Τετάρτη, Απριλίου 25, 2018

Κύπριοι Και Παιδότοποι

Από τον καιρό που πάω με τον μικρό στους διάφορους παιδότοπους γίνομαι μάρτυς διαφόρων καταστάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν το sequel της διατριβής μου «Κύπριοι Και Αεροδρόμια» σε «Κύπριοι Και Παιδότοποι». Γιατί όπου συναθροίζονται συμπατριώτες μου αξίζει να γίνεται και μία νέα κοινωνιολογική μελέτη, αξίζει να συζητιούνται τα συμπεράσματα. Ιδού, λοιπόν, κάποια χονδρικά, προσωπικά μου ευρήματα σχετικά με το πώς κυλά η απογευματινή μου ζωή ανάμεσα σε κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.

Ο κόσμος νομίζει ότι ο παιδότοπος είναι ένα ασφαλές μέρος να εξαπολύσει το τέκνον του ενόσω ο ίδιος απολαμβάνει τον καφέ του. Δεν είναι! Ο παιδότοπος επιβάλλει την επίβλεψή σου καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεί παραμονής σας. Αν τα παιδιά σου είναι αρκετά μεγάλα ώστε να μην χρειάζονται την επίβλεψή σου, τότε είναι αρκετά μεγάλα για να μην παίζουν στον παιδότοπο. Ενοχλούν τα μικρότερα παιδάκια και πιθανόν να τα χτυπήσουν. Δεν το καταλαβαίνει κανείς βέβαια. Άσ’ τα μωρά να παίξουν, κι όποιον πάρει ο Χάρος. Όταν έρθει ο Χάρος, όμως, θα σου ζητούν και τα ρέστα, οπότε να επαγρυπνάς.

Προσωπικά, είμαι συνέχεια με τον γιο μου μέσα στον παιδότοπο και καταντώ να κάνω τον τροχονόμο στα μπασταρδάκια του καθενός. «Μην ανεβαίνετε στη στέγη του πλαστικού σπιτιού», «μην σπρώχνεστε», «προσέχετε τα πιο μικρά παιδάκια», «μην ανεβαίνετε τη τσουλήθρα από την ανάποδη», «μην δέρνεστε». Γιατί εγώ να μην αράζω μέσα χαλαρός με τον καφέ μου ανά χείρας σαν τους άλλους, και κάθομαι εδώ να επιβλέπω να μην σκοτωθείτε; Σας χρωστάω; Όχι βέβαια. Δεν πα να βγάλετε τα μάτια σας να ησυχάσουμε. Το χρωστάω στον γιο μου, όμως, που η άδικη μοίρα τον θέλει να πρέπει να συνυπάρξει μαζί σας. Δυστυχώς, δεν το λέει η καρδιά μου να βλέπω παιδάκια, (έστω παιδιά άλλων) να κινδυνεύουν κι εγώ να «παίζω πελλόν», οπότε αναπόφευκτα επεμβαίνω, αναπόφευκτα νευριάζω, αναπόφευκτα βλαστημώ.

Οι Κύπριες μάνες όταν με βλέπουν μπάστακα μέσα στον παιδότοπο, αισθάνονται αμηχανία. Εννοείται ότι όσες φορές έτυχε να μιλήσω σε κάποιαν, αυτή με απέφυγε θεωρώντας ότι της την πέφτω. Ότι της κολλώ, κατά το κυπριακότερον. Μπορεί, φερ’ ειπείν να πεις σε μία μητέρα «το κοριτσάκι σας κλαίει και ζητά νερό», όπως τις προάλλες, και εκείνη αντί να σε ευχαριστήσει που την ενημέρωσες, να σε αγνοήσει πλήρως, είτε από αγένεια, είτε από έλλειψη βασικής κοινωνικής μόρφωσης. Εισπράττω και μία ενέργεια του τύπου «ένας μπαμπάς μόνος του, προφανώς ψάχνεται, δεν του δίνω θάρρος, εγώ το τιμώ το στεφάνι μου», αλλά επειδή δεν μπορώ να το τεκμηριώσω, το αφήνω να περάσει. Ναι, γενικότερα, το να πρέπει να συνδιαλεχθείς με άλλη μάνα σε παιδότοπο είναι απογοητευτικό. Κι αν είσαι ελεύθερος φίλε αναγνώστη, αυτοκτόνα. Δεν έχουν απομείνει γυναίκες σ’ αυτή τη χώρα.

Τα παιδιά βρίσκουν διασκεδαστικό το ότι ένας μαντράχαλος του ύψους μου συνυπάρχει με τον γιο του στον παιδότοπο και χαριεντίζεται ποικιλοτρόπως. Μία φορά ένα κοριτσάκι που διασκέδαζε με το όλο θέαμα, ήρθε και μου είπε ότι θέλει μία αγκαλιά. Αντιλαμβάνεσαι ότι κρύος ιδρώτας με περιέλουσε και δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Ένας άντρας που αγκαλιάζει ξένα παιδάκια σε ένα παιδότοπο δεν θέλει και πολύ χαρακτηριστεί παιδεραστής. Σε παιδί μαλάκα να πέσεις, και να σε καταγγείλει, τύπου: «μπαμπά, αυτός ο κύριος με αγκάλιασε και με χούφτωσε» πας άκλαφτος. Ευτυχώς στρόφαρα εγκαίρως και είπα ότι «όλα τα παιδάκια πρέπει να κάνουν μία ομαδική αγκαλιά μεταξύ τους», έτσι απέφυγα την οποιαδήποτε επαφή. Βέβαια, αν ήμουν γυναίκα δεν θα υπήρχε ίχνος παρεξήγησης στο να αγκαλιάζω ξένα παιδάκια μέσα σε έναν παιδότοπο, αλλά δυστυχώς άμα είσαι άντρας κάτσε να πείσεις ότι δεν είσαι ελέφαντας.

Μία άλλη φορά, σε έναν άλλο παιδότοπο, άκουσα δυο κυρίες να κουτσομπολεύουν μία γνωστή μου. Έλεγαν ότι «δεν είναι καλή μάνα». Τη χαρακτήρισαν έτσι επειδή θεωρούσαν ότι βάσει των δικών τους πιστεύω και βάσει των δικών τους παιδαγωγικών μεθόδων δεν ανταποκρινόταν επαρκώς. Το κακό είναι ότι εν μέρει συμφώνησα, από μέσα μου. Το καλό είναι ότι το παιδάκι της είναι μια χαρά ευτυχισμένο και καρφί δεν του καίγεται αν η μαμά του διαφοροποιείται από τον μέσο τρόπο διαπαιδαγώγησης που έχουμε συνηθίσει στην Κύπρο. Έχω πλέον αναθεωρήσει και χωνέψει ότι το μοναδικό άτομο που μπορεί να κρίνει αν είσαι καλός γονέας είναι το παιδί σου, και αυτό, αφότου ενηλικιωθεί. Κανένας άλλος δεν μπορεί να σε κρίνει. Ούτε η σύζυγός σου, ούτε η μάνα σου. Προσωπικά αφότου πέθανε ο πατέρας μου του αναγνώρισα κάποια θετικά χαρακτηριστικά που είχε στον τρόπο που μας μεγάλωνε. Ενόσω ζούσε δεν του αναγνώριζα κανένα. Και ό, τι κι αν λέτε, σημασία έχει τι πιστεύει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Εγώ. 

Και ναι, ποια είσαι εσύ που θα κρίνεις αν η άλλη είναι καλή μάνα ή όχι; Ο γιος του Πάμπλο Εσκομπάρ, του Κολομβιανού μαφιόζου, έγραψε ολόκληρο βιβλίο στο οποίο χαρακτήριζε τον πατέρα του τον καλύτερο που θα μπορούσε να φανταστεί. Αναγνώριζε την εγκληματική του πλευρά και δεν τον αθώωνε για όσα διέπραξε, αλλά στην παιδική του ψυχούλα αλλιώς τον είχε χαράξει και καταγράψει. Και εν τέλει αυτό είναι που μετράει. Να το εμπεδώσουμε και οι υπόλοιποι. Δεν είμαστε καλοί γονιοί επειδή ακολουθούμε ντιρεκτίβες, επειδή διαβάσαμε σχετικά βιβλία ή επειδή τον ταΐζαμε κέηκ χωρίς ζάχαρη. Καλοί γονιοί θα θεωρηθούμε αν λίγο πριν πεθάνουμε το ακούσουμε από τα χείλη τους και αν το λένε με όλη τους την καρδιά. Αν δεν το πουν, δεν πειράζει, μικρό το κακό, ούτως ή άλλως μετά από λίγο θα πεθάνουμε.

Κατά τα άλλα, μισώ τους παιδότοπους της Κύπρου και θεωρώ ότι είναι όλοι πολύ basic, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και απορώ με τον εαυτό μου πώς τόσα χρόνια δεν είχα κάνει ένα δάνειο να ανοίξω ένα θεματικό πάρκο στα πρότυπα της Ντίσνεϊλαντ, να ξεστραβωθούν τα τέκνα μας, που εν έτει 2018 ακόμα μεγαλώνουν με τραμπάλες, κούνιες και λοιπά ξεπερασμένα παιχνίδια μπυθουλέικα. Όχι ότι μας αξίζει κάτι καλύτερο. Κουβέντα να γίνεται. 

Τρίτη, Απριλίου 24, 2018

Και Το Όνομα Αυτού

Καλημέρα σας και τον κακό σας τον καιρό.

Προχθές βράδυ σηκώθηκα να πάω θέατρο, στο έργο «Και Το Όνομα Αυτού» που παίζεται στο Flea Theater, το οποίο αν δεν το έχεις ακουστά, βρίσκεται στο τέλος του κόσμου, γνωστόν και ως Καϊμακλί. Πρώτη φορά πήγαινα στο συγκεκριμένο μέρος, το θέατρο (αν μπορείς να το πεις θέατρο και όχι γκαράζ) στεγάζεται μέσα στην αγορά, στην οποία, παρεμπιπτόντως, βρήκα τεράστιους θησαυρούς από τη δεκαετία του ’80. Αν είχα λεφτά για πέταμα θα τους αγόραζα όλους. Δίσκοι βινυλίου, Cds, παλιά περιοδικά, αντίκες, τα πάντα! Βρήκα ακόμα και ένα παιχνίδι που επιθυμούσα να αγοράσω διακαώς από τον Πισσαρίδη τω καιρώ εκείνο, το οποίο ήταν ακριβό για την εποχή του και αρνούνταν να μου το πάρουν, και στο τσακ συγκρατήθηκα να μην αποδώσω δικαιοσύνη έστω και τριάντα χρόνια μετά.

Μπαίνουμε στο θέατρο, που λες, βλέπουμε μια σειρά από άδειες θέσεις στην πρώτη γραμμή, πάμε να καθίσουμε, αλλά δεν μας επιτρέπει η ταξιθέτις, «είναι κρατημένες». Μα, καλά, ποιος επίσημος θα σας κάνει την τιμή μες την αγορά του Καϊμακλιού και θέλει να κρατήσει και θέσεις; Εδώ είμαστε σαν να καθόμαστε στην κερκίδα της ΕΘΑ Έγκωμης! Προς τι τόση επισημότις; Τέλος πάντων, καθίσαμε πιο πίσω και περιμέναμε το έργο να αρχίσει. Λίγο πριν το τρίτο κουδούνι, ανοίγει η πόρτα και ξεπροβάλλει το… αίσχος!

Pics or it didn't happen.


Κι εδώ με κυνηγάς, βρε γρουσούζη; Φτου! Φτου! Φτού! Έφτυνα στον κόρφο μου σαν την Βλαχοπούλου στη Χαρτοπαίχτρα. Ανάθεμα την ώρα που ήρθα να δω παράσταση στην οποία συμμετέχει και η κόρη σου! Που είναι να απορείς μετά από αυτή την καταστροφική διακυβέρνηση ποιος άνθρωπος μαλακώνει την καρδιά του και της δίνει ρόλους! Αντί να τους αποκλείσουμε οικογενειακώς από παντός είδους κοινωνικές συνευρέσεις, ακόμα χαριεντιζόμαστε μαζί τους. Τους κρατάμε και θέσεις!  Χαλάστηκα τα μάλα με το που έπεσα πάνω στους δικτάτορες του 2008-2013. Και τώρα που στα περιγράφω, κάγκελο η τρίχα από την αναγούλα. Άρχισε η παράσταση και αντί να συγκεντρωθώ στο έργο παρακολουθούσα με τι είδους αστεία γελούσε η διάνοια Χριστόφια και η αυτού εξοχότις Ελιζαμπέτα. Περιττό να μπω σε λεπτομέρειες. Αν είχε ένα παλιάτσο να κάνει τούμπες και να πέφτει κάτω θα είχαν ξεκαρδιστεί. Οποιοδήποτε χιούμορ απαιτούσε την ελάχιστη ύπαρξη φαιάς ουσίας, περνούσε και δεν ακουμπούσε.

Στο διά ταύτα όμως. Το έργο ήταν πολύ καλό. Από αυτά τα ψυχολογικά που μου αρέσουν. Πάει να συμφάγει μία παρέα και μέχρι το τέλος του δείπνου γίνονται όλοι κώλος. Το «να πάτε να γαμηθείτε όλοι» που αναφωνεί η πρωταγωνίστρια στο τέλος ήταν η αγαπημένη μου ατάκα από όλο το έργο. Τα συνοψίζει όλα. Θυμίζει λίγο τον «Θεό της Σφαγής». Επίσης, πραγματεύεται ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που ταλανίζει ευρέως το κυπριακό κοινό, και δη την ονοματοδοσία τέκνου. Ο πατέρας επιθυμεί να βαφτίσει τον γιο του «Αδόλφο» και ξεκινά μία αντιπαράθεση κατά πόσον ενδείκνυται να δίνουμε στα παιδιά μας ονόματα δικτατόρων, δολοφόνων ή τέλος πάντων ονόματα ανθρώπων που στιγμάτισαν αρνητικά την ανθρωπότητα. Εδώ το είχα να φωνάξω «να καταργηθεί και το Δημήτρης!», αλλά λυπήθηκα τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί, πλην της κόρης του Χριστόφια που δεν μπορώ να της αποδώσω άλλη ιδιότητα πλην αυτής της «κόρης του Χριστόφια» και την οποία αδυνατώ να κρίνω ως ηθοποιό, ήταν καλοί. Ο Νεκτάριος Θεοδώρου και ο Βαλεντίνος Κόκκινος, εξαιρετικοί. Επίσης, να πω ότι μου άρεσε το σκηνικό, ήταν πολύ «cosey» που λένε και οι πλούσιοι, αλλά ο ήχος ήταν πολύ μπουκωμένος και οι θέσεις στις οποίες καθόμασταν, άθλιες. Γενικότερα αυτού του έργου και αυτής της παράστασης της άξιζε καλύτερος χώρος, περισσότερο κοινό και καλύτερη προώθηση. Όταν όμως το θέατρο της Κύπρου απευθύνεται σε ένα κοινό της τάξης του 2%, το ότι βλέπουμε παραστάσεις έστω και υπό τοιαύτας συνθήκας με παρηγορεί.

Για να καταλάβεις, εγώ πλέον στις παραστάσεις συναντώ πάντα τα ίδια πρόσωπα. Με τα χρόνια έχουμε γνωριστεί οι θεατές μεταξύ μας. Το 50% των θεατών είναι ηθοποιοί που ήρθαν να δουν συναδέλφους τους και το άλλο 50% ερασιτέχνες σαν εμάς που ψάχνουν έργο για να παίξουν του χρόνου. Βάλε και 2-3 θείες, συνταξιούχες που ήρθαν με δωροκουπόνι και είσαι κομπλέ. Σύνολο, πενήντα άτομα. Με πενήντα άτομα, μάλλον, ανοίγεις σαμπάνιες. Ξεπούλησες. 

Με το που τελείωσε η παράσταση ο Χριστόφιας αποχώρισε στα μουλωχτά, σαν τον κλέφτη. Η λιμουζίνα τον περίμενε απ’ έξω, ένας κακομοίρης σωφέρ που τον πληρώνουμε εσύ κι εγώ του άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στο πίσω κάθισμα σαν τον ασβό μετά της πανωραίας συζύγου του.


Θεέ μου, μία νύχτα λέμε να βγούμε και δεν προλαβαίνουμε να γαμωσταυρίζουμε.  

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2018

Not Your Toy, You Stupid Boy

Τα Γιουροβιζιακά τύμπανα θα τα βαρέσω νωρίς φέτος, ειδικά για 2-3 φανατικούς αναγνώστες του είδους που με διαβάζουν και με απολαμβάνουν όταν παίρνω τόσο σοβαρά, κατά τα άλλα ελαφρά ζητήματα. Θα επανέλθω και με πιο εντατικά κείμενα την εβδομάδα του διαγωνισμού, αλλά σήμερα θα ήθελα να αναφερθώ στο φαινόμενο της συμμετοχής του Ισραήλ που φαίνεται να κερδίζει έδαφος και να θεωρείται το αδιαφιλονίκητο φαβορί.

Φαντάζομαι θα το μάθατε ήδη. Η νικήτρια του Ισραηλινού Rising Star θα εκπροσωπήσει τη χώρα με ένα τρομώδες σουξέ, ένα τραγούδι που έγραψε ο ίδιος συνθέτης που συνέθεσε το 2015 το Golden Boy και είχε γίνει καλοκαιρινή επιτυχία και διασκευή απ’ τη Φουρέιρα. Φέτος του έκατσε κάπως καλύτερα η συνταγή, και το άσμα συνδυασμένο με κάποια άλλα μαγικά στοιχεία, μετρά ήδη περισσότερα από 1,5 εκατομμύρια κλικς στο Youtube, ενώ τα γραφεία στοιχημάτων το φέρνουν εύκολα πρώτο. Επίσης, έχει γίνει viral (σιχαίνομαι τον όρο), ακόμα και σε φυλή της Αφρικής που φαίνεται να διασκεδάζει χορεύοντάς το. «Toy» ο τίτλος του τραγουδιού, και ερμηνεύεται από την πληθωρική Νέτα Μπαρζιλάι.


Προφανώς και το βίντεο κλιπ προσθέτει στο τραγούδι. Υπό άλλη οπτική, παίζει και να μην αφορούσε τόσο. Ωραία χρώματα. 

Το τραγούδι το θεωρώ αριστούργημα, παρόλα αυτά δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να κερδίσει. Θα σου εξηγήσω πιο κάτω. Πρώτα από όλα, θεωρώ τρομερά εθιστικό το ρεφρέν και τον αμανέ που το συνοδεύει. Ο στίχος “I am not your toy, you stupid boy”, είναι κατά τη γνώμη μου αυτό που οι Εγγλέζοι αποκαλούν μπρίλιαντ, ευφυέστατος δηλαδή, και ο σαρκασμός που προκύπτει από την ερμηνεία μίας άσχημης κοπέλας μόνο έξτρα πόντους του προσδίδει. Chapeaux, που λένε και οι Γάλλοι, τόσο για την σύλληψη της ιδέας, όσο και για το attitude με το οποίο σερβίρει το τραγούδι η συγκεκριμένη τραγουδίστρια. Η συγκεκριμένη τραγουδίστρια η οποία σε κάποια… κουφή φάση μιμείται την… κότα. Επιπλέον η  προσωπικά αγαπημένη στιγμή είναι εκείνη στο δεύτερο κουπλέ που αναφωνεί «κουλουλού-κουλουλού» εις διπλούν με τα ταμπούρλα να ξεσαλώνουν. Δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι η συγκεκριμένη φράση, αλλά ακόμη κι ως αλαμπουρνέζικα το βρίσκω τρομερά εμπνευσμένο. Κουλουλού-Κουλουλού! Υπέροχο.

Έχω όμως και ενστάσεις.

Πρώτα απ’ όλα, από τη μέρα που οι Ισραηλινοί συνειδητοποίησαν την απήχηση του τραγουδιού και είδαν πως ο δρόμος για την πρωτιά είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, προσπάθησαν να διασυνδέσουν το τραγούδι τους με μία random εκστρατεία περί φεμινισμού, σεξουαλικής κακοποίησης, και ό, τι άλλη κοινωνιολογική παπάρα κυκλοφορεί προκειμένου να κερδίσουν περαιτέρω ψήφους. Πόσο θυμώνω που δεν μπορούν να αφήσουν τ0 μεγαλείο της ποπ μουσικής να μιλήσει μόνο του. Το τραγούδι είναι μία παπάρα. Τίποτα περισσότερο. Έτυχε και πέτυχε και είναι υπέροχο. Δεν είναι ανάγκη σώνει και καλά να του κοτσάρουν κοινωνικό μήνυμα. Μας αρέσει κι έτσι. Αλλά, σου λένε, κέρδισε το ’15 ο Σουηδός με μήνυμα κατά του σχολικού εκφοβισμού (we are the heroes of our time bullshit), κέρδισε το ’16 η Τουρκο-Τζαμάλα με μήνυμα προσφυγικό (bollocks), βγήκε και ο Πορτογάλος πέρσι και μίλησε για την απάθεια της Ευρώπης ως προς το προσφυγικό, ε, ας πούμε κι εμείς κάτι φέτος να δικαιολογήσουμε το αίσχος. «Γυναικεία κακοποίηση», «Τα Πάχη Μου - Τα Κάλλη Μου», «Σοφία Βογιατζάκη Fans United!» και άντε στο καλό.

Επιπλέον, το Ισραήλ δεν μου είναι συμπαθής χώρα. Μια χαρά τη συμπαθώ όταν συμμαχεί στα πολιτικά με την Κύπρο και στα περί ΑΟΖ. Αλλά όσον αφορά τη Γιουροβίζιον, ως χώρα, στον λαιμό μου κάθεται. Δεν θέλω να κερδίσει. Όσες φορές ανέλαβε να διοργανώσει στο παρελθόν τον διαγωνισμό μόνο μπελάδες μας προκάλεσε λόγω της πολιτικής αστάθειας στην περιοχή. Δεδομένου του πρόσφατου παρελθόντος σε εξίσου ασταθείς περιοχές, βλέπε Ουκρανία πέρσι αλλά και Αζερμπαϊτζάν παλιότερα, δεν ξέρω κατά πόσον η EBU θα ευνοήσει μία νίκη τους. Βέβαια οι Ισραηλινοί τα πάνε καλά με τις χρονιές που λήγουν σε -8. Κέρδισαν για πρώτη φορά το 1978, μετά ξανά το 1998, ενώ τα ταρώ τους ήθελαν να κερδίζουν και το 1988.

Ναι, τα ταρώ! Άκου, εν τάχει, μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Η Δάφνη Μπόκοτα είχε αναφέρει στο βιβλίο της, 18 Χρόνια Γιουροβίζιον, ένα ενδιαφέρον περιστατικό. Το 1988 στο Δουβλίνο, η δημοσιογράφος του Ισραήλ που ήταν υπεύθυνη για την τηλεοπτική αναμετάδοση του διαγωνισμού, ασχολούνταν με τα ταρώ. Είχε πει, τότε, ότι τα χαρτιά έβγαζαν νικητή στον διαγωνισμό τη χώρα που θα εμφανιζόταν στον αριθμό 8, δηλαδή το Ισραήλ που είχε κληρωθεί σ’ εκείνη τη θέση. Έλα, όμως, που η Κύπρος που θα εμφανιζόταν στη γρουσούζικη δεύτερη θέση αποσύρθηκε κακήν κακώς ένα μήνα πριν από τον διαγωνισμό κι έτσι το Ισραήλ αναπόφευκτα έπεσε στην έβδομη σειρά εμφάνισης. Στην όγδοη θέση τελικά εμφανίστηκε η Ελβετία, η οποία και εν τέλει κέρδισε με τη Σελίν Ντιόν και μόνο κατά ένα βαθμό διαφορά από τον δεύτερο. Απίστευτο;

Έτσι που λες με το Ισραήλ και τα 8αρια. Πολλοί θεωρούν ότι μετά το 1978 (a-ba-ni-bi), και το 1998 (Dana International), το 2018 θα 'ναι ξανά δικό τους.

Πάντως, η ιστορία θέλει τα φαβορί να καταποντίζονται το βράδυ του διαγωνισμού και δεδομένου πως τα τελευταία τρία χρόνια, η Ιταλία με τους Il Volo και τον Gabbani έχασε, και ο Γάλλος μία απ’ τα ίδια το 2016, δεν αποκλείεται να καταποντιστεί και η Νέττα αν εκείνο το βράδυ η σκηνή… «δεν την χωράει».

Κι ας περάσουμε στο δεύτερο αγαπημένο μου για φέτος, τη γαλλική συμμετοχή. Η Γαλλία στέλνει ένα πανέξυπνο τραγούδι, ένα ποίημα, που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Λέγεται Mercy και είναι το όνομα ενός κοριτσιού που γεννήθηκε μέσα σε μία βάρκα προσφύγων που κατέφυγε από τη Λιβύη στη Γαλλία. Το τραγούδι είναι ένα μνημόσυνο «για όλα τα παιδιά που τα κατάπιε η θάλασσα», και διαθέτει συγκλονιστικό στίχο «Je mappelle Mercy, je vais bien merci» (Με λένε Μέρσι, είμαι μια χαρά ευχαριστώ). Το mercy άνετα μεταφράζεται και ως οίκτος, αντιλαμβάνεσαι το «προχώ» του πράματος.



Από τον καιρό που έγινα πατέρας ανέπτυξα μία αναπάντεχη ευαισθησία σε ότι αφορά τα παιδικά δράματα, οπότε δεν μπορώ παρά να παρακαλώ να κερδίσει αυτό το τραγούδι. Το θεωρώ ό, τι χρειάζεται ο διαγωνισμός σήμερα, παρόλο που είμαι δηλωμένος πολέμιος του μουσικού ακτιβισμού. Θέλω πάρα πολύ να κερδίσει η Γαλλία που έχει να δει βραβείο από το 1977, θέλω πάρα πολύ να διοργανώσει μία από τις big5 τον διαγωνισμό στο άμεσο μέλλον και να του προσδώσει την αίγλη που του αξίζει (φέτος οι Πορτογάλοι λόγω οικονομικής δυσχέρειας θα το παίξουν μινιμάλ κουλτούρα, εν ολίγοις σαν talent show στο TVOne), αλλά και γενικά επειδή συμπαθώ τους Γάλλους σαν λαό. Από την άλλη, οι ίδιοι προχθές βομβάρδισαν τη Συρία ελαφρά τη καρδία. Τα Mercy-Mercy σας μάραναν, μαλάκες!

Με τούτα και με εκείνα έχω κάθε λόγο να θέλω νίκη του Ισραήλ και της Γαλλίας και κάθε λόγο να μην επιθυμώ νίκη του Ισραήλ και της Γαλλίας.

Ας το πάρουμε εμείς μια φορά που το πήραμε λίγο πιο στα σοβαρά. Τζαι μιαν φοράν η Κύπρος, σιόρ!

Το itunes όπως κάθε χρόνο μίλησε, ιδού το chart όπως διαμορφώθηκε από το play-count του αυτοκινήτου μέχρι στιγμής. Θα τα ξαναπούμε, βέβαια, εν ευθέτω χρόνω, αλλά πάνω κάτω είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό. Κάνε κλικ για μεγέθυνση:





Δευτέρα, Απριλίου 16, 2018

#Faceblock

«Έλα να βγάλουμε μία φώτο, καλό μου, να απαθανατίσουμε τη στιγμή».

Πάντα αγαπούσα τις οικογενειακές μαζώξεις του Σαββάτου. Από μικρός, στο σπίτι της γιαγιάς, που έκαναν αμάν να μας χωρίσουν, που έκαναν αμάν να μας πείσουν να συγυρίσουμε. Ευχής έργον ότι μπορώ και τα απολαμβάνω ακόμα από καιρού εις καιρόν. Αυτά σκέφτηκα και πήρα πόζα δίπλα τους.

«Ναι, αλλά μην τυχόν και την ανεβάσεις Facebook. Είδες τι κάθαρμα αποδείχτηκε ο Ζούγκερμπεργκ!»

«Αυτά τα Ζούκερμπεργκ» που τρώτε, βλάπτουν», είπε η γιαγιά σε μία από τις διαυγείς εκλάμψεις της. Δεν δώσαμε σημασία.

«Έλεος με τον Ζούγκερμπεργκ ή Ζάκερπεργκ ή πως στον διάολο τον λένε. Ότι δηλαδή εσείς όταν ανοίγατε λογαριασμό στο Facebook αναμένατε φουλ εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα. Εξωσυζυγικό ραντεβουδάκι κανονίζατε;»

«Λογαριασμό στο Facebook; Εγώ έχω ανοίξει λογαριασμό στη Συνεργατική! Καλά έκαμα;» συνέχισε η γιαγιά μιλώντας μόνη της.

«Εντάξει δεν περίμενα και να παραμείνουν επτασφράγιστα μυστικά, αλλά δικαιούμαι να έχω τα προσωπικά μου δεδομένα ασφαλή. Είδες τι πρόστιμο έφαγε η Νατάσα Παπαδοπούλου τις προάλλες από την Επίτροπο Προσωπικών Δεδομένων;»

«Να πας στην Επίτροπο να καταγγείλεις τον Ζούκερμπεργκ τότε. Και να της πεις ότι μπήκες στο Που Πήγαμε Και Δεν Μας Άρεσε, έβρισες τον σουβλιτζή που σου υπερχρέωσε τη σεφταλιά και ότι τώρα νιώθεις εκτεθειμένη που βρέθηκε κάποιος να διαρρεύσει την πληροφορία. Αυτό κι αν είναι σκάνδαλο που απασχολεί την παγκόσμια ειδησεογραφία!»

Η γιαγιά άρχισε να υποψιάζεται πως συζητάμε κάτι πολύ σοβαρό.

«Πείτε μου κι εμένα, μάνα μου. Θα βάλετε τη φωτογραφία στο ίντερνετ; Να προσέχετε υπάρχουν παιδερασταί!»

Το ότι στα 38 μου θεωρούμαι ακόμα αντικείμενο εκμετάλλευσης παιδεραστή στα μάτια της γιαγιάς μου το λες και γλυκό. «Μην ανησυχείς γιαγιά, προσέχουμε!» «Να προσέχετε. Η αστυνομία όλη μέρα βγάζει ανακοινώσεις για να μην βάζουμε φωτογραφίες των μωρών σ’ αυτά που μπαίνετε!»

«Θα φωτογραφηθούμε ή όχι, ρε παιδιά, να ξέρουμε. Προσπελάσαμε όλες τις συμπληγάδες ή αδίκως στήθηκα;»

«Να φωτογραφηθούμε, μόνο μην με κάνετε tagged. Υποτίθεται ότι τώρα είμαι στο σπίτι, κρεβατωμένη από τη σκόνη και με λοιπά αναπνευστικά. Μην δει η «τάδε» πως είμαι εδώ μαζί σας και παρεξηγηθεί». 

-Μα μπορεί να σε δει από τον δικό μου λογαριασμό, παιδί μου. Δεν τη γλιτώνεις».

«Ε, δεν ξέρω, μην την ανεβάσεις καν. Βάλτην μόνο στο Ίνσταγκραμ!»

«Να σου πω Χρίστο μου, το χάπι που μου έδωσε ο γιατρός για την καρδιά μου, των πόσων ίνσταγκραμ είναι;»

«Των χιλίων likes γιαγιά μου!»

«A, ωραία!»

«Το ξανασκέφτηκα. Να τη βάλεις τη φωτογραφία, χέστηκα. Κι αν τη δει η τάδε και παρεξηγηθεί, να πάει να γαμηθεί».

«Όχι, όχι, άκυρο! Αν μας δει έτσι που είμαστε εδώ μια ωραία ατμόσφαιρα μπορεί να μας ματιάξει! Και αυτής πιάνει πολύ το μάτι της».

«Ε, δεν πειράζει, έχουμε εδώ τη γιαγιά να μας ξεματιάξει!»

«Στο χωριό μου έχει πεθάνει άνθρωπος από μάτι! Βασκανία, βα-σκα-νία!» συμπλήρωσε η γιαγιά περισπούδαστα, σε ύφος γιατρού που γνωματεύει ενώπιον μου-μου-ε.

«Πάτα το κουμπί, το γαμημένο, να βγούμε. Είναι κρίμα να μην θυμόμαστε αυτή την ωραία μέρα, μιας που μαζευτήκαμε. Και ξέρω τρόπο να την ανεβάσω και να μείνουμε όλοι ευχαριστημένοι».

«Για να δω, Χρίστο μου, βγήκα καλή;» ρώτησε η γιαγιά.



«Κούκλα!»

Σάββατο, Απριλίου 14, 2018

Συνεδριακό

Όπως σας έχω ξαναγράψει, στα επαγγελματικά συνέδρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση περνώ φανταστικά. Από την ώρα που πατώ το πόδι μου στο εκάστοτε κέντρο συνεδρίων αισθάνομαι τρομερά «μικρός» και συναρπάζομαι από το πόσα πράγματα μαθαίνω, κι από όσα ακούω και βλέπω. Υπάρχουν και οι στιγμές που βαριέμαι και κοιτάζω το ρολόι, βεβαίως, αλλά ως επί το πλείστον ο νους μου παραμένει συγκεντρωμένος και ενεργός, πράγμα σπάνιο στην κυπριακή μου καθημερινότητα όπου ο εγκέφαλος, όσος έμεινε, δεν αντέχει να αναλώνεται πουθενά και απλά λειτουργεί στο ρελαντί.

Θα σου γράψω αύριο για ένα θέμα που συζητήθηκε στο συνέδριο και το οποίο χρήζει ξεχωριστής συζήτησης. Σήμερα θα σου πω ότι στο Συνέδριο πήγα και κάθισα τυχαία δίπλα από μία κοπέλα, η οποία με τα πολλά μου προέκυψε Ιταλίδα, και η οποία εργάζεται στην Ντίσνεϊ. Στο συνέδριο ήρθε για να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και λοιπά ευρωπαϊκά νομοσχέδια προκειμένου να συμβουλεύσει νομικά τους πελάτες της – την Ντίσνεϊ δηλαδή, για το πώς πρέπει να κινηθεί τώρα που σχεδιάζει τη δική της πλατφόρμα περιεχομένου (στα πρότυπα του Νετφλιξ), αλλά και γενικότερα το πώς πρέπει να αποδίδονται οι χαρακτήρες στις ταινίες της (τώρα που όλα πρέπει να προσαρμόζονται στις ευρωπαϊκές κορεκτίλες που δεν θίγουν φύλα, φυλές και μειονότητες – αυτά τα οποία θεωρώ υπερβολικά).

Περιττό να πω πόσο ζήλεψα γενικά την εργασία της και πώς ευχόμουν να γίνει ένα επιτόπιο θαύμα και να με αρπάξει ένα αόρατο, θεϊκό χέρι και να με πάει στη Ντίσνεϊ να κάνω το ίδιο. Συζητήσαμε αρκετή ώρα και όταν είδε ότι είμαι ένα γνήσιο Ντίσνεϊ φρικ, με πτυχίο νομικής μου είπε ότι διαθέτω το σωστό προφίλ για να εργαστώ εκεί. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, κύριοι. Θα μπαίνω και στα πάρκα δωρεάν, θα πετάγομαι στη Ντίσνεϊλαντ όποτε θέλω, μούχτιν! Αλλά θα πρέπει να ζω στις Βρυξέλλες. Και αν είναι να φύγω από το χωριό που κάνει πάντα ζέστη, για να ζήσω στο χωριό που κάνει πάντα κρύο, να λείπει το βύσσινο. Τη ζήλεψα πάντως την κυρία, καθίσαμε και φάγαμε μαζί στο διάλειμμα και μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι και θυμήθηκα πως είναι να κάνεις ακόμα παρέα με τους ζωντανούς.

Ήπια και μπύρες ένα βράδυ στο  μπαρ του ξενοδοχείου με έναν Σκανδιναβό συνάδελφο, ετών 28, με γνώσεις, όμως, 40αρη, που ήταν κατατοπισμένος πλήρως περί Κυπριακού προβλήματος και παντός προ-βλήματος. Συζητήσαμε από τα ενεργειακά της Μεσογείου μέχρι τα περί Μπρέξιτ και συμφωνήσαμε ότι όλοι κατά βάθος ευχόμαστε οι Εγγλέζοι να φάνε μεγάλη φάπα μετά την έξοδο του Μεσολογγίου που ετοιμάζουν. Πόσο χαίρομαι όταν ταυτίζονται οι απόψεις μου και με άλλους. Όση ώρα τα πίναμε ούτε για το «πώς τα πάμε με το μωρό» με ρώτησε, ούτε αν περπάτησε, ούτε αν «κοιμόμαστε τα βράδια», ούτε «σε ποιο νηπιαγωγείο τον γράψαμε και αν αυτό βασίζεται στο σύστημα Μοντεσόρι, ή στο να σε φαν΄οι ψώροι!» Μα δεν είναι αυτά τα θέματα ενδιαφέροντα; Γιατί στην Κύπρο μόνο γι’ αυτά συζητάμε τα τελευταία δύο χρόνια.

Γνωρίστηκα και με τους Τούρκους συναδέλφους. Βασικά, την παθαίνω κάθε φορά, αφού όποτε δω φάτσα κυπριακής αισθητικής πάω και συστήνομαι και στο τέλος αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για Τούρκους. Πονάει, αλλά το έχω πάρει απόφαση ότι είμαστε τουρκόσποροι που μιλούν Ελληνικά. Τι ν στην Αγγλία ᱀耀﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽α κάνω ο καψερός, ξεχνώ ότι οι Τούρκοι αλωνίζουν στην ΕΕ ασχέτως αν δεν είναι ακόμα μέλη. Μην ανησυχείτε, στάθηκα στο ύψος μου, που είναι ούτως ή άλλως μπόλικο, χαμογέλασα και ξεδίπλωσα όλη μου τη διπλωματία, μην τυχόν και διαταραχθεί το καλό, πλην δουλοπρεπές κλίμα και ξεσηκωθεί η προοδευτική περιρρέουσα. Ρώτησα χαμογελαστά πώς πάνε τα πράγματα εκεί, μου είπαν ότι ο Ερντογάν έκανε τη χώρα ξανά θαυμάσια, ότι η επανεκλογή του το 2019 είναι σίγουρη, και ότι περνούν την καλύτερη τους φάση. Λες και δεν τα ξέραμε.. Τους είπα good for you. Ακολούθησε αμήχανη σιωπή τριών δευτερολέπτων και κάνοντας μία σφιχτή χειραψία επιστρέψαμε στις θέσεις μας. Δεν την ξαναπαθαίνω!

Και τώρα δυο λογάκια για τους Γερμανούς. Τους Γερμανούς δεν τους έχω ζήσει ιδιαίτερα. Ελάχιστους γνώρισα όσο σπούδαζα στην Αγγλία για να διαμορφώσω άποψη, αλλά στα ευρωπαϊκά συνέδρια που πάω τελευταίως πραγματικά εντυπωσιάζομαι από τον επαγγελματισμό τους. Τι ατσαλάκωτοι άνθρωποι! Τους έβλεπα καθόσον παρουσίαζαν τα θέματά τους. Πέραν του χειρισμού της αγγλικής γλώσσας, που ήταν πιο άρτιος και από τη μητρική τους (δεν κόμπιασαν ούτε λεπτό, η προφορά άψογη, το λεξιλόγιο και η έκφραση σχεδόν λογοτεχνικά), πέραν του ότι έχουν την απάντηση έτοιμη σε ό,τι κι αν τους ρωτήσεις, είναι και ρομπότ. Πέντε ώρες μιλούσαν, δεν φάνηκε να κουράζονται δευτερόλεπτο, ούτε μία τρίχα απ’ τα μαλλιά τους δεν έφυγε απ’ τη θέση της, ο γιακάς του πουκαμίσου τους ίσιος σαν να ήταν οξυγονοκολλημένος στη θέση του, η γραβάτα ολόισια με τέλειο κόμπο, το παπούτσι γυαλιστό σαν να ήταν μαρμάρινο, η διάθεση σταθερή, ο λόγος κοφτός και ουσιαστικός. Θεέ μου, δεν κουράζονται; Αυτούς δεν τους ζηλεύω, αλλά πραγματικά τους θαυμάζω. Και επιπλέον, είχαν και χιούμορ. Ποιος το περίμενε;

Ναι, βασικά σε όλο το συνέδριο μιλούσαν οι Γερμανοί. Οι υπόλοιποι, οι καημένοι, ακούαμε. Και καλά κάναμε. Και που ακούαμε δηλαδή, δεν νομίζω να κόλλησε και τίποτε. Χα,χα,χα,χα! Το πόσο με ωφέλησε επαγγελματικά, ψυχολογικά και υπαρξιακά όλο αυτό το συνέδριο, δεν περιγράφεται.

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2018

Κύπριοι Και Αεροδρόμια



Θυμάστε πριν κάποια χρόνια, τέλη της δεκαετίας του ’90, που ήταν πολύ της μόδας να εμφανίζονται στις κυπριακές εφημερίδες κάποια σατιρικά άρθρα σχετικά με τη συμπεριφορά των Κυπρίων στα αεροδρόμια; Θυμάστε που και όταν πρωτοβγήκαν τα μπλογκς, πριν δέκα χρόνια και βάλε, ήτο επίσης πολύ ευχάριστο να διαβάζεις κείμενα σχετικά με ευτράπελα στα αεροδρόμια που είχαν να κάνουν με το συνάφι μας; Διασκεδάζαμε πολύ τότε, n'est-ce pas? Ε, μ’ αυτά και μ’ αυτά, πέρασαν τα χρόνια, διανύσαμε χρονικά άλλη μία εικοσαετία, και μαντέψτε τι:

Τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά.

Τα ίδια ισχύουν ακόμη. Η διαφορά με το τι συνέβαινε πριν 10-20 χρόνια είναι πως ο επαρχιωτισμός στο αεροδρόμιο δεν είναι πλέον χαριτωμένος. Ούτε και τότε ήταν, αν θέλετε τη γνώμη μου, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι κάθε λαός θέλει τον χρόνο του προκειμένου να εφαρμόσει το σαβουάρ βιρβ σε κάθε περίσταση. Ναι, πάρτε το χαμπάρι, δεν έχει πλέον καθόλου χάζι, είναι εκνευριστικό τα μάλα να έχουμε πιάσει το 2018 και ακόμα να τρέμουμε κατά πόσον θα χειροκροτήσετε στην προσγείωση, κατά πόσον θα ορμήξετε στα καταστήματα μόλις περάσετε τον έλεγχο επιβατών, και κατά πόσον θα χαθείτε στον ενδιάμεσο σας προορισμό ψάχνοντας σε ποιο gate πρέπει να πάτε, για να μεταβείτε στον τελικό σας προορισμό.

Τα αεροδρόμια είναι χώροι μέσα στους οποίους κινούνται μάζες, οι μάζες εκ προοιμίου θεωρούνται ολίγον τι ελαφρόμυαλες, οπότε οι πιο εξυπνότεροι αρχιτέκτονες και κατασκευαστές, διαρρύθμισαν τα αεροδρόμια έτσι, ώστε να μην απαιτούνται ένα εκατομμύριο ερωτήσεις πριν πετάξεις στον προορισμό σου. Κοιτάζεις τις οθόνες, τις σημάνσεις, ρωτάς και στις πληροφορίες αν είναι θέμα ζωής και θανάτου και πορεύεσαι. Προ ολίγου, στην πτήση Λάρνακα – Βρυξέλλες με ενδιάμεσο σταθμό τη Βιέννη το τι βίωσα δεν περιγράφεται. Κατεβήκαμε στη Βιέννη και με το που εξαπολύθηκαν οι επιβάτες στο αεροδρόμιο επικράτησε ένας πανικός επειδή οι μισοί αδυνατούσαν να βρουν «πόθεν πάσειν». Νομίζω θα ρώτησαν 150 φορές τον Αυστριακό αστυνόμο για κατευθύνσεις δίνοντας την εντύπωση τριτοκοσμικού λαού, ενώ με μία ματιά στις οθόνες θα λύνονταν όλες τους οι απορίες. Μία κυρία, μάλιστα, σε απαράδεκτα αγγλικά μπορεί να μην αγχώθηκε που χάθηκε, αλλά βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει αν στη νέα πύλη που θα μεταβεί υπάρχει καφετέρια και καταστήματα! Ορίστε οι έγνοιες μας! ΟΚ, ας πούμε μανδάμ, από ποια σπηλιά σε φέρανε και δεν έμαθες ακόμα ότι παντού υπάρχει καφές, παντού έχει μαγαζιά, και απ’ το τελευταίο αεροδρόμιο του κώλου να πετάς,  αυτά είναι στάνταρ!

Για να μην σχολιάσω ότι πέρασαν τόσα χρόνια μετά το πρώτο τρομοκρατικό χτύπημα, την 11η Σεπτεμβρίου 2001, και ακόμη δεν εμπεδώσατε ότι κατά τον ατομικό έλεγχο πρέπει να τα βγάλετε όλα. Βγάζετε από τη βαλίτσα το λάπτοπ, αφαιρείτε ζώνη, ρολόι και τα ξεχωρίζετε στην κάσα, το κινητό και λοιπά ηλεκτρονικά επίσης. Μάθετε το μάθημα, σιόρ! Τα βγάζουμε όλα! Και το βρακί μας άμα λάχει. Μην ρωτάτε πολλά-πολλά, και διευκολύνετε τη ροή των επιβατών, for fucks sake. Δεν είναι κάτι που μπορείτε να διαπραγματευτείτε. Εσιετε τα ππουρτού σας έτοιμα, να τελειώνουμε, έχουμε και αεροπλάνο κάτω και γράφει το ταξίμετρο! Και μετά, στα μαγαζιά, μην συμπεριφέρεστε σαν να μην ξανάδατε στη ζωή σας δώρα και φαγητά. Ζούμε στην εποχή που ό,τι θέλεις το βρίσκεις κι απ’ το ίντερνετ. Το αεροδρόμιο περίμενες τώρα, να αγοράσεις πουκάμισο απ’ τον Χιούγκο Μπος και πορτοφολάκι απ΄τον Αρμάνι. Γελάνε και οι ιμάντες πια μαζί μας!

Οι εμπειρίες μου στα αεροδρόμια θυμίζουν έντονα αυτές της θητείας μου στην Εθνική Φρουρά. Με το που κατατάχτηκα και κοίταξα γύρω μου είπα «αποκλείεται». Ένα αποκλείεται που επαναλάμβανα κάθε μέρα και τους 26 μήνες της θητείας μου. Ε, το ίδιο σκέφτομαι κάθε φορά που πετάω.  «Αποκλείεται». Τίποτα δεν αποκλείεται και τίποτα δεν εννοείται, φυσικά. Αλλά δεν φταίει κανείς άλλος, τα σχολεία φταίνε που δεν καλλιεργούν στα παιδιά από νεαρή ηλικία την παιδεία του αεροδρομίου. Σου φέρνουν, ας πούμε, τροχονόμο να μάθει στα πρωτάκια να διασταυρώνουν, σου φέρνουν οδοντίατρους να σου διδάξουν στοματική υγιεινή και γυναικολόγους να μιλήσουν στα κορίτσια για την περίοδο, σου φέρνουν καθεστωτικούς να σου μιλήσουν για συμφιλίωση με τους τουρκοκυπρίους, σε πάνε και μια εκδρομή μέχρι τα ελαιοτριβεία να μάθεις πώς γίνεται το λάδι, αλλά δεν φέρνουν έναν πιλότο, έναν αεροσυνοδό έστω, να σου μάθει, να σου μιλήσει για το πώς συμπεριφερόμαστε εν πτήσει, εν αναμονεί αυτής κλπ, κλπ, κλπ.

«Κύπριοι και Αεροδρόμια», «Κύπριοι και γενικώς-ό,τι-θέλεις-βάλε-δίπλα» μία τραγωδία και μισή, ως συνήθως.

Παρασκευή, Απριλίου 06, 2018

Πάντα Αληθώς Ο Κύριος

Ο κόσμος δεν αντέχει την αλήθεια.

Δεν αναφέρομαι στην αντικειμενική αλήθεια, ήτοι η γη είναι σφαιρική και 1+1 = 2, πράγματα επιστημονικώς αποδεδειγμένα. Ο κόσμος δεν αντέχει την υποκειμενική αλήθεια. Και είναι κρίμα. Είναι κρίμα γιατί η υποκειμενική αλήθεια, μπορεί να σε βελτιώσει αν αντέχεις να την ακούσεις και αν είσαι αρκετά έξυπνος ώστε να μπορείς να απομονώσεις την όποια εμπάθεια από το σχόλιο του άλλου και δεις το κρυμμένο, πραγματικό όφελος.

Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Όταν ήμουν στη Β’ Δημοτικού καθόμουν δίπλα από ένα πανέμορφο κορίτσι στο σχολείο, τόσο όμορφο που ντρεπόμουν να το κοιτάξω. Ήθελα να το παντρευτώ. Παρόλα τα κάλλη της, αποδείχτηκε ότι είχε και κάλλο στον εγκέφαλο. Δεν διάβαζε, δεν άνοιγε βιβλίο, κάθε μέρα στην τάξη ερχόταν χωρίς να έχει κάνει τις εργασίες της, ενώ τα μισά της τετράδια τα ξεχνούσε στο σπίτι. Τόση αμέλεια και τόση απάθεια ήταν απαράδεκτη για τα δικά μου δεδομένα. Όταν μία μέρα, στο άσχετο, έτυχε να βρεθώ με τους γονείς της σε κάποια παιδικά γενέθλια έκρινα σκόπιμο να τους ενημερώσω όταν ρωτήθηκα σχετικώς. «Μάθαμε ότι είσαι ο διπλανός της κόρης μας. Πώς πάει;» Κι εγώ τους είπα την αλήθεια μου. Ότι η κόρη τους είναι σκέτη απογοήτευση, δεν ανοίγει βιβλίο, και ότι όλη μέρα η δασκάλα της κάνει παρατήρηση (*όλα αυτά πριβέ. Δεν ήταν παρούσα η συμμαθήτριά μου).

Εννοείται ότι έφαγα κατσάδα από τους γονείς μου όταν γυρίσαμε σπίτι. Πώς τόλμησα να μιλήσω τόσο άσχημα για την συμμαθήτριά μου στους γονείς της; Πώς τόλμησα να τους φέρω σε τόσο δύσκολη θέση; Η αλήθεια είναι ότι ακόμη θυμάμαι το αμήχανο βλέμμα με το οποίο με κοιτούσαν τότε. Μα, καλά. Δεν είχαν ιδέα ότι η κόρη τους οδεύει ακάθεκτη προς το να γίνει μία socialite με τα όλα της όταν μεγαλώσει; Εμένα περίμεναν να ξεστραβωθούν; Κι αντί να ντραπούν για την κόρη τους, ντράπηκαν με εμένα που τους άνοιξε τα μάτια; (Εν τω μεταξύ, μάντεψε τι, τόσα χρόνια μετά η κόρη τους έγινε όντως socialite – αθκειασερή, όλη μέρα μέσα στα περιοδικά της νήσου την καμαρώνω).

Αναγνωρίζω ότι θα μπορούσα να είχα στρογγυλέψει τον λόγο μου. Να πω τα ίδια πράγματα με διαφορετικές λέξεις. Αλλά ήμουν εφτά χρονών και θεωρούσα ότι η αλήθεια βοηθά. Είδαν και έπαθαν να με πείσουν ότι η αλήθεια απλά πονά.

Κι εμένα με πονά η αλήθεια. Αλλά θεωρώ ότι μετά από τόσα χρόνια συγγραφής προσωπικού ημερολογίου, ενδοσκόπησης, και κάτι ψιλά από ψυχανάλυση ξέρω μέσα μου την αλήθεια. Και όταν μου τη σερβίρουν ωμή μπροστά μου, την αναγνωρίζω, την καθαρίζω από τις εμπαθείς γαρνιτούρες που εξυπηρετούν στο να με πληγώσουν και τρέφομαι από όση αλήθεια αντέχει το στομάχι μου. Για να βελτιωθώ. Για να μπορέσω να αλλάξω την αντικειμενική αλήθεια, όσο αλλάζει. Αν δεν αλλάζει, τότε να καταφέρω να μην με πειράζει. Σε ένα μεγάλο βαθμό νομίζω το κατάφερα. Θυμάμαι, για παράδειγμα, κάποτε που μου είχε πει ένας φίλος στο πανεπιστήμιο ότι «εσένα ή σε συμπαθούν πολύ, ή σε μισούν πολύ». Δεν μου είχε αρέσει ο τρόπος του. Αλλά όταν το ξανασκέφτηκα αργότερα στο σπίτι, αποδέχτηκα την αλήθεια του. Σκέφτηκα ότι σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει κάποιοι αυτά σκέφτονται για σένα. Αν δεν το αντέχεις λείανε τον λόγο και τα σχόλιά σου, αν δεν σε κόφτει τι θα πει ο κόσμος, δέξου ότι για κάποιους είσαι μισητός. Το αποδέχτηκα σε ένα μεγάλο ποσοστό και τέλος. Το ίδιο συνέβη και πιο πρόσφατα όταν ένας συνάδελφος μου είπε ότι γνώρισε κάποια αναγνώστριά μου στη Λεμεσό η οποία με μισεί. Ένιωσα άβολα με την άνεση με την οποία μου το ξεφούρνισε, αλλά είναι αλήθεια. Κι εγώ μισώ με πάθος, αγαπώ με πάθος, λογικό είναι όσοι μυγιάζονται και αναγνωρίζουν εαυτόν σε όσα μισώ, να με μισούν. Δις ις λάιφ και πλέον το έχω αποδεχτεί.

Αλλά ναι, το ομολογώ, προς στιγμή η αλήθεια σου προκαλεί αμηχανία.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι καλύτερα η αλήθεια να λέγεται. Κι ας πληγώσει, κι ας τραυματίσει. Αν είσαι έξυπνος θα βάλεις οινόπνευμα στην πληγή, να σε τσούξει αλλά να γιάνει. Αν είσαι βλάκας θα τη γλείφεις να μην πονάει και απλά αυτή θα μολύνεται περισσότερο μέχρι να γίνει ένα κουβάρι που θα αφαιρείται μόνο με εγχείριση.

Γι’ αυτό και εγώ όταν ρωτήθηκα προσφάτως αν μου αρέσει ένα καινούριο διαμέρισμα που μου έδειξαν, απάντησα «όχι» και οι οικοδεσπότες δεν με ξανακάλεσαν και ησύχασα. Γι’ αυτό κι όταν ρωτήθηκα αν αξίζει κανείς να δουλέψει στο ίδιο μέρος με μένα, είπα «όχι» και με κοίταζαν γουρλωμένοι. Λίγο δράμι νου να είχαν θα έμπαιναν και στη διαδικασία να διερωτηθούν γιατί μιλώ και λέω αυτά που λέω. Δεν είμαι τρελός. Σε γεγονότα βασίζω πάντα τη γνώμη μου. Τεκμηριώνω. Αλλά και η τεκμηρίωση ενοχλεί. Τέλος πάντων, θέλεις να ζεις μες το ψέμα, ζήσε. Κακό του κεφαλιού σου.


Για να λέμε και την αλήθεια, καμιά φορά λέω και ψέματα. Όταν βαριέμαι να συζητώ, και όταν είμαι σίγουρος ότι απέναντί μου έχω έναν βλάκα που ό, τι και να του πω, μηδέν στο πηλίκον. 

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2018

Μούλτι Κούλτι Πασχαλινά

Τι νέα, τι κάνετε πώς είστε;

Το Πάσχα είναι ομολογουμένως η πιο βαρετή γιορτή του χρόνου, σηματοδοτεί και την έναρξη του αποπνικτικού κυπριακού καλοκαιριού, οπότε φαντάζεστε πώς είμαι. Μετρώ αντίστροφα για τα Χριστούγεννα από τώρα.

Πήγα να κουρευτώ σε ένα καινούριο κουρείο προχθές, απ’ αυτά τα τρέντι που δεν είναι ακριβώς τρέντι, αλλά αναπαραστούν τα αμερικάνικα κουρεία της δεκαετίας του ’20 και νομίζουν όλοι ότι πρωτοτυπούν (κλασσικά στην Κύπρο ανοίγει κάποιος κάτι με ένα συγκεκριμένο κόνσεπτ, και ακολουθούν άλλοι 200 με την ίδια ιδέα) και έπεσα πάνω σε κουρείς ετών εικοσιπέντε. Άξαφνα αισθάνθηκα κυριούλης ετών σαράντα (που δεν απέχω και πολύ δηλαδή). Μιλούσαν μεταξύ τους και τα μισά καταλάβαινα, χώρια που έβλεπα πόσο αστραφτεροί και γεμάτοι ζωή αντικατοπτρίζονταν στους καθρέφτες, σε πλήρη αντίθεση με το χλωμό, γκρίζο σαρκίο μου που πλέον προσομοιάζει στον καρκινοπαθή πατέρα μου λίγο πριν πεθάνει. Θλίψη.

Δεν συναναστρέφομαι πλέον με αυτές τις ηλικίες των ατίθασων νιάτων. Όπως το πάλαι ποτέ, που είχα ξεσυνηθίσει να βλέπω μπροστά μου μωρά και βρέφη. Μέχρι πρόσφατα έβλεπα γύρω μου μόνο φοιτητές. Πλέον είμαι στην ηλικία που θωρώ μπροστά μου μόνο βρέφη, γονείς τζιαι χώρκατους, όχι κατ’ ανάγκη διαχωριστικά, ούτε κατ’ ανάγκη ξεχωριστά. Τουρλού – τουρλού. Όλους μαζί.

Διαβάζω αυτό το βιβλίο. 



Η κυρία Διβάνη είναι ιστορικός, καθηγήτρια στη Νομική Αθηνών, συγγραφέας, ορειβάτις και προ πάντων, «πολλοπάϊτη καβλαμαρού» από εκείνες που άμα αρχίζει την πάρλα σταματάς ό, τι κάνεις, χάσκεις και παραδίνεσαι στη γοητεία του λόγου της. Έχει ταξιδέψει με την ορειβατική ομάδα στη Νέα Ζηλανδία, στην Αιθιοπία, στην Κούβα, στην Ελβετία, στις Άνδεις, στο Βιετνάμ, τη Βενεζουέλα και την Παταγονία. Στο βιβλίο της περιγράφει τα ταξίδια της και μου έδωσε ξανά λόγο να προγραμματίζω διακοπές, να σκέφτομαι πώς θα απεγκλωβιστώ από το κόμφορτ ζόουν της Ευρώπης και να τολμήσω να πάω λίγο παραπέρα. Καθόμαστε και τρώμε τα λεφτουδάκια μας στις ανακαινίσεις σπιτιών και λοιπών ντουβαριών, αντί να προγραμματίζουμε ταξίδια. Σπιτιών που, παρεμπιπτόντως, σε λίγα χρόνια θα κατοικεί μέσα ο Μουσταφά και η Εμινέ και εμείς στο τσαντίρι απέξω. Μην το πάμε εκεί όμως. Απολαυστικό το βιβλίο. Διάβασα το μισό σε δύο νύχτες και όπως πάω μέχρι αύριο θα το έχω ξεκοκαλίσει.

Καθώς προείπα και στο προηγούμενο κείμενο, αυτή την εποχή μετακομίσαμε σύσσωμοι στο πατρικό μου σπίτι, ελέω ανακαίνισης. Η συμβίωση με τη μάνα μου, η οποία πλέον είναι και γιαγιά αλλά και πεθερά, μου θυμίζει τη ζωή μου στον στρατό. Όπου ως Δόκιμος Αξιωματικός αισθανόμουν σαν να είμαι ένα σάντουιτς ανάμεσα στους αξιωματικούς και στους απλούς φαντάρους. Έπρεπε να είμαι αρκετά αξιωματικός ώστε να κερδίζω τον σεβασμό από τους μόνιμους, αλλά και αρκετά «κληρωτός» ώστε να κερδίζω τον σεβασμό των «σειράδων» μου. Εννοείται, στο τέλος της ημέρας, δεν σε υπολογίζουν αρκετά ούτε οι μεν ούτε οι δε. Οι αξιωματικοί σε θεωρούν φαντάρο με πρίβιλετζες και οι φαντάροι σε θεωρούν γλείφτη με μέσον. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και τώρα. Πολτοποιημένος ανάμεσα σε μάνα και σύζυγο, προσπαθώ να αποκρούω συνέχεια διπλωματικά επεισόδια στα οποία – όρος απαράβατος – έχουν πάντα και οι δύο πλευρές δίκαιο. Πιο Γκουτέρες πεθαίνεις. Από την άλλη, άμα δεν βαστάς να πληρώνεις ξενοδοχείο, σκάζεις, υπομένεις, υποφέρεις και λες κι ευχαριστώ. Μια φορά, είμαστε έτοιμοι για αφιέρωμα στην εκπομπή της Θέκλας Πετρίδου.

Το αγαπημένο μου τραγούδι για φέτος, μέχρι στιγμής είναι το πιο κάτω.


Μου θυμίζει καλό ελαφρό-λαϊκό τραγούδι από τα ‘90ς. Φοίβος με Ρέμο στο πιο φρέσκο. Το ακούω συνέχεια.

Σου είπα ότι το γιούδιν μου περπάτησε; Όχι μόνο περπάτησε, αλλά πλέον νιώθει και αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να τρέχει. Όποτε μπω στο σπίτι το μεσημέρι απ’ τη δουλειά τρέχει κατά πάνω μου ενθουσιασμένος, με ανοιχτές τις αγκάλες, μου κάνει μια αγκαλιά και στρίβει προς τα παιχνίδια του. Μηχανικά γίνεται όλο αυτό, το ξέρω, μα και πάλι. Λιώνω, τα κάνω επάνω μου από ευτυχία!


Καλό Πάσχα να έχετε!

Κυριακή, Απριλίου 01, 2018

Η Πρωταπριλιά Του '98

Κάθε Πρωταπριλιά ακολουθώ ένα στάνταρ τελετουργικό. Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου συνέχεια ότι σήμερα ο κόσμος σκαρώνει φάρσες και ψέματα, γι’ αυτό να μην πιστέψω τίποτα από όσα μου πουν (δεν τα καταφέρνω πάντα), μετά βάζω και ακούω ένα playlist που έχω, ωδή στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, και μετά ακούω από την αρχή μέχρι το τέλος τον δίσκο της Βίσση, το «Αντίδοτο». Έναν δίσκο που κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν είκοσι χρόνια ακριβώς (Θεέ μου, πώς περνούν τα χρόνια) και ο οποίος μαζί με το «Τραύμα», με καθόρισαν μουσικά στον αιώνα τον άπαντα.

Έκατσα και έψαξα στα φωτογραφικά μου άλμπουμ και βρήκα ντοκουμέντα. Στα παραθέτω πιο κάτω. Τον Μάρτη του 1998 εγώ είχα δηλώσει συμμετοχή σε ένα σχήμα που θα παρέλαυνε στην Ελλάδα στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, εκπροσωπώντας την Κύπρο. Ο σκοπός μου ήταν να χάνω μαθήματα και να ξαναζήσω μία αντίστοιχη εμπειρία με την καθιερωμένη εκδρομή στην Ελλάδα, που κάναμε στη Β’ Λυκείου. Και κυρίως, να πάω να δω τη Βίσση λάιβ, που μέχρι τότε δεν τα είχα καταφέρει ποτέ. Ήμουν σίγουρος ότι ο διευθυντής θα μας έπαιρνε σε κάποιο κέντρο ένα από τα βράδια της εκεί παραμονής μας, και είχα αρχίσει από νωρίς μία εκστρατεία πλύσης εγκεφάλου άπαντων, προκειμένου να μας βγάλουν έξω στο «Γκάζι» που τραγουδούσε τότε.



Βίσση μου αγαπημένη, για να 'ρθω να σε δω, μέχρι και τη βράκα που κάμνει τρίκκι-τράκκα δέχτηκα να φορέσω!

Δυστυχώς όχι μόνο δεν τα κατάφερα, (αφού διανύαμε 90ς εποχές όπου οι έφηβοι έπρεπε διά ροπάλου να ακούν Πύξ-Λαξ, Βαρδή, Πορτοκάλογλου, Καζούλη και λοιπά καταθλιπτικά, οπότε το να προτείνω τη Βίσση ήταν τουλάχιστον αστείο), αλλά πέσαμε σε κακοκαιρία, τα περισσότερα μπουζούκια έμειναν κλειστά, με αποτέλεσμα η μόνη επιλογή για έξοδο να αποτελεί η Ιερά Οδός. Εκεί τραγουδούσε ο Νταλάρας με την Τσαλιγοπούλου. Και η οποία Ιερά Οδός, σημείωσε, ήταν δέκα μέτρα πιο κάτω από το «Γκάζι», το οποίο έμεινε κλειστό γιατί ο ντράμμερ, ο Κουβατσέας, είχε πάει να κάνει σκι στα χιόνια και αποκλείστηκε! Αν είναι δυνατόν! Γκαντεμιά φουλ!

Οπότε όχι μόνο δεν πήγα στη Βίσση, αλλά τιμωρήθηκα και με Νταλάρα του οποίου τα μόνα τραγούδια που γνώριζα τότε ήταν το «Μην μιλάς κινδυνεύει η Ελλάς», τα «λάτιν», και το «Με λένε Πόπη» που ήταν και της μόδας. Χάλια πέρασα, θυμάμαι κιόλας ότι έκλειναν τα μάτια μου εκείνο το βράδι από την πλήξη και τη νύστα, και δεν το χώνευα ότι είχα φτάσει τόσο κοντά στη Βίσση και πάλι τίποτα. Έκτοτε μου έμεινε μια φοβία και όποτε πάω στην Αθήνα για να την ακούσω έχω έναν υποβόσκοντα φόβο κατά πόσον θα βγει να τραγουδήσει ή αν θα προκύψει κάποιο απρόοπτο.

Τέλος πάντων. Άλλο είναι το θέμα μας. Είκοσι χρόνια από τότε. Έχω έναν δίσκο που τον ακούσω σχεδόν κάθε 2-3 μέρες και νιώθω σαν να έχει βγει χθες. Το «Αντίδοτο» σαν τίτλος με ενέπνευσε για να δημιουργήσω αυτό το μπλογκ, το μέηλ που ακόμα χρησιμοποιώ ενώ λίγο έλειψε να χτυπήσω και εκείνο το «ανάποδο σταυρουδάκι» που εμφανίζεται στο εσωτερικό του δίσκου σαν ταττού πάνω στο χέρι μου. Δεν το τόλμησα. Ο δίσκος είχε κάνει θραύση τότε, πολυπλατινένιος βεβαίως, βεβαίως, και ακουγόταν παντού. Ακόμα και στο στρατόπεδο Αυλώνα που πήγα για εκπαίδευση την επόμενη χρονιά, είχα εντυπωσιαστεί από το πόσο airplay απολάμβανε από τους ραδιοσταθμούς. Περιπολούσα πάνω κάτω στους όρχους και από όλα τα μαγειρεία των παραδίπλα ιλών ακούγονταν τα τραγούδια του.

Από το «Ερωτευμενάκι» μέχρι το «Κινητό Τηλεφωνάκι», κάθε τραγούδι εκπέμπει μία καρβελική, μαστούρα που με πωρώνει ακόμα και σήμερα. Το δε ομώνυμο τραγούδι θεωρώ ότι είναι σατανιστικό, αφού όποτε το ακούω φαντάζομαι μάγους με πυρσούς να σφάζουν παρθένες στο όνομα του τράγου του Μεντές και να τις τρώνε. Το «αντίδοτο» σαν τραγούδι δεν είχε εκτιμηθεί καθώς του άξιζε όταν πρωτοβγήκε. Θεωρώ ότι σήμερα του κάνουν πολύ καλύτερες ενορχηστρώσεις που το αναβαθμίζουν εκατό σκαλιά πιο πάνω. Τη βλέπω και την ίδια τη Βίσση την ώρα που το τραγουδά να το γουστάρει περισσότερο σήμερα παρά τότε.



Άκου το κλαρίνο πώς βάζει φωτιά στον αμανέ. Απίστευτο. Το δε κοινό, το αποθεώνει. Τα ταμπούρλα σαν να ανακοινώνουν τη Δευτέρα Παρουσία. Όνειρο. Από τις καλύτερες, μεταγενέστερες εκτελέσεις. Επίσης, ίντα ζάμπα η Βίσση! Λαβ ιτ!


Τι σε νοιάζει και στα λέω τώρα, όλα αυτά; Δεν ξέρω. Τώρα που μετακόμισα στο πατρικό μου λόγω ανακαίνισης βλέπω συχνά τα παλιά, σχολικά, φωτογραφικά μου άλμπουμ και τα νοσταλγώ. Νομίζω θα το καθιερώσω, μια φορά τον μήνα να ανεβάζω μία φωτογραφία από εκείνες τις εποχές, και να σου λέω την ιστορία της. 



Εδώ έξω από τα Metropolis - Ο Θεός να τα μακαρίσει. Γιγαντοαφίσα κρεμμασμένη που προμήνυε την κόλαση που θα ακολουθούσε με τον νέο δίσκο - δέος! Καθόμουν και φωτογραφιζόμουν με τις αφίσες τότε. Βέβαια, τι λέω; Ακόμα το κάνω, πιο διακριτικά όμως. Απίστευτο και ελαφρώς εμπάρασσινγκ το ότι από τα 18 στα 38 ο νους μου έμεινεν ο ίδιος σε κάποια θέματα. Επίσης, απίστευτο το ότι εδώ φορώ το μπουφάν του πατέρα μου, από μέσα την πυτζάμα μου (βαριόμουν να ντυθώ; Ούτε που θυμάμαι) και κάτι μποτάκια που μου είχε επιβάλει η μάνα μου. Γκοντ!


Μέρα που 'ναι σας καλώ να αναφωνίσουμε: "Ποιος θα μου χαρίσει αγάπη εδώ και τώρα; Ποιος θα μου το δώσει το Αντίδοτοο0ο0ο0ο0ο;!"