Τετάρτη, Απριλίου 24, 2019

Συγκλονισμένη Η Κοινή Γνώμη

Ακούστε να δείτε.

Σ’ αυτή τη χώρα βαριόμαστε.

Βαριόμαστε γιατί είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε σε νησί, και μάλιστα σε μικρό νησί – δεν είμαστε η Βρετανία που θεωρείται επίσης νησί, να μπορούμε να οδηγήσουμε πέντε ώρες για να αλλάξουμε περιβάλλον. Βρισκόμαστε σε νησί στο οποίο μέσα σε δυόμιση ώρες κάνεις την περίμετρο του με το αυτοκίνητο. Αντιλαμβάνεστε. Όταν ζεις σαράντα χρόνια σε έναν τόπο που τον έχεις φάει με το κουτάλι, αναπόφευκτα βαριέσαι.

Για να πάμε οπουδήποτε εκτός, χρειαζόμαστε αεροπλάνο. Αλλά και αεροπλάνο να πάρουμε, ο πιο κοντινός προορισμός της προκοπής, είναι η Αθήνα. Όσο μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την Αθήνα «προορισμό της προκοπής» στα χρόνια του Τσίπρα. Δεν έχουμε γύρω μας τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, να πηγαίνουμε όπου επιθυμήσουμε με το αυτοκίνητο. Μπορούμε να πάμε στη Συρία, στο Ισραήλ, στην Τουρκία, στον Λίβανο. Σε χώρες, δηλαδή, που είτε έχουν πόλεμο, είτε είναι εχθρικές και άσχημες, και στις οποίες κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν θέλει να πάει από μόνος του. Δεν είμαστε οι Βρυξέλλες να μπορούμε κάθε βδομάδα να πεταγόμαστε σε μία άλλη συγκροτημένη, ευρωπαϊκή πόλη να ξεδίνουμε να ανανεωνόμαστε και να επιστρέφουμε φρέσκοι και αναζωογονημένοι να ξαναχωθούμε στο σκατό.

Είμαστε εγκλωβισμένοι.

Αυτό είναι αρκετό ψυχολογικό βάρος για να δικαιολογείται η αδιαφορία που έχουμε αναπτύξει για τα πάντα. Ριγμένοι σε ένα νησί, το μισό κατεχόμενο, γύρω-γύρω θάλασσα και πιο γύρω άλλες πέντε-έξι προβληματικές χώρες. Οι φυλακές του Αλκατράζ καλύτερες μου ακούγονται. Οκέι, δεν γεννηθήκαμε και στο τελευταίο χωριό των Μασάι, συμφωνώ, αλλά δεν είμαστε και κανένα κελεπούρι. Θέλω να πω, δικαιολογώ τη διαφθορά μας. Είναι αποτέλεσμα συνειδητοποίησης της (κακό)μοίρας μας.  

Εκτός αυτού, είμαστε και λίγοι. Πληθυσμιακά εννοώ. Γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Και στο τελευταίο καφενείο της Κύπρου να πας, θα βρεις γνωστούς σου. Αυτό κι αν είναι δυσβάσταχτο. Γεννιέσαι μαζί με μερικές χιλιάδες κόσμου και πεθαίνεις με αυτούς. Μέχρι τα 18 σου χρόνια τους έχεις γνωρίσει όλους – ξέρεις κι από ποια μεριά του κρεβατιού κοιμούνται, που λέει ο λόγος. Δεν υπάρχει ανανέωση σε κανένα τομέα, δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον, αλλά μία συνεχής ανακύκλωση προσώπων, ιδεών, γεγονότων. Βαριέσαι!

Γιατί τώρα όλοι διερωτάστε πως προέκυψε η πρόσφατη κοινωνική αναλγησία; Πτώμα από ‘δω, πτώμα από εκεί, πτώμα παραπέρα. Δεν κόφτει ιδιαίτερα κανέναν. Και εγώ το καταλαβαίνω, δεν το κατακρίνω. Το δικαιολογώ. Γιατί να μας κόφτει; Βαριόμαστε ήδη πολύ για να ασχοληθούμε με το οτιδήποτε. Και στο κάτω, κάτω, αυτά στο εξωτερικό τα ζουν με το καλημέρα σας. Εμείς που δεν έχουμε μισό πλεονέκτημα απ’ αυτά που απολαμβάνουν στο εξωτερικό, γιατί να χάσουμε τον ύπνο μας; Αρκετή υπαρξιακή κατάθλιψη δεν έχουμε ήδη στο κεφάλι μας;

Συγκλονίζεστε, τάχα μου! Άντε σκάστε, που θα μας πείτε ότι συγκλονίζεστε κιόλας. Κόσμος που ολόχρονα δεν νιώθει τίποτε, οργασμός δεν ξέρει τι σημαίνει, ξαφνικά συγκλονίστηκε! Πορδές!

Εγώ βαριέμαι τρομερά και δεν με ενδιαφέρει τίποτε. Διέγραψα και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία (ο Θεός να τα κάνει!) από τα timelines μου, έτσι μόνο τυχαία μαθαίνω τι συμβαίνει. Βλέπω μόνο Netflix τα βράδια και ταινίες του Ντίσνεϊ τα απογεύματα με τον γιο μου. Πάω και κανένα περίπατο στα ενδιάμεσα με τα ακουστικά στ’ αφτιά για να κινείται λίγο το αίμα μου και να εκτονώνομαι. Έτσι περνούν οι μέρες μου. Συμπαθητικά και ήσυχα. Αλλά αρνούμαι και να συγκλονιστώ, αρνούμαι και να εντυπωσιαστώ, αρνούμαι και να συμπονέσω.


Δεν με κόφτει τίποτε! Νιώθω σαν να είμαστε όλοι μες τη φυλακή, στην οποία μάλιστα κάνουν κουμάντο οι εκάστοτε φατρίες με τα αθέμιτα μέσα, και κάπου εκεί, μαθαίνουμε στο μπαϊ δε γουεϊ, ότι σφάξανε έναν στο παραδίπλα κελί. Πέντε λεπτά αναστάτωση, δήθεν συγκλονισμός και μετά τα ίδια. 

Δεν αξίζει τον κόπο. 

Παρασκευή, Απριλίου 19, 2019

Θυμήθηκα Μια Φίλη Παλιάς Σχολής

Στην εστία που έμενα το 2007, στο Κάρντιφ, έκανα παρέα με μία καταπληκτική κοπέλα από την Ινδία. Είχε μια υπέροχη πληθωρική προσωπικότητα, χαιρόσουν να συνομιλείς μαζί της. Είχε ζήσει πολλά χρόνια σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και είχε άλλον αέρα, δεν ήταν η κλασική Ινδή που φαντάζεσαι με το πολύχρωμο ράσο και τη βούλα στο κούτελο. Ήταν μοντέρνα, ήταν ψαγμένη, μου έκανε πλάτες και για μια κοπέλα που μου άρεσε τότε, και επειδή έμενε στο ίδιο φλατ μαζί της, την παρακολουθούσε εκ μέρους μου. Μάλιστα θυμάμαι μια φορά που μου τηλεφώνησε και μου είπε «γύρισε αυτή αν θέλεις να έρθεις να της μιλήσεις». Κι όταν εγώ έσπευσα, εκείνη έκρινε ότι είχα «πεσμένη ενέργεια» (κάτι σαν τη δική μας βασκανία) έπιασε το χέρι μου και είπε από μέσα τις κάτι προσευχές και κατέληξε: «γιου νιντ γουότερ!» Με έστειλε στο δωμάτιό μου να πιω ένα λίτρο νερό και να ξαναγυρίσω.

Με την κοπέλα αυτή πήγαμε μαζί σινεμά, βγήκαμε για φαγητό, πήγαμε θέατρο, κάναμε περίπατους στους παραπόταμους της Ουαλίας και πραγματικά την αισθάνθηκα φίλη μου. Όταν τελείωσε το μάστερ μου είπε ότι χάρηκε που με γνώρισε και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Σαν να μην την ενδιέφερε να κρατήσουμε επαφές. Δεν την ξαναείδα. Δεν βρίσκεται στο Φέησμπουκ ούτε χρησιμοποιεί κανένα άλλο κοινωνικό δίκτυο. Έμαθα ότι το κύμα τη ξέβρασε στην Ολλανδία. Έκανε ένα διάλειμμα γυρνώντας στην Ινδία για να θρηνήσει τη μητέρα της, και ξαναγύρισε. Στην Ολλανδία έμενε σε ένα διαμέρισμα-βάρκα, απ’ αυτά που ρίχνουν άγκυρα κάτω από τις γέφυρες του Άμστερνταμ, ως φιλοξενούμενη ενός Ολλανδού πολλά χρόνια μεγαλύτερού της, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Όλα αυτά τα έμαθα από μια άλλη κοινή μας φίλη, η οποία την επισκέφτηκε 1-2 φορές.

Όταν ρώτησα την κοινή μας φίλη γιατί η αγαπημένη Ινδή πέταξε μαύρη πέτρα πίσω της, αυτή μου απάντησε πως θεωρεί ότι τώρα οι ζωές μπήκαν σε άλλη τροχιά και δεν υπήρχε λόγος να το παλεύουμε. Ούτε καν μέσω του διαδικτύου. «Πιστεύει πως όλα κάποτε ολοκληρώνουν τον κύκλον τους, και πως όταν το τέλος έρχεται πρέπει να το δεχόμαστε και να το αγκαλιάζουμε, σαν να το περιμέναμε καιρό. Έτσι θα αναγκαστούμε να εκτιμήσουμε και να χαρούμε το τώρα και το  όσο είμαστε ακόμα μαζί». Γλυκόπικρη στάση ζωής. Το σεβάστηκα, το αποδέχτηκα, δεν την έψαξα, δεν την κυνήγησα, ούτε ρέστα ζήτησα. «Πάντως χάρηκε που έμαθε νέα σου, πραγματικά ενδιαφέρθηκε να μάθει τα νέα σου, και μου είπε να μην πάρεις προσωπικά την εξαφάνισή της».

Το να μπορείς να εξαφανίσεις τα ίχνη σου εν έτει 2019, το βρίσκω έως και λυτρωτικό. Παλιότερα σκεφτόμουν πως μόνο οι πειραγμένοι δεν μπορούν να εκτιμήσουν το πλεονέκτημα που σου δίνει η επικοινωνία στο ίντερνετ, το δώρο του να μπορείς να κρατήσεις επαφή με τους πάντες απ’ άκρη σ’ άκρη. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια που είμαστε όλοι μέσα στον κώλο του άλλου το ψιλοβαρεθήκαμε. Έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα, ο χρόνος, ο χώρος, η απόσταση, οι σχέσεις. Τείνω να εκτιμώ όσους επιμένουν και τα καταφέρνουν να ζουν τον ρομαντισμό των έρλι ‘90ς αυτούσιο.


Πληρότητα, μάνα μου. Αυτό έχουν. Δεν χρειάζονται κανέναν τριγύρω για πάντα προκειμένου να νιώθουν ασφάλεια. Ούτε εύχονται ότι μέσα στους εκατοντάδες ακόλουθους, αναγνώστες, φριεντς και τα λαϊκς θα βρεθεί κάποιος ή κάποια να τους σώσει. 

Τετάρτη, Απριλίου 17, 2019

Τσάι Με Την Έλενα

Αυτό το βίντεο πρέπει να το έχω δει καμιά εκατοστή φορές.



Κατ’ αρχάς, ερωτεύτηκα την Έλενα Τσαγκρινού. Δεν ήξερα ποια ήταν, τη γκούγκλαρα για να την ανακαλύψω περαιτέρω, και βρήκα κάτι απαίσιες παλιές φωτογραφίες της, οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με αυτόν τον άγγελο που βλέπω εδώ να λικνίζεται έτσι δροσερά, δροσερά στους ήχους του τραγουδιού. Μια φορά στα δέκα χρόνια βρίσκω μια γυναίκα σελέμπριτι να μου αρέσει τόσο πολύ. Δεν είναι φυσιολογικό, το ξέρω, αλλά ανέκαθεν ήμουν δύσκολο πλάσμα. Σ’ αυτό το βίντεο, απλά δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Είναι γυναικάρα. Η κορμοστασιά της, το περπάτημα της, ο χορός της, ο ρυθμός της, το μαλλί της που μου θυμίζει κάτι από Βάσια Παναγοπούλου, Σοφία Αλιμπέρτη, και όλες τις ‘80ς πρωταγωνίστριες που έβλεπα μικρός, όλα αυτά μαζί είναι απλά αναζωογονητικά. Το σέξινες όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι. Δεν δείχνει τίποτε, κι όμως μου τα δείχνει όλα. 

Η ιδέα να αναστηθεί το «Τσάι Με Λεμόνι», απλά εκπληκτική. Θέλω να μου πείτε ποιος το σκέφτηκε. Η συμφωνική ορχήστρα του δίνει πραγματική υπόσταση, αλλά γενικότερα, μες την ελαφρότητά του το βρίσκω ιδιοφυές. Έχει στίχους που δεν σημαίνουν τίποτε απολύτως, κι όμως η επιλογή των λέξεων, αυτό το λ-μ-ν, συνδυασμένο με τα πιο βαριά μπ-λκ-ν, είναι γλύκα στο αφτί. «Λεμόνι-Μπαλκόνι», «Επιτέλους Μόνοι». Είναι ήχοι, δεν είναι λέξεις. Τις ακούς και είναι σαν να καταπίνεις λιωμένο παγωτό σοκολάτα-φράουλα που ενώ είναι συμπυκνωμένα στην ίδια κουταλιά, ξεχωρίζουν στη γεύση καθώς κάνουν τσουλήθρα στον οισοφάγο σου.

Η μόνη παραφωνία της υπόθεσης σ’ αυτό το βίντεο είναι ο Δάκης. Δεν μπορώ να τον βλέπω. Αλλά ΟΚ, ας αποδοθεί ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ αυτόν που έκανε το τραγούδι γνωστό.

Ας το ξαναδώ μιας που μου φτιάχνει τόσο τη διάθεση.

Τρίτη, Απριλίου 16, 2019

Η Δική Μας Νοτρ Νταμ

Αν ήσασταν έξυπνοι, και έκοβε λίγο παραπάνω η ξερή σας, σήμερα δεν θα γκρινιάζατε που οι παπάδες αποφάσισαν να χτίσουν μια εκκλησία καταμεσής του δημοσίου κήπου της Πάφου. Αδράξετε την ευκαιρία και ζητήστε να χτιστεί εκεί μία νέα Νοτρ Νταμ. Όχι μια ρέπλικα αυτής που κάηκε στο Παρίσι, και για την οποία θρηνούμε σύσσωμοι σήμερα, αλλά μια νέα, κυπριακή Νοτρ Νταμ, η οποία θα φέρει μαζί της όλα τα συμπαρομαρτούντα που γοητεύουν τον τουρίστα.

Γιατί εγώ κλαίω για τη Νοτρ Νταμ; Επειδή την ήξερα και από χθες! Αλλιώς είναι να καίγεται ένα μνημείο για το οποίο γράφτηκαν βιβλία, για το οποίο γράφτηκαν μιούζικαλ και για το οποίο γυρίστηκαν ταινίες, και αλλιώς να καίγεται η τελευταία εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου σε μια βρομογειτονιά του Παρισιού. Θρησκευτικώς πονάει το ίδιο, αλλά ποιος νοιάζεται για το «θρησκευτικώς». Εμάς μας νοιάζει το «πολιτιστικώς». Και αυτό ευθύνεται που ο κόσμος ενίσταται στην ανέγερση της εκκλησίας στην Πάφο. Επειδή θα είναι μία κακόγουστη κουμούτσα στη μέση του κήπου που δεν θα λέει απολύτως τίποτε σε κανέναν.

Βάλτε της ένα χρυσό καμπαναριό, βάλτε της ένα βιτρό της προκοπής, χτίστε γοτθικά τόξα γύρω, γύρω, εμπλουτίστε την με τρομαχτικά αγάλματα στα αετώματα, πληρώστε και έναν μυθιστοριογράφο να πλάσει μία ιστορία σχετική η οποία θα εμπνεύσει τα πλήθη και τότε να σας πω εγώ αν θα δείτε κανέναν να διαδηλώνει εναντίον.

Σκεφτείτε πόσους τουρίστες, πόσα μαγνητάκια, πόσα key rings, πόσα βιβλία θα πουλούσαμε, αν η νέα εκκλησία αφορούσε στην ιστορία του… Γιωρκή και της Αννούς που κλέφτηκαν από το Κρίτου Τέρρα και τα Άνω Ακουρδάλια και κρύφτηκαν στο καμπαναριό για να γλιτώσουν από τους μαινόμενους γονείς της ατιμασμένης νύφης. Ο Γιωρκής θα κρύψει την Αννού στο καμπαναριό και αυτή κάθε που χαράζει θα βγαίνει και θα τραγουδά τον καημό της με φωνή… καμπάνα! Η φωνή της ανασταίνει όλη την πλάση, ανθίζει τα γαϊδουράγκαθα και σκοτώνει τις μύγες της περιοχής. Βάλτε τον Γ. Θεοφάνους να γράψει το εν λόγω τραγούδι. Μετά πείτε τους και τη συνέχεια. Οι γονείς της Αννούς ανακαλύπτουν την κρυψώνα τους και κατεβάζουν όλο το χωριό να περικυκλώσει την εκκλησία, για να σκοτώσουν τον Γιωρκή. Ο Γιωρκής κρύβεται στο ιερό και προσεύχεται ώσπου οι χωριανοί βάζουν φωτιά στην εκκλησία. Ο πάτερ Γεράσιμος μπαίνει μέσα να πείσει τον Γιωρκή να κάνει ηρωϊκή έξοδο με την Αννού. Η Αννού στο μεταξύ με δυσκολία αναπνέει από τις αναθυμιάσεις του βιτρό που καίγεται. Νομίζει ότι οι καπνοί έπνιξαν ήδη τον Γιωρκή της στο εσωτερικό του ναού κι έτσι βγαίνει στο καμπαναριό και ερμηνεύει αγέρωχα την «άρια του καμένου έρωτα», με το γνωστό σε όλους ρεφραίν «θέλω την τέφρα σου να φάω, μόνο εσένα αγαπάω, την τέφρα σου μανάρι, παλαμάρι του βαρκάρη». Μετά βάζει φωτιά στο φουστάνι της και πουφ! Παρ’ την κάτω. Σκάει στο έδαφος σαν σακί και αίφνης το πτώμα της μεταμορφώνεται σε χιλιάδες πεταλούδες που πετάνε σαν ανέμελα σμήνη στον παφίτικο αγέρα. Ο Γιωρκής που στο μεταξύ πείστηκε από τον πάτερ Γεράσιμο να εξέλθει, πρόλαβε να τη δει να πέφτει, και την έβγαλε και μια φωτογραφία ντοκουμέντο. Δεν έπιανε καλά όμως το 4G, γαμώ την ΜΤΝ μου γαμώ, και δεν κατάφερε να την ανεβάσει πουθενά, παρόλο που είχε έτοιμα τα hashtags: #burninglove, #wifey, #loveu2themoon&back. Θρήνος μεγαλύτερος και από αυτόν της Αρετούσας.

Έτσι χτίζονται οι εκκλησιές! Με μύθους και θρύλους. Δεν μπορείς να πουλάς μια εκκλησιά στο πλήθος αν δεν του δώσεις και λίγο δράμα. Δεν σας κάμνει ο μύθος του Γιωρκή και της Αννούς, σκεφτείτε έναν καλύτερο. Σκεφτείτε, πάντως, κάτι. Και τάξετε στον περιπτερά και τον σαντουιτσή του περιβόλου, τουρισμό εξ αιτίας του! Εκεί θα θαφτούν αμέσως τα επιχειρήματα περί κοσμικού κράτους, περί πολύ-πολιτισμικότητας, περί, περί, περί…

Κατά τα άλλα. Και εμένα πόνεσε η καρδούλα μου στη θέα της Νοτρ Νταμ σήμερα το πρωί. Πάρα πολύ κρίμα. Κι άμα ούτε οι Γάλλοι δεν το πρόλαβαν, τι απαιτήσεις να έχω από τους δικούς μας, αν αύριο πιάσει φωτιά η Ακρόπολη; Ευτυχώς που είναι όλα κατάξερα εκεί πάνω και με δυσκολία καίγεται η πέτρα και το μάρμαρο.  

Κυριακή, Απριλίου 07, 2019

Αχ, Τα Γεράματα!

Σήμερα περπατούσαμε οικογενειακώς αμέριμνοι στη Λήδρας και εκεί που περίμενα τη σύζυγο να αγοράσει για όλους μας παγωτό είδα απέναντι μου να έρχεται ένας γέρος με τρία παιδιά και τη σύζυγο του. Ένας κακομοίρης στην όψη τον οποίο για ένα δευτερόλεπτο τον λυπήθηκα από την μιζέρια και την κούραση που εξέπεμπε στο πρόσωπό του. Δεν μου πήρε πολύ να συνειδητοποιήσω ότι ο συγκεκριμένος κύριος ήταν ένας γνωστός μου από τον στρατό. Είχα να τον δω από το 1998 βέβαια, το θέμα όμως είναι πως επρόκειτο για συνομίληκό μου και αυτό πόνεσε.

Γεράσαμε.

Το αντιλαμβάνομαι κάθε μέρα πιο πολύ. Κατ’ αρχάς εγώ ξυπνώ κάθε πρωί και νιώθω έτοιμος για την κάσα. Είμαι πιασμένος παντού, μα ειδικά στον αυχένα. Επίσης, πονάει η μέση μου, όλη μου η σπονδυλική στήλη και έχω σχεδόν καθιερώσει δεκάλεπτη γυμναστική στο δάπεδο για να ξυπνήσω το σώμα μου. Από προχθές άρχισα να πονώ και τις αρθρώσεις μου. Μέχρι και το σαγόνι μου πονάω, αν είναι δυνατόν.

Πάω να πλύνω τα δόντια μου και να νίψω το πρόσωπό μου στο μπάνιο και αντικρύζω κι εγώ ένα πρόσωπο κουρασμένο και ταλαιπωρημένο που όσο πάει μου θυμίζει όλο και περισσότερο τον πατέρα μου, στα τελευταία του, αφού ο καρκίνος πρόλαβε να μην αφήσει όργανο χωρίς να το σαπίσει. Τα μαλλιά αραιώνουν όλο και περισσότερο, τα δόντια μου όσο και αν τα γυαλίζω θαμπώνουν μετά το πρώτο γεύμα, το δε δέρμα αν δεν το τρίψω με γυαλόχαρτο και "ττελλούδιν" δεν δείχνει υγιές. 

Και είναι λυπηρό γιατί καμιά φορά παρατηρώ φωτογραφίες εμού και της συζύγου από τον μήνα του μέλιτος, που είχαμε πάει μόλις πριν 4 χρόνια και βλέπω δυο μπουμπούκια, με αστραφτερή επιδερμίδα και σπίθα στο βλέμμα που ουδεμία σχέση έχουν με τα κινητά λείψανα που είμαστε σήμερα.

Μας ρουφά όλη τη ζωή ο γιος μας. Χαλάλι του, δεν λέω. Με τρομάζει πάντως η ταχύτητα με την οποία ξεραινόμαστε. Και ακόμα δεν αποκτήσαμε δεύτερο παιδί που το θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ. Εκεί θα είναι που θα δεκτούμε την χαριστική βολή από κάθε άποψη. Άμα τώρα με το ζόρι αντεπεξερχόμαστε. 

Το κακό το παρατηρώ και στους συμμαθητές μου. Που αλλιώς τους θυμάμαι, αλλιώς τους έχω εγκαταστημένους στη μνήμη μου και αλλιώς τους βλέπω όποτε συναντηθούμε. Περιμένω πως θα εμφανιστούν μες την τρελή ενέργεια και χαρά, νέοι και ακμαίοι, ενώ αυτοί καταπονημένοι από την καθημερινότητα και τα παιδιά τους, μοιάζουν πλέον με την καταστροφή της Παλμύρας. Μου κακοφαίνεται.

Είχα πει ότι μέσα στους στόχους του 2019 θα ήταν και η επιστροφή στην υγιεινή διατροφή και τα γυμναστήρια. Μαλακίες. Τίποτα δεν κάνω. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να διατηρώ τη διατροφή σε κάποια πιο ομαλά επίπεδα, αλλά με την πρώτη κατάθλιψη που μου προκαλείται από τα χίλια δυο που με ταλαιπωρούν, υποτροπιάζω και τρώω τις πίτσες τρεις-τρεις για να ξεχαστώ. Εντάξει, ξεκίνησα να πηγαίνω πιο συχνά περπάτημα. Τρεις φορές το τελευταίο δίμηνο. Χα! Την πρώτη φορά το σώμα μου έκαιγε από το σοκ. Περπάτησα μια ώρα και ένιωσα λες και βγήκα απ’ τη φορμόλη. Μην σας πω για τα πόδια μου που έτρεμαν μετά τα πρώτα εκατό βήματα. Αφού είμαι πια ο ορισμός της καθιστικής ζωής. Γραφείο οκτάωρο, ύπνος οκτάωρος και στο ενδιάμεσο καναπές. Τραγικό.

Καλά, δεν ήμουν ποτέ και για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αλλά τέτοιο πάτο δεν έπιασα ποτέ ξανά προηγουμένως.


Γεράσαμε. Και σωματικά και ψυχικά και απ’ όλα. 

Τετάρτη, Απριλίου 03, 2019

Όχι Άλλο Βουράτε Γειτόνοι

Η μεγαλύτερη μου φαντασίωση αυτές τις μέρες είναι η εξής:

Μπαίνουν οι 46.000 Κύπριοι που έσπευσαν να δουν την ταινία «Βουράτε Γειτόνοι» στους κινηματογράφους και αίφνης οι αίθουσες κλειδαμπαρώνονται πίσω τους με έναν εκκωφαντικό κρότο. Οι πόρτες σφραγίζονται μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος ασφαλείας, και ούτε καν τα τεθωρακισμένα δεν μπορούν να τις ρίξουν κάτω. Προκαλείται ένας άλφα πανικός. Στη συνέχεια σβήνουν απότομα τα φώτα, και ενώ όλοι προετοιμάζονται να δουν την ταινία, από τον εξαερισμό των αιθουσών αρχίζουν να ψεκάζονται πυκνά, δηλητηριώδη αέρια. Οι θεατές αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά και καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τα ρούχα τους. Στην πορεία τα παιδάκια ουρλιάζουν, μάνες υστεριάζουν, εικόνες υπέροχου μακελειού εκτυλίσσονται μπροστά μας. Στην οθόνη του κινηματογράφου εμφανίζεται ο Ρίκκος και η Πέπα Μάππουρου με μάσκες των anonymous και γελούν σατανικά. Μέσα σε πέντε λεπτά ψοφούν όλοι. Εν τω μεταξύ, έξω η πλάσις αναγεννάται. Ουράνια τόξα σκίζουν τον αιθέρα, γάργαρα νερά ξεχειλίζουν από τους φράκτες, πεταλούδες σε λαμπερά χρώματα πετούν σαν να χορεύουν μελωδίες βιεννέζικων βαλς, ενώ εξωτικά λουλούδια φύονται από παντού και αγκαλιάζουν τα γκρίζα κτήρια της πόλης. Αντίο Βουράτε Γειτόνοι, καλημέρα ζωή!

Ξεφυσώ και ερωτώ: Γιατί γελάτε με τους «γειτόνους» πτωχά μου παιδιά; Τι είδους πνευματική τροφή βρίσκει σ’ αυτούς η λειψή ψυχούλα σας; Κατανοώ το ποσοστό ταύτισης, δεν το κατακρίνω αυτό. Όλοι πάνω-κάτω σε κάποιον χαρακτήρα προσομοιάζουμε. Το έλεγε και ο Διοικητής μου στον στρατό για να δικαιολογήσει τα διάφορα ευτράπελα. «Τι να κάνουμε, είμαστεν Κυπραίοι». Δεν είναι κακό. Είδαμεν και τους λόρδους τους Εγγλέζους με τα του Μπρέξιτ τι γελοίοι αποδείχτηκαν. Αλλά να σπας κάθε ρεκόρ προβολών; Να ξεπερνάς σε εισιτήρια τον «Τιτανικό» απλά και μόνο για να ακούσεις για χιλιοστή φορά βδελυρές ατάκες του τύπου «βουρά με ο χώρκατος» και «θα σου σσιήσω την κκελλέν σου να πητά το γαίμαν;»

Την εμμονή με τα Κυπριακά δεν την καταλαβαίνω γενικότερα. Γιατί γελάτε περισσότερο με τη διάλεκτο; Αλλάζει το νόημα του έργου αν οι ηθοποιοί προφέρουν τη λέξη με την τοπολαλιά; Θέλετε να πείτε ότι αν οι ταινίες του παλιού, ελληνικού κινηματογράφου ήταν στα κυπριακά θα είχαν παραπάνω χάζιν; Αν ο Γιώργος Κωνσταντίνου, στα Χτυποκάρδια, έτρωγε «το καλόν το πράμαν» αντί για «προφιτερόλ» θα γελούσατε πιο δυνατά; Γελάτε με τη λέξη ή με το δρώμενο; Δεν σας καταλαβαίνω. Άμα είναι έτσι να τα μεταφράζουμε όλα, να γίνονται ανάρπαστα. Και τις αμερικάνικες σειρές, και τις αγγλικές κωμωδίες. Όλα! Να μιλά κυπριακά η βασίλισσα Ελισάβετ στο Crown να την νιώθετε στα μέτρα σας. Να την ντουμπλάρουν και να λέει:

ΑΛΙΣΑΒΟΥ: Ποτάβρισ’μου το καππελλίν μου τζαι εννάρτει ο θκειος σου ο Τσιώρτσιλ όπου να’σαι, να υπογράψομεν.

ΜΑΣΤΡΕ - ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Κκιάορκα σου, Ρήγαινα, έφαα τους τόπους.

ΚΑΜΑΡΙΕΡΕΣ (τραγουδιστά, εν είδει τσιαττιστού): Έφαα τους τόπους…

ΜΑΣΤΡΕ – ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πού στ’ ανάθθεμαν το έμπηξες, γαμώ τους ιπποκόμους!

ΚΑΜΑΡΙΕΡΕΣ: Γαμώ τους ιπποκόμους, γαμώ τους ιπποκόμους…

ΑΛΙΣΑΒΟΥ: Ου, στραβάρα μου, έτο, εν πας την κκελλέν μου, εφόρουν το τόσην ώρα, χο, χο, χο!

Φύρνουνται οι Κυπραίοι.

Το γελοίον αυτό φαινόμενο το βλέπω και στο θέατρο με την κατακρεούργηση των νεοελληνικών κειμένων και την προσαρμογή τους στην κυπριακή. Έβλεπα τις προάλλες το «Φούστα Μπλούζα» των Ρέππα – Παπαθανασίου σε μία αφίσα, με σήμανση επάνω «στα κυπριακά!» Θέ μου! Πόσα εγκεφαλικά! Λες και αν το παίξετε στα κυπριακά αποτελεί κίνητρο για να το δούμε! Λες και θα βγάλει παραπάνω γέλιο η ατάκα, στο ούτως ή άλλως άθλιο έργο (κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο είναι από τα χειρότερά των συγγραφέων). Αν αντί για «τι λες μωρή», πείτε «ίντα μπου λαλείς κόρη μου;» θα γελάσουμε περισσότερο.

Υπάρχει βέβαια μια εξήγηση, με άφθονη δόση αλήθειας, που όμως δεν θα σας αρέσει. Η αλήθεια είναι πως η μέση εκφορά λόγου του Κύπριου ηθοποιού δεν πείθει κανέναν θεατή με το «τι λες μωρή». Αλλιώς θα το εκφέρει η Ελένη Καστάνη, αλλιώς η Πέπα Μάππουρου. Αλλιώς θα το πει η Ντίνα Κώνστα, αλλιώς θα το πει η κάθε τραγική «Κικίτσα». Σε κάθε περίπτωση, η πικρή μου αλήθεια είναι πως απλώς πάσχουμε καλών ηθοποιών. Με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις, οι Κύπριοι ηθοποιοί που μπορούν να υποστηρίξουν το «τι λες μωρή» με την εκφορά του λόγου τους, αλλά και με τη… φάτσαν τους, μετρούνται στα δάκτυλα. Πώς τη λέγανε εκείνη την ηθοποιό που τα είχε με τον Διονύση Τσακνή; Α, ναι, η Μονογιού! Η Άννα Μονογιού, κατά τη γνώμη μου, πείθει. Μπορεί να υποστηρίξει εξίσου και το «ίντα μπου λαλείς κόρη μου» και το «τι λες μωρή». Με το ζόρι, όμως, να σου βρω δέκα τέτοιες.   

Μέχρι να στις βρω, βουρ στα κωλομέρια, ή μάλλον, βουρ…άτε στα κωλομέρια.


Τραγικό.