Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 30, 2019

Κουράγιο, Σελίν

Η Σελίν Ντιόν ανακοίνωσε πως θα εντάξει και την Κύπρο στα πλαίσια της παγκόσμιας της περιοδείας με τίτλο «Courage», δηλ. «Κουράγιο» και νομίζω πως δεν είναι καθόλου τυχαίος ο τίτλος.

Μα που μας θυμήθηκε η Σελίν στα γεράματα; Η τελευταία φορά που ασχοληθήκαμε σοβαρά μαζί της είχαμε 1998! Ωραιότατη χρονιά, δεν λέω, αλλά έκτοτε πέρασαν και είκοσι χρόνια. Και ενώ όλοι νομίζουμε πως θα εμφανιστεί ενώπιόν μας αυτή που όλοι γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε,


Ετοιμαστείτε να πάθετε σοκ όταν θα αντικρύσετε απέναντί σας, αυτήν:


"Τι ειν' αυτό, Τέτη μου;"

Τίποτα δεν έμεινε να θυμίζει εκείνο τα φρέσκο κορίτσι, εκ Καναδά ορμώμενο, το οποίο αγαπήσαμε εξ αιτίας της στιλιστικής της ατασθαλίας επί Γιουροβίζιον 1988. Λέτε να πει το ομώνυμο; Δεν θα το πει. Ποτέ της δεν το είπε λαϊβ. Το σιχαίνεται όσο τίποτα. Ακούει Γιουροβίζιον και βγάζει καντήλες. Ούτε ζωγραφιστό δεν το θέλει το Ne Partez Pas Sans Moi. Η κομπλεξάρα. Εδώ έχει δηλώσει πως έχει σιχαθεί να τραγουδά το My Heart Will Go On, που της χάρισε και Όσκαρ! Στο γιουροβιζιακό τρας θα πει «ναι»;

Θα εμφανιστεί στο ΓΣΠ και θα τραγουδήσει 240 μπαλάντες. Πόση ώρα αντέχεις να κάθεσαι στο ΓΣΠ και να ακούς μπαλάντες; Τις ακούς και από το σπίτι σου. Τη Σελίν ούτως ή άλλως, από τις οθόνες θα τη βλέπεις, θα τρως στη μάπα κυπριακή πλέμπα και υγρασία συνδυασμένη σε αφόρητο ποσοστό. Ε, και το Because you loved me να πει, δεν αντισταθμίζει την κατάσταση.

Θα ήθελα να πήγαινα στη Σελίν, δεδομένου ότι ήμασταν μέσα στο κλιματιστικά άρτιο Παλάτι του Καίσαρα στο Λας Βέγκας, δεδομένου ότι θα είχα λογική σκηνική απόσταση από την καλλιτέχνη και κάλλιστη οπτική επαφή με τη σκηνή, και όχι την κυπριακή πανήγυρη για περιβάλλον. Και αν ήμουν ελαφρώς πλουσιότερος. Να δούμε πόσα θα πάει το μαλλί.

Ναι, αγαπώ το Its all coming back to me now, έχω άλλα 2-3 τραγούδια της που τα θεωρώ ιστορικά, αλλά ως εκεί.

Μπαρντόν, Σελίν, θα φας μαλλί της γριάς και σίταρο που δεν κολλά στα δόντια, μόνη σου.

Α τουτ αλλέρ!

* Courage θα πει δύναμη στα γαλλικά. Για καθαρά χιουμοριστικούς λόγους το ερμηνεύω ως κουράγιο στα ελληνικά, αν και οι λέξεις είναι επί της ουσίας συνώνυμες.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 26, 2019

Ήβρα Σε Πάλε, Ρε!

«Σαν να σου πέρασε η Βίσση» μου είπαν πρόσφατα.

«Ε, μα σαρανταρίζω!» απάντησα. Δεν είναι ότι δεν την αγαπώ, ότι δεν σέβομαι την ιστορία μας, ότι δεν κάθομαι και την ακούω όταν ξεκλέβω λίγο χρόνο μόνος μου ή μέσα στο αυτοκίνητο. «Αλλά δεν είμαι και πρώτο νιάτο να ντύνομαι Καρβέλας ή να κρεμιέμαι από τα καγκέλια όπως έκανα στα νιάτα μου. Δεν είμαι πια για να τρέχω στα στάδια από τις 18:00 το απόγευμα για να μπω πρώτος στην αρένα. Αυτά, πάνε τελειώσανε».

Εχθές, όμως, παρόλο που η συναυλία ήταν στη Λάρνακα, ήθελα να πάω. Τα «Ηλιοτρόπια» δεν τα άκουσα ποτέ λαϊβ, έχασα και πέρσι τη συναυλία στο Κούριο, ε, πήγαινε πολύ. Πήγα στη μάνα μου, παρέδωσα το τέκνο και της είπα ορθά, κοφτά: «Δεν ξέρω πώς θα τον χειριστείς. Θα μείνει μαζί σου. Δεν σε έχει συνηθίσει, μπορεί να κλαίει, μπορεί να μας ψάχνει, αλλά ολίγον με ενδιαφέρει, εγώ θα πάω στη Βίσση, στη Λάρνακα, και ο Θεός να κατεβεί δεν επιστρέφω να σε σώσω. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!» Tης τον άφησα πάνω στο κρεβάτι, πακέτο, και έφυγα. 

Φτάσαμε στο Παττίχειο πτώματα και οι δύο μας. Μπήκαμε στο θέατρο, ξεραθήκαμε πάνω στο τσιμέντο (δεν ξέραμε να φέρουμε μαζί μας μαξιλαράκια όπως οι πλείστοι Λαρνακείς), και σκεφτόμασταν με τύψεις το εγκαταλειμμένο τέκνο. «Αν κλαίει και μας ψάχνει, με τι ψυχή θα τραγουδήσουμε εμείς απόψε το Χωρίς Το Μωρό Μου;» Δεν έλεγε να αρχίσει και στην ώρα της η συναυλία, η σύζυγος άρχισε τα «αν δεν αρχίσει σε μισή ώρα θα φύγω με ώτοστοπ!» Αυτή ήταν η ψυχολογία και η διάθεσή μας. Στο μεταξύ, αρχίσαμε και να νυστάζουμε, ερείπια πραγματικά. Όλο αυτό ορίζεται ως η «συναυλία στη Βίσση ως γονέας!»

Βγήκε, επιτέλους, η Βίσση. Κουκλάρα, φωνητικά πολύ καλή, αλλά πρόσεξα και κάτι επιπλέον το οποίο δεν είχε στις τελευταίες της εμφανίσεις στη Λευκωσία. Είχε απίστευτο κέφι η ίδια. Ήταν τρομερά χαρούμενη. Χόρευε, αστείευε, είχε ενέργεια επιπέδου ‘90ς. Δεν έκανε καν διάλειμμα γιατί καθώς φαινότανε περνούσε πολύ ωραία για να το διακόψει. Και δεν βιάστηκε να τελειώσει να πάει σπίτι της όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στη Σχολή Τυφλών, αλλά δεχόταν και παραγγελιές, και απ’ όλα.

Πολύ ωραία περνούσα, αλλά ένιωθα πλέον ένας απλός θεατής. Δεν ήμουν πια ο γνωστός χούλιγκαν. Ώσπου άρχισαν τα κυπριακά τραγούδια. Και ήρθε κοντά εκεί που καθόμουνα, να χαιρετίσει κάποιες κοπέλες που χόρευαν. Δεν έκανα την παραμικρή προσπάθεια να με δει. Περνώντας από μπροστά μου απλά της χαμογέλασα και ανταλλάξαμε βλέμματα. Με κατάλαβε αμέσως. Άστραψαν τα μάτια μας αμφότερων. Σοκ εγώ! Γυρίζει και μου λέει: «Ήβρα σε πάλε, ρε!»

«Ήβρα σε πάλε, ρε!» Μα μπορεί να είναι και η πιο ωραία ατάκα που μου είπαν τελευταίως! Πρώτον, με θυμάται (η τελευταία φορά που με είδε, ήταν φευγαλέα το 2014 στο Χίλτον, επί Ρέμου και «Ένα ή Κανένα»), δεύτερον, «με ήβρε», δηλαδή «εγύρευκεν με!» ή τουλάχιστον εγώ έτσι θέλω να φαντασιώνομαι. Ε, δεν ήθελα και πολύ να εκτοξευτώ στους ουρανούς! Εκεί που ήμουν ένα ταγάρι πεταμένο στην κερκίδα, ξαφνικά ένιωσα να κρατώ το κλειδί της πόλης! Μου έδωσε και το μικρόφωνο να φανταστείς και τραγούδησα «Τα Ριάλια!» Θέλω να πω, αυτό κι αν ήταν υπέρβαση λόγω ενθουσιασμού!


Κάπου στο instagram υπάρχει και το βίντεο. Δεν είναι ανάγκη να το δείτε. 

Το ξαναείπα. Τα Κυπριακά τραγούδια τα αγάπησα εξ αιτίας της φωνής της. Ακόμα και το «αρκείς τζαι επέθανα» το αγνοούσα ως άσμα πριν το εντάξει στο πρόγραμμά της. Έκτοτε το κατέβασα και το ακούω συχνά, αν και με τη φωνή του Μιχάλη Βιολάρη, που δεν μου λέει τίποτε.

Τέλος πάντων, αλλού είναι το νόημα αυτής της ανάρτησης. Πρώτον, έζησα ένα αναπάντεχα ευτυχισμένο βράδυ με αυτή την έκπληξη. Είναι δικαίωση για όλους τους σχολικούς καβγάδες στους οποίους έπρεπε να εξηγούμαι γιατί ακούω Βίσση (κουφοί ήσασταν και δεν μπορούσατε να καταλάβετε;), είναι δικαίωση για τα cds που αγόραζα και μοίραζα στους ξένους συμφοιτητές μου για να ξεστραβωθούν και να διαδώσω τον βισσισμό απ' άκρη σ' άκρη, είναι τα νεύρα που ήρθε 9η στη Γιουροβίζιον το 2006, είναι οι κασέττες της γιαγιάς μου που ψηφιοποιούνται για να τη δουν όλοι πόσο πουρέκκα ήταν στα '80ς, είναι το ερωτευμενάκι και η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη που τραγουδούσαμε με τον πατέρα μου στη σάλα, είναι η αδελφή μου ντυνόταν με τα φουστάνια της μάνας μου κρατώντας το ουΐσκυ για να γυρίσω εγώ το βίντεο κλιπ του δεν θέλω να ξέρεις όταν ήμασταν 15 και 13 χρονών. Είναι όλα!

Το περιστατικό με την περούκα του Καρβέλα συνέβη τον Ιούλιο του 2010. Θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί κι αυτό μέσα στην ενότητα «τα τελευταία δέκα χρόνια». Θέλω να σας πω ότι όταν βλέπω στο Youtube εκείνο το περιστατικό, δεν με αναγνωρίζω. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι εκείνος. Όποιος και αν είναι, τον συμπαθώ και χαίρομαι με τη χαρά του. Αλλά δεν νιώθω ότι είμαι εκείνος ο τύπος με την περούκα πλέον. Σήμερα, δηλαδή, πολύ δύσκολα θα το έκανα. Δεν ξέρω πως μου την είχε βιδώσει εκείνη τη μέρα. Ήταν ακόμα πρόσφατη η εγχείρηση καρδίας και ήμουν σε φάση «μια φορά ζούμε». Με ρώτησε χθες η Άννα «που είναι η περούκα σου;» και εγώ αντ’ αυτού άκουσα «που είναι η σουρτούκα σου;» Σουρτούκα αποκαλώ τη Μπρέντα καμιά φορά χαϊδευτικά. Και εγώ της έδειξα τη Μπρέντα και της είπα «να, την!» Έμεινε και με κοίταζε. Ύστερα κατάλαβα ότι ρώτησε για την περούκα. Ε, βέβαια, είναι λογικό να ξέρει η Βίσση περί Σουρτούκας; Εκείνη την ώρα απλά δεν επικοινωνούσα από τον ενθουσιασμό μου.

Όπως ξαναέγραψα, η συναυλία ήταν κεφάτη πολύ και τα τραγούδια εξαιρετικά διαλεγμένα. Δεν μας έριξε ούτε δευτερόλεπτο. Χάρηκα που ξανάκουσα το Θιβέτ, που είχε να το πει από το 2008, χάρηκα που είπε τα καινούρια της, παρόλο που ήθελα και τα «Χειρότερα» και τα «Λεφτά». Το δώρο της «Mαύρης Bροχής» απρόσμενο, η επικοινωνία μέσω σκάιπ με τη Γιώτα Γιάννα συγκινητική. Γενικά πέρασα καταπληκτικά, ήταν σε μεγάλη φόρμα και όπως είπε και η Μπρέντα στο τέλος, «μην ανησυχείς, αυτή έχει τουλάχιστον ακόμα δέκα χρόνια μπροστά της ακμαίων εμφανίσεων». Μου το είπε επειδή εμένα ο μεγαλύτερος μου φόβος μετά το παιδί μου και την κλιματική αλλαγή, είναι το πώς θα διαχειριστώ την ανακοίνωση ότι η Βίσση και ο Καρβέλας δεν θα ξαναβγάλουν τραγούδια.



Πάρτε δώρο και ένα chart με τα 25 τοπ τραγούδια που έβγαλαν τη δεκαετία που μας αφήνει. Τα τελευταία των ηλιοτροπίων δεν συμπεριλαμβάνονται. Παραδέχομαι ότι κάποια πιο μέτρια τραγούδια ευνοήθηκαν στα plays αφού βγήκαν παλιότερα, ενώ άλλα πιο νεότερα διαμάντια είναι πιο κάτω στην κατάταξη. 
  

Γεια σας!

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 16, 2019

Τα Τελευταία Δέκα Χρόνια

Από σήμερα ξεκινώ μία νέα ενότητα κειμένων εδώ στο μπλογκ, η οποία θα συνοψίζεται στον τίτλο: «τα τελευταία δέκα χρόνια».

Από καιρό ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στα τελευταία δέκα χρόνια που μας αφήνουν, σε λίγους μήνες, χρόνους. Πότε ήρθαν, πότε τα ζήσαμε, πότε περάσανε. Ο Θεός και η ψυχή τους.

Και όμως, να! Από το 2010, που καλά-καλά δεν ξέραμε τι είναι το wifi, φτάσαμε αισίως στο 2019, να το θεωρούμε αυτονόητο ακόμα και εν πτήσει.

Θα σου πω πολλά για τα τελευταία δέκα χρόνια, για τις μουσικές μου, για τα βιβλία μου, για τους φίλους μου, για τη ζωή μου, για τις ανύπαρκτες προοπτικές μου, για τα πρόσωπα της δεκαετίας. Θυμάσαι; Το ίδιο είχα κάνει και το 2009, επιλέγοντας τα 10 πιο σημαντικά πρόσωπα που είχα γνωρίσει μεταξύ 2000 και 2009. Ε, τώρα μετά βίας μπορώ να σου βρω πέντε άτομα που σημάδεψαν θετικά τα τελευταία δέκα χρόνια. Βέβαια, είναι διαφορετικό να σε περιτριγυρίζουν φοιτητές, και διαφορετικό δημόσιοι υπάλληλοι.

Λοιπόν, άκου.

Παρόλο που η δεκαετία δεν έκλεισε επίσημα και το θεωρώ ολίγον τι γρουσούζικο να τη μνημονεύουμε πριν ολοκληρωθεί και τυπικά, τολμώ να ομολογήσω πως ήταν τρομερά συναρπαστική για μένα. Και τι δεν έζησα!

Η δεκαετία μπήκε με εμένα φρεσκο-εγχειρισμένο και με δεκάδες ψυχολογικά προβλήματα (με τα οποία συχνά ακόμα παλεύω), το θάνατο του πατέρα μου και με εμένα να έχω αποδεχτεί ότι θα ζήσω ως μπακούρι το υπόλοιπο της ζωής μου.

Πριν προλάβει να εκπνεύσει το 2010 γνώρισα τη Μπρέντα στη θεατρική ομάδα. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι θα ήταν αυτή η γυναίκα της ζωής μου. Ούτε κι εκείνης της πέρασε το αντίστοιχο. Ώσπου να αποχαιρετίσουμε τη χρονιά, ήμασταν ζευγάρι.

Ακολούθησαν τέσσερα πολύ όμορφα και ξέγνοιαστα χρόνια. Η ντόλτσε βίτα που λέμε. Μπορεί να πάθαινα κρίσεις πανικού με το θέμα της υγείας μου και το πού πάει όλο αυτό – στον τάφο πάει, πού να πάει; Αλλά είχα αρχίσει ψυχοθεραπεία και ήμουν εμφανώς καλύτερα. Η σχέση μου με τη Μπρέντα ήταν και είναι τρικυμιώδης, αλλά νομίζω αυτό είναι που μας κρατά μαζί, το ότι με τούτα και με εκείνα, δέκα χρόνια μετά νιώθουμε ότι προχθές γνωριστήκαμε και ότι έχουμε πολλά ακόμα να εξερευνήσουμε ο ένας στον άλλον. Κάναμε άπειρα ταξίδια μαζί εκείνα τα τέσσερα χρόνια, νομίζω καμιά δεκαπενταριά μέσα σε τέσσερα χρόνια. Για μένα η γυναίκα μου είναι συνώνυμη του ταξιδιού. Εκεί αντιλαμβάνομαι γιατί την αγαπώ και γιατί θέλω και πρέπει να είμαι μαζί της. Ήμουν ευκατάστατος  τότε, όταν ταξιδεύαμε δηλαδή, και επιπλέον ζούσα μία έντονη κοινωνική ζωή μαζί της, όμοια της δεν είχα ξαναζήσει ποτέ.

Το 2014 μετακομίσαμε μαζί σε ένα κωλοδιαμέρισμα στην Αγλαντζιά, και το 2015 παντρευτήκαμε. Καθίσαμε άλλο ένα χρόνο στο ίδιο διαμέρισμα και στις αρχές του 2016 η Μπρέντα έμεινε έγκυος. Εκείνη η χρονική περίοδος ήταν από τις ομορφότερες της ζωής μου. Δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από το να ανυπομονείς να γνωρίσεις το παιδί σου και να φαντάζεσαι το πώς θα είναι. Ύστερα που γεννιέται αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ήρθε στον κόσμο ο νέος Ιησούς, ούτε ο νέος Αϊνστάιν, αλλά ένα εξτένσιον εσού και της συμβίας σου και λες «αυτό περίμενα εννέα μήνες;» Εντάξει, αστειεύομαι. Και οι πέτρες ξέρουν πόσο λατρεύω τον γιο μου.

Το 2017 δεν το πολυθυμάμαι. Ήταν ευτυχές, αλλά με τις φάσεις του μωρού να αλλάζουν γρήγορα πέρασε και μόνο ζαλάδα άφησε. Το θυμάμαι με ευτυχία, αλλά όταν βλέπω φωτογραφίες στο κινητό από τότε, σκέφτομαι «πότε έγιναν όλα αυτά;»

Το 2018 ήταν μέτριο προς κακό. Μετακόμιση στη μάνα μου, ανακαίνιση στο σπίτι μας, δάνειο, δόσεις, και ένα παιδί που μεγαλώνει και βρίσκεται στη δυσκολότερη του φάση, εκείνη όπου περπατά με το ζόρι, επικοινωνεί με το ζόρι και στο τέλος το απορροφάς όλο εσύ. Το ζόρι. 

Το 2019 ήταν κατά τι καλύτερο, μόνο και μόνο επειδή ο Αλέξης μεγάλωσε και συνεννοείται, μπορείς να τον εμπιστευτείς ότι δεν θα βάλει το χέρι στην πρίζα και μπορείς να κάνεις ένα ντους χωρίς να αγχώνεσαι ότι μπορεί να πηδήξει από το παράθυρο. Κατά τα άλλα, είμαστε πλουσιότεροι από ποτέ σε εμπειρίες και φτωχότεροι από ποτέ σε λεφτά. Αυτό είναι το τραγικόν του πράγματος. Όταν είσαι μόνος σου έχεις λεφτά, όταν ζεις με άλλους είσαι πιο ισοζυγισμένος ψυχολογικά, αλλά δεν σου μένει ευρώ για δείγμα.

Συνοψίζοντας: Τα τελευταία δέκα χρόνια-
·         Έκανα εγχείριση καρδιάς
·         Έπαιξα σε 9 ερασιτεχνικές, θεατρικές παραστάσεις
·         Έθαψα πατέρα
·         Έζησα ψίθυρους καρδιάς
·         Παντρεύτηκα
·         Έγινα πατέρας
·         Ταξίδεψα σε 19 καινούριες χώρες
·         Ανακαίνισα σπίτι

Καθόλου άσχημα. Α, ναι. Μπήκα και στο Δημόσιο. Αυτό ξέχασα να το γράψω. Είναι για να καταλάβεις πόσο πια το εκτιμώ. 

Τι μέλλει γενέσθαι; Δεν ξέρω. Πρέπει να αυξήσω το εισόδημά μου χθες, και αν θέλει ο Θεός να μου στείλει το τζακ ποτ, ήτοι δύο παιδάκια ακόμα κατά προτίμηση μία κόρη και ένα ακόμα γιο, θα ήταν απλά τέλεια. Τα ταξίδια μπορούν να μπουν στην αναμονή, άλλωστε μόνο δυο χώρες θέλω να επισκεφτώ διακαώς και αυτές είναι η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Για να πάμε εκεί πρέπει να πουλήσω και τα δυο νεφρά, οπότε δεν νομίζω να μπουν στις προτεραιότητες. Κατά τα άλλα, ό, τι βρέξει ας κατεβάσει.

Φτάνουμε τα σαράντα, ένας αριθμός που κάποτε με τρόμαζε. Θυμάμαι όταν ήμουν 12 χρονών που είχε πεθάνει ένας φίλος των γονιών μου στα 42 του και σκέφτηκα «γιατί κλαίνε, τα είχε φάει τα ψωμιά του ο σκατόγερος». Αντιλαμβάνομαι πλέον ότι πέρασα στη φάση της καμίας ηλικίας. Αισθάνομαι ότι ζω σε μια ευθεία γραμμή που δεν μετρούν ούτε οι μέρες, ούτε οι μήνες, ούτε οι εποχές (ποιες εποχές;), ούτε τα χρόνια. Απλά υπάρχω, ίπταμαι. Δεν ανυπομονώ για τίποτα, όλα έρχονται γρήγορα, πριν προλάβω να τα ευχηθώ και να τα συνειδητοποιήσω. Το θέμα είναι να καταφέρω να τα απολαύσω. Εκεί έγκειται η μαγκιά στη φάση μου.


Πολλοί λένε ότι τα καλύτερά τους τα έζησαν μεταξύ 40 και 50. Ίδωμεν. 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 09, 2019

Μαντηλοφορεμένο

Το μπανάλιτι που με περιτριγυρίζει δεν έχει τέλος.

Ασχολούνται άπαντες στη χώρα με τη μαντήλα μιας μουσουλμάνας.

Και επικεντρώνονται στο «δικαίωμα» της να φορεί ό, τι θέλει για να εκφράσει τη θρησκεία της.

Ας τους πει κάποιος ότι δεν υπάρχει Θεός να τελειώνουμε.

Ας τους πει ότι και να υπάρχει Θεός, ποτέ δεν θα ενέκρινε ένα κακόγουστο ένδυμα σαν αυτό το τσεμπέρι για το κεφάλι για έκφραση της λατρείας Του.

Ας τους πει περαιτέρω ότι η θρησκεία, ως έννοια, είναι τόσο αόριστη που αύριο μπορεί ο καθείς να κρεμά ό, τι θέλει στο κεφάλι του και να υποστηρίζει ότι το επιτάσσει η θρησκεία του.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον Λάκη Γαβαλά να κατεβαίνει στο σχολείο με ένα αγγούρι κρεμασμένο στον λαιμό και να ισχυρίζεται ότι αυτό απαιτεί η θρησκεία που ακολουθεί. Θα μου πεις, «αν είναι αναγνωρισμένη θρησκεία, γιατί όχι;»

Τι «γιατί όχι», χρυσοί μου. Επειδή θα γίνουμε μπάχαλο. Κι αν εν έτει 2019 σου επιβάλλει η θρησκεία σου πώς θα παρουσιαστείς στον έξω κόσμο, τότε έχεις πρόβλημα. Τι το θες το σχολείο; Αφού μέχρι εκεί σε παίρνει! Δεν προβλέπεται να ανοίξει περαιτέρω ο νους σου. Δεν είσαι ελεύθερο πνεύμα. Δεν έχεις προσωπικότητα!

Σεβασμό στη διαφορετικότητα να δείξω, ναι. Δεν θα την πάρω και με τα σκάγια την καημενούλα επειδή αποφάσισε να ντυθεί σαν «τη Μαρικκού που τα Λεύκαρα», 17 χρονών παιδάκι. Οίκτο να δείξω όσον θέλετε. Αλλά μην μου κάνετε και μαθήματα.

Το πρόβλημα σ’ αυτή τη χώρα είναι ότι αν σας αφήσουμε να ντυθείτε όπως θέλετε θα κυκλοφορείτε σαν λέτσοι, και θα μας κάνετε ρεζίλι, ενώ αν σας επιβάλουμε στολή θα φταίμε που σας καταπιέζουμε. Βασικά, άπαξ και γεννηθήκατε χωρκάτες, δεν έχετε σωτηρία.

Ας το παραδεχτούμε, μέση λύση δεν υπάρχει, οτιδήποτε ενδιάμεσο στο θέμα στολή, ενέχει κινδύνους. Βασικά  εγώ είμαι συγχυσμένος. Από τη μια πρέπει να καταργηθούν τα θρησκευτικά, αλλά από την άλλη όλοι έχουν δικαίωμα έκφρασης των πιστεύω τους… Αντιλαμβάνεστε πόσο λεπτή γραμμή είναι αυτή και πόσο παράδοξο το εγχείρημα.

Μα, γιατί ασχολούμαι ακόμα με χώρα ηλιθίων, εγώ δεν εκατάλαβα.


Άτε γεια σας!

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 01, 2019

Septemberfest

Εριξα τα μούτρα μου εχθές βράδυ και πήγα στο Septemberfest της Αγλαντζιάς.

Αν δεν το φαντάστηκες ήδη, το εν λόγω πανηγύρι το βδελύσσομαι. Όχι μόνο γιατί διοργανώνεται δυο δρόμους πιο κάτω από το σπίτι μας και κάθε νύχτα επί μία βδομάδα αναγκαζόμαστε να κοιμόμαστε με τα παράθυρα κλειστά για να αποφύγουμε τα σκυλάδικα που αντηχούν στην πλάση. Αλλά και επειδή προκαλούν περαιτέρω αυτοκινητική συμφόρηση, παρόλη την επέμβαση της τροχαίας. Φέτος, όμως, δεν ξέρω ποιος φούρνος γκρεμίστηκε, οι διοργανωτές με εξέπληξαν ευχάριστα. Έφεραν μεγάλα ονόματα να τραγουδήσουν και δεν προκαλείται η συνήθης ηχορύπανση. Νατάσα Θεοδωρίδου, Σάκης Ρουβάς, Μέλισσες, Μπίγαλης, Μαντώ, Σοφία Βόσσου, Δάκης, Στέλιος Ρόκκος, Μπλε, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Ευτυχώς απουσίαζαν οι Μακρόπουλοι, οι Μαζωνάκηδες και λοιποί τουρκογύφτοι με το ντέφι, που έφερναν τα περασμένα χρόνια.

Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι φέτος μανικώθηκα, περίμενα πώς και πώς να έρθει η 31η Αυγούστου να δω λάιβ τους αγαπημένους μου 90ντο καλλιτέχνες και να με ξεγελάσω, για λίγο, ότι εκείνη η υπέροχη εποχή ζει και μας καθοδηγεί. Να αισθανθώ ότι δεν θα πεθάνω και θα πρέπει να ακούω Sinboy, Demy, Stan, Otherview, και άλλους παρόμοιους ξευτύλες (μα, γιατί δεν έχουν ελληνικά ονόματα, ντρέπονται; Εγώ κάποτε κορόιδευα την «Αλέξια» ότι σνόμπαρε το «Αλεξία». Πλέον μας ακούγονται ελληνικά τα Tamta και τα Foureira, αν είναι δυνατόν!).

Εμφανίστηκαν, που λες, οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες και ήταν σαν να έφυγε πάνω από το σώμα μου η σκουριά και άρχισαν ξανά τα μέλη του σώματός μου να κινούνται και να νιώθουν ζωντανά. Και το χάρηκα και το καταπόλαυσα, τόσο πολύ, που ούτε το γεγονός ότι είχα τον Αλέξη μέσα στο καρότσι να κοιμάται μέσα στην υγρασία, την κάπνα και το μαύρο χώμα δεν με έκοψε. Το μόνο που με χάλασε ήταν το γεγονός ότι υπήρχαν γύρω μου κι άλλοι άνθρωποι. Και δεν εννοώ την παρέα μου. Εννοώ το ευρύ κοινό. Σας έχω ξαναπεί πόσο μισώ να πηγαίνω σε συναυλίες στις οποίες πάει κι άλλος κόσμος;

Σιχαίνομαι το κυπριακό πλήθος. Το σιχαίνομαι σε όλες του τις εκφάνσεις. Αλλά ειδικά στις συναυλίες. Επειδή δεν μπορεί να πωρωθεί, δεν μπορεί να τραγουδήσει με τη ψυχή του, δεν μπορεί να χορέψει σαν να μην υπάρχει αύριο. Στέκεται εκεί και χάσκει, κρατά μια μπύρα και με το ζόρι να χειροκροτήσει στο τέλος του άσματος. Αν δεν σας αρέσουν τα τραγούδια τι ήρθατε να κάνετε, ρε καημένοι; Γιατί δεν καθόσασταν στα αβγά σας; Η Βόσσου είδε και έπαθε να πείσει τον κόσμο να χτυπά ρυθμικά την ώρα που τραγουδούσε. Μόνο, λίγο, εκεί που είπε το «ετοιμάζω ταξίδι» και το «δικός σου για πάντα» υπήρξε ένας σχετικός ενθουσιασμός. Τότε αναθάρρεψε και η ίδια και είπε από μικροφώνου «έτσι, δόξα σοι ο Θεός!».

Πιο μουρόχαβλο κοινό, πεθαίνεις. Και γιατί το κάνω θέμα; Τι με κόφτει αν οι γύρω μου κοιμούνται όρθιοι; Με κόφτει, κύριε! Με κόφτει! Το κάνω θέμα επειδή τους καλλιτέχνες που αγαπώ, καλώς ή κακώς, τους οικειοποιούμαι. Τους θεωρώ δικούς μου ανθρώπους, τους θεωρώ οικογένεια. Νευριάζω να έρχονται να τραγουδούν και οι άλλοι από κάτω να σφυρούν αδιάφορα ή να μην παθιάζονται με αυτό που ακούν ή βλέπουν. Αν δεν φύγεις από τη συναυλία άφωνος, με πρησμένες αμυγδαλές, ή τουλάχιστον βραχνός, να μην πας! Είσαι κακό κάρμα και για τον καλλιτέχνη, και για τύπους σαν εμένα που θέλουν να μοιραστούν τη χαρά τους και δεν βρίσκουν συμμάχους.

Όταν ήμουν μικρός, κάποτε, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο πατέρας μου με πήγε σε μία συναυλία της Μαρινέλλας. Την περισσότερη ώρα εγώ κοιμόμουν στα πόδια της μάνας μου. Αλλά θυμάμαι ότι βγήκε να τραγουδήσει, έκανε μία γκράντε έναρξη με το «Άνοιξε Πέτρα» και ύστερα ακολούθησε ένα χλιαρό χειροκρότημα. Ούτε η ίδια δεν άντεξε να μην το σχολιάσει: «α, πα, πα, πα, μου το ‘λεγαν ότι η πρωτεύουσα είναι πιο σνομπ, αλλά δεν το πίστευα». Τότε δεν κατάλαβα τι σήμαινε η σπόντα, αλλά το θέμα συζητήθηκε έντονα εντός της οικογένειας την επόμενη μέρα και μου εξήγησαν τι εννοούσε. Εκ των υστέρων, έχω να συμπληρώσω κι άλλα κυρά Μαρινέλλα μου. Δεν είναι σνομπ η πρωτεύουσα. Καθυστερημένη είναι, όπως όλη η χώρα. Στην Ελλάδα και ο τελευταίος πουθενάς να βγει να τραγουδήσει, οι καλαμαράδες ρίχνουν τα τείχη. Εδώ, και η Βίσση να έρθει, με το ζόρι να βγάλουν λίγο κέφι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ψυχοφάρμακων κατ’ αναλογία πληθυσμού σε όλη την Ευρώπη.

Για να μην πω τι παθαίνω όποτε πάω στη Βίσση, μια που το ‘φερε η κουβέντα. Που θέλω να σηκωθώ όρθιος και να χτυπιέμαι πάνω κάτω, αλλά δεν το σηκώνει το κλίμα. Πρέπει να φτάσουμε στο τρίτο μέρος, στα τσιφτετέλια για να ανάψουν τα αίματα. Ε, ναι, πρέπει να βρει ο γύφτος τη γενιά του για να αγαλλιάσει η καρδιά του. Εμένα βέβαια μέχρι τότε μου έχει πέσει η στύση. Δεν έχω όρεξη να ξαναπροσπαθήσω. Ξενέρωσα, θέλω να σηκώσω το παντελόνι και να φύγω.

Έτσι και χθες βράδυ. Ξεδιπλωνόταν το παρελθόν μπροστά μου και αντί να το αποθεώνουν οι χιλιάδες παρευρισκόμενοι σαν να μην υπάρχει αύριο, οι περισσότεροι απλώς… περιφέρονταν άσκοπα. Εντάξει, είχε και πολλούς φοιτητές οι οποίοι ήταν αγέννητοι όταν η Μαντώ και ο Μπίγαλης μεσουρανούσαν. Τους δικαιολογώ, εν μέρει, που δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν το brilliance του «αυτό το καλοκαίρι» και του «αχ, μελισσούλα-μελισσάκι». Οι άλλοι;

Γι’ αυτό σου λέω, μάνα μου. Δεν είναι το χάσμα γενεών το πρόβλημα. Είναι η μαννοσύνη του Κυπραίου.


Μεγαλώνω, βάζω κάθε μέρα νερό στο κρασί μου για να επιβιώσω εδώ μέσα και ακόμα δεν σας χώνεψα!