μπορείς να παραμείνεις αδιάφορος μπροστά στο μεγαλείο της.

Ένα θα σας πω, για να το ελαφρύνουμε, και να μας κάνετε εικόνα. Πήγαμε να πάρουμε μία γόνδολα. Κατέφτασε η βάρκα στην προβλήτα και άρχισε να κουνά σαν τραμπάλα από τα κύματα. Κρατούσα τη Μπουμπού, οπότε έπρεπε να προσέχω μην πέσουμε αμφότεροι στο κανάλι. Πίσω μου ο Αλέξης με τη Μπρέντα. Με το που πατώ στη γόνδολα, η Μπουμπού αποφασίζει να ρίξει στο κανάλι το μπιμπερό με το νερό που έπινε. «Μας έπεσε» είπα. Μέχρι να αντιληφθεί η Μπρέντα «τι μας έπεσε» οι φωνές ξύπνησαν όλη τη Βενετία. «Τι σου έπεσε; Το μωρό; Η κάμερα; Και γιατί την άφησες να σου πέσει; Μάζεψ’ την!» Τι να πρώτο-απαντήσεις σ’ όλα αυτά. Γίναμε θέαμα, όλοι οι τουρίστες από τα γύρω καφέ ήταν όρθιοι και μας κοίταζαν.

Μπήκα στη γόνδολα κακήν κακώς, η Μπουμπού έπαθε αμόκ από τις φωνές, από τη γόνδολα που κουνιότανε, που δεν ήξερε τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί μέσα με έναν άγνωστο με τεράστιο μαρκούτσι να τραβάει κουπί, οπότε άρχισε να οδύρεται. Τι ήθελα κι εγώ τις ρομαντζάδες, τα φελιτσιτά και τα unite-unite Europe? Μέχρι να ηρεμήσουνε τα πνεύματα, μέχρι να καλμάρουμε το μωρό, μέχρι να προλάβουμε να χαμογελάσουμε για το ίνσταγκραμ, ο γονδολιέρης πάρκαρε, έσκυψε και μου είπε: «Ογδόντα ευρώ!»

Στον κώλο σου να τα βάλεις, σκέφτηκα να του πω, αλλ΄αντ’ αυτού, έβαλα το χέρι στη τσέπη και του τα έσκασα αβλεπί, τοις μετρητοίς. 



«Γκράτσιε μίλλε» και την επόμενη φορά που θα θέλω να αναβιώσω περασμένα μεγαλεία εν είδει ρομαντικής κομεντί, να το ξανασκεφτώ.



Σάββατο, Αυγούστου 26, 2023

Από Το Μαυρογέριμο Στο Μαυροβούνιο

 

Ποιος να μου το ‘λεγε ότι θα το έφερναν έτσι οι συνθήκες και ότι θα κατέβαινα να πατήσω το ξερό μου και στο Μαυροβούνιο. Μια χώρα που μέχρι πριν 20 χρόνια δεν υφίστατο. Μια χώρα που για κανένα λόγο δεν θα σηκωνόμουνα να πάω στην καθισιά μου. Κι όμως να, μπήκε κι αυτή στον χάρτη των κατακτήσεων! Με μωβ καθώς βλέπετε:


Με πράσινο ανοιχτό οι χώρες που επισκέφτηκα μία μόνο φορά, με πράσινο σκούρο οι χώρες που πήγα πάνω από μία φορά και με μωβ η νέα προσθήκη. Όπως βλέπετε μου απομένει η Ανατολική Ευρώπη και τα βαλκάνια, αλλά ποιος θέλει να πάει στην ανατολική Ευρώπη και τα βαλκάνια; Μόνο αν με στείλουν εκεί σε συνέδριο ή με αεροπειρατεία! 


Το Μαυροβούνιο είναι μια ομορφιά. Εξ ου και οι Σέρβοι ουδέποτε το χώνεψαν ότι ανεξαρτητοποιήθηκε το ομορφότερο κομμάτι της χώρας τους, με δάκτυλο των μεγάλων δυνάμεων. Ο ξεναγός μας το είπε ευθαρσώς: Ουδέποτε καταλάβαμε γιατί διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία, ουδέποτε καταλάβαμε γιατί ήταν αναγκαίο να διαχωριστούμε από τη Σερβία. «Διαίρει και βασίλευε των μεγάλων», μας είπε με νόημα. «Γνωρίζουμε», του απάντησα.

«Μας έβαλαν και στο ΝΑΤΟ!» συνέχισε έκπληκτος ο ξεναγός. «Το Μαυροβούνιο στο ΝΑΤΟ! Ποιος να το πίστευε!» Κι εδώ θα συμφωνήσω. «Μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μας έχουν βάλει ακόμη, τόσα χρόνια μας τάζουν πως θα γίνουμε μέλη αλλά τα ζώα μου αργά. Βέβαια, τι να μπούμε να κάνουμε; Να γεμίσουμε Αφρικανούς λαθρομετανάστες; Βλέπουμε τι γίνεται στην Ιταλία, μια χαρά είμαστε και μόνοι μας!»

Παρόλο που οι μικρές χώρες δεν έχουν την πολυτέλεια να μην ανήκουν πουθενά, εντούτοις καταλαβαίνω τον πόνο του.

Ας αφήσουμε όμως τα πολιτικά. Το Μαυροβούνιο είναι εξαίσιο. Καταπράσινο, παραμυθένιο, και με μια αρχιτεκτονική κληρονομιά των Ενετών που τους ανεβάζει επίπεδο. Ό, τι κτίστηκε επί ενετοκρατίας είναι πανέμορφο. Ό, τι κτίστηκε μετά, εκπέμπει κομμουνισμό και βαλκανίλα. Εμείς κατεβήκαμε στο Κότορ, μία περίκλειστη πόλη σαν την παλιά Λευκωσία, παρόμοια του Ντουμπρόβνικ και όλων των αδριατικών πόλεων με ιταλική επιρροή. Είναι συμπαθέστατη, παραμυθένια και μία χαρά όταν την περπατάς. Μέσα σε μισή ώρα την έχεις δει όλη. Εξ ου και κανονίσαμε με ένα τοπικό τουριστικό γραφείο να μας «πετάξουν» και στο Πέραστ, ένα κοντινό θέρετρο που απέχει από το Κότορ όσο απέχει ο Πρωταράς από την Αγία Νάπα, για να δούμε και τίποτε άλλο.

Το Πέραστ είναι εξίσου πανέμορφο, μεσαιωνικό, ξεχασμένο, αγνό και ανέγγιχτο, αλλά βαρετό όσο δεν πάει. Σε αυτή τη ζωή δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Η παραμυθένια ομορφιά συχνά συνάδει με τη βαρεμάρα. Η ασχήμια έχει περισσότερο ενδιαφέρον, παρ’ ότι δεν υποφέρεται. Στο Πέραστ πήραμε ταχύπλοο και επισκεφτήκαμε και το νησάκι με την εκκλησία της Παναγίας τους. Είναι μία πολύ χαρακτηριστική εικόνα, όσοι βλέπατε Γιουροβίζιον θα την έχετε δει να περιφέρεται σε διάφορες καρτ ποστάλ και φιλμάκια των αποστολών ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’80 και ‘90.

Βγάλαμε φωτογραφίες, βγάλαμε βίντεος, φάγαμε και τα παγωτά μας και επιστρέψαμε στο πλοίο.

Οι Μαυροβούνιοι, εξαιρουμένου του ξεναγού μας που μιλούσε με ευφράδεια τα Αγγλικά και ήταν γενικότερα εξευρωπαϊσμένος άνθρωπος, είναι λίγο μουντρούχοι. Αγγλικά με τα χίλια ζόρια, μούτρα κατεβασμένα, εξυπηρέτηση σε ύφος «στον λαιμό να σας κάτσει», και μία κακομοιριά διάχυτη. Ο ξεναγός μας είπε ότι παρά τον παράδεισο στον οποίο έχουν την τύχη να ζουν, το μέσο εισόδημα ενός ζευγαριού στην ηλικία των 30-35 είναι τα €700 και ότι πολλά νέα ζευγάρια ζουν σε φθηνά πανδοχεία γιατί η τσέπη τους δεν σηκώνει το νοίκι. Μιζέρια. 

Δεν χρειάζεται να το πω ρητά ότι δεν με ενδιαφέρει να ξανά πάω. Ούτε από πάνω να περάσω που λέει ο λόγος.

 Φυσικά, όλα είναι σχετικά. Μία συνταξιδιώτισσα από τον Καναδά την οποία γνώρισα εν πλω κατά τη διάρκεια μίας δημοπρασίας έργων τέχνης μου (πάω και σε τέτοια για να το παίζω διανοούμενος), μου έλεγε ότι τη χειρότερη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας την εισέπραξε από τους Έλληνες, τους οποίους θεωρεί αγενέστατους. «Είναι δυνατόν να μπαίνεις στο κατάστημά τους και να σου λένε αυστηρά ‘μην αγγίζετε’ στα προϊόντα; Στον Καναδά οι υπαλλήλοι αν δεν είναι super nice απολύονται! Στο Μαυροβούνιο πουθενά δεν μας μίλησαν με τέτοιο τρόπο!» 

Βλέπετε; Έτσι δημιουργούνται τα στερεότυπα, έτσι διαδίδονται οι φήμες. Φυσικά η εν λόγω Καναδή ήτο και ολίγον τι μαλακισμένη. Όσο κάθισα μαζί της δεν σταμάτησε να γκρινιάζει ότι η δημοπρασία προχωρούσε με αργούς ρυθμούς, χλεύαζε τον συντονιστή συνέχεια, και ανυπομονούσε να αγοράσει ένα πίνακα τον οποίο ήλπιζε να κατοχυρώσει στα 1.800 δολάρια. «Χίλια οκτακόσια δολάρια; Τέτοια φτήνια εμείς δεν θα την καταδεχόμασταν στο σπίτι μας. Πόσο μάλλον να πάρουμε έργο τέχνης από δημοπρασία κρουαζιερόπλοιου σαν πτωχάλες! Σε λίγο θα μας πείτε ότι ψωνίζετε από τις προσφορές, τα καλάθια, και με τα κουπόνια!»

Αυτά τα είπα από μέσα μου. Απέξω μου της είπα «nice talking to you».

Ακολουθεί όπως πάντα φωτορεπορτάζ: 


Το νησάκι με τη Lady on The Rocks επάνω. Κάτω, βλέπετε πώς είναι από μέσα. 



Και η πανέμορφη θέα από ένα παράθυρο ανοιγμένο, μέσα από την εκκλησία. 


Τα ενετικά τείχη του Κότορ λίγο πριν περάσουμε την πύλη της παλιάς πόλης. 


Το Πέραστ. 


Η πλατεία που καθίσαμε και φάγαμε στο Κότορ. Χαρούμενη, πολύχρωμη, και με ανυπόφορη ζέστη.


Κάθε βαλκανική χώρα έχει και την Έφη Θώδη της. 




Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2023

Κρουαζιέρα Θα Σε Πάω Γιατί Σε Νοιάζομαι Και Σ' Αγαπάω

 

Οι διακοπές μου φέτος ήταν άκρως χορταστικές και θαρραλέες.

Η τελευταία φορά που πήγαμε οικογενειακώς διακοπές ήταν το μακρινό πια 2019, προ πανδημίας, στην Αυστρία με τον τρίχρονο Αλέξη. Ο Αλέξης οδεύει στα εφτά έτη αισίως φέτος τον Νοέμβρη και ανάμεσα σ’ αυτό το διάστημα πέρασε την πανδημία του κορωνοϊού, το σοκ του να αποκτάς αδελφάκι (και τι αδελφάκι!), τα οποία τον καθήλωσαν στην ενάλιαν γη Κύπρο για τέσσερα χρόνια. Αυτά τα τέσσερα έτη μας φάνηκαν μια αιωνιότητα. Κάναμε σαν τρελοί να ταξιδέψουμε φέτος κάπου εκτός του πυρωμένου βράχου, αλλά πάντα εντός του πλαισίου που ορίζει η παρουσία ενός δίχρονου και ενός εξάχρονου.

Εξ ου και επιλέξαμε την κρουαζιέρα που βολεύει. Τους έχεις στοιβαγμένους πάνω στο πλοίο όλη μέρα, τους κατεβάζεις λίγο στα νησιά να πάρουν αέρα και να αλλάξουν διάθεση και ύστερα τους κοιμίζεις τέζα. Η κρουαζιέρα ήταν εγγύηση. Ήταν κάτι που ξαναζήσαμε με τη Μπρέντα στον μήνα του μέλιτος και μας είχε μείνει ως μία αξέχαστη εμπειρία, τολμώ να πω ότι υπερκάλυψε ακόμη και την επίσκεψη μας στη Ντίσνεϊλαντ του Ορλάντο για την οποία γνωρίζετε τι συναισθήματα αγάπης τρέφω.

Οπότε, με το που ακούσαμε ότι η Royal Carribean κατέβηκε στη μεσόγειο, δεν το σκεφτήκαμε δυο φορές. Κλείσαμε τις διακοπές από τον περασμένο Ιανουάριο, με συνοπτικές διαδικασίες κιόλας και μετρούσαμε τις μέρες. Ήταν ένα ταξίδι εξαιρετικό, με την έννοια ότι είδαμε πολλά νησιά μαζεμένα (να σας πω ότι εμείς βαριόμαστε τρομερά τις διακοπές στα ελληνικά νησιά, αλλά υπό τις περιστάσεις ήταν ό, τι πρέπει, και μ’ ένα σμπάρο είδαμε τέσσερα τρυγόνια) ήτοι τη Μύκονο, τα Χανιά Κρήτης, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Εκτός αυτών, περάσαμε και μία μέρα στο Μαυροβούνιο το οποίο είναι ένας σπάνιος προορισμός, απ’ αυτούς που δεν υπάρχει περίπτωση να σηκωθείς να πας από μόνος σου στα καλά καθούμενα, και κάναμε φινάλε στη Ραβέννα της Ιταλίας η οποία απέχει δύο ώρες απ’ τη Βενετία. Μείναμε στη Βενετία δυο βράδια. Καλύτερο δεν μπορούσε να γίνει το φινάλε.

Αναφορικά με τα νησιά, στη Μύκονο και τα Χανιά είχα ξαναπάει, αλλά θεωρώ ότι είναι ούτως ή άλλως must προορισμοί και ήταν εξαιρετική ευκαιρία να τους επισκεφτεί και ο Αλέξης που δεν έχει ξαναπάει. Η Ζάκυνθος και η Κέρκυρα ήταν νέες προσθήκες στον χάρτη. Δεν μπορώ να πω ότι στις 6-7 ώρες που είχαμε στη διάθεσή μας προτού αναχωρήσει το πλοίο, ότι είδαμε τα νησιά σε αντιπροσωπευτικό βαθμό, αλλά πράξαμε το κατά δύναμη. Ομολογώ ότι η Ζάκυνθος σαν τοπίο μου άρεσε, αλλά η χώρα της δεν με ενθουσίασε. Αντιθέτως, η Κέρκυρα έκλεψε την παράσταση, τη λάτρεψα (ίσως επειδή θυμίζει Ιταλία;), και θέλω να επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία να τη χαρώ εις βάθος. Πήγαμε και στο φρούριο (ανέβηκα ως τον φάρο με τον Αλέξη παίζοντας πειρατές και μπαίνοντας μέσα σε όλες τις «φυλακές» ψάχνοντας για σκελετούς και μυστικά περάσματα – θα σέβεστε), πήγαμε και στο ποντικονήσι, τιμήσαμε και «τα καντούνια τα στενά που τα ‘χω σεργιανίσει», προσκυνήσαμε και στον «Άγιο μου Σπυρίδωνα» (διαβάζεται με φωνή Ρένας Βλαχοπούλου), δεν μπορώ να πω. Αδράξαμε τη μέρα.

Θεωρώ ότι η Κέρκυρα απέχει μακράν σε ομορφιά από τα προηγούμενα νησιά που σας ανέφερα και απορώ γιατί έπρεπε να φτάσω στα 42 για να την επισκεφτώ. Είναι τρομερό νησί. Θα ξαναπάμε, ει δυνατόν Πάσχα, για να δούμε και το έθιμο με τις στάμνες. 

Το κρουαζιερόπλοιο μας ήταν το Enchantment of the Seas. Μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν ποιο ήταν το πλοίο μας εφόσον δεν ήταν ο Τιτανικός, αλλά για όλους όσοι τους απασχολεί το θέμα κρουαζιέρα και όλοι όσοι είχατε την πολυτέλεια να ταξιδέψετε στο παρελθόν με το Oasis of the seas (που θεωρείται το διαμάντι της συγκεκριμένης εταιρείας), το Enchantment είναι μία εμφανής και ορατή διαβάθμιση. Είναι σκαρί του 1997 και παρόλο που ανακαινίστηκε πρόσφατα, το καταλαβαίνεις ότι είναι λίγο… «παλιό». Φυσικά, δεν του λείπει τίποτε, απ’ όλα διαθέτει, και το θέατρο του (που είναι πολύ καλύτερο από όλα τα θέατρα που διαθέτουμε στην Κύπρο), και τις τέσσερεις πισίνες του (η μία εσωτερική), και το kid´s club του, και το καζίνο του, τέσσερα μπαρ – αίθουσες χορού, αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών, γκαλερί, όροφο με καταστήματα κτλ. Επί της ουσίας δεν σου λείπει το παραμικρό, αλλά το αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι "σημερινό". Φαίνεται στη μοκέτα, στην αισθητική που είναι λίγο 90ς με την κακή έννοια, στα ντουλάπια / κομοδίνα της καμπίνας που είναι ντεμοντέ.

Φυσικά, για εμάς τους Κυπρίους που ακόμα κουβαλούμε τα ψυχολογικά προβλήματα που μας δημιουργήθηκαν ταξιδεύοντας με τα πλοία του Λούη στους Αγίους Τόπους τη δεκαετία του ’90, τα πλοία της Royal Carribean όσο παλιά κι αν είναι, σε αποζημιώνουν με το παραπάνω και σου κλείνουν όλες τις πληγές φοβίες που δυνατόν να προκλήθηκαν έκτοτε. Εγώ αγάπησα ξανά την έννοια της κρουαζιέρας εξαιτίας της Royal Carribean (Αρκετή διαφήμιση σας έκανα, περιμένω δώρο).

Το δε ψυχαγωγικό πρόγραμμα του πλοίου κάλυπτε όλα τα μήκη και πλάτη, δεν υπήρχε περίπτωση να βαρεθείς. Κάθε ώρα και λεπτό υπήρχαν happenings σε όλα τα καταστρώματα, για όλα τα γούστα. Προσωπικά συμμετείχα σε τρία μουσικά κουΐζ (ένα για τραγούδια των Queen, ένα για τραγούδια του Ντίσνεϊ και ένα για τραγούδια των Abba). Σε ένα απ’ αυτά κέρδισα και το πρώτο βραβείο που ήταν ένα... ανοιχτήρι με το λογότυπο της εταιρείας. Σοβαρολογώ. Τα βράδια πηγαίναμε σε μία αίθουσα όπου λάμβανε χώρα παιδικό ΚΑΡΑΟΚΕ και ο γιος μου βαθμολογούσε τα παιδάκια που τραγουδούσαν (σε κάποιες περιπτώσεις ήθελα να σηκωθώ και να κάνω φόνο, όχι μόνο επειδή τα παιδάκια τραγουδούσαν παράφωνα αλλά επειδή οι γονείς τους τα έστελναν να τραγουδήσουν με το ζόρι για να ικανοποιήσουν τη δική τους ματαιοδοξία. Όταν έβλεπαν ότι το μωρό δεν ανταποκρινόταν και έχασκε μπροστά στο μικρόφωνο, σηκώνονταν και τελείωναν το τραγούδι οι ίδιοι). Όταν ο Αλέξης νύσταζε τον έστελνα στην καμπίνα και πήγαινα να παίξω ρουλέτα.

Πρώτη φορά στη ζωή μου έπαιξα σε καζίνο. Τον φοβάμαι λίγο τον τζόγο, χώρια που κουβαλώ ένα φόβο από μικρός ότι πάντα είμαι άτυχος σ’ αυτά και «πάντα χάνω». Όμως δεν ήθελα να πέφτω να κοιμάμαι με τις κότες και σκέφτηκα να το δοκιμάσω κι αυτό μια φορά στη ζωή μου. Το τι είδαν τα μάτια μου στη ρουλέτα δεν περιγράφεται. Αμερικάνοι να πετάνε του κρουπιέρη εκατονταδόλαρα ωσάν να είναι πετσετάκια και να τα χάνουν μέσα σε 10’ λες και είναι το πιο καθημερινό πράγμα στον κόσμο. Εγώ έπαιξα όλα κι όλα πενήντα ευρώ και ακόμα το φυσώ και δεν κρυώνει που τα έχασα. Εμ, ποντάροντας όλη νύχτα μια στο μαύρο μια στο κόκκινο, δεν βλέπεις χαΐρι. Πάντως, έχει τρομερό ενδιαφέρον να κάθεσαι και να κόβεις φάτσες γύρω από τις ρουλέτες. Να προσπαθείς να τους ψυχολογήσεις, να διερωτάσαι τι δουλειές κάνουν όλοι αυτοί και τζογάρουν με τόσο πάθος, με τόση απληστία, και άλλοι με τόση αδιαφορία ως προς το αν κερδίσουν ή αν θα χάσουν. Είχε ένα ηλικιωμένο Βραζιλιάνο που έπαιζε με τον μεσόκοπο γιο του μια περιουσία και παρόλο που συνέχεια έχαναν συνέχιζαν απτόητοι. Και είχε και μία συνταξιούχα Αμερικάνα η οποία μάλιστα ήρθε κι έκατσε με τις πατερίτσες (!) δίπλα μου, η οποία όταν άλλαξε ο κρουπιέρης σηκώθηκε και έφυγε γιατί καθώς μου εξήγησε «άλλαξε και το γούρι!» (Πολύ "χαρτοπαίχτρα" φάση). Γράφεις βιβλίο με αυτά που βλέπεις. Τι δουλειά είχα κι εγώ ανάμεσα σε όλους αυτούς ένας Θεός ξέρει, πάντως όποτε κέρδιζα 5-6 δολάρια το καταφχαριστιόμουν και φαντασιωνόμουν ότι θα φύγω από εκεί μέσα σαν τον Σκρούτζ, εκατομμυριούχος. Αμ, δε!

Κάτι άλλο που είδα στο πλοίο και μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το γεγονός ότι πολλοί επιβάτες, κυρίως Αμερικάνοι, έγραφαν τα παιδιά τους στο kids club από το πρωί που άνοιγε και τα παραλάμβαναν το βράδυ που έκλεινε. Στο μεταξύ, κατέβαιναν αμέριμνοι και ξέγνοιαστοι στα νησιά, περιφέρονταν, κολυμπούσαν, έκαναν τη ζωούλα τους, αφήνοντας τα παιδιά τους στο έλεος των φροντιστών εν πλω. Το γεγονός ότι δεν είχαν άμεση επικοινωνία με το kids club (σε κάποιες περιπτώσεις το κρουαζιερόπλοιο δεν έδενε καν στο λιμάνι, αλλά παρέμενε στα ανοιχτά και δεν είχες πρόσβαση σ’ αυτό όποτε σου καπνίσει) δεν έδειχνε να τους απασχολεί. Μη μιλήσω για το ενδεχόμενο να σηκωθεί να φύγει το πλοίο εξ αιτίας κάποιου απρόοπτου γεγονότος και να μείνεις εσύ στο νησί και τα παιδιά σου πάνω στο πλοίο μόνα τους. Τι να πεις πια!

Μιας και μίλησα για απρόοπτα να σας πω ότι ένα πρωινό ξυπνήσαμε με τη φωνή του καπετάνιου να μας ενημερώνει από τα μεγάφωνα πως λόγω ενός προβλήματος υγείας ενός εκ των επιβατών, το πλοίο έπρεπε να αλλάξει πορεία, να κατευθυνθεί στις ακτές της Ιταλίας ώστε να μπορεί να πλησιάσει ένα ελικόπτερο και να τον παραλάβει. Δεν μας είπε τι έπαθε ο επιβάτης, αλλά οι ψίθυροι στα καταστρώματα μιλούσαν για καρδιακό επεισόδιο. Εν ριπή οφθαλμού το κατάστρωμα άδειασε, μαζεύτηκαν τα κρεβατάκια, έκλεισαν οι πισίνες, απομακρύνθηκαν άπαντες και το κατάστρωμα μεταμορφώθηκε σε χώρο προσγείωσης ελικοπτέρου. Ενόσω διήρκησε η διάσωση είχαμε αυστηρές οδηγίες όπως παραμείνουμε εντός του πλοίου και να μην τολμήσουμε να βιντεοσκοπήσουμε ή φωτογραφίσουμε το παραμικρό από την όλη διαδικασία. Πειθάρχησαν άπαντες. Εμείς μείναμε στο λόμπι όπου λάμβανε χώρα μάθημα γιόγκα και ζούμπα (τραγικό!), και προσπαθούσαμε να απασχοληθούμε. Το πόσο στεναχωρήθηκα για τον άνθρωπο δεν περιγράφεται κι ας μην είχα ιδέα ποιος ήταν. Όταν είδα το ελικόπτερο να αχνοφαίνεται από ένα φινιστρίνι συγκινήθηκα. Όταν μας ανακοινώθηκε ότι το ελικόπτερο παρέλαβε τον ασθενή και απομακρύνθηκε με επιτυχία ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και χαρούμενες ιαχές. Ήταν πολύ συγκινητικό.

Τα υπόλοιπα, περί Μαυροβουνίου, Βενετίας κτλ, θα σας τα πω άλλη μέρα. Ακολουθεί σύντομο φωτορεπορτάζ:


Το κατάστρωμα. Οι γέφυρες φωτισμένες, ωραιότατες, είχαν κάτι από "Καλατράβα". 


Λοιπόν, εδώ έχει ζουμί. Εδώ βλέπετε δυο πόρτες από καμπίνες διακοσμημένες με χειροτεχνίες επιβατών, εικάζω Αμερικανών οι οποίοι τρέπονται και τέρπονται με τέτοιες ηλίθιες χαριτωμενιές. Διάβαζα στα γκρουπ στου φέησμπουκ ότι οι επιβάτες και δη οι έμπειροι, δεινοί επιβάτες, επιδίδονται σε έναν άτυπο διαγωνισμό ως προς το ποιος έχει διακοσμήσει πιο όμορφα την καμπίνα του. Αν περιφέρεσαι στους διαδρόμους του ξενοδοχείου του πλοίου θα βρεις πολλές τέτοιες. Μάλιστα, υπάρχει και ένας μυστικός κωδικός. Αν δεις πόρτα με ανανάδες πρόκειται για swingers που ψάχνονται και είσαι ευπρόσδεκτος να "χτυπήσεις". Ανανάδες δεν είδα όσο κι αν είχα ανοιχτά τα μάτια μου, πάντως.




Μια φωτογραφία των ακτών της Αλβανίας ένα συννεφιασμένο απόγευμα που αφήσαμε την Κέρκυρα και κατευθυνόμασταν στο Μαυροβούνιο. 


    Το τελευταίο μας βράδυ στο πλοίο, οι εργάζομενοι μας κούνησαν το μαντίλι, ή μάλλον τη σημαία της χώρας προέλευσής τους. Υπάλληλοι από εξήντα ένα διαφορετικά έθνη εκπροσωπούνται στο Δυναμικό του εν λόγω πλοίου. Παρέλασαν περήφανοι ενώ οι πιο τολμηροί στο άκουσμα της χώρας τους παρουσίασαν και ένα μίνι χορευτικό. Πολύ Γιουροβίζιον και Ολυμπιακοί Αγώνες, το καταφχαριστήθηκα. Όσο πιο φτωχή η χώρα τόσο περισσότεροι οι εργαζόμενοι, όσο πιο προηγμένη τόσο πιο λίγοι. Π.χ. υπήρχαν πέραν των 100 Φιλιπινέζων και μόνο ένας Σουηδός (που μάλιστα ήταν ο καπετάνιος). Υπήρχε και μία ελληνική σημαία, αλλά παραδόξως την κρατούσε ένας ασιάτης. Δεν ξέρω να σας πω περισσότερα. 


Το θέατρο του πλοίου. Αντιλαμβάνεστε από την αισθητική ότι εκπροσωπεί μια άλλη εποχή. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να είναι πιο άρτιο και πιο πλούσιο από οτιδήποτε λειτουργεί αυτή τη στιγμή στην Κύπρο. Τόσο ΓΤΠ είναι αυτή η χώρα. 


Εγώ, ένα βράδυ που έφυγα από το καζίνο και διαπίστωσα ότι στο κυρίως λόμπι λάμβανε χώρα 80ς πάρτι. Ένα χάρμα να βλέπεις τόσες φυλές μαζεμένες να διασκεδάζουν μαζικά. Από το πανεπιστήμιο είχα να δω τέτοια ωραία θεάματα. 


Το λόμπι την πρώτη μέρα της κρουαζιέρας. Με το που μπήκαμε μέσα αντικρίσαμε αυτό. Εντυπωσιακό δίχως άλλο. Τα μπαλόνια στο ταβάνι έπεσαν το βράδυ στο πάρτι καλοσωρίσματος. Η μπουμπού μου ενθουσιάστηκε που έπαιζε μπαλόνο-πόλεμο συνοδεία του Dancing Queen από τη ζωντανή ορχήστρα.