Διάλεξα με τρομερή προσοχή τους νονούς των παιδιών μου.
Θεωρώ υψίστης σημασίας ζήτημα το ποιος σου βάζει το λάδι
(εντάξει θεωρώ υψίστης και το ποιος ή ποια σου το βγάζει, αλλά αυτή είναι μια άλλη
κουβέντα), και παρόλο που με τα θρησκευτικά μυστήρια δεν τα πάω καλά, εντούτοις
θεωρώ σοβαρό το ποιος θα είναι ο πνευματικός σου γονιός σ’ αυτή τη ζωή.
Κι αυτό γιατί εγώ υπήρξα τρομερά τυχερός στην περίπτωση της
νονάς μου. Και εύχομαι και επιθυμώ να ζήσουν και τα δικά μου παιδιά αυτή τη μαγεία.
Είχα μια νονά που ήταν δίπλα μου ακόμη και όταν ήταν
μακριά μου και από την οποία έχω τρομερές και έντονες εικόνες στοργής και
τρυφερότητας. Πράγματα που ίσως να ακούγονται ασήμαντα σήμερα, τα οποία όμως εντυπώθηκαν
γλυκά στη μνήμη μου και όποτε τα θυμηθώ χαμογελώ πλήρης.
Ας πούμε, θυμάμαι ότι μια φορά είχε πάει ταξίδι στην
Αθήνα, το 1984 ή το 1985 πρέπει να ήταν. Επιστρέφοντας μου έφερε έναν τεράστιο
λούτρινο «Δρακουμέλ». Θυμάμαι ότι είχαμε πάει στο αεροδρόμιο να την υποδεχτούμε,
γιατί ταξίδευε μαζί με τη μητέρα μου. Όταν άνοιξε η αυτόματη πόρτα του παλιού
αεροδρομίου Λάρνακας και ξεπρόβαλαν αμφότερες με τις αποσκευές τους, την είδα
να κρατά τον Δρακουμέλ και να τον ανεμίζει. Η χαρά που είχα κάνει ήταν
απερίγραπτη. Είμαι τόσων χρονών σήμερα και ακόμα το θυμάμαι.
Η νονά μου είχε τρομερό χάζι και χιούμορ. Λάτρευες να την
ακούς να σου λέει ιστορίες και να του εξιστορεί τις περιπέτειες της. Όταν
μετακόμισε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όργωνε τα θέατρα και τα
μπουζούκια και όποτε ερχόταν στην Κύπρο για διακοπές μου τα περιέγραφε όλα τόσο
λαμπερά και υπέροχα που θεωρώ ότι συνέβαλε κι αυτή στον διακαή πόθο μου μια
μέρα να μετακομίσω στην Αθήνα ακολουθώντας παρόμοιο lifestyle. Τη θυμάμαι στο μπαλκόνι μας το 1998 να μου περιγράφει
με τι δέος είδε τη Βίσση να τραγουδά το Αντίδοτο στα Αστέρια Γλυφάδας «καρφωμένη
πάνω σε έναν σταυρό σαν τον Χριστό!» (Γρανάζια ήταν και όχι σταυρός, αλλά ξέρετε
τώρα, οι υπερβολές πάντα διανθίζουν μια ιστορία προς το καλύτερο).
Όταν πήγα φαντάρος στην Αθήνα για τα ΥΕΑ, πήγαινα στο
σπίτι της όποτε είχα έξοδο, για μπάνιο και φαγητό. Με περίμενε πάντα με ανοιχτές
αγκάλες και είχε πάντα έτοιμη την τυρόπιτα και το Milko από τα αγαπημένα μου Everest. Όχι μόνο μου παρείχε στοιχειώδη φιλοξενία με πραγματική
χαρά, αλλά πάντοτε με ρωτούσε «πότε θα σου δώσουν άδεια από τον στρατό να σε
πάρω μια νύχτα στα μπουζούκια!» Της εξηγούσα ότι εκτός από τη Βίσση δεν με
ενδιέφεραν τα μπουζούκια και μου απαντούσε «δεν πειράζει, παίξε μια νύχτα τον
άρρωστο και έλα να σε πάω όπου βρούμε». Όταν ξεψάρωσα και ένιωθα ότι με έπαιρνε
να το σκάσω από το στρατόπεδο τόλμησα μια νύχτα και πήγα μαζί της στον Βασίλη Καρρά.
Επέστρεψα στο στρατόπεδο στις 3:30 το πρωί και τους είπα ψέματα ότι χάθηκε ο
ταξιτζής και δεν έβρισκε τον δρόμο να με φέρει στην ώρα μου. Τότε δεν υπήρχαν GPS και ίντερνετ. Ό,τι τους έλεγες το
πίστευαν, ή τέλος πάντων δεν μπορούσαν να αποδείξουν το αντίθετο.
Ήταν αναπάντεχα γενναιόδωρη. Θυμάμαι ότι κάθε
Χριστούγεννα το δώρο που μου έκανε ήταν ένα τσεκ με τριψήφιο νούμερο. Θυμάμαι
ότι το 1992 το νούμερο ήταν τόσο μεγάλο που νόμισα πως έγινε λάθος. «Είναι και
για τη γιορτή σου, είναι και για τα γενέθλιά σου μαζί!» Με το δώρο της νονάς
μου, στα 12 μου έτη ένιωθα ότι είχα αποκατασταθεί οικονομικά.
Ακόμη και τώρα που μεγάλωσα και έκανα παιδιά όποτε μας επισκεπτόταν
στο σπίτι, η ατμόσφαιρα ήταν πάντα χαρούμενη. Δεν ήταν άβολο, ούτε αμήχανο.
Ερχόταν να μας δει και δεν μας έφτανε το δίωρο να πούμε τα νέα μας και να
γελάσουμε. Πάντα έφευγε και της έλεγα «θέλω να τα ξαναπούμε οπωσδήποτε πριν επιστρέψεις
στην Αθήνα». Μες τη ζούλα πάντα χώναμε άλλη μια συνάντηση στα πεταχτά.
Όπως και να ‘χει, ήταν μία υπέροχη νονά και μια απολαυστική
παρέα.
Αιωνία της η μνήμη.
Δεν θα τη ξεχάσουμε.