Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2024

Παιδιά Χαμένα

Ο  μεγαλύτερος μου φόβος είναι να χάσω τα παιδιά μου.


Δεν εννοώ αυτό που καταλάβατε και το οποίο δεν τολμώ καν να ξεστομίσω. Εννοώ να τα χάσω απ’ τα μάτια μου. Να πάμε κάπου, να τα χάσω και να μην τα βρίσκω.


Αυτό μου έχει συμβεί μία φορά με τον Αλέξη και μία άλλη, χειρότερη φορά με την Ευαγγελία στην οποία κόντεψα να πάθω καρδιακό από την αγωνία μου.


Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα μοιραστώ αυτά τα περιστατικά αυτή τη στιγμή. Έτσι μου ήρθε όμως, και έτσι θα πράξω.


Ο Αλέξης που είναι ένα πολύ συνεννοήσιμο μωρό, όταν ήταν 4 χρονών χάθηκε μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο. Μικρό το κακό, θα μου πείτε. Ναι, δεν μπορώ να συγκρίνω το περιστατικό με αυτό της Ευαγγελίας που τη χάσαμε μέσα σε αεροπλάνο πριν την απογείωση και ήταν άφαντη. Κάντε όμως υπομονή, θα σας πω και για τα δύο περιστατικά.


Ήμασταν που λέτε στο Σολώνειο και όπως γνωρίζετε όταν ένας άνθρωπος θέλει να περιδιαβεί αμέριμνος στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου και να ψάξει βιβλία με την ησυχία του συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο όταν έχει μαζί του ένα παιδί. Επειδή όμως σπάνια έχω πια την πολυτέλεια να πάω κάπου μόνος μου, αναγκάζομαι να προσαρμοστώ. Είχα κάνει μία συμφωνία με τον Αλέξη, ότι εγώ θα κοίταζα τα ράφια σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βιβλιοπωλείου και εκείνος θα μπορούσε να κοιτάζει τα παιδικά βιβλία στο ακριβώς διπλανό ράφι. Είχα οπτική επαφή μαζί του, δεν θα ήταν δύσκολο. Εξάλλου, ήταν τρία βήματα η απόσταση από το ένα ράφι στο άλλο. Το είχαμε ξανακάνει, ήταν εξοικειωμένος με τον χώρο και το βιβλιοπωλείο δεν είχε πολύ κόσμο. Δεν θα μπορούσε να πάει κάτι λάθος.


Δύο λεπτά όμως πέρασαν που δεν γύρισα να τον κοιτάξω και το παιδί εξαφανίστηκε. Πώς είναι δυνατόν να μου ξεγλίστρησε και να μην τον πήρα πρέφα; Συνήθως πάει και μου κρύβεται και με το που φωνάξω το όνομά του ξεμυτίζει και μου κάνει πλάκα. Όχι όμως. Εκείνη τη φορά, δεν τον έβρισκα ούτε στο ράφι που τον άφησα, ούτε στο παραδίπλα, ούτε σε κανένα άλλο του ισογείου. Πού μπορεί να εξαφανίστηκε τεσσάρων ετών παιδί μέσα σε δύο λεπτά; Φώναξα το όνομά του, δεν ανταποκρίθηκε. Ξαναφώναξα, τίποτα. Άρχισα να τρέχω από ράφι σε ράφι μπας και τον πετύχω κάπου, τζίφος. Άφαντος. Ήθελα να παραμείνω ψύχραιμος, όμως εκείνη τη στιγμή εκκρίνονται οι ορμόνες του πανικού ανεξέλεγκτα και θέλοντας και μη εξελίσσεσαι στη μητέρα του Κέβιν στο Home Alone. Έμπηξα μια φωνή, «Αλέξηηη» και σείστηκε όλο το κτήριο.


Ήρθε η υπεύθυνη. «Τι συμβαίνει κύριε;» «Έχασα τον γιο μου» της είπα. Η εξώπορτα του καταστήματος ήταν καλά κλειστή κι απέκλεισα στιγμιαία το ενδεχόμενο να βγήκε εκτός κτηρίου. Μα, ποτέ δεν ξέρεις. Το μυαλό πνίγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έχεις ιδέα τι συγκυρία μπορεί να παίχτηκε και το παιδί να πήρε τους πέντε δρόμους. Περνούσαν αυτοκίνητα μπροστά από το Σολώνειο, ξέρετε τώρα πώς είναι εκεί η περιοχή. Χίλια σενάρια πέρασαν από το μυαλό μου. Άρχισα να φωνάζω ξανά σχεδόν υστερικά! Η υπεύθυνη του καταστήματος προσπάθησε να με καθησυχάσει και έβαλε άλλον έναν υπάλληλο να ψάχνει.


Ευτυχώς, δεν παρατράβηξε το δράμα. Ένα λεπτό αργότερα που φάνηκε αιώνας, ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλε από το εσωτερικό μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του καταστήματος κοιτάζοντας κάτω τρομαγμένο. «Τι κάνεις εκεί πάνω βρε άτιμε; Δεν σου είπα να κοιτάζεις σε αυτό το ράφι και να μην κουνηθείς από τη θέση σου;» «Σε έχασα και ήρθα πάνω να σε βρω!» μου είπε κι εκείνος έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Από πού κι ως πού πήγες πάνω να με βρεις; Αφού σου είπα θα στέκομαι εδώ και θα κοιτάζω, δεν σκόπευα να πάω πουθενά χωρίς να σε ειδοποιήσω και ούτε που κουνήθηκα», του είπα.


Πήγε η ψυχή μου στη θέση της. Τον άρπαξα κακήν κακώς και εξαφανιστήκαμε από ντροπή. Ξέρω ότι δεν είναι κάτι τραγικό, αλλά δεν μπορείτε να διανοηθείτε τον πανικό αν δεν τον βιώσετε. Τόσα βλέπουμε, τόσα ακούμε! Και ποιος την ακούει τη Μπρέντα μετά; Τι μπορείς να πεις της γυναίκας σου; «Έλα, ήρθαμε να πάρω βιβλία και παρεμπιπτόντως έχασα τον Αλέξη και δεν τον βρίσκουμε;» Καλύτερα να κρεμαστείς από μόνος σου! Βέβαια η γυναίκα μου όταν τριών ετών χάθηκε μέσα στο Selfridges του Λονδίνου και κινητοποιήθηκε η Scotland Yard για να τη βρει. Τι να μου πει κι εκείνη; Εν τέλει τη βρήκε μία Εγγλέζα να περιφέρεται αμέριμνη στην Oxford Street και την παρέδωσε στην αστυνομία. Αυτά όμως το 1985, και όχι το 2019.


Ας πάμε όμως τώρα στο περιστατικό της Ευαγγελίας που ήταν και το σοβαρότερο.


Όπως θυμάστε, το περασμένο καλοκαίρι πήγαμε εκείνη τη μαρτυρική, ματιασμένη κρουαζιέρα. Επειδή δεν έφταναν όλα τα απρόοπτα που ζήσαμε εκείνο το δεκαήμερο εν πλω, έπρεπε και στο φινάλε, στη πτήση της επιστροφής, να χάσουμε την Ευαγγελία μέσα στο αεροπλάνο. Πώς είναι δυνατό να χάσεις ένα μωρό μέσα στο αεροπλάνο, μπορείτε να μου εξηγήσετε; Δεν τη χάσαμε μέσα στο αεροδρόμιο που ήταν αχανές και θα ήταν απολύτως πιθανό να μας ξεφύγει. Τη χάσαμε μέσα στο αεροπλάνο την ώρα της επιβίβασης.


Να πως έγινε. Την ώρα της επιβίβασης ο Αλέξης στεκόταν πρώτος στη γραμμή να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Πίσω του ήμουν εγώ με τις χειραποσκευές, και από πίσω μου η Μπρέντα με την Ευαγγελία. Στην είσοδο του αεροπλάνου η Μπρέντα κοντοστάθηκε για να αφήσει το καρότσι, την ούτω καλούμενη «αμαξού» στις αεροσυνοδούς η οποία έπρεπε να φυλαχτεί σε ειδική θήκη του αεροσκάφους. Η Μπρέντα δεν έκρινε σκόπιμο να μου πει ότι η Ευαγγελία συνέχισε να με ακολουθεί εμένα μέσα στο αεροπλάνο, και ότι δεν έμεινε μαζί της. Έτσι εγώ προχώρησα στα ενδότερα με τον Αλέξη να προπορεύεται. Βρήκαμε τις θέσεις μας, βάλαμε και τις χειραποσκευές στα ντουλάπια άνωθεν αυτών, καθίσαμε και προσδεθήκαμε αμφότεροι. Πέντε λεπτά μετά εμφανίστηκε και η Μπρέντα η οποία εγώ θεώρησα είχε μαζί της και την Ευαγγελία. Αμ δε! Μόνη της ξεπρόβαλε ταλαιπωρημένη και απαυδισμένη από το χρονοβόρο της διαδικασίας απόθεσης του καροτσιού.


«Πού είναι το μωρό;» μου λέει.


Στο «πού είναι το μωρό» μαύρισε ο κόσμος.


«Τι εννοείς που είναι το μωρό; Αφού ήταν μαζί σου εκεί που παρέδωσες το καρότσι!»


«Προχώρησε και μπήκε μαζί σου στο αεροπλάνο, δεν την πρόσεξες;»


«Πού να την προσέξω; Σάμπως μου είπες ότι έρχεται πίσω μου; Εγώ κοίταζα μόνο τον Αλέξη που ήταν μπροστά μου!»


Αυτά λέχθηκαν μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Το επόμενο μισό δευτερόλεπτο ήμουν όρθιος μέσα στο αεροπλάνο, έσπρωχνα τους επιβάτες που προσπαθούσαν να περάσουν να κάτσουν στις θέσεις τους, φώναζα σαν τρελός του φρενοκομείου: «make way, make way, we lost a baby, I lost my daughter!» Δεν έμοιαζα με τρελό. Ήμουν εκτός εαυτού, ήμουν ένα βήμα πριν!


Πού μπορεί να πήγε ένα παιδί το οποίο μπήκε μέσα στο αεροπλάνο, αλλά δεν έφτασε ποτέ εκεί που κάθεται ο πατέρας του και ο αδελφός του; Το μυαλό μου έπλαθε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα έσχατα σενάρια. Προφανώς επέστρεψε πίσω να βρει τη μάνα του. Η μάνα του παρέδωσε το καρότσι και έφυγε, άρα το πιο πιθανό είναι το μωρό να ΒΓΗΚΕ από το αεροπλάνο! Και πού πήγε; ΠΟΥ ΣΤ’ ΑΝΑΘΕΜΑ ΠΗΓΕ!;!


«I lost my daughter, I’m sorry sir, I need to get out of the plane!»


Περιττό να σας πω ότι το μυαλό μου έκανε και μακάβρια σενάρια. Το πιο μακάβριο ήταν ότι μπορεί να διέλαθε της προσοχής της μάνας της, να βγήκε έξω από το αεροπλάνο και να έπεσε στο κενό εκεί που ενώνεται το τούνελ με την είσοδο του αεροσκάφους και να μην την πήρε κανένας είδηση, ή να μην την πρόλαβαν. Ή κάποιος να την έκλεψε και να τη φυγάδεψε, ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Τόσα ντοκιμαντέρ βλέπουμε στο Νέτφλιξ!


 ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ;!


Έφτασα στο πιλοτήριο, από τις φωνές που έβαλα ξεπρόβαλε τη φάτσα του και ο πιλότος να δει τι γίνεται. Ο αρχί-αεροσυνοδός, ένας ξινός Εγγλέζος ο οποίος στεκόταν εκεί σαν τον bouncer σε κλαμπ, από όλα όσα με άκουσε να λέω το μόνο που είχε να μου πει ήταν: «no passengers from this point on, please!» Ούτε καν να με ρωτήσει τι έγινε, γιατί χλόμιασα, αν χρειάζομαι κάτι. Η έγνοια του ήταν μην τυχόν και πλησιάσω το πιλοτήριο. Τέτοια σκασίλα είχα, να βγάλω φωτογραφία με τον πιλότο, αϊσιχτίρ κι εσύ! Ένας Άγγλος επιβάτης στην πρώτη θέση μου είπε: «Two year old, blonde girl, this tall?» έδειξε με το χέρι του το μέγεθός της. «Ναι» του λέω. «She just passed through me», συμπλήρωσε. «She just passed through you, και που στο διάολο πήγε; Ένα τόσο δα αεροπλανάκι είμαστε,

 ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΩΡΟ;»


Χίλιες δυο άλλες σκέψεις με στοίχειωσαν. Ότι μπορεί να πήγε και κλείστηκε στην τουαλέτα, ότι μπορεί να βρήκε μια αεροσυνοδό και να έπιασε κουβέντα, ότι κρύφτηκε κάτω από κάποιο κάθισμα. Μα πως; Πότε πρόλαβαν και συνέβησαν όλα αυτά γαμώ το κέρατό μου; Χρονικά δεν δικαιολογούνταν.


Λίγο πριν πέσω κάτω ξερός από την καρδιά μου, άκουσα τη γυναίκα μου να φωνάζει πίσω μου «Να την, να την, τη βρήκαμε».


Πού ήταν;


Είχε βρει μία τριάδα θέσεων κενή, πήγε και έκατσε μόνη της στη θέση δίπλα απ’ το παράθυρο, προσδέθηκε κιόλας με τη ζώνη της, και κοίταζε έξω. Και φυσικά δεν έκρινε ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στα καλέσματα μου, ούτε αντέδρασε στον πανικό που συνέβαινε γύρω της. Ήταν όρθιοι πολλοί επιβάτες ακόμη στον διάδρομο, δεν είχε οπτική επαφή το μωρό με εμένα, ούτε εγώ μαζί της. Την αρπάξαμε κακήν κακώς κι αυτήν και την μεταφέραμε στις θέσεις μας.


Το πόσα είχα μαζεμένα της Μπρέντας που δεν με ειδοποίησε ότι το μωρό με ακολουθούσε όταν εκείνη τακτοποιούσε το καρότσι δεν περιγράφεται. Δεν της ξαναμίλησα σε όλη τη πτήση από τα νεύρα. Με το που ηρέμησα και χαλάρωσα, άρχισα να κλαίω στο αεροπλάνο χωρίς λόγο. Ένας κύριος πέρασε να πάει να κατουρήσει και βλέποντάς με μου έκανε πατ-πατ στην πλάτη. Τόσο αξιολύπητο θέαμα είχα γίνει. Μια άλλη κυρία, Κύπρια, που είχε δει το συμβάν ήρθε να ρωτήσει αν ήταν καλά η μικρή. Οι αεροσυνοδοί και ο πιλότος που ήταν και υποτίθεται οι αρμόδιοι, στ’ αρχίδια τους! Ούτε καν ρώτησαν προς τι ο χαμός και αν όλα διευθετήθηκαν.


Έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου.


Καλά έλεγε η Μπρέντα ότι η Ευαγγελία δεν συμμαζεύεται και ότι έπρεπε να τη δέναμε με λουρί του σκύλου στα ταξίδια για να κοιμόμαστε ήσυχοι. Εγώ φταίω που διαφώνησα γιατί το βρήκα εξευτελιστικό για το παιδί.


Βραβείο γονέων 2024 πρέπει να μας απονεμηθεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια: