Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2021

Εξηγώντας Τον Θάνατο

 

Το γιούδι μου το υπέροχο ήρθε στο δωμάτιό μας χθες βράδυ με τα ματάκια του βουρκωμένα και ζήτησε να κοιμηθεί μαζί μας. Πάνε μήνες που του κόψαμε το συνήθειο να πέφτει στο κρεβάτι μας, αλλά χθες για κάποιο ανείπωτο λόγο επέμενε. Παραμείναμε ανένδοτοι ώσπου έπαιξε το χαρτί του «θέλω να κάνω εμετό», κι εμείς σπεύσαμε να φέρουμε τον κουβά από το πλυσταριό, να τον βάλουμε αμέσως να κοιμηθεί ανάμεσά μας και να τον παρακολουθούμε ανά δέκα λεπτά να δούμε αν είναι εντάξει. Τίποτα δεν είχε τελικά, θεώρησα ότι είναι όλα απότοκα της μεταβατικής περιόδου που διανύει.

Σήμερα το πρωί ο Αλέξης είπε στη μαμά του ότι ο λόγος που ήρθε στο δωμάτιο μας με τα μάτια του βουρκωμένα και ήθελε να κοιμηθεί μαζί μας ήταν επειδή σκεφτόταν στο κρεβάτι του «τι θα γίνει όταν εσύ και ο μπαμπάς πεθάνετε και πάτε στον ουρανό; Τι θα κάνω εγώ εδώ μόνος μου;». Προφανώς ένιωθε άβολα να το θίξει χθες βράδυ όταν ερωτήθηκε σχετικώς. Κουνάω το κεφάλι μου, γιατί η συνειδητοποίηση του θανάτου είναι ένα ζήτημα τρομερά δύσκολο το οποίο εγώ ο ίδιος στα σαράντα μου ακόμα καλά-καλά δεν έχω χωνέψει, ούτε αποδεχτεί. Πώς να το λειάνεις στο σχεδόν πεντάχρονο;

Θυμάμαι ότι κι εγώ πέρασα από αντίστοιχο σοκ, αλλά στην ηλικία των οκτώ. Έχω ξαναγράψει την ιστορία εδώ στο μπλογκ, όταν το πρώτο-άνοιξα. Ας την επαναλάβω εν τάχει. Είχα πέσει για ύπνο ένα βράδυ, και σκεφτόμουν ότι ακόμα κι αν με θάψουν, εγώ δεν επρόκειτο να πεθάνω. Θα έσπρωχνα με τα πόδια μου το καπάκι του φέρετρου και θα έβγαινα έξω, και θα τους έκανα όλους έκπληξη. Έκανα και πρόβα στο κρεβάτι μου μέσα με τις κουβέρτες και τα σεντόνια. Όταν όμως το καλοσκέφτηκα και συνειδητοποίησα ότι ως νεκρός δεν θα ήμουν σε θέση να κλωτσήσω κανένα καπάκι, άρα αυτό ήταν, «τετέλεσται», έβαλα τα κλάματα, πήγα στο σαλόνι που οι γονείς μου έβλεπαν τηλεόραση και έκλαιγα με λυγμούς λέγοντας «δεν θέλω να πεθάνουμε, θέλω να μείνουμε όλοι όπως είμαστε να περνούμε ωραία». Με χίλια ζόρια και καλοπιάσματα ηρέμησα και πήγα ξανά για ύπνο εξαντλημένος. Μέχρι το επόμενο πρωί το είχα ξεχάσει ώσπου πήγα στο σχολείο και με το που κάναμε προσευχή και βγάλαμε πάνω τα βιβλία μας, ο δάσκαλός μας, ο κ. Μυλωνάς, είπε στην τάξη: «Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κανείς εδώ μέσα που να κλαίει και να λυπάται που θα πεθάνει!» Εκείνη την ώρα τρόμαξα με τη σύμπτωση και κρύφτηκα πίσω από τον μπροστινό συμμαθητή μου. Εννοείται δεν τόλμησα να πω κιχ. Όταν σχόλασα επιτέθηκα στη μάνα μου που τα ξέρασε όλα στον δάσκαλο πριν καλά-καλά ανοίξουμε το μάτι μας, αλλά μέχρι και σήμερα αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση.

Έτσι ήξεραν να διαχειριστούν το ζήτημα στα υπέροχα 80ς! «Δεν πιστεύω να φοβάται κανείς ότι θα πεθάνει, θα του κόψω εγώ τα πόδια!»

Έχουμε ήδη θίξει το θέμα του χαμού στον γιο μας. Για παράδειγμα, γνωρίζει ότι ο παππούς του, ο πατέρας μου δηλαδή, έχει «πάει στον ουρανό κι έγινε αστέρι». Το ξέρει από μικρός και μάλιστα κάποτε το έβρισκε και συναρπαστικό. «Ο παππούς μου πήγε στον ουρανό και έγινε αστέρι» έλεγε και καμάρωνε. Μεγαλώνοντας, όμως, άρχισε να το αμφισβητεί. Πριν λίγο καιρό βρήκε μία φωτογραφία του πατέρα μου στο κινητό μου. Καθώς τον περιεργαζόταν γύρισε και μου είπε με δυσπιστία: «τώρα, αυτός πέθανε και πήγε στον ουρανό;» Ναι, του είπα, κι άλλαξα θέμα.

Τα παιδιά μεγαλώνουν γρηγορότερα στους χρόνους μας. Η δική μου συνειδητοποίηση ήρθε στα οκτώ, αυτού του ήρθε στα πέντε! Δεν μπορείς να αποφεύγεις το ζήτημα επ’ άπειρον αλλάζοντας το θέμα. Γι’ αυτό κι εγώ θα του πω την αλήθεια. Ότι δηλαδή, όλοι θα πεθάνουμε Αλέξη μου, αλλά ελπίζω όχι πολύ σύντομα. Ελπίζω, όμως, ότι θα φύγω πριν με απομυθοποιήσεις, πριν αρχίσω να σου γίνομαι βάρος, και κυρίως πριν αρχίσεις να παρακαλάς να πεθάνω για να κληρονομήσεις τα κατσάβραχα που έχω στην κατοχή μου. Τα οποία μπορεί σήμερα να είναι κατσάβραχα μηδαμινής αξίας, αλλά ως το 2050 που θα έχουν λιώσει ολοκληρωτικά οι πάγοι και θα βυθιστεί η μισή Κύπρος, θα αποκτήσουν απίστευτη αξία. Ήλεγξα τον χάρτη του National Geographic που υποδεικνύει τις περιοχές που θα πληγούν και δεν βρίσκονται μέσα σ' αυτές που θα βουλιάξουν. Θα γίνεις πάμπλουτος και θα μπορείς να μην εργάζεσαι, να μην έχεις κανέναν πάνω στο κεφάλι σου και κυρίως ουρά τις γκόμενες να θέλουν να σε παντρευτούν. Ο θάνατός μου, η ζωή σου. 

Έτσι θα του το θέσω. Ωμά. Κυνικά. Επιχειρηματικά. Έτσι θα του το θέσω και γαία πυρί μειχθήτω.

Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2021

Εξωγήινα Μωρά

 

Τα μωρά μας είναι πλέον εξωγήινα.

Τα παρατηρούσα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Οι γονείς να καθόμαστε και να τρώμε στα εστιατόρια και αυτά να κρατούν το κινητό στο χέρι για «να μας αφήσουν ήσυχους να πούμε καμιά κουβέντα». Βλέπουν βίντεα στα Youtube. Κάτι ηλίθια παιδάκια από τη Ρωσία που ξετυλίγουν δώρα και ευφραίνονται. Με ανησυχεί αυτό, πάρα πολύ. Δεν είχαν την παραμικρή καούρα να συζητήσουν μεταξύ τους. Να γνωριστούν καλύτερα, να παίξουν. Να αλληλοεπιδράσουν. Mood: «Πήραμε το κινητό, ποιος σας χέζει τους μεγάλους!»

Ποιος φταίει; Εμείς φταίμε. Μα τι άλλο να κάνουμε; Όταν μεγαλώναμε εμείς και πηγαίναμε στα εστιατόρια με τους γονείς μας μπορούσαμε να παίζουμε. Να τρέχουμε πάνω- κάτω ανάμεσα στους θαμώνες. Να παίζουμε στην αυλή, να σκαρφαλώνουμε, να τραυματιζόμαστε, να τσακωνόμαστε, να συμφιλιωνόμαστε. Πλέον αυτά, δεν υφίστανται για πολλούς λόγους. Πρώτον γιατί είναι απρεπές να εξαπολύεις τα τέκνα σου στα εστιατόρια σαν τους Ούννους που επιτίθενται στο Πεκίνο. Υποδηλοί κακούς τρόπους. Πλέον υπάρχουν και τα μέτρα κατά του Κόβιντ. «Κάτσετε και μην ταράξετε από τη θέση σας». Επιβλήθηκε η ακινησία.

Επίσης, τα παιδιά γενικότερα μεγαλώνουν μέσα στο νάιλον. Απαγορεύεται διά ροπάλου να πειραματιστούν, να τραυματιστούν, να γδάρουν το γόνατο, να ματώσουν, να τσακωθούν. Ένα μωρό απ’ την παρέα να βρεθεί να πει «μπαμπά, ο τάδε μου είπε αυτό κι αυτό» ή «μαμά, δεν μοιράζεται το παιχνίδι του», οι γονείς το παίρνουμε πατριωτικά το ζήτημα. Δεν υπάρχει πια το «δεν πειράζει κόψτε τον λαιμό σας και βρείτε τα». Υπάρχει το «σε πρόσβαλε το μπαστάρδι του αλλουνού; Έλα αγάπη μου το κινητό και άστον να κουρεύεται».

Δεν υπάρχει πια διάθεση διαπαιδαγώγησης. Ούτε ξέρουμε να τους διδάξουμε ανοχή, παραδοχή, συμβιβασμό, συγχώρεση, και επαναπροσέγγιση. Ούτε παλιά είχαν διάθεση να μας τα διδάξουν, αλλά τουλάχιστον μας άφηναν να βγάλουμε μόνοι μας τα κάρβουνα απ’ τη φωτιά. Γινόταν κόλαση, αλλά κάτι μαθαίναμε μέσω της εμπειρίας. Πλέον, αν κάηκες, απλά απομακρύνσου από τη φωτιά. Δεν πρόκειται να χάσουμε περαιτέρω τον χρόνο μας, και «έλα, πάρτε το κινητό και δείτε βίντεο αφού δεν είστε άξιοι να παίξετε και αφήστε μας ήσυχους να πούμε δυο κουβέντες».

Από την άλλη όλα έχουν μεταφερθεί σε cyber επίπεδο. Γιατί να εξαιρεθεί η επικοινωνία των τέκνων απ’ αυτό; Δεν θα ξεχάσω που πριν λίγα χρόνια μία παρέα πέντε εφήβων στο διπλανό τραπέζι δεν μιλούσαν μεταξύ τους, απλά κοίταζαν τα κινητά τους. Πού και πού χαχάνιζαν ομαδικώς και τότε κατάλαβα ότι επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω viber! Σε φυσική παρουσία! Τι να πει κανείς! Άκουσα και κάτι άλλο, ότι στις τάξεις των 20αρηδων δεν υφίσταται φλερτ. Πας στο πάρτι κι άμα σου γυαλίσει μια κοπέλα, απλά βρίσκεις το Instagram της. Από εκεί την προσεγγίζεις. Τηλέφωνο και ατάκα πεσίματος; Τόσο παλιακά πράγματα!

Πού πάει αυτός ο κόσμος;!

Έβλεπα τις προάλλες στο Νέτφλιξ ένα ντοκιμαντέρ για την ύπαρξη εξωγήινων. Οι συνεντευξιαζόμενοι ήταν άνθρωποι που ισχυρίζονταν ότι είχαν απαχθεί στο παρελθόν από εξωγήινους. Ένας απ’ αυτούς έλεγε ότι όταν τον απήγαγαν οι εξωγήινοι τον μετέφεραν στο διαστημόπλοιό τους, τον έβαλαν να ξαπλώσει σε ένα τραπέζι σαν αυτά του χειρουργείου και άρχισαν να τον εξετάζουν με ακτίνες λέιζερ. Ο επικεφαλής των εξωγήινων επικοινώνησε μαζί του τηλεπαθητικά και του είπε να χαλαρώσει και να μην φοβάται, ότι θα τον εξέταζαν μόνο και μετά θα τον άφηναν να πάει στο καλό. Δεν χρησιμοποίησε γλώσσα για να επικοινωνήσει, έγιναν όλα τηλεπαθητικά. Ο άνθρωπος τα κατάλαβε όλα.

Ε, μπορεί στο μέλλον έτσι να είναι και οι άνθρωποι. Εξωγήινοι. Να μην μιλούν μεταξύ τους. Να κάνουν μόνο like ο ένας του άλλου και να επικοινωνούν μέσω viber.

Τετάρτη, Αυγούστου 18, 2021

Διανθισμένο Καλοκαίρι

 

Πρώτη φορά στη ζωή μου πήγα διακοπές στην Πάφο.

Γενικά έχω ξαναπάει στην Πάφο, αλλά μόνο στο Λατσί. Στην πόλη της Πάφου πρώτη φορά πήγα και πρώτη φορά έμεινα. Τρεις νύχτες ήταν υπέρ-αρκετές ώστε να μην βάλω την κάννη του περίστροφου στο στόμα και να τραβήξω τη σκανδάλη. Τόσο-όσο. Είχαμε καλή παρέα οπότε γέμιζε τα κενά, μέναμε και σε ωραίο ξενοδοχείο οπότε δεν είχα λόγους για να αρχίσω τα γνωστά μου βλ. «τι γυρεύουμε στην Κύπρο», «ποιος Θεός μας καταράστηκε και μας έστειλε τον κορωνοϊό και τρέμουμε να ταξιδέψουμε όπως παλιά» και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Το καλό είναι ότι με τον γιο μου να βρίσκεται ακόμα σε ηλικία πνευματικής άνθησης, τα πάντα έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Για παράδειγμα, του έταξα ότι θα πηγαίναμε βόλτα στο κάστρο και το μυαλό του σκέφτηκε κάτι εφάμιλλο του Grayskull. Μπορεί να μην είδε ακριβώς το κάστρο που είχε κατά νου, και φρόντισα να του αποκρύψω πως επρόκειτο για ένα απλό φρούριο του οποίου η τελευταία χρησιμότητα ήταν ως αποθήκη αλατιού στα χρόνια της αγγλοκρατίας, αλλά φροντίσαμε να του δώσουμε  μυθικές διαστάσεις, ώστε να μην μουρμουρά. Τρέχαμε πάνω κάτω στη γέφυρα της εισόδου και φανταζόμασταν δράκους, ιππότες, καταπέλτες, πριγκίπισσες, μυστικά περάσματα, πυρσούς, μυστικές καταπακτές και θησαυρούς. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ, άρχισα να κτίζω περαιτέρω το σενάριο και βγάλαμε όλο το απόγευμα παίζοντας και επιβιώνοντας με αλχημείες.

Το ίδιο κάναμε και όταν επισκεφτήκαμε το Ναυάγιο στην Πέγεια. Τι να του έλεγα; Ότι μια κακήν ημέρα ξεκίνησε ένα πλοιάριο να μεταφέρει… γυψοσανίδες και εξαιτίας της φουρτούνας τσακίστηκε στα βράχια; Πολύ μπανάλ. Ακούς εκεί «γυψοσανίδες», έλεος πια! Αρχίσαμε να λέμε για το Κράκεν του βυθού, το τεράστιο, γιγάντιο καλαμάρι που βρήκε το συγκεκριμένο ναυάγιο με τα πτώματα πειρατών μέσα στον βυθό της θάλασσας και το ξέβρασε στα βράχια. Καθόμασταν και περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να ξεπροβάλει το πλοκάμι, να τυλίξει το πλοίο και να το πάει αλλού. Κάτι σαν το τέρας του Λόχνες στο πιο κυπριακό του. Μόνο με τέτοιες ιστορίες κρατάς το πεντάχρονο σε εγρήγορση και μόνο με μύθους δίνεις αξία σε οτιδήποτε στην Κύπρο.


Μυθικά τα χρώματα, το αναγνωρίζω. Αλλά το ότι μας προσέλκυσε ένα μάτσο σίδερα που βούλιαξαν, ποιου να το πεις;

Ήταν άλλη μια συνειδητοποίηση για μένα γιατί τα πράγματα πρέπει πάντα να… διανθίζονται. Γιατί αλλιώς δεν παλεύονται. Η ζωή στην Κύπρο είναι τρομερά πληκτική. Αν την περιγράψεις με ρεαλισμό, κανέναν δεν ενδιαφέρει. Αν όμως της προσθέσεις αλατοπίπερο, ενίοτε αν διαστρεβλώσεις την ιστορία, μπορεί να αξίζει να περάσεις μερικά από τα παιδικά σου χρόνια εδώ. Ελπίζω ο γιος μου να μην απομυθοποιήσει την Κύπρο νωρίτερα από ό, τι εγώ. Και κυρίως, όταν το κάνει, να έχει τα κότσια να φύγει μια για πάντα από αυτόν τον πυρωμένο και άγονο βράχο και να με πάρει και μαζί του. Δεν θα ενοχλώ. Σε μια σοφίτα θα κάθομαι να διαβάζω και να γράφω και άμα θέλω τίποτα θα πηγαίνω με το ποδηλατάκι μου να ψωνίζω. 

Ο Θεός να μας λυπηθεί, να καταλαγιάσει λίγο η πανδημία και του χρόνου να ταξιδέψουμε εκτός πιο άνετα και άφοβα.

Τρίτη, Αυγούστου 17, 2021

Βαρυστομαχιάσαμε

 

Τα προβλήματα μας είναι πλέον παγκόσμια.

Δεν ζούμε στο 1980, δυστυχώς, όπου αν συνέβαινε κάτι στο Αφγανιστάν θα το μαθαίναμε τρεις μέρες αργότερα από το Δελτίο Ειδήσεων του ΡΙΚ και θα περνούσε στα ψιλά την επομένη κιόλας μέρα. Πλέον τα πάντα μας αφορούν και για τα πάντα έχουμε άποψη. Ο κόσμος μίκρυνε, μας αφορούν τα πάντα. Λιώνουν οι πάγοι, πνιγόμαστε όλοι, καίγονται τα δάση της Τουρκίας, καιγόμαστε κι εμείς, τρώνε μία νυχτερίδα στην Κίνα, εμβολιαζόμαστε απ’ άκρη σ’ άκρη, βγαίνει η Κάμαλα Χάρρις αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, πανηγυρίζουν εδώ οι δικές μας.

Μόνο άμα συμβεί κάτι σε εμάς δεν αφορά κανέναν άλλον, αλλά αυτή είναι δυστυχώς η μοίρα του λεπρού.

Τέλος πάντων. Το θέμα μου είναι ότι όλα αυτά μου πέφτουν πολλά και βαριά. Δεν μπορώ κάθε μέρα να έχω ένα καινούριο μέτωπο ν' αντιμετωπίσω. Δεν μπορώ να μαζεύω λεφτά για τους πυρόπληκτους στην Εύβοια, να στέλνω ελικόπτερο να κατασβήσει φωτιές στην Τουρκία και ταυτόχρονα να αγχώνομαι για τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Θα πνιγώ. Δεν μπορώ να τα καταπιώ όλα απνευστί. Κάθε μέρα και μία νέα λαίλαπα. Μια νέα καταστροφή για την οποία θα εκφράσουμε άποψη και αγωνία. Να τα εκφράσουμε να τα εκτονώσουμε, δεν αντιλέγω. Αλλά επί της ουσίας τι κάνουμε; Τίποτα. Και στις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτε.

Και αυτό είναι το χειρότερο γιατί ανεβάζουμε τα επίπεδα άγχους άσκοπα. Έβλεπα τους Αφγανούς προ ολίγου να κρεμαλίζονται από το αεροπλάνο εν κινήσει για να γλιτώσουν από τους Ταλιμπάν και έλιωσε η ψυχή μου. Τι να κάνω όμως; Να πάρω και Αφγανό στο σπίτι μου; Δεν μου φτάνει ο Σύρος; Δεν μου φτάνουν οι λάθρο-Αφρικάνοι; Σπίτι έχω, όχι ξενοδοχείο. Καλά, εννοείται δεν θα πάρω κανέναν. Αλλά καταλαβαίνετε πού το πάω. Πού θα φτάσει αυτό το πράμα; Μέχρι πού εξαντλείται η αγωνία για το τι συμβαίνει στην άλλη άκρη του πλανήτη όταν επί της ουσίας και λόγω μεγέθους η βοήθεια που μπορείς να προσφέρεις είναι πενιχρή και δεν αλλάζει επί της ουσίας την κατάσταση. Κάθε βοήθεια μετρά θα μου πεις. Μετρά αν έχεις μία καταστροφή τον χρόνο. Αν πρέπει να αντεπεξέλθεις σε μια νέα καταστροφή κάθε μέρα, δεν μετρά τίποτε. Έχουμε και δουλειές. 

Εδώ δεν μπορούμε να φέρουμε βόλτα τα του οίκου μας. Και όταν αναφέρομαι σε οίκο εννοώ και την Κύπρο εν γένει, αλλά και το δικό μας σπιτικό.

Εκατό φορές να ζούσαμε στο ’80 και να μην προλαβαίναμε να μάθουμε τίποτε. Δεν μπορώ να αγχώνομαι και για τη μπούρκα των Αφγανών, και για τον κορωνοϊό, και για τις φωτιές και για τους Ταλιμπάν. Δεν μπορώ! Από την άλλη, δεν μπορώ να υποκρίνομαι ότι ζω στην Χώρα του Ποτέ, και να μην μπαίνω στα σόσιαλ, να μη βλέπω με τα μάτια μου τι συμβαίνει στον κόσμο. Δεν είμαι ιδιώτης. Αλλά δεν είμαι και σωτήρας, δυστυχώς.

Σάββατο, Αυγούστου 07, 2021

Τόσα Καλοκαίρια Μου'Χαν Φύγει Από Τα Χέρια

 Δεν έχω χειρότερο από το καλοκαίρι.

Τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο δεν βγαίνω από το κλιματιστικό. Πρέπει να πάει 7:00 το βράδυ για να τολμήσω να ξεμυτίσω. Και μετά τις 9:00 πάλι το ανάβω γιατί δεν αντέχω την υγρασία.

Αν εκτεθώ σε πάνω από 30 βαθμούς κελσίου πονοκεφαλιάζω. Ιδρώνω εύκολα, μυρίζω. Δεν απολαμβάνω το παραμικρό. Κάθε 1η Σεπτεμβρίου πανηγυρίζω το τέλος του μαρτυρίου αν και με την κλιματική αλλαγή αν δεν μπει ο Νοέμβριος δεν βλέπουμε πια δροσιά.

Τα ντουβάρια του σπιτιού καίγονται. Μην μιλήσω για το τι συμβαίνει στη σοφίτα. Έχω κάτι συλλεκτικές φιγούρες του Ντίσνεϊ από πλαστικό οι οποίες απ’ τη ζέστη παραμορφώθηκαν. Και να φανταστείτε ότι έχω κατεβασμένα τα στόρια μόνιμα. Μόνο και μόνο από την αύξηση της θερμοκρασίας στη σοφίτα, έλιωσαν. Μην μιλήσω για τις ηλεκτρικές συσκευές και τους υπολογιστές μου οι οποίοι είναι βραχυκυκλωμένοι μόνιμα όλο το καλοκαίρι.

Δεν θέλω το καλοκαίρι, η χειρότερη εποχή του χρόνου! Ούτε τη θάλασσα απολαμβάνω, ούτε τα βουνά. Βασικά δεν θέλω τίποτα αν δεν είναι δροσερό. Και η θάλασσα έχει γίνει ζεστή σαν κάτουρο και τα δάση είδος προς εξαφάνιση.

Το σπίτι της αδελφής μου στο Κρυονέρι στο τσακ γλίτωσε χθες. Αν γλίτωσε δηλαδή. Γιατί η φωτιά μπορεί αυτή τη στιγμή που σου γράφω να έχει σβήσει αλλά είχε σβήσει και προχθές και μετά αναζωπυρώθηκε. Στις 3:00 το πρωί της Πέμπτης μας έστειλε μήνυμα ότι έπιασε την κόρη της και έφυγαν κακήν κακώς να φιλοξενηθούν στον κουμπάρο τους σε παρακείμενο Δήμο μπας και σωθούν. Ο παρακείμενος Δήμος βέβαια, άρπαξε φωτιά λίγο μετά και εκκενώθηκε επίσης την ίδια μέρα. Δύο μέρες τώρα, έψαχναν σπίτια φίλων για να φιλοξενηθούν. Σαν τους πρόσφυγες!

Κάποια στιγμή μας έστειλε μήνυμα «το σπίτι μας θα καεί μάλλον». Πήγε ο γαμπρός μου με ένα ημιφορτηγό, μάζεψε ρούχα, σημαντικά έγγραφα και την τηλεόραση και έφυγε. Δύο μερόνυχτα ζούσαν με την αγωνία αν κάηκε το σπίτι. Εν τέλει οι γείτονες συνασπίστηκαν, δημιούργησαν ομάδες και κατέβρεχαν τους τοίχους ο ένας του άλλου. Έκοψαν ξερά δέντρα γύρω από τα οικόπεδά τους και τα κατέβρεχαν για να δημιουργήσουν τείχη προστασίας. Μετά, ο γαμπρός μου ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα και έκανε γύρες στην περιοχή μαζεύοντας γκαζάκια μέσα από το δάσος. Αν είναι δυνατόν! Σήμερα πέρασαν να ρίξουν μια ματιά από το σπίτι. Δεν κάηκε, αλλά με το βουνό και τη φύση καμένα γύρω τους είναι σαν να κάηκε. Δεν έχουν ρεύμα, ούτε νερό. Χαμός.

Μισώ τα καλοκαίρια. Και για τη ζέστη, και για τις επετείους της εισβολής, και για την κλιματική αλλαγή και για τις πυρκαγιές. Ποτέ δεν τα απόλαυσα και δεν νομίζω και να προλαβαίνω να τα απολαύσω ποτέ.