Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2019

Τρεις Φορές Παιδί Της

Κάθε φορά που ξεκινώ να γράψω ένα κείμενο σχετικό με τις γιαγιάδες του γιου μου, δηλαδή τη μάνα μου και την πεθερά μου, καταλήγω να γίνομαι τόσο τοξικός που ούτε εγώ δεν με αντέχω. Τρεις φορές το αποπειράθηκα ως τώρα, και τις τρεις φορές το κείμενο διεγράφη πριν βγει στον αέρα. Είναι κι αυτό μία μέθοδος αποσυμπίεσης, θα μου πεις. Να γράφεις αυτά που σε εκνευρίζουν, βγαίνει η σαβούρα από μέσα σου και ανασυντάσσεσαι. Δεν θα διαφωνήσω. Σήμερα, όμως, πήρα μια άλλη απόφαση. Κάθε φορά που θα αποδεικνύονται “λίγες” οι γιαγιάδες του γιου μου, θα σου γράφω μια ιστορία για το πόσο υπέροχη γιαγιά είχα εγώ. Επειδή εκεί έγκειται η πηγή του προβλήματος. Στη σύγκριση. Επειδή εγώ ευτύχησα να έχω μία γιαγιά απερίγραπτη από κάθε άποψη και δεν μπορώ να το χωνέψω ότι δεν είναι όλες οι γιαγιάδες έτσι. Ότι ο γιος μου δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λέω τα ίδια πράγματα με το να έγραφα κάτι για τις γιαγιάδες του γιου μου, χωρίς να στιγματίζομαι εγώ ως ο αρνητικός της υπόθεσης.

Λοιπόν, άκου μία αγαπημένη μου ιστορία από το πρόσφατο παρελθόν της γιαγιάς μου, να καταλάβεις τι άνθρωπος ήταν / είναι. Λέω ήταν επειδή, όπως ξαναείπα, δεν είναι πλέον στα καλά της. Εδώ και δυο χρόνια έχει αρχίσει να κυριαρχεί το αλτσχαϊμερ, μας ρωτά τα ίδια πράγματα 150 φορές το λεπτό, και ξέρετε πως λειτουργεί αυτό, κατ’ ουσίαν έχει φύγει. Κάθε φορά που τη συναντώ και εξακολουθεί να θυμάται ποιος είμαι, χαίρομαι πάρα πολύ. Αλλά έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, και άλλα πολλά θλιβερά. Την τελευταία φορά που τη ρώτησα τι χρονιά είχαμε, μου είπε 1990 (υπέροχη χρονιά ομολογουμένως, κέρδισε ο Τότο Κουτούνιο, κι εγώ εκεί ξέμεινα), σε ένα άλλο τεστ που της κάναμε είπε πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Τζον Κέννεντι και άλλα τέτοια απογοητευτικά.

Ήταν προ ολίγων μηνών, όταν ο Αλέξης έκανε τις πρώτες του προσπάθειες να φάει στερεά τροφή. Δεν δυσκολευτήκαμε ιδιαίτερα να τον πείσουμε, αλλά οι πρώτες απόπειρες ήταν ως είθισται αποτυχημένες. Το ένα του βρωμούσε, το άλλο του ξίνιζε, από ποιόν να πήρε άραγε; – Δεν παραπονιέμαι! Τον είχαμε στο καρεκλάκι καθισμένο και προσπαθούσα με τη μάνα μου να τον πείσουμε να φάει το κρέας.  Δεν του άρεσε. Άρπαζε το κουτάλι και μας το έφερνε στο κεφάλι, κλωτσούσε τα πόδια του, πετούσε το πιατάκι κάτω- μάχη κανονική. Στα πολλά, η μάνα μου απηύδησε και παράτησε την προσπάθεια. Έφυγε και κλειδαμπαρώθηκε στο δωμάτιο της. Έμεινα εγώ να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά. Εν τω μεταξύ αν περιμένει το μωρό να φάει από μένα κρέας σώθηκε, αφού κι εγώ ο ίδιος το σιχαίνομαι. Και δεν μπορώ να πιέζω κάποιον να φάει κάτι που ούτε εγώ το τρώω. Έτσι έμεινα εκεί μετέωρος να σκέφτομαι πώς θα ταΐσω το μωρό πριν επέμβει το Γραφείο Ευημερίας και η Λήδα Κουρσουμπά.

Στην άκρη του καναπέ, τόση ώρα, καθόταν η γιαγιά μου ήσυχη και αμίλητη. Παρακολουθούσε τη σκηνή μα δεν έβγαζε άχνα. Δεν ήμουν καν σίγουρος αν καταλάβαινε τι συνέβαινε, τι έβλεπε κι αν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Στα πολλά σηκώθηκε και με χίλια ζόρια τρίκλισε μέχρι το τραπέζι που καθόμασταν. Με ρώτησε διερευνητικά αλλά με ενδιαφέρον: «ποιο είναι αυτό το μωρό;» και εγώ με αρκετή αυτοσυγκράτηση ώστε να μην ξεσπάσω πάνω της, απάντησα «ο γιος μου». Έπιασε το πιατάκι, πιρούνιασε λίγο κρέας και το πλησίασε στο στόμα του γιου μου. Του άρχισε καλοπιάσματα, του άρχισε τραγουδάκια, του μίλησε τόσο γλυκά, όσο μου μιλούσε εμένα όταν επίσης με έτρεχε μέσα στα χωράφια να με ταΐσει πριν 30 χρόνια και βάλε. «Έλα το κρεατάκι μας, να γίνουμε μεγάλοι λεβέντες! Έτσι μπράβο Αλέξη μου!»

Καθόμουν και παρατηρούσα την εικόνα από το σκαμπό. Δεν μιλούσα, προσπαθούσα να ηρεμήσω από τα νεύρα, αλλά ταυτόχρονα θαύμαζα το πείσμα, την υπομονή της γιαγιάς, και επίσης ζήλευα τη θαλπωρή που εισέπραττε ο γιος μου εκείνη την ώρα. Μετά από πέντε λεπτά η γιαγιά σκούπισε το στόμα του Αλέξη με μία χαρτοπετσέτα και γύρισε και μου είπε γεμάτη υπερηφάνεια: «ορίστε, το έφαγε το μωράκι το κρέας του!»

Δεν της είπα ότι ο γιος μου γύριζε απ’ την άλλη μεριά και τα έφτυνε όλα. Ούτε μια μπουκιά δεν κατάπιε. Αλλά  η γιαγιά μέσα στο πάθος της, μέσα στον κόσμο της, μέσα στα άδυτα του αλτσχάιμερ, δεν τον πήρε είδηση.


Σημασία έχει ότι τον τάισε και κάποιος όπως του άξιζε. 

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Απλός "Like" στην γιαγιά.

Clueless είπε...

Τα καημένα τα παιδιά μου. Από την μάνα τους αυτό δεν το έζησαν. Ευτυχώς έχουν γιαγιάδες.

Woofis είπε...

Πολλά γλυτζιά η εξιστόρηση για την γιαγιά σου Anti-Christos. Μόνον μια ταπεινή εισήγηση: ease up on the grandmothers. Έννεν μανάδες οι γιαγιάδες, εν γιαγιάδες. Είχαμεν παρόμοιες "απογοητεύσεις" τζιαι μεις αλλά σταδιακά εφάνηκεν ότι εν μέρει μόνον οφείλεται σε τζιείνες τυχόν ανεπάρκεια. Κυρίως οφείλεται στες υψηλές προσδοκίες που έχουμεν εμείς. Διότι ως γενιά, παίζει να είμαστεν οι πιο παραχαϊδεμένοι ever. Τζιαι είμαστεν εξαιρετικά υπερπροστατευτικοί με τα κοπελλούθκια μας. Σε βαθμόν που τα βλάφτει.

Ανώνυμος είπε...

Όντως, υπέροχες οι γιαγιάδες .. τυχεροί όσοι μεγαλώνουν με γιαγιάδες και παππούδες ..

Angel