Έκανα μπάνιο τον γιο μου, του έδωσα να πιει το γάλα του,
και ξαπλώσαμε μαζί στο κρεβάτι ενώπιος ενωπίω, να αρχίσουμε τη διαδικασία του
ύπνου. Ήταν πτώμα, φαινόταν στο βλέμμα του. Ήταν θέμα λεπτών να αποκοιμηθεί,
αλλά εκείνα τα ολίγα που κρατιόταν ακόμη ξύπνιος παραμείναμε να κοιταζόμαστε. Το μισό μας πρόσωπο ήταν χωμένο στο μαξιλάρι, και με το
ελεύθερο μας μάτι που εξείχε, καρφώναμε ο ένας τον άλλον. Χωρίς να μιλάμε.
Έτσι όπως τον κοίταζα, έπαιρνα όρκο ότι έβλεπα τον εαυτό
μου στην ηλικία του. Θυμήθηκα μια φωτογραφία μου, που μου είχε τραβήξει ο θείος
μου στη «φάρμα», όπου είμαστε ίδιοι. Και έτσι ξαφνικά με έπιασε μία απερίγραπτη
μελαγχολία που προκειμένου να εκτονωθεί και να μην σκάσω, εξερράγη υπό τύπον
δακρύου. Ξεπετάχτηκε από το μάτι μου, φούσκωσε, και άρχισε να ρέει πάνω στη
μύτη μου πριν στάξει και κάψει το μαξιλάρι. Σε ξέρω καλά γιε μου! Σε ξέρω απ’ έξω και
ανακατωτά. Και λυπάμαι που δεν μπορώ να σε σώσω από όλα όσα σε περιμένουν σ’
αυτή τη ζωή και τα οποία θα ζήσεις όπως τα έζησα κι εγώ. Τις απογοητεύσεις, τις
απομυθοποιήσεις και όλες αυτές τις καταστάσεις που ούτε εγώ ο ίδιος δεν
κατάφερα να διαχειριστώ και να χωνέψω ακόμα και σήμερα.
Σε βλέπω και με βλέπω και σφίγγεται η καρδιά μου. Σήμερα στο μάθημα ποδοσφαίρου μου
ήρθε άλλη μία επιβεβαίωση (Ναι, καλά διαβάσατε, μπορεί καλά-καλά να μην
περπάτησε, μα εμείς τον γράψαμε ποδόσφαιρο, μην το ψάχνετε τι και πώς, ξέρετε
τώρα πώς είναι τα νέα ήθη). Έπαιζες αμερίμνος, κλωτσούσες τις μπάλες και έβαζες
γκολ, αλλά μόλις σφύριξε ο προπονητής να σταθούμε στη γραμμή και να σουτάρουμε με
επισημότητα άσκησης, κόμπιασες, αγχώθηκες και έτρεχες προς την έξοδο
κλαίγοντας με αναφιλητά. Όπως ακριβώς κι εγώ. Που πήγαινα στα ιδιαίτερα
μαθηματικών και έλυνα τις ασκήσεις όλες χαλαρά κι όμορφα, ενώ την επόμενη μέρα στο
διαγώνισμα, κυριευμένος από το άγχος έπιανα μετά βίας τη βάση.
Πώς να σε σώσω, αφού δεν κατάφερα να σώσω εμένα;
Να σε συμβουλεύσω, εγώ, που κοντεύω τα σαράντα και δεν
έμαθα ακόμα τίποτε; Πώς να σε νουθετήσω πλην του να σε αφήσω να φας τα μούτρα
σου μόνος σου. Να σε αφήσω να σε διδάξει η απογοήτευση, η αποτυχία. Που είναι και η καλύτερη δασκάλα. Στεναχωριέμαι όμως, γιατί
σε ξέρω. Και επειδή σε ξέρω, στο λέω από τώρα. Δεν θα είναι εύκολα εκεί έξω.
Η σχέση μου με τον γιο μου, όπως καταλαβαίνετε, είναι
ελαφρώς μεταφυσική. Ή τουλάχιστον, εγώ έτσι θέλω να πιστεύω. Η κακή έως
αδιάφορη σχέση που είχα με τον πατέρα μου με εξώθησε να επιζητώ μία τέλεια
σχέση με τον γιο μου. Φυσικά, με το που πέθανε ο πατέρας μου εξομαλύνθηκαν οι
σχέσεις μας. Όχι μόνο επειδή πέθανε, μας άδειασε τη γωνιά και ησυχάσαμε. Αλλά
επειδή ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να δημιουργεί τη ψευδαίσθηση πως ενόσω
ζούσε κάποιος ήταν όλα τέλεια μαζί του. Και με τα χρόνια το πιστεύεις κι εσύ το παραμύθι. Εγώ ευχόμουν πάντα να
αποκτήσω ένα γιο για να σπάσω αυτή την κατάρα. Και, ευτυχώς, φάνηκα τυχερός και
τον έκανα. Και μάλιστα παραλίγο να γεννηθεί την ίδια μέρα με τη μέρα που πέθανε
ο πατέρας μου. Τελικά γεννήθηκε μια μέρα πριν. Εκεί κι αν θα γεννιόντουσαν καινούρια ψυχολογικά τραλαλά. Να αρχίσω να
πιστεύω στις μετεμψυχώσεις! Τέλος πάντων. Τι ήθελα να πω; Α, ναι. Ότι αυτός ο
πόθος να αποκτήσω γιο για να διορθώσω τα λάθη, ουδέποτε σβήστηκε. Κάποια
περίοδο με είχε πείσει η Μπρέντα ότι μου ταιριάζει καλύτερα μία κόρη. Αλλά
έπρεπε να ήσουν από μια μεριά να μ' έβλεπες όταν η γιατρός μας ανακοίνωσε ότι βλέπει στην
οθόνη του σαρωτή «μιαν πουλλού». Εγώ έκανα πέντε λεπτά να μιλήσω γιατί ήξερα ότι αν
προσπαθούσα να αρθρώσω λέξη θα πλάνταζα. Και σκέφτηκα ότι υπάρχει Θεός και βλέπει.
Ή τέλος πάντων ότι ο πατέρας μου από εκεί πάνω σκέφτηκε να επανορθώσει. Γιατί, θυμάσαι, στο είχα πει ότι τον είχα δει και όνειρο. Να μου ανακοινώνει, τάχα μου, πως «έρχεται
ένα μωρό» κι εγώ να νομίζω πως αναφέρεται σ’ αυτό της αδελφής μου που ήταν τότε νεογέννητο.
Ναι, έχω πάθει ψύχωση με τον γιο μου. Ξέρω τι σκέφτεται,
ξέρω τι θέλει να πει, ξέρω πότε βαριέται, ξέρω πότε περνά ωραία, ξέρω πότε θέλει
να τον αφήσω στην ησυχία του. Και τα τηρώ όλα κατά γράμμα.
Έτσι όπως ξάπλωνα, ο μισός βυθισμένος στο
μαξιλάρι και ο άλλος μισός στις πιο πάνω σκέψεις, με το μάτι ακόμα ορθάνοιχτο, καρφωμένο και αποξηραμένο, άκουσα τη φωνούλα του. «Παπά μου;» Σαν να ήξερε ότι κάτι με τρώει. Πετάχτηκα πάνω. «Παπά
μου!» του είπα.
Κατάλαβε ότι όλα βαίνουν καλώς, άλλαξε πλευρό και αποκοιμήθηκε.
4 σχόλια:
Συγκλονιστικός.. Πόσες αλήθειες;.. χχ
Να θυμάσαι ότι εκτός από εσένα έχει και Μπρέντα μέσα του το αγόρι. :)
Με συγκίνησες.
Πόσο υπέροχος άνθρωπος είσαι!!!!!!! Κι άσε τους ηλίθιους που δεν καταλαβαίνουν να λένε τα δικά τους.
ΕΙΣΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ. Συγχαρητήρια γιατί θα βγάλεις έναν ευτυχισμένο, υγιή ψυχολογικά, ισορροπημένο άνθρωπο στην άθλια κοινωνία μας. Μην ανησυχείς για τον γιο σου. Κάθε μέρα τον δυναμώνεις όλο και περισσότερο να αντεπεξέλθει και να επιβιώσει.
ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ
Δημοσίευση σχολίου