Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2016

Κάτι Τρέχει Με Τους Δίπλα

Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια όπου η Μπρέντα αποκοιμήθηκε από τις 10:00 και εγώ καθόμουν στον καναπέ και έπαιζα τρίλιζα στο κινητό. Το καλό με την τρίλιζα είναι ότι άπαξ και αρχίσεις να την παίζεις, χρειάζεσαι τουλάχιστον είκοσι λεπτά για να ολοκληρώσεις μια παρτίδα. Οπότε μέχρι να τελείωνα τη δική μου, θα ερχόταν και η δική μου ώρα για ύπνο. Αμ δε! Στο δίπλα διαμέρισμα γινόταν πάρτι τρικούβερτο. Βασικά, οι γείτονες τσακώνονταν. Και δεν είχα καλύτερο να συνδυάζω τρίλιζα στο κινητό με τον καβγά των δίπλα. Σαν να τρως τυρόπιτα και σοκολατίνα μαζί. Τόσο απολαυστικό!

Γελώ τρομερά με κάτι τέτοια. Ε, τι; Μόνο εμείς θα γινόμαστε θέαμα όταν τσακωνόμαστε; Να γίνει και κάνας άλλος ρεζίλι. «Στις δουλειές μου να μην ανακατεύεσαι βρα!» της είπε εκείνος. Έμφαση στο «βρα!» παρακαλώ. Μετά κάτι άλλο μουρμούρισαν που δεν κατάλαβα, και εκείνη του απάντησε «σε ποιον τα πουλάς αυτά;» Δύο ήταν οι πιθανές εκδοχές: Είτε ο γείτονας έλεγε μπαρούφες και η σύζυγος δεν τον πίστευε, πράγμα που απέκλεισα καθότι οι Κυπραίοι δεν καβγαδίζουν με ατάκες βγαλμένες από ελληνικές σειρές, είτε όντως κάτι βρήκε κρυμμένο η σύζυγος και τον ρωτούσε ορθά κοφτά σε ποιον προτίθετο να το πουλήσει. Χασίσια. Ξεκάθαρο!

«Μένουμε σε πολυκατοικία με ντήλερς!» Γιατί τότε συνέβη το περιστατικό, όταν διαμέναμε στο θλιβερό εκείνο διαμέρισμα. «Καλά μου είχαν πει εμένα ότι η Αγλαντζιά είναι τίγκα στο ναρκωτικό εξ αιτίας των φοιτητών», σκέφτηκα κουνώντας το κεφάλι, και με μια σάρωση του δείχτη μου πέρασα στο επόμενο στάδιο της τρίλιζας. Θρίαμβος! Ένα μήνα με πιλάτευε το συγκεκριμένο στάδιο. Δεν πρόλαβα όμως να χαρώ το κατόρθωμα, και μπαμ! Κάτι άκουσα να σκάει με δύναμη από την άλλη πλευρά της μεσοτοιχίας. «’Εκτακτα, έκτακτα! Αρχίσανε να πετάνε πράγματα!» Σηκώθηκα και έβαλα το αφτί μου πάνω στον τοίχο να ακούσω καλύτερα. Τσιγαρόχαρτο η μεσοτοιχία. Στο επόμενο πράγμα που εκσφενδονίστηκε, νόμισα ότι διαπέρασε τον τοίχο όλμος και έσκασε στο σαλόνι μας.

«Εντάξει, δέρνονται κανονικά! Χάνει τα καλύτερα η Μπρέντα που έπεσε και κοιμήθηκε απ’ τις δέκα!»

Το πράγμα όμως σοβάρεψε. Η διένεξη στο δίπλα διαμέρισμα ολοένα και φούντωνε, κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι λέγανε, καθότι μεταφερθήκανε σε άλλο δωμάτιο. Άκουγα το μπίρι-μπίρι, αλλά έχανα τη στιχομυθία. Θυμήθηκα κάτι εποχές που για να πιάσουμε καλό σήμα στην τηλεόραση έτρεχε ο πατέρας μου να ισιώσει την κεραία στην ταράτσα και μέχρι να την προσανατολίσει σωστά, εγώ κάτω έχανα το μισό έργο. Τέλος πάντων, μην στα πολυλογώ, σε κάποια φάση η κυρία του κυρίου άρχισε να φωνάζει. «Αααα, αααα!» Τύπου «με δέρνουν». Εκεί σοβάρεψε το πράμα, ένιωσα ότι έπρεπε να δράσω. Και όπως συμβαίνει πάντα στις περιπτώσεις όπου πρέπει να βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα, πήγα και ξύπνησα τη Μπρέντα.

«Αγάπη μου… αγάπη μου, ο γείτονας δέρνει τη γειτόνισσα!»

Η Μπρέντα που κοιμόταν του καλού καιρού εκτινάχτηκε ίσια πάνω, και μέσα στην παραζάλη του ύπνου της φόρεσε τη φούξια ρόμπα της, και έσπευσε να επέμβει. Σαν τον Ράμπο σε επιφυλακή ήτανε. Έσφιξε το ζωνάρι της ρόμπας σαν να ήταν η ζώνη της Ιππολύτης,  και χωρίς καλά-καλά να έχει ξυπνήσει βγήκε στο μπαλκόνι να εξετάσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Έλεγε και κάτι ακαταλαβίστικα έτσι όπως ξύπνησε απότομα, όπως π.χ. να καλέσουμε την αστυνομία. Μα, ποιαν αστυνομία; Την κυπριακή; Και τι να τους πούμε; Ότι στήσαμε αφτί στους δίπλα και έχουμε βάσιμες υποψίες ότι δέρνονται; Και θα σηκώσουν τον κώλο τους να έρθουν να επιληφθούν της καταστάσεως; Εδώ τους καλείς και τους λες ότι σε κλέβουν, με τους κλέφτες να είναι μες το σπίτι και το σκέφτονται... Θα συγκινηθούν από ένα οικογενειακό καβγαδάκι;

«Δεν ακούγεται τίποτα!» είπε η Μπρέντα. «Δεν ακούγονται απ’ το μπαλκόνι, αγάπη μου, πρέπει να πας στο σαλόνι και να περιμένεις». Η Μπρέντα, που πήρε σχεδόν προσωπικά το ζήτημα, δεν μπορούσε να περιμένει να ακούσει φωνές για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου, οπότε αποφάσισε να βγει στον διάδρομο της πολυκατοικίας, να πάει να χτυπήσει το κουδούνι τους, και να ζητήσει τα ρέστα. «Είσαι με τα καλά σου; Θα πας να χτυπήσεις την πόρτα σ’ αυτό το χάλι (αγαπώ τη φούξια ρόμπα της, αλλά όχι κι έτσι!); Τουλάχιστον ρίξε κάτι απάνω σου!» της είπα περιπαιχτικά. Ήταν πολύ αναστατωμένη για να εκτιμήσει το αστείο. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και βγήκε στον διάδρομο. «Κάτσε στα αβγά σου» της είπα, «το πολύ - πολύ να ανοίξει την πόρτα ο χωρκάτης και να φάμε και εμείς καμιά αδέσποτη!»

Τίποτα δεν πτοούσε την Μπρέντα. Φόρεσε και τις ροζ παντοφλίτσες της, και με αργά βηματάκια, πλιτς-πλιτς-πλιτς, κατευθύνθηκε προς το γειτονικό διαμέρισμά. Δίστασε λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα τους, μα μόλις πήγε να πατήσει το κουδούνι ακούσαμε την πόρτα να ξεκλειδώνει με φόρα. «Παναγία μου!» Ευτυχώς, πριν προλάβει να γίνει το κακό συναπάντημα, η Μπρέντα έτρεξε και πρόλαβε να μπει στο διαμέρισμά μας κλείνοντας ερμητικά την πόρτα πίσω της. Εγώ, όπως κατάλαβες, χαχάνιζα.

Στον διάδρομο της πολυκατοικίας, η γειτόνισσα αγκομαχώντας από το κλάμα άφησε πίσω της τη συζυγική εστία. Μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο της και τράπηκε σε φυγή.

«Είδες που λύσσαξες; Έφυγε και γλίτωσε η κοπέλα!»

«Εγώ λύσσαξα; Εσύ με ξύπνησες!»

«Ε, μα τι να έκανα αγάπη μου; Να έπαιρνα την αστυνομία; Πιο αποτελεσματική θα ήσουν εσύ. Άντε πέσε πάλι για ύπνο τώρα!»

«Πού να κοιμηθώ τώρα που αναστατώθηκα;»

«Τίποτα δεν έγινε. Τα κάνανε λαμπόγυαλο κι ησυχάσανε. Ως αύριο θα είναι πάλι αγαπημένοι και μονιασμένοι. Πέσε να κοιμηθείς!»

«Ωραίος είσαι. Πρώτα μας αναστατώνεις…»

«Εγώ; Οι χωρκάτες οι Αγλαντζιώτες σου!»

Για να σου τελειώσω την ιστορία, η γειτόνισσα μετά από λίγη ώρα επέστρεψε στη φωλίτσα της. Καλό σύνδρομο της Στοκχόλμης έχει κι αυτή. Τσεκάραμε το πρωί, και είδαμε ότι το αυτοκίνητό της ήταν στη θέση του. Η Μπρέντα που έχει τρομερές ευαισθησίες με τα συγκεκριμένα θέματα επέμενε να μην αφήσουμε το ζήτημα να περάσει στα ψιλά. Εγώ πάλι, που είμαι πιο ζώον και με κάτι τέτοια απλά σπάω πλάκα, ήμουν της άποψης να μην ασχοληθούμε περαιτέρω γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έγινε και φόνος, και επειδή πιστεύω ότι καβγάδες συμβαίνουν σε όλα τα σπίτια και δεν μας πέφτει λόγος. Δεν ξέρω σε πιο ακριβώς σημείο της μάχης νομιμοποιείται να επέμβει ο γείτονας. Δεν μου έχει ξανατύχει. Στην πολυκατοικία ενός φίλου μου, ας πούμε, ο γείτονας έσπασε ένα τηγάνι πάνω στο κεφάλι της συζύγου του επειδή έμαθε ότι τον απατούσε με τον κολλητό του. Η κοπέλα βρέθηκε σχεδόν αιμόφυρτη να αιμορραγεί στις σκάλες. Τρου στόρι. Εκεί ναι, να επέμβεις και με το παραπάνω. Αλλά για ένα σπασμένο σερβίτσιο και μερικά ποτήρια να κάνω τον χαμό;

Δεν λέει.

Φυσικά, η Μπρέντα έφτασε το θέμα στο ανώτατο επίπεδο σοβαρότητας πράττοντας αυτό που θα έπραττε οποιοσδήποτε ευσυνείδητος πολίτης που επιθυμεί να δει το έγκλημα του γείτονά του να τιμωρείται:

Εξιστόρησε το συμβάν στη σπιτονοικοκυρά μας.


Δεν ξέρω τι ακολούθησε, γιατί στο μεταξύ εμείς μετακομίσαμε. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ο γείτονας πρέπει να πόνεσε. Πολύ. 

2 σχόλια:

Moonlight είπε...

Είχαμε κι εμείς κάτι περίεργους ενοικιαστές. Ήταν κάτι ξένοι, φοιτητές. Μια μέρα ακούμε άγριες φωνές, και ανοίγουμε την πόρτα (ήταν φωνές σε σημείο που λες κάτι θα γίνει τώρα). Ανοίγει και η δική τους πόρτα (στον πάνω όροφο), και ακούμε μια φάπα να πέφτει. Κοιταζόμασταν. Και κάνω εγώ φασαρία, φωνάζω κάτι (δεν θυμάμαι τι, κανένα "hey!", κανένα "stop it!", κάτι τέτοιο θα ήταν), και ακούω τη φιλενάδα του ενός να φωνάζει και να κατεβαίνει τρεχτή (δεν ήμουν σίγουρη αν κατέβαινε με τα πόδια ή κατρακυλώντας). Έρχεται σπίτι μας, και μένουμε όλοι αγάλματα: πάνω στη βούκκα της είχε αποτυπωθεί το χέρι του άλλου, 2μιση μέτρα χτηνού. Την έβαλε σπίτι μας η μάνα μου, της είπε να πιάσουμε την αστυνομία. Την ρώτησε αν έχει ξανασυμβεί, της είπε να μην γυρίσει εκεί. Μας είπε ότι δεν ξέρει να συνεννοηθεί και να πιάσουμε εμείς την αστυνομία. Επιάσαμε, και η αστυνομία λοιπόν, μας είπε ότι πρέπει να πάει το θύμα στο νοσοκομείο, στις πρώτες βοήθειες, να περιμένει να την δει γιατρός, να κάνει έκθεση προς την αστυνομία, και ΤΟΤΕ να ενημερωθούν εκείνοι. ΑΥΤΗ είναι η Κύπρος, λοιπόν.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν την σκότωνε. Θα ανοιγόταν υπόθεση, ή αν η οικογένεια του νεκρού δεν επενέβαινε, θα θεωρήτο κλειστή υπόθεση "ε επέθανεν, οκ"; Ανάθεμαν τα. Τίποτε άλλο.
Η αντίδρσή μας πάντως, οικογενειακώς ήταν παρόμοια με της Μπρέντας θα έλεγα... :/

Unknown είπε...

Ου ειχαμε και εμεις τα ιδια περσυ το καλοκαιρι! Αλλά ελα που ειχαμε κανει ηχομόνωση στο υπνοδωματιο μας (κοινός τοιχος με τους δίπλα) και δεν ακουγαμε τιποτε!
Αναγκάστηκα να κρεμμαλιστώ απο τον φωταγωγό για να μαθω λεπτομέριες!!