Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2020

Η Συμπεθέρα

Η γυναίκα που προσέχει τη γιαγιά μου (αυτή με τις κασέτες) έρχεται πού και πού και μας καθαρίζει. Όταν αυτό συμβαίνει, έρχεται και η γιαγιά μου μαζί της και κάθεται φρόνιμα σε μια γωνιά αφού πλέον μετά βίας επικοινωνεί από το πολύ το αλτσχάιμερ. Το θετικό είναι ότι ακόμα μας αναγνωρίζει, αλλά ξέρετε, δεν έχει ιδέα τι μέρα είναι, τι ώρα είναι και ποια χρονιά.

Παρόλο που την αγαπώ και τη λατρεύω, αναγνωρίζω το κουραστικόν του πράγματος, αφού ενδέχεται μέσα σε ένα λεπτό να σε ρωτήσει πάνω από δέκα φορές «τι μέρα είναι σήμερα» και πολλές φορές δεν πείθεται κιόλας. Επειδή όμως σπανίως τη βλέπω και επειδή κάθε φορά που την αποχαιρετώ σφίγγεται λίγο η καρδούλα μου μήπως είναι η τελευταία, φροντίζω όταν είναι εδώ να της κάνω παρέα και να μην δυσανασχετώ με τις επαναληπτικές της ερωτήσεις. Πολλές φορές απαντώ άλλα ντ’ άλλων να τελειώνουμε, αφού είτε της πω ότι είναι Τετάρτη, είτε τη πως ότι είναι Κυριακή, σε ένα λεπτό θα με ξαναρωτήσει με την ίδια περιέργεια.

Προχθές που ήρθε όμως, έτυχε να έχω ψηφιοποιήσει τη κασέτα από τους γάμους των γονιών μου. Και προκειμένου να περάσει η ώρα μαζί της σκέφτηκα ότι θα ήταν ένα καλό τεστ αν της έδειχνα εκείνη την ταινία από το μακρινό 1975 για να δω αν θα θυμηθεί πρόσωπα και καταστάσεις, αφού λένε ότι πολλοί παθόντες θυμούνται τα παλιότερα γεγονότα και ξεχνούν τα πιο πρόσφατα.

Πλήρης απογοήτευση. Όχι μόνο δεν αναγνώριζε το ζεύγος, την κόρη της δηλαδή, αλλά δεν αναγνώριζε ούτε τον εαυτό της. Λίγο μετά κάτι πήγε να γίνει αφού αναγνώρισε ονομαστικά τον πατέρα μου, αλλά αμέσως μετά με ρώτησε αν έχει πεθάνει και όταν της απάντησα «πριν δέκα χρόνια» δεν το πίστευε.

Δεν αναγνώριζε κανέναν απολύτως εκτός και αν της τον υποδείκνυα. Τότε έλεγε ένα «α, ναι, βεβαίως» αλλά δεν ήξερα αν το έλεγε επειδή κουραζόταν με την άγνοιά της ή επειδή όντως αναγνώριζε τα πρόσωπα. Για τον παππού μου, τον σύζυγό της, ούτε λόγος αφού όταν ρώτησε ποιος ήταν ο κύριος που στεκόταν δίπλα της και της είπα «ο άντρας σου» εκείνη έκπληκτη είπε «ο Ανδρέας;» ενώ ως γνωστόν τον παππού μου τον λέγανε Νίκο. Ανδρέα λέγανε ένα έρωτα που δεν ευοδώθηκε.

Καθώς όμως η κάμερα περιφερόταν ανάμεσα στους καλεσμένους της δεξίωσης και κατέγραφε χαρούμενα πρόσωπα και καταστάσεις, η γιαγιά μου αναπήδησε και αναφώνησε: «Η συμπεθέρα!»

Έμεινα άναυδος. «Ναι, η (άλλη μου) γιαγιά!» της είπα. Λες να της ήρθε έκλαμψη; Μπα, δυο λεπτά αργότερα με ρώτησε ξανά μανά ποιανού ήταν ο γάμος. Της ξαναείπα. Και αμέσως μετά, άλλο ένα πλάνο στη γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου! «Κοίτα τη συμπεθέρα!» μου ξαναείπε με ύφος πανελίστριας.

Απίστευτο; Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, τον άντρα της, την κόρη της ως νύφη, για τους γονείς της οι οποίοι τότε βρίσκονταν εν ζωή ούτε λόγος κι όμως! Αναγνώρισε τη «συμπεθέρα!»

Είτε παίχτηκαν τρελά σκηνικά που δεν γνωρίζουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ, είτε το μυαλό μας είναι όντως μία άβυσσος!

«Η συμπεθερά! Μα κοίτα την!»


2 σχόλια:

Neraida είπε...

Τι σου είναι το μυαλό!

Moonlight είπε...

Χαίρομαι που βρίσκεις την υπομονή να είσαι έτσι μαζί της, οι δικοί μου τρέμουν το Αλτσχάιμερ, και μαζί τους τρέμω κι εγώ προς το παρόν για τη συμπεριφορά μου απέναντί τους.
Εν απίστευτο το πώς δουλεύκει ο νους και πόσο λίγα πράματα ξέρουμε για τζείνον, αλλά νομίζω ότι το συναίσθημα αυτού που νοσεί είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις αναμνήσεις, άρα αν μπορούμε να του προσφέρουμε ησυχία, ηρεμία, αγάπη, είναι ό,τι καλύτερο, γιατί ίσως να είναι τρομακτικό κάποιες ώρες να μην ξέρεις πού είσαι, ποιός είσαι, πού πας, κλπ...