Σάββατο, Δεκεμβρίου 21, 2024

Σαράντα Τέσσερα

Γίνομαι 44 σήμερα.

Άνοιξα αυτό το μπλογκ στα 26 μου, λες και ήταν χθες. Εντάξει, προχθές.

Γίνομαι 44 σήμερα.

Να κάνετε παιδιά. Και εσείς που δεν κάνατε να κινήσετε λυτούς και δεμένους για να κάνετε. Αν είστε στείροι να υιοθετήσετε. Αν είστε γόνιμοι αλλά δυσκολεύεστε, να κάνετε εξωσωματική. Αν είστε γκέι ζευγάρι να βρείτε παρένθετη μητέρα να σας το κυοφορήσει. Αν είστε λεσβίες να πάρετε σπέρμα από δότη. Αν είστε σινγκλ και το… «βιολογικό ρολόι» πνέει τα λοίσθια, το ίδιο. Να κάνετε παιδιά. Τέλος πάντων, να πολλαπλασιαστείτε με κάθε τρόπο. Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο πείθομαι ότι αυτός είναι ο σκοπός που ήρθαμε σ’ αυτό τον πλανήτη.

Δεν μπορείς να αναπτυχθείς πνευματικά χωρίς να έχεις παιδιά. Όσα βιβλία και να διαβάσετε, όσα πτυχία και να πάρετε, τίποτα δεν θα ανοίξει το μυαλό και το πνεύμα σας αν δεν αναγκαστείτε να μεγαλώσετε παιδιά. Και δεν εννοώ να αλλάζετε πάνες και κατουρημένα βρακιά, να τα νανουρίζετε και να τα ταΐζετε βιολογικές κρεμούλες. Εννοώ να μπείτε στη διαδικασία να πλάσετε πνευματικά έναν άνθρωπο και να τον παραδώσετε στην κοινωνία άνευ τύψεων, έχοντας κάνει «ό,τι καλύτερο μπορούσατε».

Η μεγαλύτερη ευθύνη που μπορεί να σου ανατεθεί είναι αυτή. Η διάπλαση ενός ανθρώπου. Το βλέπω με τον γιο μου τώρα που μεγάλωσε και δεν ικανοποιείται στις αναζητήσεις του από τις απλοϊκές απαντήσεις μου. Ο γιος μου, οκτώ ετών αισίως, όταν ρωτά «πού πάμε όταν πεθαίνουμε» δεν αρκείται πια με το λαϊκό: «πάμε στον ουρανό» που του έλεγα τόσα χρόνια. Δεν έχει δει κανέναν να πηγαίνει στον ουρανό. Υποψιάζεται, ξέρει ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Και επιμένει να πάρει μία λογική απάντηση. Την αξίζει και τη διεκδικεί. Επίσης, όταν ρωτά: «πού πάει το φεγγάρι όταν ξημερώνει», δεν του αρκεί η απάντηση «πάει να κοιμηθεί» που του λέγαμε όταν ήταν μωρό. Τα παιδιά θέλουν πειστικές, πραγματικές, επιστημονικές απαντήσεις και πρέπει να τους τις δώσεις.

Το θέμα δεν είναι να τους τις δώσεις. Είναι πολύ απλό να πεις στο παιδί «πεθαίνουμε και μας τρώει το μαύρο χώμα» ή «το φεγγάρι πάει απ’ την άλλη μεριά και δεν το βλέπουμε». Το θέμα είναι ότι αυτά πρέπει να τα εξηγήσεις κιόλας. Κι αν δεν ξέρεις να τα εξηγήσεις, πρέπει να μάθεις να τα εξηγείς. Διότι θα αντιληφθείτε σύντομα ότι είμαστε το πρότυπο των παιδιών μας, είμαστε αλάνθαστοι στα μάτια τους, και δεν θέλουμε να πέσουμε απ’ αυτά. Δεν τους αρκεί το «δεν ξέρω». Αν θέλεις να θεωρείσαι αυθεντία για πολλά χρόνια ακόμη πρέπει να κόψεις τον λαιμό σου να μάθεις και να του εξηγήσεις με έναν τρόπο που να είναι απλός, πειστικός, ειλικρινής και προ πάντων, όχι απόλυτος.

Τις προάλλες, στο αυτοκίνητο, επί 45 λεπτά συζητούσαμε για ένα συμβάν που έλαβε χώρα στο σχολείο του. Ένας φίλος του πρόδωσε την εμπιστοσύνη του και κάρφωσε τον γιο μου στη δασκάλα λέγοντάς της: «Κυρία, ο Αλέξης δεν σας συμπαθεί και είπε ότι ανυπομονεί να πάει στη Γ’ τάξη να αλλάξει δασκάλα, να ησυχάσει» (πόσο γιος μου! Πόσο λόγια δικά μου θα μπορούσαν να ήταν αυτά - σχεδόν συγκινούμαι).

Παρακάμπτουμε τον κολλητό του που προέκυψε κουτσομπόλης, χαφιές και γενικά αρχίδι, και αρχίζουμε να συζητάμε περί προδοσίας, περί αντιμετώπισης της άρχουσας της τάξης, δηλ. της δασκάλας, τι κάνουμε όταν αυτήν δεν τη χωνεύουμε και διάφορα παρόμοια, ενήλικα σενάρια, μαθήματα ζωής, τα οποία καλά-καλά ούτε εγώ δεν έχω πάρει και στα οποία δεν έχω εύκολες απαντήσεις να δώσω.

Έπρεπε να του μεταφέρω την άποψή μου για τα πιο πάνω, χωρίς να φανεί ότι τον πατρονάρω, χωρίς να φανεί ότι του επιβάλλω την ορθότητα αυτής, χωρίς να επιμένω ότι η δική μου άποψη είναι ορθότερη της παιδικής δικής του. Έπρεπε να κάνω υπομονή στα παιδιάστικα επιχειρήματα που μου παρέθετε ήτοι, «θα πάω να τον δείρω και θα πω της δασκάλας ότι δεν με νοιάζει που έμαθε ότι δεν την συμπαθώ, εξάλλου είναι αλήθεια» και να του απαντώ ήρεμα και στωικά σε κάθε πιθανό σενάριο που μου παρουσίαζε ως απάντηση στο σκάνδαλο. Έπρεπε να απαντώ σαν να είμαι φίλος και όχι γονέας, αλλά ταυτόχρονα με τρόπο που να τον κάνει να σκεφτεί και να αμφισβητήσει την ορθότητα των σκέψεων του από μόνος του. Να συνετιστεί από μόνος του χωρίς να το καταλάβει. Αυτό το πράγμα είναι πολύ δύσκολο και πολύ κουραστικό.

Τόσο δύσκολο που και ο ίδιος όταν αντιλήφθηκε ότι δεν υπάρχει εύκολη απάντηση στο πως να αντιμετωπίσει τον κολλητό του που τον πρόδωσε και πως θα αντικρύσει ξανά τη δασκάλα του μετά απ’ αυτό, ξέσπασε σε κλάματα απελπισίας. Του απάντησα ότι κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα. Θα έκλαιγα το ίδιο γοερά. Του διηγήθηκα αντίστοιχες ιστορίες από τη δική μου ζωή όταν ήμουν στην ηλικία του. Του είπα επιπλέον ότι ακόμη και τώρα, στα 44 μου δεν είμαι σίγουρος αν ξέρω πως να αντιμετωπίσω στη δουλειά μου αντίστοιχα σενάρια χωρίς να εκτεθώ και να πληρώσω το όποιο τίμημα όποτε μου έρχεται να τα κάνω όλα λαμπόυγαλο - δηλ. κάθε μέρα. Μόλις ο μικρός αντιλήφθηκε ότι όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι βράζουμε, έγινε πιο εύκαμπτος, πιο μετριοπαθής, άρχισε να εξερευνά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε αντίδρασης. Άρχισε να σκέφτεται. Αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία. Μου κόστισε 45’ συζήτησης, αλλά ευτυχώς ήμασταν μποτιλιαρισμένοι στη Γρίβα Διγενή και κάπως έπρεπε να αξιοποιηθεί ποιοτικά ο χρόνος μας.

Θα μπορούσα να ξεμπερδέψω λέγοντάς του «μην ξαναπαίξεις με το παλιόπαιδο και τράβα ζήτα συγγνώμη απ’ τη δασκάλα σου να τελειώνουμε», και να δυνάμωνα στο ραδιόφωνο τη Βίσση. Δεν το έκανα. Χάρηκα που δεν το έκανα. Όλο αυτό δεν θα το έκανα αν δεν είχα παιδιά. Ποτέ κανένας φίλος δεν θα με ρωτούσε «πού πάμε όταν πεθαίνουμε», κανένας φίλος δεν θα με ρωτούσε «πού πάει το φεγγάρι για να κοιμηθεί». Οι ενήλικες δεν ρωτούν ποτέ δύσκολες ερωτήσεις. Οι ενήλικες σπανίως συμβάλλουν στην πνευματική μας ανάπτυξη. Το αντίθετο θα τολμούσα να πω. Γι’ αυτό να κάνετε παιδιά. Να βρείτε το νόημα. (Φυσικά δεν επιμένω. Μην πέσετε να με φάτε, ό,τι θέλετε κάνετε. Να κι αν κάνετε παιδιά, να κι αν δεν κάνετε. Φιλολογική η συζήτηση ένεκα της ημέρας).  

Λίγο μετά στο αυτοκίνητο, ο μικρός μου είπε: «η ζωή, παπά, είναι πολύ δύσκολη τελικά. Ίσως ο θάνατος να είναι μια πιο εύκολη κατάσταση». Εκεί πανικοβλήθηκα. Τι θέλει να μου πει το παιδί μου; Μήπως έχει κατάθλιψη; Λες να κάνει καμιά βλακεία; Τα πήρα λοιπόν, κι άρχισα να του μιλώ για το δώρο της ζωής και την κατάρα του θανάτου. Να του εξηγώ ότι δεν υπάρχει τίποτα χαριτωμένο στον θάνατο και ότι ουδεμία σχέση έχει η ιδέα αυτού με την καρτουνίστικη μορφή που έχει στο μυαλό του. Αυτός νομίζει ότι πεθαίνουμε και λίγο μετά ανασταίνουμε σαν να είμαστε καρτούν. Μην νομίσει αύριο ότι είναι σαν τον beep-beep από τα looney toons και πηδήσει από κανένα γκρεμό να γλιτώσει απ' το Coyote και τρέχουμε.

«Άκου να σου πω κακομοίρη μου, μην μου μιλάς για τον θάνατο λες και είναι καμιά απλή ή χαριτωμένη υπόθεση στην οποία καταφεύγουμε αμέριμνα επειδή απλά σε νευρίασε ο κολλητός και η δασκάλα σου. Άμα πεθάνεις σε θάβουν στο μαύρο χώμα, λιώνεις, σε τρώνε τα σκουλήκια, δεν σε ξαναβλέπει άνθρωπος και ούτε στην κόλαση πας, ούτε στον παράδεισο, ούτε ξανάρχεσαι πίσω. Και μην διανοηθείς να κάνεις καμιά χαζομάρα, γιατί κακή σου μοίρα και μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!»

Ακ0λούθησε αμήχανη σιωπή μισού λεπτού.

 «Παπά! Αυτά που μου είπες θα με στοιχειώνουν όσο ζω», απάντησε.

Απολογήθηκα τόσο όσο.

Ε, μα! Καλή η φιλοσοφική συζήτηση, αλλά έχει και το γονεϊκό άγχος, όρια!

 

Θα ζήσω. Γιατί είναι υπέροχο να μεγαλώνω δύο παιδιά, και να μεγαλώνω και τον εαυτό μου μαζί τους. Θέλω να δω, και εύχομαι να μπορώ να μεγαλώσω, και εγγόνια!

Γεια σας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: