Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2015

Ένα Πακέτο Αναμνήσεις...

Σκέφτηκες ποτέ πώς θα αντιδρούσες αν σε ειδοποιούσαν από την τηλεοπτική εκπομπή ότι «έχεις πακέτο;»

Πάντα αναρωτιόμουν αν θα έμπαινα στον κόπο να πάω στο στούντιο για να μάθω ποιος ή ποια με θυμήθηκε. Έκανα πολλές φορές αυτή τη συζήτηση με φίλους και γνωστούς, και οι περισσότεροι ισχυρίζονται ότι θα πήγαιναν με χαρά. Εγώ θα δίσταζα. Κι αυτό γιατί σήμερα με τόσα κοινωνικά δίκτυα βρίσκεις όποιον θέλεις όποτε θέλεις, από το Τόκυο της Ιαπωνίας μέχρι την Παταγονία της Αργεντινής. Ένα απλό search να κάνεις αρκεί για να με βρεις, γιατί να ταλαιπωρείς τη Χατζηβασιλείου; Για να μας δει το πανελλήνιο να φιλιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε; Όχι, ευχαριστώ, ξέρουμε κι άλλους τρόπους να γίνουμε θέαμα άμα θέλουμε.

Τις προάλλες έμαθα ότι μια γνωστή μου από τον καιρό που ήμουν ακόμα φοιτητής και με την οποία δεν έχουμε τις καλύτερες σχέσεις, έλαβε πακέτο. Της χτύπησε ο ομορφονιός την πόρτα και της παρέδωσε το κουτί της Πανδώρας. Εκείνη καταχάρηκε ότι πιθανότατα κάποιος παλιός έρωτας τη θυμήθηκε, από τον καιρό που σκυλοτραβιόταν με όποιον έβρισκε στα μπαρ της Αγγλίας, και ότι ήρθε στην Ελλάδα να την αναζητήσει. Αμ, δε! Της προέκυψε ετεροθαλής αδελφός από το πουθενά. Ο πατέρας της, που ήταν ναυτικός, σε ένα από τα πολλά ταξίδια του, της έσπειρε κι έναν αδελφό. Σαν κεραυνός εν αιθρία έσκασε μύτη η συγγένεια. Για δάκρυα χαράς έκανε λόγο η Χατζηβασιλείου, πού να ήξερε ότι η μαντάμ δάκριζε επειδή βρέθηκε κι άλλος κληρονόμος και θα έπρεπε να μοιραστεί διά δύο η περιουσία. Αλλά τι να έκανε εκείνη την ώρα; Έπρεπε να χαρεί. 

Δεκαπέντε χρόνια τον περίμενε τον πατέρα της να πεθάνει, η καψερή. Σαν χθες τη θυμάμαι σε ένα παμπ του Λονδίνου να μου εξηγεί ότι μπορεί μεν να ήταν μπατίρισσα και να ζούσε με φις εντ τσιπς, αλλά όταν με το καλό θα αποδημούσε ο μπαμπάς της εις Κύριον (το έλεγε σαν να το ευχόταν απ’ τα βάθη της ψυχής της), θα γινόταν πάμπλουτη από τα κτήματα που θα κληρονομούσε. Ωραία, της είπα, να ερχόμαστε να πίνουμε μπίρες στο Κόβεντ Γκάρντεν και να πληρώνεις σε κτήματα. Βέβαια, από την τραγική οικονομική της κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει εύκολα αν έμπαινε στον κόπο να δουλέψει, έστω και πωλήτρια στα Boots που λέει ο λόγος, αλλά αυτή ήταν και είναι η νοοτροπία του μέσου Συριζαίου: Ξυνόμαστε ώσπου να μας φέξει.  

Και τελικά της έφεξε, και της ήρθε και ο ουρανός σφοντύλι. Με τον ετεροθαλή αδελφό, απ’ όσα άκουσα δηλαδή, δεν νομίζω να αποκτήσουν ιδιαίτερες σχέσεις. Βρέθηκαν έξω, τα είπαν, ήπιαν και μια μπίρα, εικάζω θα την πλήρωσαν εξ αδιαιρέτου, και είπαν «να τα ξαναπούμε». Που όλοι ξέρουμε τι πάει να πει αυτό. Στην καλύτερη περίπτωση «δεν θέλω να ξαναδώ τα μούτρα σου», στην χειρότερη, «θα τα πούμε στα δικαστήρια γιατί εκείνο το κτηματάκι στη Λαμία σ' εμένα το είχε τάξει ο μακαρίτης». Ωχοχο, τα καλύτερα δεν θα δείξει η τηλεόραση.

Έχω κι άλλο να σου πω. Ήταν που της έβαλε μέσα στο πακέτο ένα μπουκαλάκι με λαδάκι της Παναγίας ο θρησκευόμενος αδελφός. Πόσο δεν μπορώ να περιμένω να δω την έκφραση του προσώπου της την ώρα που ανοίγει το μπαούλο και πρέπει να υποκριθεί ότι ξαφνιάστηκε ευχάριστα απ’ αυτό!


Δεν πειράζει, βγήκε και κάτι καλό από την όλη ιστορία. Είδε τη Χατζηβασιλείου από κοντά, που όσο να πεις είναι απόλαυση και για να την βλέπεις και για να την ακούς. 

[Φανταστική η ιστορία, αλλά την απολαμβάνω σαν να είναι αληθινή. Τι θέλετε, καλοκαίρι έχουμε, βαριέμαι].

1 σχόλιο:

Neraida είπε...

Να βαριέσαι συχνότερα!