Κυριακή, Αυγούστου 27, 2023

Από Μια Γόνδολα Όπως Παλιά...

 Η Βενετία σημαίνει πολλά για μένα.

Στη Βενετία πρωτοπήγα με τη Μπρέντα στα μέλια μας επάνω, το μακρινό 2012. Σ’ εκείνο το ταξίδι πέρασα καταπληκτικά, ήταν όλα ρομαντικά και απίθανα και βεβαιώθηκα ότι θέλω να την παντρευτώ. Ότι είναι η μία και μοναδική. Σημειώστε ότι από εκείνο το ταξίδι δεν έχει επιβιώσει κανένα ίχνος οπτικοακουστικού υλικού. Όσες φωτογραφίες και βίντεο βγάλαμε ήταν αποθηκευμένες σε ένα σκληρό δίσκο ο οποίος, δυστυχώς, έχει πλέον διαλυθεί. Διασώθηκαν μόνο τρεις φωτογραφίες όλες κι όλες, τις οποίες είχα ανεβάσει στο Facebook που όμως δεν είναι αντιπροσωπευτικές του ταξιδιού. Εξ ου και όλα είναι λίγο θολά και μελίρρυτα στο μυαλό μου, όλα εξωραϊσμένα και εξιδανικευμένα και έχουν πάρει διαστάσεις μύθου. 


Πάντως θυμάμαι καθαρά και ξάστερα που περπατούσαμε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου το πρώτο βράδυ και οι ζωντανές ορχήστρες, τα βιολιά και τα πιάνα, έπαιζαν το «Έντελβαϊς» από τη Μελωδία της Ευτυχίας. Το χορεύαμε αγκαλιασμένοι μπροστά στους μουσικούς και σφίγγαμε ο ένας τον άλλον επάνω του. Φιλιόμασταν συνέχεια, με κάθε ευκαιρία, χωρίς λόγο και αφορμή, κι ακόμη όταν έπιασε βροχή και πλημμύρισε ο χώρος, δεν πτοηθήκαμε. Το βρήκαμε χαριτωμένο. Περπατούσαμε προς το ξενοδοχείο μέσα στα νερά, πάνω στις αυτοσχέδιες ράμπες των καταστηματαρχών, και το απολαμβάναμε. Η στάθμη της βροχής όλο κι ανέβαινε, μα εμείς χαχανίζαμε, δεν ήταν εμπόδιο, ούτε λόγος γκρίνιας.

Το επόμενο πρωί πήγαμε στην όπερα της Βενετίας, να τη δούμε από μέσα, και ξεμοναχιαστήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο που ήταν όλα επίχρυσα και αυτοκρατορικά. Αρχίσαμε και πάλι να χορεύουμε, να νταλαβεριζόμαστε, κι ας μας έβλεπαν από τις κάμερες ασφαλείας, εμάς στα τέτοια μας. Ας μας πέταγαν έξω. Θα ήμασταν μαζί.

Αυτή τη Βενετία έζησα, αυτή τη Βενετία αγάπησα, αυτή τη Βενετία αναζήτησα φέτος και αυτή τη Βενετία δεν βρήκα.

Φέτος η Βενετία με υποδέχτηκε με τα παιδιά μου και κατά μία έννοια είναι συγκινητικό ότι επέστρεψα σ’ αυτήν με τα τρόπαια της ζωής μου. Αλλά δεν υπήρχε ρομάντζο, δεν υπήρχε ανεμελιά. Υπήρχαν δυο μωρά εκ των οποίων το μεγάλο ήθελε το κινητό «γιατί βαριόταν» (να σου αστράψω μία να σου πω εγώ που πληρώνω €20 τον χυμό στην πλατεία του Αγίου Μάρκου για να σ’ έχω να βαριέσαι), και ένα άλλο που ήταν συνέχεια στο αμαξάκι και όποτε έπρεπε να διαβούμε κανάλι μέσω γέφυρας το σηκώναμε στις πλάτες μας σαν τον Ραμσή τον δεύτερο σε περιφορά στην αγορά της Αιγύπτου και το μεταφέραμε. Νομίζω διέσχισα όλες τις γέφυρες της Βενετίας με τη Βαγγελιώ στο αμαξίδιο, εγώ μπροστά να σηκώνω τα τροχάκια, η Μπρέντα από πίσω να καθοδηγεί: «μη βιάζεσαι», «σιγά θα μου πέσει», «παναγία μου επύρωσα», «κράτα την ίσια» και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Με τούτα και μ’ εκείνα μπορείτε να φανταστείτε το εύρος της απογοήτευσης.

Στην πλατεία του Αγίου Μάρκου φέτος δεν έπαιζε το «Έντελβαϊς». Έπαιζε το «Don’t Cry For Me Argentina». Μέχρι και η ορχήστρα μας πήρε πρέφα. Και όταν αργότερα έπαιξαν το βαλς από το «Beauty and the Beast», δεν χόρεψα με τη Μπρέντα. Δεν το σκέφτηκε καν να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της. Πήρα τη Βαγγελιώ μου και το χόρεψα μαζί της. Μα ούτε αυτό με παρηγόρησε. Η Ευαγγελίτσα προτιμούσε να τρέχει πάνω-κάτω στην πλατεία και να τρομάζει τα περιστέρια παρά να «το ζήσει» με τον πατέρα της.

Κανείς δεν ήθελε να το ζήσει γενικώς.

Λυπάμαι.

Εν πάση περιπτώσει, αφήνοντας κατά μέρος τη ψυχανάλυση, και τις δικές μου αιώνιες προσδοκίες που σπανίως ευοδώνονται, να σας πω ότι η Βενετία θα είναι πάντα η Βενετία.

Δεν πα να έχει κουνούπια (μας τσίμπησαν σε εκατό σημεία), δεν πα να μυρίζουν μούχλα τα κανάλια της σε κάποιες γειτονιές (να σας θυμίσω ότι μένω πλησίον του Καϊμακλιού του οποίου το αποχετευτικό φτάνει στα ρουθούνια μας ολόχρονα), δεν πα να είναι άξεστα τα γκαρσόνια (καλά να μας κάνουν. Ήμασταν  η κλασσική, ταλαίπωρη χωρκατό-οικογένεια της Κύπρου – όλα αυτά που περιπάιζω- κι εγώ θα μας έβλεπα αφ’ υψηλού στη θέση τους), η Βενετία θα είναι για πάντα βασίλισσα. Και τίγκα στους τουρίστες να είναι, και να μυρίζουν οι μασχάλες τους μέσα στο βαπορέτο, δεν μπορείς να παραμείνεις αδιάφορος μπροστά στο μεγαλείο της.

Ένα θα σας πω, για να το ελαφρύνουμε, και να μας κάνετε εικόνα. Πήγαμε να πάρουμε μία γόνδολα. Κατέφτασε η βάρκα στην προβλήτα και άρχισε να κουνά σαν τραμπάλα από τα κύματα. Κρατούσα τη Μπουμπού, οπότε έπρεπε να προσέχω μην πέσουμε αμφότεροι στο κανάλι. Πίσω μου ο Αλέξης με τη Μπρέντα. Με το που πατώ στη γόνδολα, η Μπουμπού αποφασίζει να ρίξει στο κανάλι το μπιμπερό με το νερό που έπινε. «Μας έπεσε» είπα. Μέχρι να αντιληφθεί η Μπρέντα «τι μας έπεσε» οι φωνές ξύπνησαν όλη τη Βενετία. «Τι σου έπεσε; Το μωρό; Η κάμερα; Και γιατί την άφησες να σου πέσει; Μάζεψ’ την!» Τι να πρώτο-απαντήσεις σ’ όλα αυτά. Γίναμε θέαμα, όλοι οι τουρίστες από τα γύρω καφέ ήταν όρθιοι και μας κοίταζαν.

Μπήκα στη γόνδολα κακήν κακώς, η Μπουμπού έπαθε αμόκ από τις φωνές, από τη γόνδολα που κουνιότανε, που δεν ήξερε τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί μέσα με έναν άγνωστο με τεράστιο μαρκούτσι να τραβάει κουπί, οπότε άρχισε να οδύρεται. Τι ήθελα κι εγώ τις ρομαντζάδες, τα φελιτσιτά και τα unite-unite Europe? Μέχρι να ηρεμήσουνε τα πνεύματα, μέχρι να καλμάρουμε το μωρό, μέχρι να προλάβουμε να χαμογελάσουμε για το ίνσταγκραμ, ο γονδολιέρης πάρκαρε, έσκυψε και μου είπε: «Ογδόντα ευρώ!»

Στον κώλο σου να τα βάλεις, σκέφτηκα να του πω, αλλ΄αντ’ αυτού, έβαλα το χέρι στη τσέπη και του τα έσκασα αβλεπί, τοις μετρητοίς. 



«Γκράτσιε μίλλε» και την επόμενη φορά που θα θέλω να αναβιώσω περασμένα μεγαλεία εν είδει ρομαντικής κομεντί, να το ξανασκεφτώ.



Δεν υπάρχουν σχόλια: