Κυριακή, Ιανουαρίου 31, 2021

Voila

Καιρό έχουμε να συζητήσουμε τα γιουροβιζιακά θέματα.

Λίγο τα σαράντα που φέρνουν μαζί τους μεγαλύτερα προβλήματα από το ποιος θα μας εκπροσωπήσει και τι θέση θα πάρουμε, λίγο ο κορωνοϊός που ακύρωσε την περσινή διοργάνωση και ξεχάσαμε ότι υπάρχει κι αυτό στην τηλεοπτική μας ζωή, με έκανε να πεθυμήσω λίγο τον αγαπημένο μου διαγωνισμό.

Γράφω αυτό το κείμενο, λοιπόν, επειδή απόψε η Γαλλία επίλεξε την εκπρόσωπό της και το τραγούδι της. Voila, λοιπόν.


Χάρηκα πάρα πολύ γι’ αυτή την επιλογή. Μου θυμίζει παλιές καλές εποχές Γιουροβίζιον μεταξύ 1980-1990. Εντάξει, η κοπέλα και το στιλ παραπέμπουν σε Εντίθ Πιάφ προσαρμοσμένη στο σήμερα, αλλά ας είναι κι έτσι. Παρά τον αχταρμά που επικρατεί στην παγκόσμια μουσική σκηνή, εκατό φορές καλύτερα μία παλιακή που εμπνεύστηκε από την Πιάφ (και τη Λία Βίσση στο «το κατάλαβα αργά» το 1985 όσον αφορά την κόμη).

Οι Γάλλοι επιτέλους άρχισαν να επενδύουν στο προϊόν τους. Θέλοντας και μη. Έχουν κερδίσει τη Τζούνιορ έκδοση του διαγωνισμού τον περασμένο Νοέμβριο και ήδη ανέλαβαν να διοργανώσουν την επόμενη έκδοση τον Νοέμβριο του 2021. Άτυπα ή και... ηθικά, αν θέλετε, έχουν υποχρέωση προς την EBU να πάρουν στα σοβαρά και την ενήλικη Γιουροβίζιον. Έτσι κι αλλιώς από το 2016 έχει υπάρξει μεταστροφή στην προσέγγιση. Έπαψαν να τον κοροϊδεύουν τον διαγωνισμό και μέχρι και εθνικό τελικό διοργανώνουν (τον μεταδίδουν από το 2ο κανάλι τους που δεν το παρακολουθούν πολλοί βέβαια, αλλά κάτι είναι κι αυτό).

[Δεν θα ξεχάσω όταν το 2005 είχε κερδίσει η Παπαρίζου και μας είχαν βρει στην αυλή της εστίας οι Γάλλοι συμφοιτητές μας να πανηγυρίζουμε το πόσο γέλασαν για το ότι παίρνουμε στα σοβαρά τη Γιουροβίζιον και μάχονταν να μας πείσουν ότι δεν έπρεπε να τη βλέπουμε καν.]

Το Voila μου αρέσει γιατί έχει χαρακτήρα. Το ακούς και ξέρεις ότι αυτό το πράμα είναι γαλλικό. Και αυτό θα εκτιμηθεί. Έχει επίπεδο, έχει σκοπό. Έχει αυτό που δεν έχουν πλέον οι ελληνικές και κυπριακές συμμετοχές. Πόσες φορές να τα πω; Εμείς είμαστε πια ένα σουηδικό παράρτημα που εκπροσωπείται από δευτερό-τριτες τραγουδίστριες της Αθήνας. Δεν με ενοχλεί. Για τα μέτρα και σταθμά μας είναι ΟΚ. Αλλά θεωρώ ότι αν είχαμε εθνική ταυτότητα, τη σεβόμασταν και την προβάλλαμε θα ήταν πολύ καλύτερη η μοίρα μας στον διαγωνισμό. Και ακόμη κι αν δεν ήταν, δεν θα νιώθαμε ότι τα λεφτά πήγαν χαμένα.

Για την Τσαγκρινού που θα μας εκπροσωπήσει φέτος, μόνο καλά λόγια έχω να πω. Είχα γράψει και ανάρτηση κάποτε γι’ αυτήν, για το πόσο όμορφη τη βρίσκω. Το τραγούδι φημολογείται ότι είναι πολύ καλό, έχω ακούσει κόσμο που το άκουσε λαθραία να λέει ότι είναι επιπέδου Φουέγκο και όχι σαν το άλλο το ημιτασιόν της Τάμτα που κανείς δεν το θυμάται. Αυτό είναι καλό, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου για μια αξιοπρεπή εκπροσώπηση, αλλά είναι μόνο η μισή δουλειά. Βέβαια, όσο σκέφτομαι ότι πέρσι θα πηγαίναμε με εκείνον τον τύπο που έμοιαζε σαν να είχε βγει από πορνοταινία σιωπώ και λέω δόξα σοι ο Θεός.

Ας κερδίσει η Γαλλία ή έστω μία σαν τη Γαλλία. Ο διαγωνισμός αξίζει να ξαναβρεί τον χαρακτήρα του και θα ήταν μία καλή συνέχεια μετά την νίκη της Ολλανδίας το 2019.

Για Λιθουανία, που παίζει ψηλά, ούτε καν!

Θα τα λέμε στην πορεία.


Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2021

Η Λέξη Είναι 'Κακοποίηση'

 Με όλα αυτά τα γελοία που συμβαίνουν με τον Κιμούλη σκέφτομαι διάφορα.

Κατ’ αρχάς, εγώ τον Κιμούλη ελάχιστα τον γνωρίζω. Δεν τον έχω δει ποτέ στο θέατρο, ούτε με ενδιέφερε ποτέ σαν προσωπικότητα να τον γνωρίσω περαιτέρω. Τον είχα δει στον ΑΝΤ1 να παίζει τον Ψυχίατρο τη δεκαετία του ’90 και γελούσα με τη γιαγιά που είχε άνοια, αλλά μέχρι εκεί. Με τις καταγγελίες που δέχτηκε τις τελευταίες μέρες για κακοποίηση τον έψαξα λίγο παραπάνω και πέτυχα ένα βίντεο στο οποίο ξεδιπλώνει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Είναι ΚΚΕ, οπότε ό, τι του σύρουν χαλάλιν του.

Από εκεί και πέρα ας συζητήσουμε τα περί κακοποίησης. Πού ζείτε, χρυσά μου; Πού;!

Η ζωή είναι μια ζούγκλα, καλημέρα σας.

Ο σκηνοθέτης που φωνάζει σας μάρανε; Δουλέψατε ποτέ σε κάποια επιχείρηση να σας φωνάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ το αφεντικό; Έχετε πάει στρατό να δείτε σε πόσα ντεσιμπέλ σας απευθύνεται ο λοχαγός; Έχετε αντιμετωπίσει προϊστάμενο; Πού ζείτε και μου θέλετε κι ευγένειες; Στη Νορβηγία; Εδώ είναι Ελλάδα και Κύπρος. Αυτά είναι τα δεδομένα.

Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να τα ανέχεστε. Εμένα δυο φορές σε εργασία μου ύψωσαν τον τόνο της φωνής τους, και τους είπα ευθαρσώς «εγώ αυτά δεν τα ανέχομαι», «με τι μπουρτζόβλαχους έμπλεξα πάλι», κι έφυγα την ίδια στιγμή. Να κάνετε το ίδιο. Ανέχεστε, ανέχεστε τέτοιες συμπεριφορές και ξαφνικά μια μέρα βγαίνετε να μιλήσετε για «κακοποίηση». Εσείς με τη στάση σας εκθρέψατε την κακοποίηση. Αν σε κάθε «κακοποίηση» ορθώνατε ανάστημα και δεν σκύβατε το κεφάλι σαν τρίτης διαλογής σκλάβοι, σήμερα θα είχαν και λιγότερο τουπέ τα αφεντικά. Το επιχείρημα «τι να έκανα, να έχανα τη δουλειά μου;» σ’ εμένα δεν φτουρά. Τι να την κάνεις τη δουλειά σου αν σου συμπεριφέρονται σαν σκουπίδι. Θα αρρωστήσεις στο τέλος. Όταν δεν σε αντιμετωπίζουν σαν επαγγελματία, φεύγεις! Πας αλλού, όσο γίνεται καλύτερα. Αν κάθεσαι και τις τρως, εν μέρει γίνεσαι συνένοχος.

Αυτά τα ολίγα για τα αφεντικά.

Κατά τα άλλα, νισάφι λίγο με την «κακοποίηση». Μάθατε εκεί μια λέξη και την πιπιλάτε από το πρωί μέχρι το βράδυ, μας κάνατε τα αρχίδια ΤΟΣΑ! Η κακοποίηση θα έπρεπε να έχει συγκεκριμένη έννοια. Να ορίζεται, να έχει αρχή και τέλος. Δεν γίνεται να τη χρησιμοποιεί ο κάθε μη μου άπτου για να κερδίζει λίγα ψίχουλα σημασίας και τηλεθέασης. Θα σας δώσω παραδείγματα.

Πριν πολλά χρόνια σε μία παράσταση είχαμε στην ομάδα ένα συνάδελφο, εξαιρετικό παιδί γενικά, ο οποίος θεωρούσε ότι τον κακοποιούσαμε επί σκηνής και δεν επιδεικνύαμε τον δέοντα σεβασμό στο πρόσωπό του. Αυτό γιατί σε μία σκηνή έπρεπε να λιποθυμήσει, οι υπόλοιποι θα έπρεπε να τον τυλίξουμε σε ένα χαλί και να τον κρύψουμε για να μην βρει η αστυνομία το «πτώμα». Ο συνάδελφος ισχυριζόταν ότι την ώρα που τον τυλίγαμε στο χαλί επιδεικνύαμε βαναυσότητα, και αυτό τον μείωνε σαν προσωπικότητα. Σε μία πρόβα άρχισε να κλαίει και να λέει ότι δεν μπορεί να δεχτεί τέτοια αντιμετώπιση. Του εξηγήσαμε ότι οι πράξεις μας καθορίζονται από τους ρόλους και το θεατρικό κείμενο και ότι δεν τίθεται κάτι προσωπικό. Οποιοσδήποτε και να έπαιζε, με τον ίδιο τρόπο θα τον τυλίγαμε στο χαλί, αφού επρόκειτο για πτώμα. Κι όμως, ο ίδιος θεωρούσε ότι η συμπεριφορά μας ήταν κακοποιητική και είδαμε και πάθαμε να του αλλάξουμε γνώμη ώστε να μην τιναχθεί η παράσταση στον αέρα.

Κι άλλη ιστορία.

Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, είχε ξεσπάσει μείζον θέμα επειδή ένας καθηγητής έδωσε τον λόγο σε μία συμμαθήτρια να πει το μάθημα, κι επειδή του διέφυγε το όνομά της, την αποκάλεσε «η κοπέλα με τα γυαλιά». Η συμμαθήτρια είπε το μάθημα και αμέσως ξέσπασε σε κλάματα. Δεν καταλάβαμε τι έγινε, διακόπηκε η παράδοση, βγήκαμε για διάλειμμα και έκπληκτοι διαπιστώσαμε ότι κατέβηκαν στο σχολείο οι γονείς της, έγινε ολόκληρη συνεδρίαση στον καθηγητικό σύλλογο, επειδή ο καθηγητής απευθύνθηκε στη μαθήτρια με ένα χαρακτηριστικό της το οποίο η ίδια έκρινε ως μειωτικό για την προσωπικότητά της. Έγινε χαμός, ο καθηγητής αναγκάστηκε να ανακαλέσει ενώπιον ολόκληρης της τάξης, απολογήθηκε, εξήγησε ότι δεν είχε κακή πρόθεση κι ότι απλώς την αποκάλεσε έτσι επειδή δεν θυμόταν το όνομά της. Εμάς τα αρχίδια μας έγιναν πάλι ΤΟΣΑ, επειδή μία έφηβη δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι είχε μυωπία και να εξοικειωθεί με την ιδέα. Ναι! «Κακοποίηση» επειδή την είπε «η κοπέλα με τα γυαλιά!» Αν έβγαινα εγώ να επικαλούμουν κακοποίηση κάθε φορά που με αποκαλούσαν «ο ψηλός»…

Η έννοια της κακοποίησης κατά τη γνώμη μου παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Προ ολίγων μηνών παραλίγο να τσακωθώ και με τη ψυχολόγο μου επειδή προσπαθούσε να με πείσει ότι είναι κακοποιητικό για τον γιο μου να τον αγκαλιάζω παρά τη θέλησή του. «Αν πει το παιδί ‘φτάνει’ οφείλεις να σταματήσεις αλλιώς το κακοποιείς!» Ναι, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στα θέλω του μωρού και στα πρέπει του γονιού. Προφανώς η αγκαλιά δεν εμπίπτει στα «πρέπει» για να επιμείνω, αλλά γιος μου είναι, αν θέλω να τον πάρω αγκαλιά θα τον πάρω, κι αν εκείνη την ώρα παίζει και βαριέται τις τρυφερότητες ας με κλωτσήσει να κάνω πέρα, σιγά το πράμα! «Δίνεις λανθασμένα μηνύματα» μου είπε. «Είναι σαν να λες του παιδιού δεν με ενδιαφέρει αν εσύ δεν θέλεις, εγώ θα σου επιβληθώ». Βλέπω τη λογική του επιχειρήματος, αλλά βλέπω και την υστερία του πράγματος. Αν φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε κακοποίηση την αγκαλιά προς το παιδί από τον ίδιο του τον γονιό, θεωρώ ότι έχουμε τρελαθεί ομαδικώς. Δεν είπα τίποτα στη ψυχολόγο εκείνη την ώρα, έγνεψα καταφατικά γιατί δεν είχα όρεξη να της πω «καλή είσαι και του λόγου σου» γιατί γενικότερα την εκτιμούσα. Αλλά ναι, η υστερία, της υστερίας, την υστερία, ω! υστερία!

Αν φτάσαμε σε καιρούς όπου χρησιμοποιούμε την κακοποίηση ως όπλο επειδή κάποιος έθιξε τη μυωπία μας, ή επειδή θεωρούμε ότι εν είδει ρόλου τον τυλίξαμε με βία στο χαλί, πάει να πει ότι έχουμε κι εμείς τα θεματάκια μας. Η κακοποίηση ερμηνεύεται πλέον πολύ γενικά όπως όλες οι ξεχαρβαλωμένες έννοιες, του ρατσισμού του σεξισμού και της μαλακίας. Θεωρώ ότι στο μέλλον ο παροξυσμός θα επεκταθεί, θα θεωρείται κακοποίηση η κόρνα στο φανάρι, θα θεωρείται κακοποίηση το καχύποπτο το βλέμμα στο ασανσέρ, θα θεωρείται κακοποίηση το «με προσπέρασε στον αυτοκινητόδρομο».

Ναι, δεν συμμερίζομαι, ούτε υποστηρίζω τις αγενείς και ακραίες συμπεριφορές στον εργασιακό χώρο ή και αλλού. Αλλά ούτε υποστηρίζω το κλάμα και τον οδυρμό με του ψύλλου το πήδημα. Βρείτε τρόπο να το διαχειρίζεστε. Που αυτό είναι κατά βάθος η δυσκολία σας. Η ισορροπία!

Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021

Παρενοχλημένο Ποστ

Θα σου διηγηθώ τέσσερεις ιστορίες σεξουαλικής παρενόχλησης, δύο εκ των οποίων εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μου και δύο εκ των οποίων μου τις εξιστόρησαν τα ίδια τα θύματα.

Ας αρχίσουμε με εκείνες που βρήκα πιο ενδιαφέρουσες, εκείνες που μου εξιστόρησαν τα θύματα:

Η πρώτη αφορά σε φίλο, ερασιτέχνη ηθοποιό, ο οποίος κλήθηκε να παίξει ως κομπάρσος σε μία επαγγελματική παράσταση προ αμνημονεύτων. Κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος πήγε στις τουαλέτες να νίψει το πρόσωπό του και ενόσω ήταν σκυφτός πάνω απ’ τον νιπτήρα μπήκε ο πρωταγωνιστής της παράστασης, γνωστός γκέι επαγγελματίας ηθοποιός, ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία, του χούφτωσε τον πισινό λέγοντάς του: «είσαι σφιχτός, α;!» Ο φίλος μου σηκώθηκε, άρπαξε τον γνωστό ηθοποιό από τα μαλλιά και του χτύπησε το πρόσωπο με δύναμη στον νιπτήρα. Ο ηθοποιός μάτωσε τα χείλη και τη μύτη του και σωριάστηκε στο πάτωμα της τουαλέτας. Δέκα λεπτά αργότερα, ο σκηνοθέτης της παράστασης κάλεσε όλο τον θίασο για να του δώσει οδηγίες. Ο φίλος μου ένεκα του συμβάντος άργησε να παρευρεθεί, το ίδιο και ο γνωστός ηθοποιός. Όταν τελικά εμφανίστηκαν με λίγα λεπτά διαφορά και οι συνάδελφοί τους αντίκρυσαν τη θλιβερή κατάσταση του πρωταγωνιστή, ουδείς έκανε ερωτήσεις. Όλοι κατάλαβαν τι είχε γίνει. Ο φίλος μου είπε ενώπιον όλων «να του πείτε αν με ξαναπλησιάσει θα τον σκοτώσω».

Η δεύτερη ιστορία αφορά πάλι σε θεατρικό σκηνικό. Μία φίλη επαγγελματίας ηθοποιός δέχτηκε κατά τη διάρκεια των προβών επίθεση από γηραιότερο συνάδελφό της, ο οποίος την άρπαξε από πίσω και της χούφτωσε το στήθος μέσα στο καμαρίνι στο οποίο άλλαζε και το οποίο ήταν άδειο εκείνη τη στιγμή. Η φίλη μου ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της, του έδωσε μία κλωτσιά στα αρχίδια και τον άφησε διπλωμένο να ουρλιάζει στο καμαρίνι, τον στόλισε με βρισιές από πάνω ως κάτω και έφυγε. Ο ηθοποιός για να την εκδικηθεί άρχισε να διαδίδει έκτοτε ότι επρόκειτο περί ατάλαντης και τη δυσφημούσε σε όλα τα μήκη και πλάτη του επαγγέλματος. Τότε κι εκείνη άρχισε να διαδίδει τι της έκανε.

Και πάμε τώρα σε αυτά που είδα με τα ίδια μου τα μάτια:

Το 1994 είχαμε πάει κρουαζιέρα στους Αγίους Τόπους. Ενόσω περιδιαβαίναμε στο παζάρι της Ιερουσαλήμ, στο οποίο όσοι έχετε πάει γνωρίζετε τι χαμός επικρατεί, μία κυρία από το γκρουπ μας άρχισε να βρίζει σε άπταιστα γαλλικά και να χτυπά με τη τσάντα της έναν νεαρό ζητιάνο. Γυρίσαμε το κεφάλι και είδαμε τον νεαρό στο πάτωμα να προσπαθεί να γλιτώσει τις τσαντιές κακήν κακώς, ενώ η κυρία του έλεγε «… για να μάθεις να μαζεύεις τα ξερά σου, μπάσταρδε!» Δεν χρειάστηκε ο ξεναγός να μας εξηγήσει τι συνέβη, όλοι καταλάβαμε.

Το 1996, στα ιδιαίτερα των μαθηματικών στο σπίτι ενός καθηγητή μαζί με μία συμμαθήτριά μου, ο καθηγητής -γνωστός πορνόγερος- σηκώνει τη συμμαθήτρια να λύσει άσκηση άλγεβρας στον πίνακα. Με το δεξί του χέρι της χαϊδεύει την πλάτη ενόσω εκείνη έλυνε την εξίσωση. Η συμμαθήτρια δεν αντέδρασε στο «χάδι». Απορούσα αν μπορούσε να αντιληφθεί την κακοποίηση που υφίσταντο εκείνη τη στιγμή. Απορούσα και με τον εαυτό μου, αν δηλαδή μου έπεφτε λόγος να επέμβω, ή αν θα με έβγαζαν τρελό ότι οι ορμόνες της εφηβείας χτυπάνε μπιέλες και φαντασιώνομαι πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δεν σχολίασα, ούτε είπα σε κανέναν τίποτα. Δυο χρόνια μετά ο συγκεκριμένος καθηγητής ήταν talk of the school επειδή μια άλλη μαθήτρια τον κατήγγειλε για σεξουαλική κακοποίηση. Τότε σιγουρεύτηκα.  

Γιατί αναφέρω όλα τα πιο πάνω παραδείγματα. Τα αναφέρω γιατί θέλω να πω ότι οι εκστρατείες που θέλουν τη γυναίκα να μιλά και να καταγγέλλει είναι όλες καλές και ευπρόσδεκτες, αλλά οι εκστρατείες που θα έκαναν τη γυναίκα ή και τον άντρα δυνατούς να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις είναι πολύ πιο ευπρόσδεκτες και κάλλιστες. Καλό το «άνοιξε το στόμα σου και μίλα», καλύτερο όμως το «όρμα στον μαλάκα και κάντον άχρηστο», όπως τις πρώτες τρεις ιστορίες που σας ανέφερα πιο πάνω. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι όλα τα θύματα τα ίδια. Δεν έχουν όλες και όλοι τη δύναμη να αντιδράσουν αντανακλαστικά. Πολλοί αισθάνονται αμήχανα και δεν προλαβαίνουν καλά-καλά να αντιληφθούν ότι η κακοποίηση τους συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Αλλά πείτε μου, ποιο είναι πιο ωφέλιμο; Να περιμένω τον κλέφτη να μπει στο σπίτι μου, να πάρει ότι θέλει, να μου το ρημάξει και μετά να τον καταγγείλω, πολλές φορές σε μια αστυνομία η οποία θα εμφανιστεί με καθυστέρηση; Ή να οχυρώνω το σπίτι μου με κάθε τρόπο ώστε ο κλέφτης, ο διαρρήκτης ή και ο δολοφόνος να μην τολμούν να περάσουν ούτε απ’ έξω;

Ας μην έχουμε αυταπάτες. Το να αναμένουμε ότι θα εκλείψουν οι κλέφτες, οι λωποδύτες, οι δολοφόνοι και οι βιαστές είναι το ίδιο με το να περιμένουμε ότι θα πάμε σε κλαμπ και δεν θα μας σκουντήσουν οι παστωμένοι σαν σαρδέλες, θαμώνες. Μπορούμε όμως να μεγαλώνουμε πολίτες (άντρες και γυναίκες) σαν Σπαρτιάτες και να καθαρίζουν μόνοι τους, παρά να εξοικειώνονται με την αδράνεια μίας οκνηρής και αδιάφορης κοινωνίας η οποία εν τέλει τους θυματοποιεί, ώστε να έρχονται να καταγγέλλουν καταστάσεις 20 χρόνια παλιότερες που αφορούν σε αδικήματα που λόγω παρέλευσης χρόνου έχουν παραγραφεί και καλά-καλά δεν μπορούν ούτε να αποδειχτούν.

Θα μου πεις ότι ζητώ πολλά. Πάντα ζητώ πολλά, τα λίγα δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου. Αλλά εκατό φορές να πιάνεις τη ζωή από τα μαλλιά και να της επιβάλλεσαι, παρά να είσαι ένα αιώνιο θύμα που επαιτεί τον οίκτο.  

(Αυτό το κείμενο δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να το δημοσιοποιήσω. Οι καιροί είναι αβάσταχτοι και οποιοσδήποτε τολμά να εκφράσει μία άποψη πέραν οποιασδήποτε άλλης η οποία προκαλεί συναισθήματα «μάνα μου ρε», δέχεται σωρηδόν επιθέσεις από τον όχλο, πράγμα που στην ηλικία μου δεν αντέχεται μιας και δεν με αφορά και άμεσα. Σκέφτομαι όμως ότι είναι καλύτερο να σκέφτεσαι και να μιλάς παρά να σιωπάς. Αυτό δεν θέλουν να κάνουν και τα θύματα άλλωστε;»)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 15, 2021

Άλλο Ένα Νοσταλγικό Κείμενο

Σήμερα έχει γενέθλια μία φίλη μου εξ Ελλάδος, την οποία γνώρισα όταν πρωτοπήγα να σπουδάσω στο Ρέντινγκ, το 2000. Τηλεφώνησα να της ευχηθώ και θέλοντας και μη θυμήθηκα «εκείνα τα χρόνια» τα υπέροχα και με έπιασε μία απέραντη νοσταλγία, μία θλίψη απύθμενη. Κάθομαι τώρα και ακούω τα τραγούδια της εποχής και είμαι σαν Επιτάφιος.

Το 2000 ήμουν σαν βασιλιάς, κυρίες και κύριοι. Λίγες περιόδους στη ζωή σου μπορείς να δηλώσεις ότι ήσουν σα βασιλιάς. Εγώ ευτυχώς την έζησα τρεις φορές. Η μία ήταν στην Έκτη Δημοτικού που ένιωθα πρωταγωνιστής, η δεύτερη στο Πανεπιστήμιο και η τρίτη με τη θεατρική ομάδα όταν αυτή ήταν στις δόξες της.

Πόσο μου λείπει η εποχή και το μπάχαλο της εστίας. Τότε που ήμασταν ο ένας κυριολεκτικά και μεταφορικά μέσα στο βρακί του άλλου. Που οι πόρτες ήταν ανοιχτές, τα ραδιόφωνα στη διαπασών να παίζουν διαφορετική μουσική από κάθε δωμάτιο. Σε κάθε κουζίνα και ένα διαφορετικό πάρτι, με τους Έλληνες, με τους Εράσμους, με τους Άραβες, με τους Λατίνους. Την άλλη μέρα να κουτσομπολεύουμε μέχρι το μεσημέρι τι έγινε την προηγούμενη.

Έγραφα ημερολόγιο κάθε μέρα τότε. Μπορεί να έγραφα και πέντε σελίδες από νέα και ειδήσεις. Αυτός χώρισε, αυτή φιλήθηκε με εκείνον, πήγαμε στο τάδε πάρτι και φύγαμε στις 5:00 το πρωί, ο τάδε μας αποκάλυψε ότι είναι γκέι, η τάδε τον ερωτεύτηκε και δεν ξέρουμε πώς να της πούμε ότι δεν πάει με γυναίκες, η τάδε απατά τον γκόμενο με έναν από άλλη εστία, η δική μου πότε θα γίνει κατά-δική μου;

Ήταν μία χρονιά που δεν ήθελα να τελειώσει. Όταν είχαν 0λοκληρωθεί οι τελικές εξετάσεις και έπρεπε να πακετάρουμε για Κύπρο ήμουν ο τελευταίος που έφυγε. Μάζευα τα πράγματά μου και ήλπιζα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι κάτι θα γίνει και θα παραταθεί όλο αυτό. Τίποτα δεν έγινε. Και δυστυχώς η επόμενη χρονιά δεν ήταν τόσο λαμπερή όσο η πρώτη.

Εκείνη η χρονιά μου λείπει και για άλλους λόγους. Μου λείπει η «ταλαιπωρία» της. Δεν είχαμε wifi, δεν είχαμε καν ίντερνετ στο δωμάτιό μας. Έπρεπε να πάμε στη βιβλιοθήκη για να έχουμε σύνδεση με τον έξω κόσμο. Και μην φανταστείτε ότι υπήρχαν ελληνικές ιστοσελίδες να ενημερωθείς. Θυμάμαι ότι υπήρχε μόνο το Mad.gr, για ελληνική μουσική ενημέρωση και για να ανοίξει μια σελίδα έπαιρνε και 5-6 λεπτά. Με το ζόρι λειτουργούσε και η μία κυπριακή διαδικτυακή εφημερίδα, η ‘Σημερινή’. Κινητό τηλέφωνο δεν είχα την πρώτη χρονιά. Για να μιλήσω με τους γονείς μου έπρεπε να με πετύχουν στο δωμάτιο. Τύχαινε να περάσουν και 3-4 μέρες κάθε φορά για να με πετύχουν μέσα.

Είχα ακόμα λαχτάρα να γνωρίζω νέο κόσμο. Είχα κέφι να πιάνω κουβέντα με τον καθένα στην τραπεζαρία που τρώγαμε όλοι μαζί, και να μου λέει τις ιστορίες του από την πατρίδα του. Μου ήταν όλα τόσο έντονα και χρωματιστά. Ακόμα και το Ρέντινγκ που είναι ένα ρημαδοχώρι, ένα προάστιο του Λονδίνου πια, με δυο δρόμους κεντρικούς όλους κι όλους μου φαινόταν τεράστιο. Το δε Oracle (το κεντρικό πολυκατάστημα), μου φαινόταν αχανές που νόμιζα ότι δεν θα προλάβω να το εξερευνήσω ολόκληρο για όσο θα ζούσα εκεί. Θυμάμαι ότι είχα  γράψει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο μου ότι ήμουν τόσο ευτυχισμένος και πλήρης που δεν με ενδιέφερε να επιστρέψω ποτέ στην Κύπρο, ούτε να συνεχίσω επαφές με τους φίλους μου στην Κύπρο. Ήμουν πεπεισμένος ότι θα έμενα εκεί για πάντα και αυτό όχι μόνο ήταν ΟΚ, αλλά ήταν ένα είδος δικαίωσης, ήταν μάννα εξ ουρανού.

Πήγα και άνοιξα το σχετικό φωτογραφικό άλμπουμ. Βρήκα μία φώτο μου με τη Μπάρμπαρα, από την Ιταλία. Καθίσαμε μαζί στο “formal dinner” καλωσορίσματος των Εγγλέζων. Θυμάμαι πόση χαρά έκανα που γνώριζα για πρώτη φορά μία Ιταλίδα από κοντά. Ήταν και τσαχπίνα, ήταν και άκρατο τα μεσογειακό της ταμπεραμέντο, λαλίστατη και πολλά υποσχόμενη, η άβγαλτη φύση μου πανηγύριζε εν εξάλλω ότι απ’ εκεί που τόσα χρόνια έπαιζαν τις δύσκολες οι εγχώριες μουστακαλούδες, ξαφνικά βρεθήκαμε να κάνουμε παρέα με τοπ κλας γυναίκες. Θωρώ τη λαχτάρα στα μάτια μου, τον ενθουσιασμό του καινούριου, τη γοητεία του αγνώστου και σκέφτομαι ότι αυτά δεν θα ξανάρθουν. Κατά μία έννοια πάλι καλά που τα βίωσα.  

Ω γουέλ.

Κυριακή, Ιανουαρίου 10, 2021

Τρεις Βδομάδες Καραντίνα

Τι να μου πουν, χρυσέ μου, οι τρεις βδομάδες καραντίνα;

Τι να προλάβω να κάνω μέσα σε τρεις βδομάδες;

Έχω πέντε μυθιστορήματα στο κομοδίνο που περιμένουν τη σειρά τους. Έχω τουλάχιστον τρεις σειρές στο Νετφλιξ που θέλω να αρχίσω. Έχω κήπο να περιποιηθώ. Έχω αποθήκη να ξεσκαρτάρω, έχω τρεις ταινίες home video να μοντάρω, έχω ένα θεατρικό έργο να γράψω. Έχω τόσα πολλά πράγματα στο μυαλό μου, που τρεις εβδομάδες ίσον τίποτα!

Βλέπω τον κόσμο να πανικοβάλλεται στην ιδέα της απομόνωσης και αγχώνομαι μην είμαι εγώ ο παράξενος που περνά καλύτερα μόνος του. Αφού και να βρεθούμε δεν συμφωνούμε σε τίποτε. Γιατί να το κουράζουμε; Είδα και τα Χριστούγεννα που ήταν «επιβεβλημένο» να βρεθούμε και το μόνο που κάναμε ήταν να κάθεται ο καθένας σε μια άκρη του καναπέ και να παίζει με το κινητό του υπομένοντας στην τηλεόραση του μαρτύριο του Λούη Πατσαλίδη. Ποτέ ξανά!

Ξεκίνησα να γράφω ένα θεατρικό έργο πριν δύο χρόνια. Το παράτησα γιατί δεν μου έβγαινε. Πάνω σε ένα τσακωμό με μία ηλίθια στο φέησμπουκ όμως, απέκτησα πολλά νεύρα (και έμπνευση), και έπρεπε κάπου να τα εκτονώσω. Βρήκα το αρχείο και το εμπλούτισα με όλο το φορτίο που μου προκάλεσε ο τσακωμός. Έγραψα καμιά τριανταριά σελίδες στην καθισιά μου. Πρώτη φορά μου συνέβη κάτι τέτοιο. Το ξαναπαράτησα. Σκέφτομαι ότι είναι κρίμα να μην το τελειώσω. Έτσι κι αλλιώς έχω ως αρχή ότι αρχίζει να μην μένει στη μέση. Χθες βράδυ κάθισα και έκανα διορθώσεις. Ιδέαν δεν έχω που θέλω να πάει η πλοκή, ιδέαν δεν έχω πώς θα καταλήξει, δεν έχω ιδέα αν είναι καν αστείο. Αλλά σάμπως κι έχουν όλοι οι άλλοι που γράφουν;

Αυτό ήταν το αιώνιο μου πρόβλημα. Η έκθεση. Ακόμα κι αν γράψω κάτι αξιοπρεπές που θα μπορεί να ανέβει από κάποιο θίασο κάποια μέρα, δεν μου αρκεί. Θέλω να γράψω ένα αριστούργημα. Μία αποκάλυψη. Και δεν είμαι ικανός γι’ αυτό. Ούτε έχω υπομονή και επιμονή να δουλέψω πάνω σε αυτό. Θέλω να έρθει η επιφοίτηση ουρανοκατέβατη και να με φωτίσει. Να πιάσει ο Θεός το χέρι μου και να γράψουμε ένα έπος. Προς το παρόν, γράφουμε ένα πέος.

Η γραφή έχει πολλούς κανόνες τους οποίους βαριέμαι. Θέλει να σμιλέψεις χαρακτήρες και αυτοί οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν ψυχολογικές μεταπτώσεις. Ο κάθε χαρακτήρας θέλει το βιογραφικό του, θέλει τον ψυχολόγο του. Γενικώς θέλει πολύ κύριε ελέησον. Προσπαθώ να το τηρήσω, αλλά έτσι χάνω τον εαυτό μου. Και πάντα η αρχή μου στη γραφή είναι να γράφεις αυτό που διασκεδάζει εσένα. Αν βρεθεί ένας ακόμα να διασκεδάσει πέτυχες τον στόχο σου. Αν γράφεις για να χαρεί η μάζα, χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Και ιδού το δίλημμα: Να γράφω για να γελώ εγώ και ακόμα 2-3 συμπάθειες; Ή να γράψω για να δώσει το ΟΚ του ο ΘΟΚ;

Έχω ξεκινήσει άπειρα κείμενα τα οποία έμειναν μισοτέλειωτα. Κυρίως από έλλειψη έμπνευσης, αλλά και από ξεχείλισμα αυτογνωσίας, ότι δηλαδή αυτή η μαλακία δεν αξίζει την εκτύπωση, πόσο μάλλον την έκδοση. Βέβαια, γνωρίζω κόσμο που τυπώνει ακόμα και την κλανιά του και πουλά βιβλία με αυτήν, οπότε ο πήχης είναι πολύ χαμηλά. Εύκολα χωρούσε κάπου και η δική μου η κλανιά. Αλλά, όχι. Δεν αντέχω να μπει το όνομά μου δίπλα σε μία μετριότητα, δίπλα από κάτι που δεν αξίζει βραβείου, δίπλα από κάτι που θα με βάλει στο πάνθεον των συγγραφέων.

Ας πεθάνω άδοξα.

Αυτά είχα να πω, γεια σας. Όπως βλέπετε έχω πάρα πολλά να σκεφτώ σ’ αυτή την καραντίνα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2021

Περασμένος, Ξεπερασμένος

Έχω γράψει και στο παρελθόν (όλα τα έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, δεν έμεινε τίποτε καινούριο να σας γράψω), ότι αισθάνομαι ξεπερασμένος.

Ξεπερασμένος από την εποχή.

Το επιβεβαίωσα χθες βράδυ όταν έγιναν τα επεισόδια στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Μία μέρα πριν, η ανθρωπότητα μαχόταν στα σόσιαλ για τα μέτρα κατά του κορωνοϊού. Σφάζονταν τα αντίπαλα στρατόπεδα για τις παρενέργειες του εμβολίου. Για τη στάση της εκκλησίας, για το κωλοδάχτυλο της πιστής την ώρα που εξέρχονταν από την λειτουργία των Φώτων. Μέχρι να προλάβουμε να τα καταπιούμε και να τα χωνέψουμε όλα αυτά, ξεμύτησε ο «βίκινγκ με τη γούνα» και η «κατάλυση της Δημοκρατίας στην Αμερική». Ήταν πολλά για ένα μόνο εικοσιτετράωρο.

Θυμάμαι ότι, το 1986, όταν έγινε η έκρηξη στο Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας, μόνο αυτό μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των Ειδήσεων για τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Στο Δημοτικό μας μίλησαν για τη ραδιενέργεια και μας εξήγησαν χονδρικά τι συνέβη. Θυμάμαι ότι το συμβάν είχε στιγματίσει ολόκληρη τη χρονιά, έγινε συνώνυμο του 1986, μόνο γι’ αυτό μιλούσανε «οι μεγάλοι». Στο 2020 ένα αντίστοιχο Τσέρνομπιλ θα ήταν ένα συμβάν που θα μας απασχολούσε πολύ λιγότερο, γιατί κάποιο καινούριο νταράκουλο θα ερχόταν να πάρει τη θέση του την επόμενη κιόλας ώρα.

Οι ταχύτητες είναι άπιαστες πια. Τουλάχιστον για μένα, για τα δικά μου μέτρα και σταθμά. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τι γίνεται. Μεγάλωσα σε μία χώρα που το πρώτο θέμα ειδήσεων από τη μέρα που γεννήθηκα ήταν το Κυπριακό και οι εξελίξεις του. Πλέον το Κυπριακό παίζει τρίτο και τέταρτο θέμα στις Ειδήσεις. Δεν υφίσταται καλά-καλά. Λογικό από μια άποψη, άμα σκεφτείς ότι ο κόσμος έχει σοβαρότερα προβλήματα. Μα, για εμάς είναι κάτι που δεν λύθηκε ακόμα και μας πονάει. Βρίσκω συναρπαστικό και ταυτόχρονα τρομερά ενδιαφέρον το ότι πλέον η ειδησεογραφία είναι τόσο γρήγορη και καυτή που έχει καπακώσει διαχρονικά μας προβλήματα. Τα ξεπέρασε.

Γι’ αυτό κι εγώ δεν σώνω να τα παρακολουθήσω. Αναπόφευκτα διαβάζω τίτλους από ‘δω κι από ‘κει επειδή είμαι συνέχεια ονλάιν και μαθαίνω τα θέματα σος. Αλλά ο εγκέφαλός μου αρνείται να απορροφήσει τόσα γεγονότα και πληροφορίες. Δεν προλαβαίνει να αναλύσει τίποτα. Καταλήγει να πανικοβάλλεται. Έτσι έχω αποσυρθεί εκουσίως από την ώρα των Ειδήσεων. Με το που πέσουν οι τίτλοι παίρνω το μωρό επάνω και αρχίζουμε τη διαδικασία του ύπνου. Μέχρι να τελέψω έχουν τελειώσει τα πάντα και πέφτω κι εγώ ξερός. Είμαι τουλάχιστον δυο χρόνια απών από τα γεγονότα. Μετά βίας ξέρω τα ονόματα των Υπουργών και των Κυβερνώντων αυτής της χώρας. Δεν ήμουν έτσι, εγώ κάποτε σπούδαζα Διεθνή Δημοσιογραφία και ήταν επιβεβλημένο να ξέρω ακόμα και το όνομα της Προέδρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας – ήταν μια Κινέζα τότε. Έτσι μας έλεγαν οι καθηγητές. «Δεν είναι δυνατόν να μην γνωρίζετε καίρια ονόματα, σε υψηλά πόστα, ενώ θέλετε να γίνετε δημοσιογράφοι».

Χθες βράδυ με τα καραγκιοζιλίκια του Τραμπ βεβαιώθηκα. Έχω ξεπεράσει αυτόν τον κόσμο. Δεν με αφορά τίποτα, αλλά και να με αφορούσε δεν προλαβαίνω να το παρακολουθήσω. Τελειώνει και αρχίζει ένα άλλο τσίρκο την ίδια μέρα.  

Οδεύω ακάθεκτος προς την ευτυχία της άγνοιας, και την ευρύτερη Μακαριότητα.

 

 

[Υ.Γ. Θυμήθηκα, παρεμπιπτόντως, όταν είχα πάει σε μία συνέντευξη για δουλειά το μακρινό 2007, όπου ένας από το Πάνελ με ρώτησε αν ήξερα ποιος ήταν ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εγώ απάντησα, ορθά, πως ήταν ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Ξύνισε λίγο που το βρήκα, το κατάλαβα απ’ τα μούτρα του ότι δεν ήθελε να το βρω, και για να με δυσκολέψει περαιτέρω ώστε να δικαιολογηθεί η απόρριψη που ψηνόταν, με ρώτησε από ποια χώρα καταγόταν (Ο Μπαρόζο). «Ε, χέσε μας» ήθελα να του πω, «είχα μια σκασίλα από που προέρχεται, πάλι καλά να λες που τον θυμήθηκα και τον είπα», αλλά «Ιταλός» είπα στην τύχη αφού αυτό το Μπαρόζο μου έκανε λίγο Σικελικό. «Είναι λίγο Πορτογάλος» μου απάντησε ειρωνικά ο εξεταστής και κάτι σημείωσε στο χαρτί μπροστά του. Στάνταρ θα γράφτηκε στα Πρακτικά ότι απορρίφθηκα επειδή δεν ήξερα ότι ο Μπαρόζο είναι Πορτογάλος. Αντιλαμβάνεστε τι θα απαντούσα αν πήγαινα σήμερα στο ίδιο ίντερβιου. Σήμερα δεν έχω ιδέα αν υφίσταται καν Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πόσω δε μάλλον να ξέρω ποιος προεδρεύει αυτής. Δεν έχω ιδέα αν είμαστε ακόμα μέλος της ΕΕ!]