Σήμερα έχει γενέθλια μία φίλη μου εξ Ελλάδος, την οποία γνώρισα όταν πρωτοπήγα να σπουδάσω στο Ρέντινγκ, το 2000. Τηλεφώνησα να της ευχηθώ και θέλοντας και μη θυμήθηκα «εκείνα τα χρόνια» τα υπέροχα και με έπιασε μία απέραντη νοσταλγία, μία θλίψη απύθμενη. Κάθομαι τώρα και ακούω τα τραγούδια της εποχής και είμαι σαν Επιτάφιος.
Το 2000 ήμουν σαν βασιλιάς, κυρίες και κύριοι. Λίγες
περιόδους στη ζωή σου μπορείς να δηλώσεις ότι ήσουν σα βασιλιάς. Εγώ ευτυχώς
την έζησα τρεις φορές. Η μία ήταν στην Έκτη Δημοτικού που ένιωθα πρωταγωνιστής,
η δεύτερη στο Πανεπιστήμιο και η τρίτη με τη θεατρική ομάδα όταν αυτή ήταν στις
δόξες της.
Πόσο μου λείπει η εποχή και το μπάχαλο της εστίας. Τότε
που ήμασταν ο ένας κυριολεκτικά και μεταφορικά μέσα στο βρακί του άλλου. Που οι
πόρτες ήταν ανοιχτές, τα ραδιόφωνα στη διαπασών να παίζουν διαφορετική μουσική
από κάθε δωμάτιο. Σε κάθε κουζίνα και ένα διαφορετικό πάρτι, με τους Έλληνες,
με τους Εράσμους, με τους Άραβες, με τους Λατίνους. Την άλλη μέρα να
κουτσομπολεύουμε μέχρι το μεσημέρι τι έγινε την προηγούμενη.
Έγραφα ημερολόγιο κάθε μέρα τότε. Μπορεί να έγραφα και
πέντε σελίδες από νέα και ειδήσεις. Αυτός χώρισε, αυτή φιλήθηκε με εκείνον,
πήγαμε στο τάδε πάρτι και φύγαμε στις 5:00 το πρωί, ο τάδε μας αποκάλυψε ότι
είναι γκέι, η τάδε τον ερωτεύτηκε και δεν ξέρουμε πώς να της πούμε ότι δεν πάει
με γυναίκες, η τάδε απατά τον γκόμενο με έναν από άλλη εστία, η δική μου πότε
θα γίνει κατά-δική μου;
Ήταν μία χρονιά που δεν ήθελα να τελειώσει. Όταν είχαν 0λοκληρωθεί
οι τελικές εξετάσεις και έπρεπε να πακετάρουμε για Κύπρο ήμουν ο τελευταίος που
έφυγε. Μάζευα τα πράγματά μου και ήλπιζα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι κάτι θα
γίνει και θα παραταθεί όλο αυτό. Τίποτα δεν έγινε. Και δυστυχώς η επόμενη
χρονιά δεν ήταν τόσο λαμπερή όσο η πρώτη.
Εκείνη η χρονιά μου λείπει και για άλλους λόγους. Μου λείπει
η «ταλαιπωρία» της. Δεν είχαμε wifi, δεν είχαμε καν
ίντερνετ στο δωμάτιό μας. Έπρεπε να πάμε στη βιβλιοθήκη για να έχουμε σύνδεση
με τον έξω κόσμο. Και μην φανταστείτε ότι υπήρχαν ελληνικές ιστοσελίδες να
ενημερωθείς. Θυμάμαι ότι υπήρχε μόνο το Mad.gr, για ελληνική
μουσική ενημέρωση και για να ανοίξει μια σελίδα έπαιρνε και 5-6 λεπτά. Με το
ζόρι λειτουργούσε και η μία κυπριακή διαδικτυακή εφημερίδα, η ‘Σημερινή’.
Κινητό τηλέφωνο δεν είχα την πρώτη χρονιά. Για να μιλήσω με τους γονείς μου
έπρεπε να με πετύχουν στο δωμάτιο. Τύχαινε να περάσουν και 3-4 μέρες κάθε φορά
για να με πετύχουν μέσα.
Είχα ακόμα λαχτάρα να γνωρίζω νέο κόσμο. Είχα κέφι να
πιάνω κουβέντα με τον καθένα στην τραπεζαρία που τρώγαμε όλοι μαζί, και να μου
λέει τις ιστορίες του από την πατρίδα του. Μου ήταν όλα τόσο έντονα και
χρωματιστά. Ακόμα και το Ρέντινγκ που είναι ένα ρημαδοχώρι, ένα προάστιο του Λονδίνου
πια, με δυο δρόμους κεντρικούς όλους κι όλους μου φαινόταν τεράστιο. Το δε Oracle (το κεντρικό πολυκατάστημα), μου φαινόταν αχανές που νόμιζα
ότι δεν θα προλάβω να το εξερευνήσω ολόκληρο για όσο θα ζούσα εκεί. Θυμάμαι ότι είχα γράψει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο μου ότι
ήμουν τόσο ευτυχισμένος και πλήρης που δεν με ενδιέφερε να επιστρέψω ποτέ στην
Κύπρο, ούτε να συνεχίσω επαφές με τους φίλους μου στην Κύπρο. Ήμουν πεπεισμένος
ότι θα έμενα εκεί για πάντα και αυτό όχι μόνο ήταν ΟΚ, αλλά ήταν ένα είδος δικαίωσης, ήταν μάννα εξ ουρανού.
Πήγα και άνοιξα το σχετικό φωτογραφικό άλμπουμ. Βρήκα μία
φώτο μου με τη Μπάρμπαρα, από την Ιταλία. Καθίσαμε μαζί στο “formal dinner” καλωσορίσματος των Εγγλέζων. Θυμάμαι πόση χαρά έκανα
που γνώριζα για πρώτη φορά μία Ιταλίδα από κοντά. Ήταν και τσαχπίνα, ήταν και άκρατο
τα μεσογειακό της ταμπεραμέντο, λαλίστατη και πολλά υποσχόμενη, η άβγαλτη φύση
μου πανηγύριζε εν εξάλλω ότι απ’ εκεί που τόσα χρόνια έπαιζαν τις δύσκολες οι εγχώριες
μουστακαλούδες, ξαφνικά βρεθήκαμε να κάνουμε παρέα με τοπ κλας γυναίκες. Θωρώ
τη λαχτάρα στα μάτια μου, τον ενθουσιασμό του καινούριου, τη γοητεία του αγνώστου
και σκέφτομαι ότι αυτά δεν θα ξανάρθουν. Κατά μία έννοια πάλι καλά που τα
βίωσα.
Ω γουέλ.