Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2018

Πορτοκαλί Κολοκύθες

Δεν άργησε να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας μου η νεοκυπριακή μαλακία που θέλει να μιάσει τον αμόλυντο γιόκα μου. Άκου να σου πω, Αλεξάκο, και βάλτο καλά στο μυαλό σου αν μια μέρα διαβάσεις αυτές τις γραμμές. Την ημέρα που θα έλθεις και θα με ρωτήσεις «trick or treat», η απάντηση που θα λάβεις θα ‘ναι, «φούσκος ή βουζουνόπατσος;»

Μα, αν είναι δυνατόν! Τι ζούμε!

Δεν λέω, κι εγώ όταν ήμουν 12 χρονών είχα οργανώσει στο σπίτι μου πάρτι με θέμα «στοιχειωμένο σπίτι». Και είχα μαζέψει όλους τους πλαστικούς σκελετούς που τότε συνέλλεγα από το Funny Business, τους κρέμασα στους τοίχους, άναψα και κάτι κεριά από ‘δω κι από ‘κει, φόρεσα μάσκες τεράτων στα μαξιλάρια του καναπέ και τα άπλωσα στο πάτωμα παριστάνοντας δήθεν τους αποκεφαλισμένους, και σπάσαμε πλάκα με τους εκταίους του Δημοτικού. Ήμουν πολύ κουλ κιντ, τότε. Αλλά το έκανα επειδή είχα επηρεαστεί από τις ταινίες που έβλεπα. Δεν μου το ταΐσανε με το ζόρι οι Αμερικάνοι. Ούτε το υιοθέτησα επειδή είχα αθκειασερή μάνα που κάτι έπρεπε να εφεύρει για να περάσει ευχάριστα ο Οκτώβρης. Και προ πάντων, δεν το καθιέρωσα.

Τώρα έγινε έθιμο. Διείσδυσε στο πετσί μας. Μετά τα καλοκαιρινά, πριν τα Χριστουγεννιάτικα, πλέον σου λανσάρουν τον εξοπλισμό του Χαλοουίν. Θεέ και Κύριε!  «Και τι πειράζει να πάει το μωρό σε ένα τέτοιο πάρτι; Προτιμάς να μείνει απομονωμένο στο σπίτι να βαριέται;» Όχι, εντάξει, άμα το θέτετε έτσι, ας πάει. Αλλά ας του μιλήσει κάποιος, κάποτε. Ας του εξηγήσει κάποιος ότι προχθές γιορτάζαμε το ΟΧΙ του Μεταξά. Ότι η Ελλάδα «νίκησε τους Ιταλούς». Ότι πήγε κόντρα στον φασισμό και αντιστάθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα στις στρατιές του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Και άμα τα μάθει αυτά, άμα τα εμπεδώσει και μπορεί πια να σου κατονομάσει και το τοπ3 των ασμάτων της Σοφίας Βέμπο, ας πάει να μου ντυθεί πορτοκαλί κολοκύθα.

Μου τη βιδώνει, ρε φίλε. Αυτό που ξαφνικά προσγειώνεται κάτι στο κεφάλι μας από το πουθενά και όλοι συμπεριφέρονται σαμπώς και μεγαλώσαμε έτσι. Είχατε και στο χωριό σας χαλοουίν; Που οι μισοί στη σιφονιέρα έχετε φωτογραφία τον παππού σας με τη βράκα και το μπαστούνι του τσέλιγκα. Ξαφνικά την είδατε μάγοι και ξωτικά… Τη γαλοπούλα μη ξεχάσετε! Όπου να ‘ναι έρχεται και η μέρα των ευχαριστιών!

Δεν μπορώ να κάνω πολλά. Όλοι οι φίλοι μας με παιδάκια στην ηλικία του γιου μας, τα ασβεστώσανε και τα ντύσανε φαντάσματα. Ποιος είμαι εγώ να του πω «θα κάτσεις σπίτι χάριν πεποιθήσεων;» Εννοείται θα πάει. Αλλά έτσι η ζημιά μονιμοποιείται. Γιατί όταν θα γίνει πλέον 15 και θα του πω «τι μαλακία είναι γιε μου, αυτό το Χαλοουίν, σας το ρίχνουν και στο ποτό σας;» θα γυρίσει να μου πει «μα, μπαμπά, με αυτό μεγάλωσα και έχει πλάκα». Δεν θα γυρίσει να μου πει «παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε». Που κι αυτό να γυρίσει να μου πει, πιο πιθανό θα ‘ναι να αναφέρεται στην ομώνυμη σειρά του ΑΝΤ1 (που δεν θα την έχει δει κιόλας), παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Σώστε τα ελληνόπουλα από τις κολοκύθες του σατανά! Παιχτείτε!


Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2018

Το Κάτι Παραπάνω

«Που σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς τι να το κάνω…»

Πόσο καιρό έχει να ακούσει άνθρωπος της ηλικίας μου τραγούδι ελληνικό, ή ακόμα και ξένο και να το αισθανθεί; Το συζητούσαμε και με δύο φίλους συναδέλφους. Μετά τα 30-35 δεν αισθάνεσαι κανένα τραγούδι. Δεν σου λέει τίποτα κανένα. Δεν είναι όπως την ηλικία των είκοσι που και στ0ν τελευταί0 παπαρο-στίχο του Παντελίδη βρίσκεις σοφία και μάθημα ζωής για να πίνεις στην υγεία της αχάριστης.

Στην ηλικία των 38-39 δεν υπάρχει αχάριστη. Υπάρχει ένας κυκεώνας υποχρεώσεων που σε τεζάρει από τις 8:30 το βράδυ. Δεν προλαβαίνεις να ζήσεις τις μέρες. Τις διεκπεραιώνεις. Και κάπου εκεί έρχεται αναπάντεχα ένα τραγούδι απλό, ελαφρώς παλιακό και λες «ωχ, αυτό είναι της εποχής μου». Ναι, έχει τώρα τρεις μέρες που ακούω το «τι να το κάνω» του Κωνσταντίνου Αργυρού δέκα φορές την ημέρα. Ψιλό-ντρέπομαι που το παραδέχομαι. Εντάξει, μου θυμίζει τουλάχιστον άλλα δύο τρομώδη σουξέ της δεκαετίας του ’90, Ρόκκο κυρίως, αλλά δεν με χαλάει καθόλου. Διψώ τόσο πολύ για εκείνη την εποχή που ό, τι με ταΐσεις τρώω.

Τα τραγούδια της νιότης δεν ξανάρχονται. Μπορεί να συμπεριφέρομαι σαν να είμαι 100 χρονών τώρα, αλλά είναι αλήθεια. Τα τραγούδια που ακούς στα νιάτα σου και συμπίπτουν με την έκκριση των πρώτων ερωτικών ορμονών, τα αγαπάς ακόμη και αν πρόκειται για αντικειμενικές αηδίες. Για παράδειγμα, εγώ κάποτε θεωρούσα έπος το «Αχ Κορίτσι Μου» του Πλούταρχου. Τον οποίο πλέον σιχαίνομαι. Αλλά το έτος 2002 στην Αγγλία, την Αγγλία που το ίντερνετ δεν ήτο δεδομένο και η επαφή με το ελληνικό γίγνεσθαι ήταν προνόμιο λίγων, την Αγγλία του πρώτου μεγάλου έρωτα, το εν λόγω άσμα είχε καθιερωθεί ως ύμνος. Σήμερα όποτε το παίξει το itunes το προσπερνώ πριν καν ακουστεί δεύτερη χορδή μπουζουκιού.

Και με τον Ρέμο τα ίδια είχα πάθει κάποτε. Εκείνο το «Καρδιά Μου Μην Ανησυχείς» που το είχα αγοράσει τυχαίως από τα duty free του παλιού αεροδρομίου Λάρνακας, το είχα λιώσει! Σήμερα απορώ. Και ένα ρεφραινάκι από το «είσαι όλα ό,τι έχω και δεν έχω, η καρδιά μου σου φωνάζει φύγε δεν αντέχω…» να ακούσω, με νευριάζει. Για να μην μιλήσω για το «Δεν Τελειώσαμε». Όχι, Αντώνη Ρέμο. Τελειώσαμε!

Βαθιά μέσα μου ελπίζω ότι θα αναβιώσει εκείνο το πάθος που είχα με τα τραγούδια μέχρι τα τριάντα μου. Βαθιά μέσα μου ελπίζω ότι θα ξανά-υπάρξουν κυκλοφορίες με ολόκληρα άλμπουμς με τραγούδια. Όχι ξέμπαρκα σινγκλάκια από ‘δω κι από ‘κει. Ότι τα τραγούδια θα μου ξαναπούν κάτι, και δεν θα εξυπηρετούν απλώς τη νοσταλγία μου. Αυτό το «Κάτι Παραπάνω» κάνει τη δουλειά. Προς το παρόν!


Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2018

Κουβέντες Καμαρινιού

Το θέατρο τελείωσε και εγώ μπήκα ήδη σε post-obiter depression mode.

Σόρρι για τα εγγλέζικα, αλλά δεν μου έρχεται η ελληνική ορολογία.

Πόσο δραπέτευσα τις τελευταίες τρεις μέρες! Πραγματικά, έγινα άλλος άνθρωπος.

Ούτε με τις ειδήσεις ασχολήθηκα, ούτε με αγνώστους είχα ώρα να βριστώ στα κοινωνικά δίκτυα, ούτε με τη δουλειά μου δυσανασχέτησα, ούτε τίποτε. Η μόνη μου έγνοια ήταν αν παίξαμε καλά και αν γέμισε το θέατρο. Στην τελευταία παράσταση δώσαμε ρέστα. Όλα στην εντέλεια. Και το θέατρο κάθε νύχτα φίσκα. Υπέροχο συναίσθημα. Εχθές ένας από την ομάδα υπονόησε ότι είμαι ψωνάρα που θέλω να παίζω πάντα με το θέατρο γεμάτο. Γιατί; Έχει άνθρωπο που σκοτώνεται ένα χρόνο στις πρόβες για να παρουσιάσει ένα θέαμα και δεν θέλει να το «ξεπουλήσει;»

Εννοείται ότι θέλω το θέατρο γεμάτο. Και μια καρέκλα άδεια να δω, χαλιέμαι. Και νευριάζω. Αν ήθελα να τα λέω μόνος μου, καθόμουν σπίτι και απάγγελλα στον καθρέπτη. Κύριε ελέησον, δηλαδή! Να είμαι φερ’ ειπείν τραγουδιστής και να μην με νοιάζει που δεν γεμίζω το μαγαζί. Ή να είμαι συγγραφέας και να μην με νοιάζει που δεν βρίσκεται πλάσμα να με διαβάσει. Άκου μαλακίες!

«Το θέμα είναι να μαζευτούν τα λεφτά για τη φιλανθρωπία» μου είπε. Ε, όχι! Αν ήθελα σκέτα λεφτά για τη φιλανθρωπία, έβγαινα στα φανάρια με καπελάκι του ραδιομαραθώνιου και πουλούσα λαχνούς. Αφ’ ης στιγμής αποφασίζω να εκτεθώ καλλιτεχνικά, θέλω κοινό! Και θέλω και το θέατρο κατάμεστο! Και δεν με ενδιαφέρει να πληρώσουν τ0 εισιτήριο και να κάτσουν σπίτι τους. Να τσακιστούν να έρθουν να μας δούν! 

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν υφίσταται έμμεση φιλανθρωπία. Θέλω να πω, παίζω θέατρο πρωτίστως για το ψώνιο μου. Αν παρ’ ελπίδα επωφελείται μία ασθενής μερίδα πληθυσμού, αυτό καθιστά την πράξη μου φιλανθρωπική; Εγώ θεωρώ πως μόνο αν κάνεις αγγαρεία χάριν φιλανθρωπίας τότε μετρά η πράξη ως τέτοια. Το κίνητρο μετράει. Π.χ. να οργώσω εκατόν χωράφια δωρεάν για να βγάλω λεφτά για έναν άρρωστο που τα χρειάζεται για να εγχειριστεί. Αυτό θα ήταν κάτι που δεν θα ήθελα να κάνω - το όργωμα εννοώ. Αλλά αν απ’ αυτό θα επωφελούνταν κάποιος και αποφάσιζα να το κάνω, τότε ναι, η πράξη μου θα ήταν καθαρά φιλανθρωπική. Γιατί ενέχει το στοιχείο της αυτοθυσίας. Το να παίζεις θέατρο για να τροφοδοτήσεις τη ματαιοδοξία σου, αλλά ταυτόχρονα να επωφελούνται κάποιοι τρίτοι, δεν είναι ακριβώς φιλανθρωπία. Είναι μία μέση κατάσταση. Μία win-win situation (να’ τα πάλι τα Εγγλέζικα, Θέ μου, τι έχω πάθει, χάλασα;) Έχει σημασία, θα μου πεις; Όχι και τόση. Φιλοσοφούμε χάριν άπλετου ελεύθερου χρόνου. Τα λεφτά μαζεύτηκαν πάντως. Και από ό,τι ακούω σημαντικό μέρος αυτών, αν όχι όλα, θα πάνε στους καρκινοπαθείς. Ίδωμεν.


Δεν θέλω να επανέλθω στην καθημερινότητα. Δεν θέλω. 

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2018

Μα Τι Ωραία Που Περνώ Στο Θέατρο!

Παρόλη την κούραση και την σωματική εξαθλίωση που υπέστην τις τελευταίες μέρες εξ αιτίας των προβών, σήμερα λέω χαλάλι για όλα. Κάθομαι στον θρόνο μου σαν πρωταγωνιστής του Χόλλιγουντ και δρέπω δάφνες. Ή τέλος πάντων, ζω τη φαντασίωση μου. Για να καταλάβεις, σκέφτομαι ήδη τι θα παίξουμε του χρόνου.

Δεν μπορείς να φανταστείς πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ψυχολογία του ηθοποιού και του θεατή. Όταν εγώ παίζω, αγχώνομαι και αγωνιώ για τα πάντα. Από το αν υπάρχει ροή και ρυθμός στην παράσταση, μέχρι το αν το απολαμβάνει το κοινό το έργο. Μόνο μια φορά αφέθηκα και βίωσα τον ρόλο από την αρχή μέχρι το τέλος ξέγνοιαστος. Στ0 «Η Γυνή Να Φοβήται Τον Άνδρα» που ήταν ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο. Εκεί δεν με έκοφτε τίποτε, ήμουν ο Αντωνάκης από το πρώτο λεπτό ως την υπόκλιση. Έπαιζα και πετούσα. Σε όλα τα άλλα που παίξαμε όμως, η έγνοια μου ήταν ο κόσμος. Αισθάνομαι ευθύνη για τον κόσμο που καλούμε στις παραστάσεις μας. Χάρη μας κάνουν κι έρχονται, μερικοί μάλιστα καταφθάνουν από άλλες πόλεις, οφείλουν να μην βλαστημήσουν την ώρα και τη στιγμή που πλήρωσαν το δεκάευρ0, ασχέτως αν αυτό στο τέλος θα πάει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα.

Εχθές, στην πρεμιέρα έκανα το λάθος και αφαιρέθηκα και άρχισα να χαζεύω τους θεατές. Να κοιτάζω ποιοι ήρθαν και ποιοι δεν ήρθαν, πού καθόταν ο καθένας. Δεν έπαιζα εκείνη την ώρα, απλά κρατούσα το σκηνικό και έχασκα. Μέγα λάθος! Είδα μία συγγενή της Μπρέντας να παίρνει έναν υπνάκο και ένιωσα άσχημα που την κουράσαμε τη γυναίκα, είδα κάτι φίλους μου που δεν βρήκαν θέση και έκατσαν στα σκαλιά και ντράπηκα, είδα δυο άλλες γνωστές μου να τσακώνονται επειδή η μία εξ αυτών σχολίαζε το έργο δυνατά και η άλλη μπροστά ενοχλήθηκε και σκέφτηκα ότι δεν γλιτώνουμε τον καβγά εν μέσω παραστάσεως, γενικώς, είχα έγνοια. Και φυσικά, το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι δεν απόλαυσα την παράσταση όσο έπρεπε. Δεν ήμουν «εκεί».

Η ψυχολογία του κοινού βέβαια, είναι άλλη. Και το ξέρω γιατί κι εγώ όταν πάω να δω ερασιτεχνικές παραστάσεις άλλων φίλων, είμαι πολύ επιεικής. Δεν έχω προσδοκίες, δεν περιμένω να δω «παράσταση» από μέρους τους. Χαίρομαι απλά που τους βλέπω να το προσπαθούν, να το απολαμβάνουν. Πιο πολύ ως ένα πάρτι το αντιλαμβάνομαι. Ένα πάρτι με δρώμενα. Και τους συγχωρώ τα πάντα. Και τα λόγια να χάσουν, και αμηχανία να έχουν, τα πάντα τους τα συγχωρώ και νιώθω ότι δεν έχει και τίποτα σημασία. Φτάνει που με διασκεδάζουν. Το ανάποδο όμως, δεν το διανοούμαι.


Σήμερα πάντως, είμαι καλά. Νιώθω ότι έχω μανδύα βασιλιά να σέρνεται πίσω μου και χαίρομαι την κούραση που μου προκάλεσε η χθεσινοβραδινή ένταση. Περνώ όλη τη μέρα βλέποντας αναρτημένες φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα και χαίρομαι. Πόσο αγαπώ αυτή την παρέα, κουράστηκα να το λέω. Και επειδή φοβάμαι για το τι θα γίνει αν ποτέ διαλυθεί, δεν θέλω να το επαναλαμβάνω και μετά να μου πάρει δέκα χρόνια να το ξεπεράσω, όπως έγινε όταν διαλύθηκε η παρέα του Λυκείου, αλλά και άλλες που έληξαν άδοξα και δεν το πήραμε χαμπάρι.

Με το τέλος της παράστασης τόσα χρόνια, δεν άκουσα ιδιαίτερα κακές κριτικές. Να σου πω την αλήθεια, εγώ μόνο τις κακές κριτικές λαμβάνω υπόψη. Μην συγχέεις τις κακές με τις κακεντρεχείς. Υπάρχουν και αυτές, μπορώ να τις ψυχολογήσω και να τις μπλοκάρω. Δεν είναι πολλές. Όμως τις κακές κριτικές τις αγαπώ, γιατί επιβεβαιώνουν αυτά που κατά βάθος ξέρω κι εγώ. Όσες φορές άκουσα κακά σχόλια αφορούσαν σε πράγματα που ενδόμυχα γνώριζα πως ισχύουν. Δεν αντιδρώ, ούτε προσπαθώ να δικαιολογήσω οτιδήποτε. Συμφωνώ, απλά εξηγώ ότι από ερασιτεχνικά σχήματα δεν πρέπει να περιμένεις θαύματα. Πρέπει να τα αντιμετωπίζεις σαν ένα πάρτι. Αν δεν έχεις τη διάθεση να τα κρίνεις ως τέτοια, καλύτερα κάτσε σπίτι σου, μην τρως και τα λεφτά σου.


Αλλά ναι, από την πολλή θετική κριτική, μπουχτίσαμε. Εγώ βλέπω παραστάσεις και τις 8 στις 10 τις σκαρτάρω. Αυτοί πώς ενθουσιάζονται τόσο; Απ’ την Επίδαυρο ξεπεταχτήκαμε; Εκτός κι αν μας κρίνουν υπό το πρίσμα του ερασιτεχνικού. Αλλά και πάλι, κανένας δεν διευκρινίζει πώς μας κρίνει. Όλοι ένα «μπράβο είστε πολύ καλοί» λένε και φεύγουν. Ε, τι να πουν εκείνη την ώρα. Η ευγένεια αυτό επιτάσσει άλλωστε, ειδικά όταν βλέπεις 13 άτομα να χτυπιούνται επί μία ώρα πάνω στη σκηνή με τα σίδερα. Αλλά, ναι, εγώ εκτιμώ περισσότερο την πιο… κυνική και ειλικρινή κριτική.

Αυτά.


Περνώ ωραία!

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2018

Φίλοι Φίλων

Το κακό και συνάμα καλό με το ίντερνετ είναι ότι επισπεύδει τις διαδικασίες. Φερ’ ειπείν, σου συστήνουν ένα άτομο και πριν καν του σφίξεις το χέρι το έχεις τσεκάρει μέσω των προφίλ που διατηρεί σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα. Ξέρεις εκ των προτέρων τι καπνό φουμάρει, μπορεί και κατιτίς παραπάνω, μπορεί ακόμα και τα πάντα, αν αυτό διατηρεί μπλογκ σαν εμένα στο οποίο περιγράφει ακόμα και το πώς μυρίζουν τα κακά του. Οπότε, ναι, το ίντερνετ έχει απομυθοποιήσει τα πάντα και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στις σχέσεις έχει επιφέρει τεράστιες αλλαγές.

Εν πάση περιπτώσει, σήμερα αγαπητοί αναγνώστες, θα συζητήσουμε πώς χειριζόμαστε ανθρώπους που γνωρίσαμε από κοντά και μας γέμισαν μια χαρά το μάτι, αλλά μετά τους τσεκάραμε διαδικτυακώς και πέσαμε απ’ τα σύννεφα.

Εμένα μου έχουν τύχει δύο τέτοια περιστατικά και θα σου πω την εμπειρία μου. Πριν περιγράψω τα περιστατικά, όμως, να σου πω ότι εγώ συνήθως δίνω άφεση αμαρτιών. Άπαξ και σε συμπάθησα, άπαξ και μου γέμισες το μάτι, δύσκολα σε «ακυρώνω» ή σε «καταργώ» επειδή θεωρώ το ίντερνετ ολίγον τι «παγίδα» και εύκολο στο να σου βγάλει τον κακό σου εαυτό. Δικαιούσαι να είσαι όσο μαλάκας θέλεις στα προφίλ σου. Δεν σε παρεξηγώ. Σε έχω τσεκάρει από κοντά, μπορώ να καταλάβω αν αυτό που προβάλλεις διαδικτυακά είναι προϊόν βαρεμάρας, εκτόνωσης, πλάκας, ή προϊόν του «κάθομαι στον καναπέ και βαριέμαι και παίζω το πουλί μου».
Πριν πολλά χρόνια γνώρισα δυο κοπέλες. Μια χαρά κοπέλες ήταν από κοντά, ήταν φίλες, φίλων. Όχι γκόμενες. Σκέτες φίλες. Ήπιαμε τους καφέδες μας, είπαμε αυτά τα φαιδρά που λέγονται συνήθως σε έναν καφέ και γίναμε φίλοι στα δίκτυα. Με τον καιρό πρόσεξα πως επρόκειτο για μαλακισμένες. Φάουσες, που άρπαζαν από τον λαιμό οποιονδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει αυτό που έγραφαν, αγενείς και ακραίες. Δεν έδινα έκταση, από κοντά μια χαρά τις είχα κόψει, «θα έχουν νεύρα» σήμερα σκεφτόμουν. «Κάποιος θα τις νευρίασε και ξεσπούν εδώ» σκεφτόμουν. «Για να είναι φίλες φίλων μου, πάει να πει ότι κάτι καλό έχουν να επιδείξουν». Χίλια δυο άλλοθι τους έβρισκα.

Ώσπου! Ώσπου ήρθε και η σειρά μου. Ετόλμησα κάποτε να εκφράσω άποψη που τις αφορούσε και τις ξένιζε. Πολιτική άποψη συγκεκριμένα. Δεν έχασαν δευτερόλεπτο αμφότερες. Έβγαλαν νύχια, ακόνισαν τα δόντια τους πάνω μου. Το τι άκουσα δεν περιγράφεται. Και δεν έχει και τόση σημασία, αφού εκπαιδευμένος χρόνια εδώ με ανώνυμους, το να μου «τη λένε» οι επώνυμοι μου φαντάζει σαν να κάνω ντουσάκι μετά από κολύμπι στα λασπόνερα. Τέλος πάντων, αφού με στόλισαν με διάφορα κοσμητικά επίθετα και οι δύο, με διέγραψαν και δεν μου έδωσαν καν την ευκαιρία να τους απαντήσω. Δεν πειράζει. Ύστερα φέρνει ο φούρνος την πυρά! Η Κύπρος είναι μικρή. Μετά από καιρό τις πέτυχα κάπου έξω. Και φυσικά δεν τους έκανα τη χάρη να ανταποδώσω στο ίδιο ύφος. Τους είπα ότι «σέβομαι τους κοινούς μας φίλους που θα έρχονταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αν και εγώ εξέφραζα απερίφραστα το τι πίστευα για εκείνες». Εκεί κοκκίνησαν και οι δύο και έσκυψαν το κεφάλι. Περίμεναν ότι θα τους έκανα το χατίρι να τις επιβεβαιώσω. Να παίξω το παιχνίδι. Να ξεκατινιαστώ. Καμία τέτοια όρεξη. Μην κοιτάς εδώ που χάνω τη μπάλα με τους ανώνυμους πού και πού, επειδή τσαντίζομαι που τους ευνοεί η ανωνυμία.

Από κοντά δεν υπάρχει περίπτωση να μπω στη διαδικασία να σε «τσιγκλίσω» ή να σου δώσω περαιτέρω υπόσταση. Συνεχίζω να σε «συμπαθώ», εξ αιτίας των κοινών μας φίλων. Έχω ήδη στο βλέμμα γραμμένο το «ξέρω τι σκατά έχεις μέσα στο κεφάλι». Μιλά αυτό από μόνο του. Δεν υπάρχει χώρος για έξτρα επιχειρήματα και κουβεντούλα. Και προ πάντων, υπάρχουν και οι κοινοί φίλοι. Που δεν φταίνε σε τίποτα.

Όταν εγώ, για παράδειγμα, παρατηρώ ότι στον τοίχο μου στο Facebook ετοιμάζονται δυο άγνωστοι μεταξύ τους φίλοι μου να αρπαχτούν για κάποιο ζήτημα, σπεύδω και στέλνω μηνύματα προσωπικά στον καθένα, να προλάβω τα χειρότερα. Τους ενημερώνω ότι δεν επιτρέπω να τσακώνονται μεταξύ τους, ιδιαίτερα όταν δεν γνωρίζονται από κοντά. Ιδιαίτερα όταν καταλαβαίνω ότι ο ένας παρεξήγησε τον άλλον, ότι δεν επικοινωνούν, ότι δεν συζητούν για το ίδιο θέμα και όταν επί της ουσίας ο καθένας λέει κάτι άσχετο με τον άλλον. Και είναι χρέος μου να το πράξω και να τους προστατεύσω από την έκθεση. Έτσι κάνουν οι φίλοι.


Ναι, το ίντερνετ δεν βολεύει σ’ αυτά. Αλλά βολεύει παραδόξως η μικρή Κύπρος. Γιατί μετά τους πετυχαίνεις έξω. Και τους κοιτάς ανάλογα. Και ξέρουν και εκείνες/οι, ότι ξέρεις. Και σκύβουν και φεύγουν. Και τότε είναι τέλειο.  

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2018

Βενζίνη

Είμαι εγώ άνθρωπος να ανοίγω το πρωί τις ειδήσεις και να διαβάζω «ουρές στα οδοφράγματα για λίγη βενζίνη από τα κατεχόμενα;» Είμαι; Δεν με λυπάστε; Να μου υπενθυμίζετε κάθε μέρα ότι δεν έχουμε τίποτε κοινό μεταξύ μας. Ότι κακώς κάθομαι εδώ και σας ανέχομαι και δυσφημίζεται το είναι μου από τη δική σας ξευτίλα; Τι δουλειά έχω εγώ να ζω παρέα με ένα λαό που αιμοδοτεί τον κατακτητή του τόσο αψήφιστα, κι άμα του υποδεικνύουμε το λάθος να βγάζει και γλώσσα; Πόσο δύσκολο είναι πια να τηρηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο εθνικής αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού σ’ αυτή τη χώρα; Ως πότε θα χρησιμοποιείτε ως άλλοθι το «κράτος-κλέφτης» για να καλύψετε την αμορφωσιά σας, την παραδοπιστία σας και τον έμφυτο ραγιαδισμό σας;!

Θεέ μου, πάρε με από ‘δω. Σώσε με από τους σιχαμερούς Κυπραίους! Που από τον καιρό που τους κατάλαβα, κάπου εκεί στα 18, όταν μπήκα για πρώτη φορά στον θάλαμο της μονάδας και τους είδα να κοιμούνται άπλυτοι με τις μάλλινες κάλτσες στα πόδια, κατάλαβα ότι ουδεμία σχέση έχουν μ’ αυτό που εγώ είχα μέχρι τότε στο μυαλό μου για το τι εστί Κύπρος. Σώσε με από τα βλαχαδερά, από αυτά τα σπυριά γεμάτα πύον που τους δόθηκε κατά λάθος δικαίωμα ψήφου αντί ψόφου.

Σώσε με από τον λαό που όταν το 2003 άνοιξε ο Ντενκτάς τα οδοφράγματα προκειμένου να συνηθίσουν σαν καλοί, δουλοπρεπείς ιθαγενείς το στάτους κβο και να εμπεδώσουν την κατοχή, η Κυβέρνηση τους έκρινε αναγκαίο να εκδώσει ειδικό ανακοινωθέν ότι «δεν λύθηκε το Κυπριακό!» προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Σώσε με από τον λαό που την ίδια χρονιά έδωσε στη Σερτάμπ Ερενέρ τη νίκη στη Γιουροβίζιον ψηφίζοντάς την με 8 βαθμούς παρακαλώ, ως ένα ταπεινό ευχαριστώ που του άνοιξαν τα οδοφράγματα να δει τις λεηλατημένες περιουσίες του με κλέφτες μέσα. Αν η Κύπρος δεν ψήφιζε την Τουρκία εκείνη τη χρονιά, όπως παραδοσιακά συνέβαινε, η Τουρκία θα έχανε από το Βέλγιο. Αλλά τόσο μας κόβει, κέρδισαν εξ αιτίας μας. 

Σώσε με γενικώς, και δώσμου δύναμη να αντέξω να μεγαλώσω τον γιο μου σε αναξιοπρεπή χώρα γεμάτη βλάκες. 

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2018

Συγυρίζοντας

Δυο μικρά θέματα θα θίξω, και δεν είναι καν καινούρια. Απλώς θα ήθελα να τα ξαναγράψω.

Πρώτον,

Στα πλαίσια της μετακόμισης στο ανακαινισμένο σπίτι, έχω φέρει από το πατρικό μου και το τελευταίο μου σώβρακο. Δεν έχω αφήσει σχεδόν τίποτα πίσω, σκοπεύω να τα μεταφέρω όλα τα συμπράγκαλά μου εδώ. Σήμερα, που λέτε ολοκλήρωσα τη μεταφορά των cds που αγόραζα πριν αρχίσω τις διαδικτυακές αγορές. Γέμισα σχεδόν ένα ερμάρι. Τα συγύριζα και θυμήθηκα τη χαρά της αγοράς, τότε που η μουσική ήτο αντικείμενο και η αγορά της είχε άλλη αξία. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μου. Το θέμα μου είναι ο πατέρας μου. Μία μέρα λίγους μήνες πριν πεθάνει τον είχα κόψει στο σαλόνι να περιεργάζεται τους δίσκους του και να κλαίει. Εγώ κατάλαβα ότι έκλαιγε επειδή ένιωθε ότι όλα τελειώνουν, αλλά δεν του είπα τίποτα. Προσποιήθηκα ότι δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Γύρισε και μου είπε: «μια μέρα αυτοί οι δίσκοι δεν θα ξαναπαίξουν!»

«Ευτυχώς!» του απάντησα. «Ποιος θέλει να ακούει τον Βοσκόπουλο και τον Ιγκλέσιας τη σήμερον ημέρα!»

Μην σε γελά η Βίσση στο βάθος, εκείνη είναι δική μου. 


Περιττό να πω ότι μετά που πέθανε οι δίσκοι του φυλάχθηκαν, αρχειοθετήθηκαν και περιμένω πώς και πώς να τους βάλω σε βιτρίνα. Περιττό επίσης να πω, ότι αντί μνημόσυνων, στα οποία ουδέποτε παρέστην, παίζω με κάθε ευκαιρία στο itunes τα αγαπημένα του τραγούδια και είναι σαν να είναι εδώ μαζί μου. Απίστευτο και υπερφυσικό συναίσθημα. Ε, ναι, λοιπόν. Σήμερα που συγύριζα τα δικά μου τα cds, «ήρτα που έσσω μου» που λέμε και στα Κυπριακά.

Διερωτώμαι αν ο γιος μου θα κρατήσει τα δικά μου για ενθύμιο. Αν θα τα ακούει, αν θα είναι σε θέση να τα εκτιμήσει, ακόμα και τα πιο ελαφρά, και να τα αγαπήσει εξ αιτίας μου. Προς το παρόν άμα παίζει η Βίσση στο αυτοκίνητο αναφωνεί "άλλο!" - δηλαδή, άλλαξέ το. Τίποτα δεν πήρε από μένα!

Δεύτερον,

Χθες στην πρόβα, κάποιος από την ομάδα έβγαλε την πιο κάτω φωτογραφία. 



Την είδα και σιώπησα για λίγη ώρα. Επιβεβαίωσα αυτά που σου έγραφα και τις προάλλες. Ότι το πώς είμαστε, το πώς δείχνουμε και το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς τον εαυτόν μας, ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους. Ας πούμε ότι εγώ τώρα βλέπω εκείνον τον μεσόκοπο κυριούλη που κανονικά στην ηλικία του θα έπρεπε να έχει μιαν άλφα καριέρα, να βγάζει πολλά λεφτά, να έχει τουλάχιστον δύο παιδιά και να είναι αποκαταστημένος. Αντ’ αυτού βλέπω ένα 40χρονο με ρούχα 18χρονου να παίζει θέατρο με τους φίλους του και να το ανάγει σε ό, τι πιο σημαντικό του συνέβη τα τελευταία δέκα χρόνια. Είναι ή δεν είναι λυπηρό; Το ποιο θα μου πεις; Το όλον, σου απαντώ. Το ότι δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό. Το ότι δεν ξέρω ποιος είμαι ακριβώς. Ο σαραντάρης ή ο δεκαοχτάχρονος; Γιατί βρίσκω λυπηρή εξέλιξη και τη μεν και τη δε εκδοχή.


Να σου πω, κιόλας, ότι ποτέ δεν κατάφερα να συνδυάσω ρούχα και ηλικία με επιτυχία.