Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2016

Δικός Μου

Τη μεγαλύτερη συγκίνηση δεν την αισθάνθηκα κατά τη διάρκεια του τοκετού. Εκεί σοκαρίστηκα, συγκλονίστηκα και παλάβωσα, θα στα πω πιο κάτω.  Τη μεγαλύτερη συγκίνηση με την έννοια του δακρύου από ευτυχία, την αισθάνθηκα την πρώτη φορά που άκουσα την καρδούλα του. Έχω κινηματογραφήσει με το κινητό τη στιγμή που ο υπέρηχος ανιχνεύει τον παλμό του και όποτε το παρακολουθώ ταράζομαι.

Είναι τεράστια η χαρά. Έχεις δει το Interstellar στο σινεμά; Που επικοινωνούσε η Anna Hathaway με τον πατέρα της που ήταν στο διάστημα; Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ. Τη στιγμή που μπήκαμε στον υπερήχο ήταν σαν να βρισκόμασταν στο πιλοτήριο ενός διαστημόπλοιου και προσπαθούσαμε να πιάσουμε το σήμα από ένα μακρινό πλανήτη. Να αναζητήσουμε ζωή “somewhere out there”. Γιατί όλα αυτά δεν πιστεύεις ότι συμβαίνουν μέσα στην κοιλιά της γυναίκας σου, δίπλα σου. Δεν διανοείσαι ότι αυτή η κοιλιά μπορεί να κυοφορεί κάτι περισσότερο από κινδύνους.

Το παιδάκι πάντα το τοποθετείς κάπου στον ουρανό. Και η γυναίκα σου είναι απλά το μέσο για να έρθει στη Γη. Γίνεται η καλωδίωση και ξεκινά μια αγχώδης προσπάθεια επικοινωνίας με το υπερπέραν. Πες μας ρε συφοριασμένο! Πού είσαι; Μας λαμβάνεις; Όβερ! Βρίσκεσαι μέσα στην διαστημική σου κάψουλα και έρχεσαι, να στρώσω τραπέζι; Υπάρχεις ή είσαι αποκύημα της φαντασίας μας;

Το μηχάνημα άρχισε να χτυπά τικ-τακ, τικ-τακ. Το μωρό σου απαντά. Είμαι εδώ. Δεν καταλάβαμε εξ αρχής ότι ακούγαμε το μωρό. Νομίσαμε πως επρόκειτο για τους παλμούς της Μπρέντας. Όταν ο γιατρός μας επιβεβαίωσε ότι αυτό που ακούμε είναι το μωρό, με το ζόρι προσπαθούσαμε να κρύψουμε τα δάκρυα μας.

Η ψυχική γαλήνη που με διαπέρασε και η οποία συνέχισε να με χαρακτηρίζει τους 9 μήνες της κύησης δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις. Είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Όταν μάλιστα έμαθα λίγους μήνες αργότερα πως πρόκειται για γιο, έπιασα επίπεδα νιρβάνας.

Πρέπει να σου πω κάτι και δεν με ενδιαφέρει ποιοι θα το διαβάσουν και πως θα το πάρουν. Είχα τεράστια ανάγκη ένα γιο. Και κορούλα θέλω να αποκτήσω βεβαίως. Όλα τα φύλα καλά είναι. Αλλά έπρεπε να γεννηθεί πρώτα ο γιος μου.

Στην οικογένειά μου δεν έχουν απομείνει άντρες. Η οικογένεια μου ορίζεται από τη γυναίκα μου, τη μάνα μου, την πεθερά μου, την αδελφή μου, και δυο γιαγιάδες. Δεν υπάρχουν πατεράδες, δεν υπάρχουν παππούδες, δεν υπάρχουν αδελφοί, δεν υπάρχουν ξάδελφοι, δεν υπάρχει ένας άντρας στον οποίο να μπορώ να στραφώ όταν η πίεσή μου ανεβαίνει 550 και να μου πει ένα τεράστιο, χορταστικό «ποιος χέστηκε με δαύτες!» Επί της ουσίας δεν υπάρχει οικογένεια. Γιατί ας μη γελιόμαστε, τις αγαπάμε τις γυναίκες, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι αυτές μας γεννήσανε, αυτές θα μας πεθάνουν. Κι ας μην ερμηνευτούν τα πιο πάνω ως μομφή προς τη γυναίκα μου που τη λατρεύω και για εκείνη μόνο ζω, αλλά ο συνδυασμός των πιο πάνω, ενίοτε και το συναπάντημά τους είναι ο λόγος που θα αποδημήσω εις Κύριον.

Ναι, υπάρχουν πάρα πολλές στιγμές που αισθάνομαι ότι μια απ’ αυτές θα με στείλει στον τάφο. Και εκεί είναι που χρειάζομαι ένα σύμμαχο, έναν φίλο, έναν που θα γυρίσει να μου πει «μπαμπά, θείε, αδελφέ, μην τις ακούς, έχεις δίκαιο». Δεν το έχω αυτό. Αν τολμήσω να μιλήσω και να εκφραστώ ελεύθερα θεωρούμαι «σεξιστής», θεωρούμαι «μισογύνης», στην καλύτερη περίπτωση «κακοπροαίρετος», θεωρούμαι ό,τι άλλη παπάρα εφευρέθηκε τον 21ο αιώνα για να δικαιώνει πλάσματα που είναι άξια να τσακωθούν μεταξύ τους επειδή «με κοίταξε με το μισό της, ποια νομίζει πως είναι», «με ειρωνεύτηκε με το ύφος της», «με προσπέρασε», και άλλα τραγικά που κανένα σοβαρό πλάσμα στον πλανήτη δεν θα αφορούσαν.

Εκτρεπόμαστε ελαφρώς από το θέμα, αλλά πρέπει να το πω κι αυτό. Ο ρόλος του άντρα όπως τον μάθαμε στα βιβλία και στις αμερικανικές ταινίες δεν υφίσταται. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι είμαστε καλοί και χρήσιμοι μόνο για να λειτουργούμε ως αμορτισέρ. Να απορροφούμε κραδασμούς, να εκτονώνουμε κρίσεις υστερίας, να στεκόμαστε βράχοι για να σπάσει το κύμα πάνω μας, να είμαστε σαν σαμάρι για να τις τρώμε όταν δεν μπορούν να δείρουν τον γάιδαρο, και κυρίως για να μην έχουμε άποψη. Άπαξ και την εκφράσουμε και δη με τρόπο κυνικό, δεικτικό ή με τρόπο που περισώζει την αξιοπρέπεια της οντότητάς μας, καταδικαζόμαστε σε ένα άνευ προηγουμένου μαρτύριο, χειρότερο και από αυτό του Σίσυφου. Καλημέρα θα μου πεις. Ε, τι να σου κάνω, γηράσκω αεί διδασκόμενος. Κλείνει η παρένθεση.

Στα μάτια του γιου μου, λοιπόν, είδα και βλέπω τον σωτήρα μου. Αυτόν που θα πηγαίνουμε βόλτα μαζί όταν θα μας σπάζουν τα νεύρα, αυτόν που θα παίρνουμε μαζί τα βουνά και τις θάλασσες για να ηρεμήσουμε, αυτόν που θα μπορώ να μιλώ χωρίς λογοκρισία, αυτόν που δεν θα θίγεται με τη μη πολιτική ορθότητα του λόγου μου, αυτόν που όταν προσπαθήσουν να τον ευνουχίσουν θα γυρίσει και θα πει κατάμουτρα: «θα κάνω ό,τι μου πει ο μπαμπάς μου!» Γιατί αυτό κάνει κάθε μάνα και σύζυγος στον γιο / άντρα της. Τον ευνουχίζει. Για να μην της τον φάει άλλη. Ελπίζω, ο μωρός, ότι ο γιος μου θα είναι η εξαίρεση του κανόνα. Ότι δεν θα καταντήσει μαννός σαν τον παπά του, και ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και για τους δύο μας.

Γιος λοιπόν. Το επιβεβαίωνα κάθε φορά που πηγαίναμε για ultrasound. Ζητούσα από τον γιατρό επιτακτικά κάθε φορά να μου δείχνει το πουλί του. «Μα, είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να το χάσεις» μου απαντούσε αυτός και ανακουφιζόμουν. «Εκτός κι αν πρόκειται για κάποια δυσμορφία…» Μην με τρελαίνεις γιατρέ, τι εννοείς; «Ε, κάποια κλειτορίδα-γίγαντας, να πούμε!» Το τι εφιάλτες έβλεπα όλο το καλοκαίρι ότι περιμένω γιο και τελικά μου βγαίνει κόρη, δεν φαντάζεσαι.

Πάνε δέκα μέρες που γεννήθηκε.

Όταν ξεμύτισε εγώ ήμουν μέσα στο μαιευτήριο σε κατάσταση σοκ. Έκλαιγα σχεδόν με σπασμούς. Όχι από ευτυχία και άλλες ανάλογες φιοριτούρες. Έκλαιγα επειδή τελείωσε το ματς και έληξε υπέρ μας. Το να παρακολουθείς τον γιατρό να εμψυχώνει την έγκυο είναι το ίδιο με το να βλέπεις προπονητή να πωρώνει τον παίκτη που θα εκτελέσει το πέναλτι. Και εσύ στην κερκίδα με την κάμερα περιμένεις να μπει το γκολ. Το οποίο γκολ μπορεί να αργήσει να έρθει. Και εσύ χάσκεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να βοηθήσεις κι ας κρέμεται από αυτό το γκολ όλη σου η ζωή. «Σπρώξε Μπρέντα, σπρώξε Μπρέντα!» Όοοοοχι, δεν τα καταφέραμε. Στην επόμενη σύσπαση. Σπρώξε Μπρέντα, σπρώξε Μπρέντα, σπρώξε Μπρέντα, ΓΚΟΟΟΟΟΛ!»

«ΓΚΟΛ, ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!»

Βγαίνεις από το μαιευτήριο και σωριάζεσαι στον πρώτο συγγενή που βρίσκεις μπροστά σου φωνάζοντας «νενικήκαμεν». Γονατίζεις. Αλλά δεν νιώθεις τίποτα από το σοκ. Προσωπικά όλο το υπόλοιπο της ημέρας το πέρασα απαθής μπροστά στη βιτρίνα του μαιευτηρίου να τον κοιτάζω και να αναρωτιέμαι αν ήταν αυτός που περίμενα τόσα χρόνια. Αν είναι δικός μου, αν είναι όντως το μωρό μας. Το πιο περίεργο συναίσθημα του κόσμου. Κι εσείς έτσι νιώθατε;

Μόλις το ξεπέρασα και άρχισα να βλέπω τα χαρακτηριστικά μου πάνω του, αγχώθηκα και ηρέμησα ταυτόχρονα. Αγχώθηκα γιατί πρέπει να πολεμήσω πολύ μέσα μου ώστε να αντιμετωπίσω αύριο τον καθρέφτη μου, να αντιστέκομαι ώστε να μην κακίζω τα ελαττώματά του που είναι πιθανώς και δικά μου, να μην πέσω στην παγίδα να τον αλλάξω. Να τον αποδεκτώ, αποδέχοντας εμένα. Ταυτόχρονα ηρέμησα γιατί τον ξέρω. Μου είναι γνώριμος. Τον κοιτάζω και στα μάτια του βλέπω εμένα. Ξέρω με κάθε πετάρισμα των βλεφάρων του τι σκέφτεται, τι θέλει, γιατί κλαίει, αν πεινά, αν βαριέται. Επικοινωνούμε, συνεννοούμαστε. Ξέρω από πριν τι τραγούδια θέλει να του λέω την ώρα που ξυπνά το βράδυ και πονά τα εντεράκια του, ξέρω κιόλας με ποία εξ αυτών θα χαλαστεί και με ποια θα την καταβρεί. Ξέρω πότε θέλει βόλτα, ξέρω πότε θέλει νανούρισμα, ξέρω πότε θέλει την αγκαλιά μου, ξέρω πότε δεν θέλει τίποτα. Ξέρω τα πάντα για εκείνον και ας μην ξέρω τίποτε.

Είναι δικός μου! Και τον λατρεύω!


Στο επόμενο επεισόδιο θα σου εξηγήσω την οδύσσεια της ονοματοδοσίας.

1 σχόλιο:

Eβίτα είπε...

Να σας ζήσει, γερός και τυχερός! Κάθε του μέρα θα είναι και μια αποκάλυψή και για εκείνον αλλά και για σας. Καλή δύναμη !