Κυριακή, Ιανουαρίου 10, 2021

Τρεις Βδομάδες Καραντίνα

Τι να μου πουν, χρυσέ μου, οι τρεις βδομάδες καραντίνα;

Τι να προλάβω να κάνω μέσα σε τρεις βδομάδες;

Έχω πέντε μυθιστορήματα στο κομοδίνο που περιμένουν τη σειρά τους. Έχω τουλάχιστον τρεις σειρές στο Νετφλιξ που θέλω να αρχίσω. Έχω κήπο να περιποιηθώ. Έχω αποθήκη να ξεσκαρτάρω, έχω τρεις ταινίες home video να μοντάρω, έχω ένα θεατρικό έργο να γράψω. Έχω τόσα πολλά πράγματα στο μυαλό μου, που τρεις εβδομάδες ίσον τίποτα!

Βλέπω τον κόσμο να πανικοβάλλεται στην ιδέα της απομόνωσης και αγχώνομαι μην είμαι εγώ ο παράξενος που περνά καλύτερα μόνος του. Αφού και να βρεθούμε δεν συμφωνούμε σε τίποτε. Γιατί να το κουράζουμε; Είδα και τα Χριστούγεννα που ήταν «επιβεβλημένο» να βρεθούμε και το μόνο που κάναμε ήταν να κάθεται ο καθένας σε μια άκρη του καναπέ και να παίζει με το κινητό του υπομένοντας στην τηλεόραση του μαρτύριο του Λούη Πατσαλίδη. Ποτέ ξανά!

Ξεκίνησα να γράφω ένα θεατρικό έργο πριν δύο χρόνια. Το παράτησα γιατί δεν μου έβγαινε. Πάνω σε ένα τσακωμό με μία ηλίθια στο φέησμπουκ όμως, απέκτησα πολλά νεύρα (και έμπνευση), και έπρεπε κάπου να τα εκτονώσω. Βρήκα το αρχείο και το εμπλούτισα με όλο το φορτίο που μου προκάλεσε ο τσακωμός. Έγραψα καμιά τριανταριά σελίδες στην καθισιά μου. Πρώτη φορά μου συνέβη κάτι τέτοιο. Το ξαναπαράτησα. Σκέφτομαι ότι είναι κρίμα να μην το τελειώσω. Έτσι κι αλλιώς έχω ως αρχή ότι αρχίζει να μην μένει στη μέση. Χθες βράδυ κάθισα και έκανα διορθώσεις. Ιδέαν δεν έχω που θέλω να πάει η πλοκή, ιδέαν δεν έχω πώς θα καταλήξει, δεν έχω ιδέα αν είναι καν αστείο. Αλλά σάμπως κι έχουν όλοι οι άλλοι που γράφουν;

Αυτό ήταν το αιώνιο μου πρόβλημα. Η έκθεση. Ακόμα κι αν γράψω κάτι αξιοπρεπές που θα μπορεί να ανέβει από κάποιο θίασο κάποια μέρα, δεν μου αρκεί. Θέλω να γράψω ένα αριστούργημα. Μία αποκάλυψη. Και δεν είμαι ικανός γι’ αυτό. Ούτε έχω υπομονή και επιμονή να δουλέψω πάνω σε αυτό. Θέλω να έρθει η επιφοίτηση ουρανοκατέβατη και να με φωτίσει. Να πιάσει ο Θεός το χέρι μου και να γράψουμε ένα έπος. Προς το παρόν, γράφουμε ένα πέος.

Η γραφή έχει πολλούς κανόνες τους οποίους βαριέμαι. Θέλει να σμιλέψεις χαρακτήρες και αυτοί οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν ψυχολογικές μεταπτώσεις. Ο κάθε χαρακτήρας θέλει το βιογραφικό του, θέλει τον ψυχολόγο του. Γενικώς θέλει πολύ κύριε ελέησον. Προσπαθώ να το τηρήσω, αλλά έτσι χάνω τον εαυτό μου. Και πάντα η αρχή μου στη γραφή είναι να γράφεις αυτό που διασκεδάζει εσένα. Αν βρεθεί ένας ακόμα να διασκεδάσει πέτυχες τον στόχο σου. Αν γράφεις για να χαρεί η μάζα, χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Και ιδού το δίλημμα: Να γράφω για να γελώ εγώ και ακόμα 2-3 συμπάθειες; Ή να γράψω για να δώσει το ΟΚ του ο ΘΟΚ;

Έχω ξεκινήσει άπειρα κείμενα τα οποία έμειναν μισοτέλειωτα. Κυρίως από έλλειψη έμπνευσης, αλλά και από ξεχείλισμα αυτογνωσίας, ότι δηλαδή αυτή η μαλακία δεν αξίζει την εκτύπωση, πόσο μάλλον την έκδοση. Βέβαια, γνωρίζω κόσμο που τυπώνει ακόμα και την κλανιά του και πουλά βιβλία με αυτήν, οπότε ο πήχης είναι πολύ χαμηλά. Εύκολα χωρούσε κάπου και η δική μου η κλανιά. Αλλά, όχι. Δεν αντέχω να μπει το όνομά μου δίπλα σε μία μετριότητα, δίπλα από κάτι που δεν αξίζει βραβείου, δίπλα από κάτι που θα με βάλει στο πάνθεον των συγγραφέων.

Ας πεθάνω άδοξα.

Αυτά είχα να πω, γεια σας. Όπως βλέπετε έχω πάρα πολλά να σκεφτώ σ’ αυτή την καραντίνα.

2 σχόλια:

Beatrix Kiddo είπε...

Εμείς δεν καραντινιάζουμε αυτή την φορά και μπορώ να πω σε ζηλεύω!

Neraida είπε...

Κοίτα, αν γράψεις κάτι που θα γελάσεις εσύ ( ο συγκεκριμένος ), σίγουρα δεν θα είναι μετριότητα!