Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2019

Γιουροβιζιακοί Πολέμοι 2019

Έχει καιρό να καταπιαστούμε με κάποιο γιουροβιζιακό θέμα εδώ πέρα.

Σήμερα είναι η κατάλληλη ευκαιρία μιας και προέκυψε ένα θέμα που εμένα μου ανοίγει τα μάτια όσον αφορά τη σχετικότητα των πάντων. Κι αυτό γιατί ενέχει πολιτικές προεκτάσεις που για μένα είναι και το ζουμί της Γιουροβίζιον (μα, δεν είναι η μουσική; Χαχα!).

Γι’ άλλη μια φορά θα ασχοληθούμε με τους Ρώσους και τους Ουκρανούς, ανάθεμα την ώρα που τους επίτρεψε η EBU να συμμετάσχουν. Την περασμένη βδομάδα, λοιπόν, διεξήχθη ο εθνικός τελικός της Ουκρανίας και κέρδισε μία τραγουδίστρια ονόματι Μαρούβ. Η Μαρούβ πέραν της γιουροβιζιακής της συμμετοχής έχει έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα με τη γειτονική και εχθρική Ρωσία, η οποία ως γνωστόν εισέβαλε πριν πέντε χρόνια στην Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία. Η Ουκρανία έκτοτε ψήφισε μία σειρά από Νόμους οι οποίοι απαγορεύουν οποιαδήποτε δούναι και λαβείν με τη Ρωσία και ειδικότερα με ό, τι έχει να κάνει με το ευαίσθητο θέμα της Κριμαίας (Θυμάστε και τι είχε συμβεί το 2017 όταν η Ρωσία αποσύρθηκε από τη διοργάνωση του Κιέβου γιατί οι Ουκρανοί προειδοποιούσαν ότι θα συλλάμβαναν τη Ρωσίδα εκπρόσωπο αν πατούσε το… πόδι της στην Ουκρανία, εξ αιτίας των συναυλιών που είχε δώσει στην Κριμαία).

Η Μαρούβ κέρδισε εν τέλει τον τελικό αλλά στο συμβόλαιο που της δόθηκε για να υπογράψει αργότερα αναφερόταν ρητώς ότι πρέπει να ακυρώσει την περιοδεία της στη Ρωσία αλλιώς το εθνικό κανάλι της χώρας δεν θα της επέτρεπε να εκπροσωπήσει την Ουκρανία στη Γιουροβίζιον. Επειδή προφανώς είναι πολλά τα λεφτά απ’ τη Ρωσία, η Μαρούβ αρνήθηκε και έτσι έχασε το εισιτήριο για το Τελ Αβίβ. Κανένας άλλος καλλιτέχνης που συμμετείχε στον εθνικό τελικό δεν δέχτηκε να πάρει τη θέση της -ως ένδειξη συμπαράστασης προς την αδικημένη νικήτρια, έτσι η Ουκρανία χθες αποσύρθηκε και επίσημα από τη Γιουροβίζιον του 2019.

Όλα καλά και άγια αυτά, ολίγον μας ενδιαφέρουν τα εσωτερικά τους θέματα. Έκτοτε, όμως, ξεκίνησε μία θύελλα αντιδράσεων από όλα τα ευρωπαϊκά φαν κλαμπ, αφενός επειδή το ουκρανικό τραγούδι ήταν ένα από τα φαβορί και έχασαν μία δυνατή συμμετοχή, αφετέρου επειδή θεωρούν ότι ο διαγωνισμός «πολιτικοποιείται» και ότι η Ουκρανία «υπερβάλλει» με τα μέτρα που έλαβε απέναντι στη νικήτρια.

Κατ’ αρχάς εγώ συνεχίζω να εντυπωσιάζομαι που υπάρχει κόσμος που ζει τόσο πολύ στην κοσμάρα του ώστε να θέτει τα καλλιτεχνικά θεάματα, όπως τη Γιουροβίζιον, υπεράνω των πολιτικών καταστάσεων. Μία χώρα εισέβαλε στρατιωτικά στην πατρίδα τους, προσάρτησε εδάφη, και παρόλα αυτά φταίνε οι Ουκρανοί για τους «ναζιστικούς τους νόμους». Με βάση τη λογική τους, δηλαδή, οι Ουκρανοί θα έπρεπε να πουν κι ευχαριστώ στη Μαρούβ που «επιδιώκει την ειρήνη και συναγελάζεται (με το αζημίωτο βεβαίως) με τον εισβολέα. Μη χάσουμε τώρα τη Γιουροβίζιον εξ αιτίας του πολέμου, πώς θα ζήσουμε; Για όνομα του Θεού δηλαδή! Επιπλέον, βρίσκουν τα μέτρα «υπερβολικά». Αν το να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα σου με λεφτά του εχθρού θεωρείται υπερβολικό, από ποιον γκρεμό να πάω να πέσω, δηλαδή. Την εποχή της γιαγιάς μου, όσοι εξυπηρετούνταν από τον εισβολέα θεωρούνταν δοσίλογοι και προδότες. Σήμερα είναι ειρηνιστές!

Και τι πάει να πει «πολιτικοποιείται το θέαμα»; Κατ’ αρχάς, τα πάντα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι «πολιτικοποιημένα». Από το γάλα που επιλέγω να πιω το πρωί, μέχρι τι θα πάω να ψηφίσω, υπάρχει από πίσω πολιτικό κίνητρο. Κάθε επιλογή που κάνουμε είναι πολιτική. Τώρα ξαφνικά θυμήθηκαν ότι η Γιουροβίζιον πολιτικοποιείται; Σοβαρά, τώρα; Μιλάμε για ένα θέαμα στο οποίο συμμετέχουν καλλιτέχνες εκπροσωπώντας κράτη, εμφανίζοντας τις σημαίες επί σκηνής και το όνομα της χώρας τους στον πίνακα βαθμολογίας, και αναμένετε να μην υπάρχει μέσα το πολιτικό στοιχείο; Μα, είστε βλάκες;

Η Γιουροβίζιον οφείλει να είναι πολιτικοποιημένη. Εντάξει, δεν συμφωνώ τα πολιτικά συμφέροντα να καθορίζουν το αποτέλεσμα αλλά σε ένα ποσοστό του 20%, πρέπει να είναι και πολιτικοποιημένη. Αλλιώς, δεν έχει ενδιαφέρον.

Βλέπω όμως όλα αυτά και αρχίζω και καταλαβαίνω και πώς σκέφτονται οι δικοί μας. Που περνούν τα οδοφράγματα ελαφρά τη καρδία, που άμα ακούσουν για κάποιον καλλιτέχνη που στήνει συναυλία στα Κατεχόμενα σπεύδουν να μας κουνήσουν το δάχτυλο («ποιο το πρόβλημά σας, στα καζίνο ξέρετε να πηγαίνετε», λες και η μια παρανομία δικαιολογεί την άλλη). Αρχίζω να καταλαβαίνω όλους αυτούς που θεωρούν ότι διακοπάροντας στα σκλαβωμένα εδάφη σαν να μη συμβαίνει τίποτε συμβάλλουν στην ειρήνη και όχι στα τετελεσμένα του πολέμου. Γενικώς αρχίζω να καταλαβαίνω πολλά. Πρώτα απ’ όλα ότι η βλακεία είναι πανανθρώπινο φαινόμενο. Δεν είναι μόνο κυπριακό προνόμιο. Έχει και στην υπόλοιπη Ευρώπη τέτοιους. Δεύτερον, το ότι είναι πιο σημαντικό να δούμε τη Γιουροβίζιον, να φάμε το ψάρι μας στην Κερύνεια, να κολυμπήσουμε στα καθαρά νερά του Βαρωσιού, παρά να κρατήσουμε ένα ελάχιστο επίπεδο εθνικής αξιοπρέπειας μπροστά στον κατακτητή που εκμεταλλεύεται την φαιδρότητα της σκέψης μας για να ριζώσει.

Μα φυσικά, όλα σχετικά είναι. Και η αξιοπρέπεια όμως!

Και για να μην κλείσουμε το κείμενο έτσι ξινισμένα, ας το πάμε αλλού. Αντί να χαρεί ο κόσμος και δη ο ελληνικός ότι αποσύρθηκε η Ουκρανία που είχε ένα τραγούδι που έμοιαζε με το κυπριακό, αυτό της Τάμτα, (έχουν και τα δύο έντονο το τρομπόνι μέσα), και ότι τώρα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να πάμε καλά, κάθονται και κλαίνε για τους νόμους της Ουκρανίας. Μα, είστε βλάκες; Ρητορικόν το ερώτημα. 

Υ.Γ. Από όσα έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα εγώ με την Ιταλία συστρατεύομαι, αλλά αυτό δεν είναι νέο μιας και από το 2011 που επέστρεψαν μέχρι σήμερα μόνο τρεις χρονιές δεν πήραν το προσωπικό μου δωδεκάρι. Μαχμούντ φορ δε γουίν.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2019

Love & Understanding

Για τη σύνδεση που έχω με τον γιο μου, και η οποία φτάνει τα όρια του μεταφυσικού, σου έχω ξαναγράψει. Ξέρω, ή τουλάχιστον νομίζω ότι ξέρω, τι σκέφτεται ανά πάσα στιγμή, πώς νιώθει, τι του φταίει… τα πάντα σαν να είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Κι αυτό γιατί πολλές φορές στο βλέμμα του, στις αντιδράσεις του, αναγνωρίζω τον εαυτόν μου. Και τον σημερινό εαυτό, αλλά και τον «τότε» εαυτό μου.

Για παράδειγμα, χθες πήγαμε με τους κουμπάρους μας να φάμε. Οι κουμπάροι μας έχουν μία πολύ όμορφη και χαριτωμένη κόρη, ένα χρόνο μεγαλύτερη από τον δικό μας. Ο Αλεξάκος παρόλο που ήταν κεφάτος καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, μόλις μπήκαμε στο εστιατόριο και την είδε, τον έπιασε υστερία που έφτανε τα όρια του εξορκισμού. Ήθελε να φύγει από το εστιατόριο, δεν έμπαινε μέσα, ήθελε να περιφέρεται έξω στον κήπο και επαναλάμβανε ότι ήθελε να πάει «σπίτι του» και στη «δουλειά του» (το τελευταίο μας το λέει συνέχεια τελευταίως και όταν τον ρωτάμε πού είναι η δουλειά του δεν ξέρει να μας απαντήσει). Θεούς και δαίμονες κινητοποιήσαμε για να τον πείσουμε να μπει στο εστιατόριο. Τη μισή ώρα που ήμαστε εκεί, την βγάλαμε έξω να διαπραγματευόμαστε κάποιον συμβιβασμό.

Εγώ βέβαια, ήξερα τι συνέβαινε. Καψούρα. Ο μικρός είδε το κοριτσάκι, κόμπλαρε που δεν ήταν του χεριού του, εκείνη σαν μεγαλύτερη κιόλας δεν του πολύ-έδωσε σημασία αφού ζωγράφιζε αμέριμνη και αδιάφορη… Ε, δεν ήθελε και πολύ ο άλλος να μυριστεί τη χυλόπιτα που ψηνότανε. Τα έκανα κι εγώ αυτά στην ηλικία του. Κι άλλοι τα κάνανε. Θα ξεχάσω εγώ τι γινόταν στο Δημοτικό; Που με όποιαν πλακωνόμασταν κατά βάθος τη γουστάραμε; Έτσι κι εδώ. Και αυτό το παρατήρησα και με άλλα κοριτσάκια φίλων μας που του αρέσουν. Άμα βρεθούν και γουστάρει, αποσυντονίζεται και του παίρνει πάνω από μία ώρα να εγκλιματιστεί και να τις προσεγγίσει φιλικά. Δεν προβλέπω ότι θα ζω για να τα ακούσω, μα γιε μου, μεγάλα θα ’ναι και σένα τα χαΐρια σου στον ερωτικό τομέα!

Φυσικά, δεν ερωτήθηκα γιατί πιστεύω ότι αντέδρασε έτσι. Κι αν έλεγα ότι έρωτας ήτο η αιτία, θα περνούσε στο ντούκου. Στο κάτω-κάτω «πού ξέρω εγώ;»

Ομοίως, όταν τις προάλλες μας επισκέφθηκε η μάνα μου και ο μικρός με το που την είδε άρχισε να της φωνάζει «φύγε-φύγε», και δεν σηκωνόταν από το πάτωμα αν αυτή δεν έφευγε, δεν ερωτήθηκα γιατί πιστεύω πως συνέβη αυτό, παρόλο που και γι’ αυτό έχω εξήγηση και είναι απόλυτα λογική και προφανής.

Το πρόβλημα μου, βασικά, είναι ότι για τα πάντα έχω μια λογική εξήγηση όσον αφορά τις αντιδράσεις του γιου μου, την οποία, όμως, δεν μπορώ να μοιραστώ με κανέναν γιατί είτε θα ακούσω ένα «και που ξέρεις εσύ» (ξέρω, γαμώτο, εγώ τον γέννησα και είμαστε ίδιοι!), είτε θα περάσει και δεν θα ακουμπήσει κανέναν. Εγώ, μια φορά, προβλήματα μαζί του δεν αντιμετωπίζω. Ακόμη και χθες, που ήτο ολίγον άβολο το γεγονός ότι σπαταλήσαμε τη μισή ώρα μαζί του έξω από το εστιατόριο, να προσπαθούμε να τον πείσουμε να μπει μέσα, εγώ ήξερα ότι το μόνο που θα μπορούσα να κάνω ήταν υπομονή. Σε κάποια φάση, μάλιστα, του εξήγησα ότι εγώ πεινούσα και ότι ουδεμία πρόθεση να αποχωρήσω από το εστιατόριο είχα, και ότι θα έμπαινα μέσα για να φάω και ότι θα έμενε έξω μόνος του. Τότε και μόνον τότε δέχτηκε να εισέλθει, αλλά δεν μας έκανε εντελώς τη χάρη. Έκατσε στην άλλη άκρη του τραπεζιού μόνος του και κατέστησε σαφές με τη γλώσσα του σώματός του ότι δεν επιθυμούσε περαιτέρω σχέσεις μαζί μας. Συμβούλεψα το υπόλοιπο τραπέζι να τον αγνοήσει πληρως και να μην του απευθύνουν επ’ ουδενί τον λόγο. Έτσι κι έγινε. Αφού έφαγε και χόρτασε (μόνος του, επαναλαμβάνω), άρχισε δειλά-δειλά να μας προσεγγίζει. Εννοείται ότι στο τέλος, άρχισε να παίζει και με το κοριτσάκι σαν να μη συνέβη τίποτα. Αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί, καθότι μετά από πέντε λεπτά πληρώσαμε και φύγαμε.

Όλα αυτά τα γράφω όμως, επειδή θεωρώ ότι όπως δεν έμπαινε ποτέ κανείς στον κόπο να κατανοήσει εμένα, έτσι γίνεται και τώρα με τον γιο μου. Και αν δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν καν το γεγονός ότι μπορούν να τον καταλάβουν μέσω εμού, που είμαι παθών και ξέρω, και θα τους έσωζα και πολύτιμο χρόνο, η μοναξιά και η αποξένωση φαρδαίνει μεταξύ όλων μας, αναπόφευκτα. Προσωπικά παρηγοριέμαι που επιτέλους έχω έναν συγγενή – πέραν της γιαγιάς μου- με τον οποίο συνεννοούμαι με μαγικό και υπερφυσικό τρόπο. Αλλά κατά τα άλλα, το βλέπω το μονοπάτι που έρχεται και είναι και γι’ αυτόν μοναχικό και τα μάλα δύσβατο.

Ξέρετε… Αποφασίσαμε να  ζητήσουμε βοήθεια από «ειδικό». Θα πάμε την Πέμπτη να τον δούμε. Να μας εξηγήσει τι συμβαίνει και πώς να τον αντιμετωπίζουμε όταν ξεσπά σε ανάλογες κρίσεις γιατί άρχισαν να πληθαίνουν. Γελώ από τώρα, αφού πιο «ειδικός» και πιο συγκεκριμένος από μένα δεν υπάρχει. Δεν πειράζει, όμως. Ας μας πει και ο ειδικός τη γνώμη του, αφού η δική μου είναι πάντα... αβάσταχτη για όλους. 

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2019

Περιποιείτε Αλλήλους

Ήμουν στα Χανιά για τον γάμο της αδελφής μου το 2016, όταν με προσέγγισε μία φίλη της μάνας μου, που ήταν κι εκείνη καλεσμένη στον γάμο και μου είπε σε καθησυχαστικό τόνο: «μην ανησυχείς Χρίστο μου για την πατρότητα. Θα δυσκολέψει η ζωή σου, αλλά δεν θα έλθει και το τέλος του κόσμου. Θα μπορείτε να συνεχίσετε να πηγαίνετε ταξίδια, αλλά θα πρέπει να επιλέγετε πιο φιλικούς προς το παιδί προορισμούς. Τα Χανιά για παράδειγμα, είναι ό, τι πρέπει. Ήρθε πέρσι η κόρη μου με τα δύο της παιδάκια, δεν κουράστηκαν καθόλου, πέρασαν φανταστικά!» Της χαμογέλασα, εν μέρει παρηγορήθηκα. Συνεχίζει: «Εννοείται βέβαια, θα φέρεις μαζί και την κοπέλα σου!»

Ποια κοπέλα εννοεί; Τη γκόμενα; Γιατί έχω ακούσει και ιστορίες παντρεμένων που παίρνουν μαζί τους και τη γκόμενα στις διακοπές, καμουφλαρισμένη, χωρίς να παίρνει είδηση η σύζυγος. Εγώ όμως δεν έχω γκόμενα, άρα; Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να αντιληφθώ ότι εννοούσε την οικιακή βοηθό. Τη Φιλιπινέζα! Με το ζόρι κρατήθηκα να μην σκάσω στα γέλια. Το ότι οι φίλες της μάνας μου, από όσο μας ξέρουν, θεωρούν ότι μπορούμε να πληρώνουμε Φιλιπινέζα, και όχι μόνο να την πληρώνουμε για να μας κρατά το νοικοκυριό σε αξιοπρεπή επίπεδα καθαριότητας, αλλά να την φέρνουμε μαζί μας και στις διακοπές να μας «βουρά το κοπελλούδιν», απλά με ξεπερνά!

Τρελαίνομαι με τα first world προβλήματα σας. Από πού να τα πιάσω και πού να τ’ αφήσω. Πρώτα απ’ όλα το γεγονός ότι δεν μπορείς να μεγαλώσεις τα παιδιά σου μόνος σου και θες βοήθεια και μάλιστα από την Ασία. Γεννιέται, φερ’ ειπείν, μια κοπέλα σε ένα νησάκι των Φιλιππινών, μέσα σε μια παράγκα, κάτω από ένα τσίγκο, και κάπου στις γραμμές της παλάμης της γράφει: «εσύ θα πας στην Κύπρο όταν μεγαλώσεις, να σώσεις μία οικογένεια αχρήστων, που γεννοβολά αβέρτα αλλά δεν μπορεί να τα φέρει εις πέρας!» Πού να πάει να πεθάνει εκείνο το Φιλιπινεζάκι; Από ποια μαούνα να πέσει να πνιγεί στον ινδικό ωκεανό, να το φάνε τα πιράνχας, καλύτερα;

Αν δεν μπορείς να συνδυάσεις καριέρα και οικογένεια, να παραδεχτείς ήττα, κύριος! Εγώ ένας από τους λόγους που επεδίωξα δουλειά στο Δημόσιο ήταν επειδή γνώριζα ότι τα παιδιά μου θα έχουν ανάγκη από την παρουσία μου το υπόλοιπο της ημέρας. Και δεν δικαιούμαι να τους στερήσω την παρουσία μου, ούτε μπορώ να κάνω εγώ ο ίδιος αυτό το κακό στον εαυτό μου και να τον αφήσω να γεράσει χωρίς να χαρώ και το τελευταίο λεπτό του απογεύματος μαζί του(ς). Μπορεί να κουράζομαι και να γκρινιάζω, μπορεί καμιά φορά να κοιτάζω και το κινητό περισσότερο από ό, τι πρέπει, αλλά είμαι εκεί, δίπλα του. Δεν πήζω πίσω από ένα γραφείο, ούτε τον πέταξα στα χέρια μιας βοηθού, λες και είναι κάποιο μέηλ που πρέπει να σταλεί και δεν προλαβαίνω. Να προλάβετε κι εσείς. Να κόψετε τον λαιμό σας!

Δεν είναι κακό να αναγνωρίζετε τις ήττες σας. Μόνο καλό θα σας κάνει. Θα σας αναγκάσει να ανασυνταχτείτε και να προοδεύσετε. Κι εγώ παραδέχομαι ότι φέρνω καθαρίστρια μια φορά τη βδομάδα για να μου καθαρίζει και το θεωρώ μεγάλη ντεκαντάνς. Δεν υπερηφανεύομαι γι’ αυτό. Δυστυχώς, δεν σώνω να καθαρίζω το σπίτι, η φυσική μου κατάσταση, οι αντοχές μου, η τεμπελιά μου, δεν μου επιτρέπουν να το φροντίζω στον βαθμό που θα έπρεπε. Το παραδέχομαι, όμως. Το λέω δυνατά: Είμαστε ένα ζεύγος αχρήστων που αν δεν έρθει η καθαρίστρια κάθε Πέμπτη, είμαστε άξιοι να μείνουμε με ρούχα ασιδέρωτα, σαν τους γύφτους. Αλλά από αυτό το «πταίσμα», μέχρι το «την έφερα κουτρουβαλιστή απ’ την Ασία να μένει μαζί μου, να καλύψει τις ανεπάρκειες μου και να μεγαλώσει και το παιδί μου» απέχουμε χιλιόμετρα. Το ότι κάποιοι τις φέρνουν μαζί τους και στις διακοπές, για να απλώνουν μπούτι στη παραλία ξέγνοιαστοι ενόσω η κακομοίρα απορροφά τον καύσωνα για να προσέχει μην πνιγεί το παιδί σου, απλά εκτός δικής μου πραγματικότητας.

Μου άρεσε πάντως ο τρόπος που το είπε: «εννοείται θα φέρεις μαζί σου και την κοπέλα σου!» Πώς να μην πάει ο νους μου στη γκόμενα;

Θα έχετε ακούσει κι εσείς, φαντάζομαι, ιστορίες ηλικιωμένων που παντρεύονται στο τέλος την κοπέλα που τους φρόντιζε. Αυτό δεν συμβαίνει, κύριοι, επειδή λίγο πριν τα τινάξουν αποτρελάθηκαν και έπεσαν θύματα μιας επιτήδειας, αδίστακτης ασιάτισσας. Αυτό συμβαίνει επειδή εκτιμούν το γεγονός ότι βρέθηκε κάποια, έστω και επί πληρωμή, να τους αλλάζει την πάνα με τα σκατά, χωρίς να παραπονιέται. Χωρίς να γκρινιάζει. Χωρίς να θεωρεί ότι κάνει κάτι το θεάρεστο. Η φροντίδα, σε όποια ηλικία κι αν ληφθεί, εκτιμάται και αναγνωρίζεται. Τι να σου κάνει κι ο γέρος; Γοητεύεται, παντρεύεται την οικιακή βοηθό, να ‘σου στο τέλος κι αυτή με μερίδιο στην περιουσία. Μα, είναι φυσικό. Εδώ εγώ άρχισα να αναπτύσσω αισθήματα ευγνωμοσύνης προς την κοπέλα που μας καθαρίζει. Ξέρεις τι είναι να έρχεσαι σπίτι και να το βρίσκεις στην τρίχα; Καθαρό, γυαλιστερό το παρκέ, το κρεβάτι στρωμένο, τα σώβρακά μου σιδερωμένα και τυλιγμένα σε ορθογώνια σχήματα όπως κάναμε φάκελο στον στρατό, μέσα στο συρτάρι; Ένα χάρμα! Όλη αυτή η περιποίηση, έστω και αν είναι πλασματική, είναι τα μάλα γοητευτική.

Και όχι μόνο για έναν άντρα. Για τους πάντες! Η Μπρέντα, για παράδειγμα, μου έχει πει πολλές φορές πόσο πολύ αγάπησε μια συγκεκριμένη οικιακή βοηθό που έζησε μαζί τους οκτώ χρόνια μέχρι που αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα της. Για πολλά χρόνια είχαν τηλεφωνική επικοινωνία, ενώ πολλές φορές μου είπε ότι αν πάμε ποτέ προς τα μέρη της, θέλει να ψάξουμε να τη βρούμε. Γιατί; Επειδή υποσυνείδητα θερμαίνεται η καρδούλα της από την περιποίηση που έλαβε από τη συγκεκριμένη. Επειδή ήταν κάπως σαν μαμά της, έστω κι αν αυτό συνέβαινε επί χρήμασι.

Εγώ αυτά βλέπω και ανησυχώ. Που μεγαλώνουμε, και αντί να μαθαίνουμε να περιποιούμαστε το έτερον μας ήμισυ, αντί να θεωρούμε αυτονόητο ότι θα μοχθήσουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, αναθέτουμε τον μπελά σε κάποιον τρίτο. Εξαγοράζουμε τον κόπο, αλλά χάνουμε και τον σεβασμό. Ε, μην διερωτόμαστε μετά γιατί μεγαλώνοντας και γερνώντας αναπτύσσουμε αισθήματα προς το λάθος πρόσωπο. Τα παιδιά να νοσταλγούν την ασιάτισσα Μαίρη Πόππινς αντί τη μάνα τους / γιαγιά τους, ο γέρος να θέλει να παντρευτεί τη νοσοκόμα του αντί να πεθάνει στην αγκαλιά της γυναίκας του, και η σύζυγος; Ε, η εκάστοτε σύζυγος δεν ξέρω αν αρκείται σε μια επίσκεψη στις Φιλιπίνες για τσάι, πάντως αν επρόκειτο για Φιλιπινέζο «μπάτλερ» είμαι σίγουρος θα πήγαινε ένα βήμα παραπέρα η φαντασίωση.

Κατάντια σχέσεων, ρόλων και καθηκόντων;

Ω, ναι!

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2019

Γλόμποι

Η ψυχολόγος μου είχε πει «αν σε ενοχλεί το φως μια λάμπας, δεν εστιάζεις στο πώς θα σβήσεις τη λάμπα. Εστιάζεις στο πώς θα προστατευτείς εσύ απ’ αυτό. Φεύγεις!»

Μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω, να εμπεδώσω και να εφαρμόσω τη σοφία αυτής της κουβέντας, αφού το πείσμα μου δεν μου επέτρεπε να φύγω πριν πω εγώ την τελευταία λέξη… στη λάμπα. Όταν όμως αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι πόσο γελοίος δείχνεις που τσακώνεσαι με μια λάμπα και πόσο πιο ήρεμος αισθάνεσαι όταν απλά απομακρύνεσαι απ’ αυτήν, τότε μόνον μπορείς να εκτιμήσεις τη μεγαλειότητα αυτής της πράξης.

Βαρέθηκα να τσακώνομαι με λάμπες ή καλύτερα… με γλόμπους. Τους αφήνω ανοιχτούς να φωτίζουν ανενόχλητοι, ώσπου να καούν από μόνοι τους. Καμιά φορά νευριάζω που στιγμιαία με νικούν, και αναγκάζομαι να πάω λίγο πιο πέρα για να μην με κάψουν, αντί απλά να γυρίσω τον διακόπτη και να τους σβήσω, αλλά δεν μπορώ να τα έχω όλα δικά μου.

«Μπορείς να προσπαθείς όσο θέλεις να περάσεις μέσα από τον τοίχο» μου είχε πει ξανά η ψυχολόγος μου. «Κάποτε θα τα καταφέρεις. Αλλά μέχρι τότε θα έχεις σπάσει το κεφάλι σου». Το κεφάλι μου αξίζει παραπάνω από τον τοίχο σας, οπότε δεν το χτυπάω πουθενά. Βλέπω τοίχο, αλλάζω πορεία. Μπορεί να νευριάζω που αναγκάζομαι να αλλάξω πορεία, αλλά το κεφάλι μου δεν πρόκειται να το ξαναφάω.

Αυτά
.

Οι ψυχολόγοι είναι ακριβοί. Και σου λένε τα πιο απλά πράγματα, τα οποία θα μπορούσες κάλλιστα να έχεις σκεφτεί μόνος σου γλιτώνοντας τα λεφτουδάκια σου. Κι όμως χρειάζονται. Και όσες φορές κατέφυγα σ’ αυτούς, μόνο σε καλό μου βγήκε. 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2019

Tetris

Δεν ξέρω αν το είχα ξαναγράψει, αλλά όταν η Μπρέντα μου ανακοίνωσε ότι θα ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας στο πατρικό της, το οποίο στο μεταξύ θα ανακαινίζαμε, δεν πέταξα και τη σκούφια μου από χαρά. Όχι επειδή μου έπεφτε λίγο το σπίτι της, αλλά γιατί πάντα είχα μέσα στο μυαλό μου με ακρίβεια το σπίτι στο οποίο ήθελα να ζήσω και να πεθάνω, και αυτό δεν ήταν το συγκεκριμένο. Άλλος ένας συμβιβασμός με τη σκληρή πραγματικότητα, λοιπόν. Δεν θα ζούσα ποτέ σε ένα ημισφαίριο σπίτι το οποίο θα είχε θόλο που ανοίγει σαν διαστημικό κέντρο και ο οποίος θα φώτιζε την στρογγυλή, εσωτερική πισίνα. Θα ζούσα σε ένα ωραιότατο σπίτι, κάπου στην Αγλαντζιά σαν τον μέσο δημόσιο υπάλληλο και θα έπρεπε να πω κι ευχαριστώ.

Δεν έχω παράπονο, η Μπρέντα μου άφησε περιθώρια. Μου επίτρεψε να κάνω αλλαγές, να πω τη γνώμη μου, να ασκήσω βέτο σε πράγματα που δεν μου άρεσαν. Ξέρεις όμως, όταν γνωρίζεις ότι σε κάθε γωνιά αυτού του σπιτιού υπάρχει και μία ιστορία να ειπωθεί από τον πρότερο οικογενειακό βίο της γυναίκας σου, όταν ξέρεις ότι το συγκεκριμένο δέντρο φυτεύτηκε για τον τάδε, όταν ξέρεις ότι η συγκεκριμένη γωνιά του κήπου ήταν η γωνιά που έπαιζε κτλ, δεν μπορείς να τα «ξεριζώνεις» όλα ελαφρά τη καρδία. Και αυτό εμένα πολλές φορές με έφερνε σε αμηχανία αφού το θέμα είναι να γίνει αυτό το σπίτι, σπίτι της οικογένειάς μου και όχι η συνέχεια του προηγούμενου.

Οι ισορροπίες λεπτές και εγώ να ακροβατώ μεταξύ παραίτησης και φαγώματος με τα ρούχα μου. Δεν τα έφαγα όλα. Περίσσεψαν και μερικά. Εν πάση περιπτώσει, ας έλθουμε στο προκείμενο. Το σπίτι διαθέτει σοφίτα. Την οποία και καπάρωσα εξ αρχής. Τύπου «κάντε ό,τι θέλετε με το υπόλοιπο, η σοφίτα θα είναι το δικό μου κρησφύγετο, ησυχαστήριο, θα είναι ο τόπος που θα κρύβομαι όταν δεν θα θέλω να δω άνθρωπο. Και επήλθε η συμφωνία. Και τώρα, από τη σοφίτα σας γράφω. Που έχει γίνει γραφείο, βιβλιοθήκη, δισκοθήκη, ταινιοθήκη και «ξενοδοχείο».

Η σοφίτα όμως διαθέτει και μπάνιο. Το οποίο διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο χώρο απ’ αυτόν τον γυάλινο τοίχο με τα τουβλάκια. Τα οποία μόλις είδα αποφάσισα ότι θέλω να τα αντικαταστήσω με ένα λείο, τεράστιο γυάλινο παράθυρο, το οποίο όμως θα μου κόστιζε τρομερά λεφτά. Και πόσα χρήματα να χαλάσεις για την ανακαίνιση της σοφίτας, την οποία μόνο εγώ θα χαίρομαι; Υπάρχει κι όριο. Έτσι αποδέχτηκα ότι η σοφίτα θα συνεχίσει να κοσμείται από τον τοίχο με τα τουβλάκια. Αλλά μέσα μου μ’ έτρωγε και ήθελα να σκεφτώ έναν τρόπο να τον φέρω στα μέτρα μου. Να του δώσω στίγμα, να του δώσω ταυτότητα.


Ε, δεν ήθελε και πολύ. Τοίχος από τουβλάκια για κάποιον που μεγάλωσε στις δεκαετίες των ’80-’90, μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να σημαίνει. Τέτρις! Πήγα και τύπωσα πολύχρωμα αυτοκόλλητα ανάλογων διαστάσεων από ένα τυπογραφείο στα Λατσιά, και τον μετέτρεψα ως εξής:



Βέβαια, παρά τη μεγαλειώδη ιδέα εξακολουθώ να μην είμαι 100% ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Το φως που μπαίνει από τη πίσω μεριά του τοίχου δεν είναι αρκετό ώστε να λάμψουν επαρκώς τα τουβλάκια και ειδικά μετά το απόγευμα φαίνονται πολύ μουντά. Ούτε αν ανάψω το φως του μπάνιου σώζεται η κατάσταση. Τουλάχιστον ξέφυγα από το προηγούμενο στιλ που δεν το άντεχα. Χθες βράδυ μέχρι τις δυο το πρωί ήμουν πάνω στη σκάλα και κολλούσα αυτοκόλλητα. Τα μισά τα κόλλησα στραβά, δεν χρειάζεται να το πω αυτό. Ευτυχώς είχα καβάντζα και γλίτωσα τα τέρατα.

Κοίτα να δεις που με τα κατάλληλα φίλτρα φαίνεται πιο συμπαθητικός!



Το επόμενο πρότζεκτ είναι να στεγαστεί με έξυπνο τρόπο το στρουμφοχωριό στη σοφίτα με όλες τις τιμές και δόξες που του αξίζει. 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2019

Τρεις Φορές Παιδί Της

Κάθε φορά που ξεκινώ να γράψω ένα κείμενο σχετικό με τις γιαγιάδες του γιου μου, δηλαδή τη μάνα μου και την πεθερά μου, καταλήγω να γίνομαι τόσο τοξικός που ούτε εγώ δεν με αντέχω. Τρεις φορές το αποπειράθηκα ως τώρα, και τις τρεις φορές το κείμενο διεγράφη πριν βγει στον αέρα. Είναι κι αυτό μία μέθοδος αποσυμπίεσης, θα μου πεις. Να γράφεις αυτά που σε εκνευρίζουν, βγαίνει η σαβούρα από μέσα σου και ανασυντάσσεσαι. Δεν θα διαφωνήσω. Σήμερα, όμως, πήρα μια άλλη απόφαση. Κάθε φορά που θα αποδεικνύονται “λίγες” οι γιαγιάδες του γιου μου, θα σου γράφω μια ιστορία για το πόσο υπέροχη γιαγιά είχα εγώ. Επειδή εκεί έγκειται η πηγή του προβλήματος. Στη σύγκριση. Επειδή εγώ ευτύχησα να έχω μία γιαγιά απερίγραπτη από κάθε άποψη και δεν μπορώ να το χωνέψω ότι δεν είναι όλες οι γιαγιάδες έτσι. Ότι ο γιος μου δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λέω τα ίδια πράγματα με το να έγραφα κάτι για τις γιαγιάδες του γιου μου, χωρίς να στιγματίζομαι εγώ ως ο αρνητικός της υπόθεσης.

Λοιπόν, άκου μία αγαπημένη μου ιστορία από το πρόσφατο παρελθόν της γιαγιάς μου, να καταλάβεις τι άνθρωπος ήταν / είναι. Λέω ήταν επειδή, όπως ξαναείπα, δεν είναι πλέον στα καλά της. Εδώ και δυο χρόνια έχει αρχίσει να κυριαρχεί το αλτσχαϊμερ, μας ρωτά τα ίδια πράγματα 150 φορές το λεπτό, και ξέρετε πως λειτουργεί αυτό, κατ’ ουσίαν έχει φύγει. Κάθε φορά που τη συναντώ και εξακολουθεί να θυμάται ποιος είμαι, χαίρομαι πάρα πολύ. Αλλά έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, και άλλα πολλά θλιβερά. Την τελευταία φορά που τη ρώτησα τι χρονιά είχαμε, μου είπε 1990 (υπέροχη χρονιά ομολογουμένως, κέρδισε ο Τότο Κουτούνιο, κι εγώ εκεί ξέμεινα), σε ένα άλλο τεστ που της κάναμε είπε πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Τζον Κέννεντι και άλλα τέτοια απογοητευτικά.

Ήταν προ ολίγων μηνών, όταν ο Αλέξης έκανε τις πρώτες του προσπάθειες να φάει στερεά τροφή. Δεν δυσκολευτήκαμε ιδιαίτερα να τον πείσουμε, αλλά οι πρώτες απόπειρες ήταν ως είθισται αποτυχημένες. Το ένα του βρωμούσε, το άλλο του ξίνιζε, από ποιόν να πήρε άραγε; – Δεν παραπονιέμαι! Τον είχαμε στο καρεκλάκι καθισμένο και προσπαθούσα με τη μάνα μου να τον πείσουμε να φάει το κρέας.  Δεν του άρεσε. Άρπαζε το κουτάλι και μας το έφερνε στο κεφάλι, κλωτσούσε τα πόδια του, πετούσε το πιατάκι κάτω- μάχη κανονική. Στα πολλά, η μάνα μου απηύδησε και παράτησε την προσπάθεια. Έφυγε και κλειδαμπαρώθηκε στο δωμάτιο της. Έμεινα εγώ να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά. Εν τω μεταξύ αν περιμένει το μωρό να φάει από μένα κρέας σώθηκε, αφού κι εγώ ο ίδιος το σιχαίνομαι. Και δεν μπορώ να πιέζω κάποιον να φάει κάτι που ούτε εγώ το τρώω. Έτσι έμεινα εκεί μετέωρος να σκέφτομαι πώς θα ταΐσω το μωρό πριν επέμβει το Γραφείο Ευημερίας και η Λήδα Κουρσουμπά.

Στην άκρη του καναπέ, τόση ώρα, καθόταν η γιαγιά μου ήσυχη και αμίλητη. Παρακολουθούσε τη σκηνή μα δεν έβγαζε άχνα. Δεν ήμουν καν σίγουρος αν καταλάβαινε τι συνέβαινε, τι έβλεπε κι αν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Στα πολλά σηκώθηκε και με χίλια ζόρια τρίκλισε μέχρι το τραπέζι που καθόμασταν. Με ρώτησε διερευνητικά αλλά με ενδιαφέρον: «ποιο είναι αυτό το μωρό;» και εγώ με αρκετή αυτοσυγκράτηση ώστε να μην ξεσπάσω πάνω της, απάντησα «ο γιος μου». Έπιασε το πιατάκι, πιρούνιασε λίγο κρέας και το πλησίασε στο στόμα του γιου μου. Του άρχισε καλοπιάσματα, του άρχισε τραγουδάκια, του μίλησε τόσο γλυκά, όσο μου μιλούσε εμένα όταν επίσης με έτρεχε μέσα στα χωράφια να με ταΐσει πριν 30 χρόνια και βάλε. «Έλα το κρεατάκι μας, να γίνουμε μεγάλοι λεβέντες! Έτσι μπράβο Αλέξη μου!»

Καθόμουν και παρατηρούσα την εικόνα από το σκαμπό. Δεν μιλούσα, προσπαθούσα να ηρεμήσω από τα νεύρα, αλλά ταυτόχρονα θαύμαζα το πείσμα, την υπομονή της γιαγιάς, και επίσης ζήλευα τη θαλπωρή που εισέπραττε ο γιος μου εκείνη την ώρα. Μετά από πέντε λεπτά η γιαγιά σκούπισε το στόμα του Αλέξη με μία χαρτοπετσέτα και γύρισε και μου είπε γεμάτη υπερηφάνεια: «ορίστε, το έφαγε το μωράκι το κρέας του!»

Δεν της είπα ότι ο γιος μου γύριζε απ’ την άλλη μεριά και τα έφτυνε όλα. Ούτε μια μπουκιά δεν κατάπιε. Αλλά  η γιαγιά μέσα στο πάθος της, μέσα στον κόσμο της, μέσα στα άδυτα του αλτσχάιμερ, δεν τον πήρε είδηση.


Σημασία έχει ότι τον τάισε και κάποιος όπως του άξιζε. 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2019

Θέμα Τακτ

Πώς αντιδράτε όταν βλέπετε έναν γνωστό ή φίλο σας μετά από πολύ καιρό και έχει κάνει επάνω του μία δραστική εμφανισιακή αλλαγή; Την σχολιάζετε; Εγώ με το ζόρι κρατιέμαι, κι αυτό για να μην με πουν  αδιάκριτο, Μα φοβάμαι πως η απορία ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, κι αυτό είναι χειρότερο κι από το να ρωτήσω ευθέως τι συνέβη. Ας πούμε, εμφανίζεται μία γνωστή μου η οποία μέχρι τα 30 της δεν είχε ίχνος στήθους, με κάτι βυζάρες τούμπανα και εγώ πρέπει να υποκριθώ ότι δεν τα βλέπω. «Είναι αδιακρισία» μου λένε. Ποια αδιακρισία, μάνα μου; Για να τα βλέπουμε δεν τα έβαλε, αν όχι για να τα ζουλήξουμε; Παρά να τα κοιτάζω μια ώρα και να αναρωτιέμαι αν έτσι ήταν πάντα δεν είναι καλύτερο να ρωτήσω από πού ψωνίστηκε το βυζικό και αν τώρα νιώθει καλύτερα; Επιπλέον, θα τα εκθειάσω αν είναι πετυχημένα, και έτσι θα ανεβάσω και την αυτοπεποίθησή της που είναι και το πλέον ζητούμενο. Το να υποκρίνομαι ότι δεν έχω εντοπίσει την αλλαγή δεν είναι χαζό; Τι πάει να πει «τη φέρνω σε δύσκολη θέση;» Κι αυτή φέρνει εμένα σε δύσκολη θέση που παρατηρώ κάτι που βγάζει πλέον μάτι αλλά δεν «δικαιούμαι» να το θίξω.

Σαν την άλλη φορά, που ένας φίλος φαλακρός εμφανίστηκε ξαφνικά με περούκα και εγώ έπρεπε να υποκριθώ ότι δεν τρέχει τίποτα. Σα να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο! Μα πρώτα απ’ όλα έχω απορίες. Πώς το πήρε απόφαση; Πού βρήκε την περούκα; Πώς την περιποιείται; Την φορά και όταν κοιμάται; Πώς τη στερεώνει για να μην του την πάρει ο αέρας; «Μην τον ρωτάς να μην έρθει σε δύσκολη θέση!»  μου λένε. Ποια δύσκολη θέση μάνα μου που είχε να δει τρίχα το κεφάλι του από το λύκειο;» Ξαφνικά αποκτά τριχοφυΐα πιο πυκνή και από βλάστηση σε νησί του ειρηνικού ωκεανού και εγώ θα κάνω ότι δεν τη βλέπω;  Πάτε καλά;

«Να μπεις στο google άμα έχεις απορίες, Δεν είναι ανάγκη να αναγκάζεις τον κόσμο να μιλήσει για κάτι που ίσως δεν νιώθει άνετα!» ‘Αμα δεν νιώθουν άνετα με κάτι που οι ίδιοι επέλεξαν να κάνουν και το οποίο βγάζει μάτι, προφανώς δεν ήταν έτοιμοι γι’ αυτό. Ας πάνε σ’ ένα καλό ψυχολόγο να εξοικειωθούν με την εικόνα τους. Αν για παράδειγμα, μια γνωστή μου ζυγίζει 150 κιλά και μετά από λίγο καιρό εμφανιστεί σαν μοντέλο δεν θα χαρεί να της πω πόσο πιο όμορφη φαίνεται με τα κιλά που έχασε; Θα πρέπει και εκεί να υποκριθώ ότι δεν βλέπω την αλλαγή; Γιατί με τα βυζιά και την περούκα να συμπεριφερθώ διαφορετικά; Και εδώ για καλό έγινε ό, τι έγινε.

Ίσως επειδή τα κιλά έφυγαν με γυμναστική, με κόπο και φυσικό τρόπο, ενώ η περούκα και η σιλικόνη είναι κάτι ψεύτικο που απλώς παραμυθιάζει τον άλλον. Ναι, οκ, θα συμφωνήσω. Αλλά αν αυτή η ψευδαίσθηση του ανεβάζει τη ψυχολογία γιατί εγώ να υποκριθώ ότι δεν βλέπω τον ελέφαντα στο δωμάτιο; Κοτζάμ ελέφαντας!

Όπως προείπα, μέχρι σήμερα αποφεύγω να σχολιάζω. Αλλά νιώθω τόσο άβολα που νομίζω ότι είναι χειρότερο να με βλέπει ο άλλος να τον κοιτάζω περίεργα, παρά να το συζητήσουμε σαν να είναι το πιο φυσικό πράμα στον κόσμο και να τελειώνει εκεί το θέμα. Μια άλλη φορά για παράδειγμα, συναντήθηκα με μία γνωστή μου η οποία είχε μόλις είχε κάνει μπότοξ. Ήταν τόσο αποτυχημένο που έβγαζε μάτι. Το ένα φρύδι είχε σηκωθεί πιο πολύ από το άλλο, που νόμιζες πως έπαθε εγκεφαλικό. Ήθελα να της πω «τι έπαθες; Είσαι καλά; Μια θεία μου είχε πάθει κόλπο όταν ήμουν μικρός και είχε την ίδια έκφραση μαζί σου, μήπως να καλέσουμε γιατρό;» Αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν της έκατσε η ένεση και ανακουφίστηκα. Δεν είπα τίποτα, αλλά όλες αυτές οι σκέψεις διαπέρασαν το μυαλό μου και νομίζω ότι φάνηκαν στο ύφος μου. Με ένα «τι έπαθες» και με ένα «δεν μου έκατσε το μπότοξ» ξεμπερδεύαμε. Αλλά πού να τολμήσουμε να βάλουμε τα δάχτυλα υπό τον τύπον των ήλων;

Μην ανοίξω συζήτηση για πιο προσωπικά θέματα. Εκεί να δεις αμηχανία. Για παράδειγμα, φίλος σου που δεν μιλά για τα προσωπικά του και υποψιάζεσαι ότι είναι γκέι. Εμφανίζεται ξαφνικά με ένα «φίλο» του, αλλά δεν θέλει να σου πει ευθαρσώς ότι πρόκειται για τον γκόμενο του. Εσύ συμπεριφέρεσαι άνετα, του δίνεις χώρο να εκφραστεί αλλά αυτός τίποτα. Πώς να κάνεις φυσιολογική συζήτηση με αυτό τον άνθρωπο που πρώτα απ’ όλα ο ίδιος δεν έχει εξοικειωθεί με την ιδέα; Καθόμαστε, πίνουμε μαζί καφέ, σου λέω τα προβλήματά μου, αλλά εσύ δεν συμμετέχεις ούτε συμβάλλεις με δικά σου παθήματα επειδή φοβάσαι να πεις ότι «ο σύντροφός σου» είναι του ιδίου φύλου. Μιλάς γενικά και αόριστα και μας αναγκάζεις κι εμάς να μιλούμε τόσο αποστειρωμένα και ψυχρά σαν να είμαστε σε πολιτική εκπομπή και πρέπει να χρησιμοποιούμε πολιτική ορθότητα. Γιατί φοβάσαι; Αφού σε καταλάβαμε. Σε αγαπούμε όπως είσαι και γνωρίζουμε τις προτιμήσεις σου. Στο δείχνουμε! Ή για την άλλη,,. Που εκεί που δεν είναι παντρεμένη, δεν είχε καν σχέση, εμφανίζεται ξαφνικά με παιδί τριών χρονών και μάλιστα έγχρωμο. Την αποκαλεί «μαμά». Αλλά δεν τολμά να μας πει ότι υιοθέτησε, ή ότι πήρε σπέρμα από δότη, ή ότι πήγε στην Αφρική και έσωσε ένα παιδάκι από το ορφανοτροφείο.

Τώρα θα μου πεις, η πραγματικότητα μιλά από μόνη της. Τι θες να σου δώσουν λογαριασμό; Όχι, συμφωνώ ότι αυτά τα θέματα είναι πιο ευαίσθητα, πιο λεπτά, πιο προσωπικά και δεν μπορείς να βγάζεις τα σώψυχά σου σαν να «δίνεις λογαριασμό» ή να τα συζητάς έτσι απλά όπως μία αισθητική αλλαγή σαν αυτές που προανέφερα. Αλλά έτσι δεν κάνουμε συζήτηση. Και εγώ πιστεύω ότι αν εσύ δεν υποστηρίζεις τις επιλογές σου σαν να είναι οι πιο φυσιολογικές του κόσμου, τότε και ο κόσμος θα συνεχίζει να τις αντιμετωπίζει σαν να είναι «ιδιαίτερες». Σάμπως εγώ σου «δίνω λογαριασμό» όταν μπορεί να σου πω ότι τσακώθηκα με τη γυναίκα μου; Λογικό είναι ότι κάποτε τσακώνομαι και με τη γυναίκα μου και στο λέω. Θεωρείς ότι έτσι «σου δίνω λογαριασμό;»

Να μην μιλάμε για τίποτα, τότε. Μόνο περί ανέμων και υδάτων! Ώσπου ο ένας απ’ τους δυο να πεθάνει από βαρεμάρα. Εγώ δηλαδή.