Κυριακή, Μαΐου 15, 2022

Το Πένθος Που Δεν Περνά

 Αυτή τη μαλακία που λένε ότι ο χρόνος όλα τα γιατρεύει και όλα τα λειαίνει, δεν ξέρω ποιος τη σκέφτηκε. Εγώ έχω να σου πω ότι το πένθος είναι για μένα μία διεργασία που όσο πάει χειροτερεύει. Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου πέρασαν δώδεκα χρόνια κι όμως κάθε φορά που θα εμφανιστεί κάτι να τον θυμίζει, εγώ πλαντάζω στο κλάμα σαν να πέθανε χθες. Και συμβαίνουν διάφορα περίεργα περιστατικά τα οποία δεν μπορώ να ελέγξω και έτσι κατανοώ ότι αυτή η μακρά διαδικασία θλίψης δεν έχει ποτέ τέλος, αλλά ούτε είναι ιδιαίτερα διαχειρίσιμη.

Όταν γεννήθηκε η Ευαγγελίτσα μου και βρισκόμουν μέσα στο δωμάτιο του τοκετού, αγωνιώντας για το πότε θα ξεμυτίσει η μικρή, μπήκε η μαία να ελέγξει τις συσπάσεις της Μπρέντας και βλέποντας τους αριθμούς αποφάνθηκε ότι «Έχεις καλή διαστολή. Ο τοκετός πλησιάζει, θα γεννήσεις σύντομα». Στο άκουσμα αυτής της διάγνωσης ο εγκέφαλος μου αντέδρασε και άξαφνα άκουσα τη φωνή του πατέρα μου κάπου μέσα στο δωμάτιο να λέει τα ίδια λόγια ακριβώς. Ο πατέρας μου, ήταν γιατρός. Και τα λεγόμενα της μαίας θα μπορούσαν να ήταν και δικά του παρόλο που δεν ήταν γυναικολόγος. Το ύφος και ο τόνος της όμως, παρέπεμπαν σε κάτι που θα μπορούσε να έλεγε και ο πατέρας μου οπότε για κάποιο μυστήριο λόγο ξύπνησε η φωνή του μέσα στο κεφάλι μου και «τον άκουσα».

Με το που «τον άκουσα» ξαφνιάστηκα και τρόμαξα γιατί ήταν τόσο ζωντανή η φωνή του μέσα στο κεφάλι μου που νόμισα ότι ήταν κι εκείνος παρών στο δωμάτιο αγωνιώντας για τη γέννα. Και ενστικτωδώς ενεργοποίησα τα αντανακλαστικά μου με το που άκουσα τη φωνή του, κι έστρεψα το κεφάλι μου για να τον βρω. Όταν συνειδητοποίησα ότι ήταν όλα παιχνίδια του μυαλού μου ξέσπασα σε κλάματα αγωνίας μέσα στο μαιευτήριο, αλλά αυτό είναι κάτι που το έχω ξαναπεί. Αντί να δίνω εγώ κουράγιο στη Μπρέντα, έδινε εκείνη σε μένα η οποία είχε και ένα παιδί με το ένα πόδι έξω, που λέει ο λόγος.

Αυτό το περιστατικό αν και είναι ξεκάθαρα ένα παιχνίδι του μυαλού μου, έχει και την υπερφυσική του διάσταση η οποία ενίοτε με παρηγορεί.

Χθες βράδυ εν ώρα Γιουροβίζιον συνέβη κάτι παρόμοιο. Εμφανίστηκε επί σκηνής η Τζιτζιόλα Σινκουέττι, η πρώτη νικήτρια της Ιταλίας το 1964 για να τραγουδήσει το νικητήριο τραγούδι της. Η Τζιτζιόλα ήταν από τις αγαπημένες του πατέρα μου και πάντα στο σπίτι, όποτε έπαιζα τραγούδια Γιουροβίζιον μου έλεγε «βάλε μου και το non ho leta που είναι της εποχής μου». Του άρεσε τρομερά. Πάντα τσακωνόμασταν εν τω μεταξύ γιατί επέμενε ότι η Τζιτζιόλα ήταν εκπρόσωπος της Ισπανίας και εγώ τον διόρθωνα. Παρόλα αυτά, τον έπιανε ένα γεροντικό πείσμα και επέμενε ότι ήταν σωστός. «Θα μου πεις εμένα αν είναι Ισπανίδα η Τζιτζιόλα που την έζησα τη νίκη της το 1964; Πού ήσουν εσύ το 1964;» Κάτι τέτοια μου έλεγε. Σημειώστε ότι του έδειχνα βιβλία και εγχειρίδια που επιβεβαίωναν ότι το εν λόγω τραγούδι εκπροσώπησε την Ιταλία (δεν είχαμε ίντερνετ τότε ώστε να επιβεβαιώνουμε όλες τις πληροφορίες αυτοστιγμεί), και όχι την Ισπανία, μα παρόλα αυτά επέμενε ότι εκείνος ήταν ο σωστός κι εγώ ο λάθος.

Χθες με το που βγήκε η Τζιτζιόλα και είπε τον πρώτο στίχο του τραγουδιού, έγινε το ίδιο. Άκουσα τη φωνή του! «Μάνα μου τη Τζιτζιόλα, γέρασε!» Εγώ το σκέφτηκα, εκείνος το είπε με τη φωνή του μέσα στο κεφάλι μου. Ήμουν προετοιμασμένος ότι θα συγκινούμουν, παρόλα αυτά πλάνταξα ένα τρίλεπτο, όσο διήρκησε το τραγούδι, με λυγμούς. Ήταν λυτρωτικό και υπέροχο, αλλά δεν γίνεται να συνεχιστεί έτσι αυτό. Δεν γίνεται να μου εμφανίζεται όποτε γουστάρει και να με αποσυντονίζει!

Ο πατέρας μου αν ζούσε κι έβλεπε χθες βράδυ τη Τζιτζιόλα θα έλεγε «θα έπρεπε να είναι παράνομο εκ φύσεως να γερνά το πλάσμα και δη οι καλλιτέχνες». Θυμάμαι μιαν άλλη φορά, μέσα στη δεκαετία του ενενήντα όταν είχε εμφανιστεί η Βίκυ Λέναδρος σε ένα σόου του αντέννα (πρέπει να ήταν το ciao με τον Γ. Μαρίνο) και όταν την είδε γερασμένη, χαλάστηκε. «Τη θυμάμαι από το Apres Toi που ήταν ένα μπουμπούκι, πώς γέρασε έτσι;!» Εν τω μεταξύ στη δεκαετία του ενενήτα η Λέανδρος πρέπει να ήταν στη δεκαετία των σαράντα της. Πού να την έβλεπε σήμερα, τι θα έλεγε!

Εν πάση περιπτώσει, με κάποιο τρόπο ο πατέρας μου είδε ψες την Τζιτζιόλα. Και σκέφτηκε το ίδιο. «Είναι άδικο να γερνούν οι καλλιτέχνες». Και μετά έφυγε. Ευτυχώς που δεν επέμενε ότι ήταν Ισπανίδα. Ελπίζω χθες βράδυ να επιβεβαίωσε ότι η Τζιτζιόλα Σινκουέττι είναι Ιταλίδα.

Σήμερα το πρωί με το που ξύπνησα δεν ασχολήθηκα με τίποτε άλλο. Μπήκα στο Youtube και ξαναείδα το Non ho Leta.

Αυτό είναι το πένθος, αν διερωτάστε πώς είναι και πότε φεύγει. 

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγκινήθηκα με το κείμενο σου! Και η εμφάνιση της Gigliola συγκλονιστική, για μένα ήταν το μόνο πράγμα που άξιζε από όλη τη χθεσινή βραδιά.

Ανώνυμος είπε...

Η καρδιά δεν ξεχνά, κουράγιο.

Clueless είπε...

Αυτό που άξιζε από τον τελικό ήταν όντως η Gigliola και αυτό το κομματάκι του If I can dream γιατί είχε κάτι χρόνια να το ακούσω και μου το θύμησαν οι Maneskin.

Adam είπε...

Υπέροχη Gigliola! Κι ας ήταν Ισπανίδα (που μόνο Ισπανίδα δεν είναι)… όμως αν ήταν Ιταλίδα (κατά τον μπαμπά) όλ´ αυτά δεν θα αποτελούσαν γλυκιά ανάμνηση Χριστάκο μου. Είναι κι αυτά μέρος του «ανατρεπτικού» και σε συγκινεί ακόμη περισσότερο, όπως βέβαια και τα σχόλια περί ηλικίας των καλλιτεχνών.

Moonlight είπε...

Εν ξεπερνιέται, όχι. Χάσαμε τον αδερφό μου με τον οποίο βέβαια δεν είχα ιδιαίτερη επικοινωνία καθότι υπήρχε νοητική στέρηση και πρόβλημα στις βασικές λειτουργίες, πόσο μάλλον στην επικοινωνία. Παρόλα αυτά, πενθώ τόσο το χαμό του, όσο και το ότι "είχα και δεν είχα" αδερφό. Δεν μπορώ καν να φανταστώ να ήταν κάποιος που με μεγάλωσε, με τον οποίο έζησα και μοιραστηκα ουσιαστικά πράματα, ας ήταν και καβγάδες. Το μόνο σίγουρο νομίζω είναι ότι τα ξεσπάσματα, η έκφραση του πένθους είναι πιο αραιά, πιο συγκεκριμένα, έχουν πιο συγκεκριμένα "triggers". Έτσι ένει, μνημονεύκουμε τους που λένε, και με τούτο τον τρόπο...